Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2007

How Not To Play Chess


Το «How Not To Play Chess» θεωρείται ένα από τα κλασικά έργα της σκακιστικής βιβλιογραφίας. Αντικατοπτρίζει το χάρισμα του συγγραφέα Eugene Znosko-Borovsky να επεξηγεί το σκάκι με σαφήνεια και χιούμορ.
Πρόκειται -βασικά- για ένα απλό βιβλίο. Και εκτός των άλλων, για σύντομο βιβλίο (119 σελίδες στην έκδοση Dover, εκ των οποίων οι 20 σελίδες είναι ασκήσεις σε μορφή διαγραμμάτων που προστέθηκαν από τον εκδότη-επιμελητή Fred Reinfeld). Απευθύνεται σε παίκτες μέσης δυναμικότητας και ακόμη και οι τελευταίες εκδόσεις περιέχουν την ύλη των θέσεων με την περιγραφική γραφή, το οποίο δεν είναι απαραιτήτως μειονέκτημα (ο αναγνώστης αναγκάζεται να βλέπει τις βαριάντες πιο προσεκτικά).
Κρίνοντας από τον τίτλο του βιβλίου, κάποιος μπορεί να υποθέσει πως πρόκειται για συλλογή με γκάφες και κακές επιλογές κινήσεων, όμως το βιβλίο διαπραγματεύεται κυρίως σχέδια του μέσου της παρτίδας.
Από την εποχή που ο Znosko-Borovsky έγραψε το «How Not To Play Chess» (1930) είναι βέβαιο πως έχουν αλλάξει πολλά στην φιλοσοφία και την οπτική του παιχνιδιού και πως οι μεταγενέστεροι συγγραφείς ενσωμάτωσαν στα έργα τους συμπεράσματα του συγγραφέα και των συγχρόνων του. Με την ματιά του 2007, δεν θεωρείται ένα απαραίτητο βιβλίο στρατηγικής, είναι όμως ένα ιδιαίτερα ευχάριστο ανάγνωσμα με δεδομένη την ποσοτική υπεροχή του κειμένου έναντι των αναλύσεων και το χαρισματικό προσωπικό ύφος της συγγραφής.

Ακολουθεί ο πρόλογος του συγγραφέα σε σκαναρισμένη εικόνα:

Κλικ για μεγέθυνση

***Ο Eugene Znosko-Borovsky γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1884 και ήταν μετρ σκακιού, δάσκαλος, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας και θεάτρου. Η πρώτη φορά που μετείχε σε διεθνές τουρνουά ήταν στην Οστάνδη το 1906, όπου κέρδισε το «βραβείο ωραιότητας» για την παρτίδα του με τον Amos Burn. Υπηρέτησε ως στρατιώτης στους ρωσοϊαπωνικούς πολέμους του 1904-1905 καθώς και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Βρέθηκε σε ένα αγγλικό καράβι στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί πήγε στο Παρίσι, που έγινε ο μόνιμος τόπος διαμονής του από το 1920 και μετά.
Ως παίκτης ο Znosko-Borovsky δεν γνώρισε μεγάλες και συνεχείς διακρίσεις. Η σπουδαιότερη επιτυχία του ήταν η πρώτη θέση στο διεθνές τουρνουά του Παρισιού, το 1930, όπου ξεπέρασε τους Tartakower, Lilienthal και Mieses. Είχε κερδίσει επίσης σε παρτίδες τους Capablanca, Rubinstein, Euwe και Bogoljubov.
Θεωρείται όμως απολαυστικός και οξυδερκής δάσκαλος και συγγραφέας. Δημοσίευσε πληθώρα άρθρων σε περιοδικά, έδωσε πολλές διαλέξεις στην Ευρώπη και ορισμένα από τα πιο γνωστά (και καλά) βιβλία του είναι: The Evolution of Chess , The Middle Game in Chess, How Not to Play Chess. Πέθανε το 1954.

***Το How Not To Play Chess στο Amazon.com

8 σχόλια:

  1. Ανώνυμος11/12/07

    Αναζητούνται σκακιστές με διπλό επώνυμο

    Με αφορμή το επώνυμο του Ζνόσκο – Μπορόφσκυ, μού γεννήθηκε ένα ερώτημα :

    Πόσοι ακόμα γνωστοί σκακιστές έχουν δύο εν χρήσει επώνυμα που χωρίζονται με παύλα, στο πρότυπο Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας (πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας 1981-1984), Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας (πρωθυπουργός το 1965, και λογοτέχνης με το ψευδώνυμο Γιώργος Αθάνας), Θανάσης Πετσάλης – Διομήδης (συγγραφέας του "Οι Μαυρόλυκοι, το χρονικό της Τουρκοκρατίας 1565-1799"), Αριστείδης (για τους φίλους Ντιντής) Καρύδης – Fuchs (παλιός τεχνικός του κινηματογράφου);

    Μπόρεσα να συλλέξω τα παρακάτω :

    Έλληνες (τυχαία σειρά) :

    Σεμπαστιάν Φίλιππας – Ντεκουάν (ΠΣ Περιστερίου)
    Δημήτρης Κοσμάς – Λέκκας (ΣΑΣ Κορωπίου)
    Αλέξανδρος Ρηγόπουλος – Τσίγκος (ΔΚΠ Ανω Λιοσίων)
    Σταμάτης Κούρκουλος – Αρδίτης (ΣΟ Καλλιθέας)
    Χαράλαμπος Λαζαρίδης – Πατσαλιάς (ΣΟ Πολίχνης)
    Λάζαρος Λαζαρίδης – Ελμαλόγλου (ΑΟ Δόξα Πεύκης)
    Γιώργος Καφούρος – Μόσχος (ΣΟ Αιγάλεω)

    Ξένοι :

    Φιοντόρ Ντουζ – Χοτιμίρσκυ (Fyodor Duz-Khotimirsky, Фёдор Дуз-Хотимирский)
    Αλεξάντρ Ιλυίν – Ζενέφσκυ (Alexander Ilyin-Zhenevsky, Александр Ильин-Женевский)
    Μιχαήλ Μποντς – Οσμολόφσκυ (Mikhail Bonch-Osmolovsky, Михаил Бонч-Осмоловский)
    και βέβαια,
    Ευγένιος Ζνόσκο – Μπορόφσκυ (Eugene Znosko-Borovsky, Евгений Зноско-Боровский)

    Βοήθεια κανείς;

    Παραδοχές :

    - Εξαιρούνται οι θήλεις : το ένα από τα δύο επώνυμα πιθανότατα είναι του συζύγου. Έτσι, αποκλείονται οι π.χ. Ketevan Arakhamia – Grant ή Elena Donaldson – Akhmilovskaya (στους πίνακες της FIDE αναγράφεται ακόμα με το επώνυμο του πρώην συζύγου της).

    - Εξαιρούνται οι ισπανόφωνοι (οι οποίοι «κουβαλούν» τα επώνυμα και του πατέρα και της μητέρας, τα οποία επιπλέον δεν χωρίζονται με παύλα). Έτσι, αποκλείονται π.χ. οι ισπανοί Francisco Vallejo Pons και Miguel Illescas Córdoba, ο περουβιανός Julio Granda Zuniga (ορθότερα : Zúñiga) και ο κουβανός Walter Arencibia Rodríguez. Εξαιρούνται και επώνυμα που χωρίζονται με σύνδεσμο ή μόριο όπως de, y κλπ. Έτσι, αποκλείεται π.χ. ο José Raúl Capablanca y Graupera.

    - Προκειμένου για έλληνες, εξαιρούνται οι περιπτώσεις που το διπλό επώνυμο απαρτίζεται από τα επώνυμα των γονέων, όπως επιτρέπει ο ισχύων νόμος. (Πιθανολογώ μάλιστα ότι τα διπλά επώνυμα των περισσότερων, ή και όλων, των ελλήνων παικτών που ανέφερα, δεδομένου και του νεαρού της ηλικίας τους, απαρτίζονται από τα επώνυμα των γονέων.)

    - Προκειμένου για έλληνες, εξαιρούνται όσοι έχουν μεν δεύτερο επώνυμο, όμως δεν είναι / ήταν σε χρήση. Έτσι, εξαιρούνται π.χ. ο Νίκος Κόντος (παλαιός μαιτρ του ΣΟ Παγκρατίου), που έχει και άλλο επώνυμο, όμως δεν θυμάμαι να συναναφερόταν στα έντυπα της εποχής (νομίζω ότι ούτε ο ίδιος το έγραφε στο παρτιδόφυλλό του), ή ο κ. Νίκος Ραζής (πρόεδρος του ΣΕΠΟΚΕ), που έχει και άλλο επώνυμο, όμως θυμάμαι ότι στη σφραγίδα του αναγράφεται «Δρ. Ν.Χ. Ραζής».

    Άχρηστη (αλλά σχετική με τα παραπάνω) γνώση της ημέρας :

    Το πλήρες ονοματεπώνυμο του Σιμόν Μπολίβαρ (και όχι Μπολιβάρ, όπως το φερώνυμο ποίημα του Εγγονόπουλου, που αρχίζει «Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, / είσουνα ένα λουλούδι μέσ΄ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής», και τελειώνει «Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.»· στο ίδιο ποίημα, η γενέτειρα του Μπολίβαρ παρατονίζεται ως Καρακάς, η δε χώρα Ονδούρα επίσης παρατονίζεται και επιπλέον αναφέρεται ως αρσενική ή ουδέτερη : του Οντουράς, ενώ η ισπανική ονομασία, República de Honduras, είναι στον πληθυντικό αριθμό και στο θηλυκό γένος – honduras σημαίνει βάθη· άχρηστη γνώση μέσα στην άχρηστη γνώση : η σημερινή Ονδούρα παλαιότερα λεγόταν Ισπανική Ονδούρα, για να ξεχωρίζει από τη Βρεταννική Ονδούρα, το σημερινό Μπελίζε) είναι Simón José Antonio de la Santísima Trinidad Bolívar Palacios y Blanco.

    Σκέφτομαι τον, μετέπειτα El Libertador, μαθητή δημοτικού, να προσπαθεί να χωρέσει τον σιδηρόδρομο που είχε για όνομα στις τελίτσες της ετικέττας του τετραδίου : Cuaderno de Ejercicios del alumno … :-)

    Δεύτερη άχρηστη (αλλά επίσης σχετική με τα παραπάνω) γνώση της ημέρας :

    Το πλήρες ονοματεπώνυμο της σατανικής Αλέξις της σαπουνόπερας «Δυναστεία» (Τζόαν Κόλλινς· ιστορικές θα μείνουν οι εκκεντρικές καπελαδούρες της· άχρηστη γνώση μέσα στην άχρηστη γνώση : η Κόλλινς παρά λίγο να ήταν αυτή η Κλεοπάτρα στην εμβληματική ταινία του 1963) είναι Alexis Morell Carrington Colby Dexter Rowan, όπου Morell το οικογενειακό της και τα τέσσερα επόμενα των τεσσάρων διαδοχικών συζύγων της.

    Ρητορικό ερώτημα : Με την ίδια λογική, δηλαδή ότι η πολλάκις νυμφευθείσα διατηρεί, εκτός από το οικογενειακό της, και τα επώνυμα όλων των διαδοχικών συζύγων της, πώς θα ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμο της π.χ. Ελίζαμπεθ Ταίηλορ (η Κλεοπάτρα της παραπάνω ταινίας), που συνήψε οχτώ γάμους; Και πώς θα λυνόταν το ζήτημα ότι οι γάμοι ήσαν μεν οχτώ, αλλά οι σύζυγοι εφτά (με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον παντρεύτηκε –και χώρισε– δύο φορές, και μάλιστα σε διαδοχικούς γάμους);

    Για να τελειώνουμε με τις δολιχοδρομίες και να επανέλθουμε στο αίτημα :

    Άλλοι σκακιστές με δύο εν χρήσει επώνυμα που χωρίζονται με παύλα και δεν είναι το πατρικό και το μητρικό τους;

    Και για να μην ξεφεύγουμε εντελώς :

    Εκτός από το γνωστό απόφθεγμα της τελευταίας πρότασης του προλόγου του παρουσιαζομένου βιβλίου ("Το σκάκι είναι παιχνίδι κατανόησης, όχι μνήμης"), σημαντική είναι και η σύσταση του ιδίου : "Μην αναζητείτε μια συγκεκριμένη κίνηση, ακόμα και την καλύτερη, αλλά ένα υλοποιήσιμο σχέδιο".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος12/12/07

    Αθανασιάδης - Νόβας, που τον θυμήθηκες;

    Είναι ο πρώτος Πρωθυπουργός της Αποστασίας το 1965 γεγονός που τον έκανε να αντικείμενο χλευασμού και λοιδορίας από τον κόσμο και τις εφημερίδες και από τότε ήρθαν στην επιφάνεια και τα διάφορα ποιητικά του πονήματα ιδίως όσα ήσαν ευτράπελα και με ερωτισμό.
    Η συνήθεια του να φοράει παπιγιόν το οποίο το είχε και ως σήμα κατετεθέν βαζοντας το και στις ποιητικές του συλλογές (!!) ήταν ένα άλλο σημείο που το εκμεταλλεύτηκαν ιδιαίτερα οι γελοιογράφοι της εποχής.

    Ο Νόβας έμεινε γνωστός ως ο Γαργάλατας από το παρακάτω ποίημα


    Κι’ηταν τα στήθια σου
    άσπρα σαν τα γάλατα
    και μούλεγες
    Γαργάλατα,γαργάλατα!

    Μερικά ακόμα ερανίσματα του ποιητικού του οίστρου

    Τι φταίω αν είμαι λίγο ποιητής
    Τι φταίω σαν κέφι αν απαγγέλω
    Άλλα τραγούδια μην μου ζητής
    Φιλάκια τώρα, χάδια τώρα θέλω!

    Και επειδή είναι κρύα
    Τα νερά του Βόλγα
    Πίνω εις υγείαν σας
    Κυρία Όλγα!

    Καλησπέρα κυρά –Ρήνα!
    Ήρθα για να σου κλαφτώ
    Είχες γράμμα απ’ την Αθήνα;
    Σούστειλαν κάνα λεφτό;

    Ήτανε επίσης μοναδικός στο να φτιάχνει στιχάκια σε κάθε περίπτωση τα οποία έχουν μείνει στην ιστορία της πολιτικής παραφιλολογίας..
    Σε γεύμα στο Μεσολόγγι που ήταν μαζί και ο μετέπειτα υποστηρικτής της Χούντας και χρηματοδότης του Νίξον Τομ Πάππας είπε το αμίμητο

    Πανηγυρίζει ο πληθυσμός άπας
    Διότι συντρώγει μεθ’ ημών ο Τομ Πάππας!

    Σε άλλο γεύμα στη Σίφνο προς τιμήν του καθηγητή Μαριδάκη απήγγειλε

    Το ανηλέκτριστον Κάστρο της Σίφνου
    Πρέπει να ηλεκτροφωτιστή και δις και τρις
    Αφού του Μαριδάκη είναι η πατρίς!

    Σε πτήση της, πριν την Ολυμπιακή εταιρείας, ΤΑΕ που ήταν μαζί και η μάνα του Κοκού Φρειδερίκη, απήγγειλε κατά την πτήση

    Ελληνικέ Λαέ
    Πούχεις βασίλισσα γρήγορη
    Σαν την ΤΑΕ !

    Γυρνώντας δε ο τότε πρωθυπουργός Ντίνος Τσαλδάρης από το Λονδίνο ο Νόβας είχε έτοιμο το στιχάκι

    Καλώς τονε τον Ντίνο
    Που πήγε στο Λονδίνο!


    http://atheofobos.blogspot.com/2007/02/blog-post_16.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος13/12/07

    @ atheofovos :

    Έξι άντρες με δεμένα μάτια ψηλαφούν έναν ελέφαντα

    Δια την τάξιν, ας σημειωθεί ότι το περίφημο «Γαργάλατα», όπως αναφέρετε και εσείς στο (έξοχο) ιστολόγιό σας στον σύνδεσμο που παραθέσατε, αλλά όχι στο σχόλιό σας στο παρόν ιστολόγιο, δεν είναι του Αθάνα.

    Σχετικά με την πολιτική διάσταση του Αθανασιάδη – Νόβα δεν εκφέρω άποψη, γιατί δεν γνωρίζω τη νεώτερη ελληνική ιστορία και ειδικότερα τα δεδομένα της εποχής. Έχω πάντως την αίσθηση ότι, μερικές φορές, εκλεκτά τέκνα της Ελλάδος παρεσύρθησαν από τη δίνη των γεγονότων και, παρά την αγαθή τους πρόθεση να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο (ή ακριβώς ένεκεν αυτής), εξετέθησαν. Τέτοιοι ίσως ήσαν π.χ. ο [πολιτικός] Πλαστήρας ή ο Μαρκεζίνης, που και αυτών το όνομα έχει συνδεθεί με ατυχείς στιγμές της νεοελληνικής ιστορίας.

    Σχετικά με τη συνήθεια του Αθανασιάδη / Αθάνα να φορεί παπιγιόν :

    Το παπιγιόν δεν ήταν και τόσο εξωτικό ενδυματολογικό εξάρτημα το πρώτο τέταρτο ή και τρίτο του προηγούμενου αιώνα. (Προσωπικά, έχω προλάβει προ 35 ή 40 ετών γιατρό, κάθε άλλο παρά δανδή, με παπιγιόν· έδινε την εξήγηση ότι η γραβάτα τού δυσκόλευε τις κινήσεις κατά την εξέταση των ασθενών.) Όσο για τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60, υπάρχουν φωτογραφίες του «θείου» Καραμανλή και άλλων επισήμων της εποχής με βελάδα, ημίψηλο, λευκά γάντια και μπαστούνι, επίσης ανήκουστα εξαρτήματα για την εποχή μας, στην οποία είναι ανεκτό βουλευτές να προσέρχονται στη Βουλή με κυνηγετικά γιλέκα και σανδάλια.

    Το παπιγιόν «κόβει» λίγο τους προγάστορες και ίσως γι΄αυτό να το προτιμούσε, ακριβώς όπως οι παχουλές (ή κατά φαντασίαν παχουλές) προτιμούν μπλούζες με λεπτές κάθετες ρίγες. Πάντως, στη φωτογραφία του στον σύνδεσμο που παραθέσατε, φορεί γραβάτα :-)

    Διακρίνω μια δόση παιγνιώδους διάθεσης και αυτοειρωνείας από μέρους του Αθάνα στην αποτύπωση του σκίτσου του παπιγιόν, δίκην σήματος κατατεθέντος, στο εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής «Δροσεροί καϋμοί», εικόνα της οποίας παραθέτετε. (Δεν ξέρω αν, πάντως αμφιβάλλω ότι, το σκίτσο του παπιγιόν υπήρχε σε όλα τα λογοτεχνικά του βιβλία· πάντως, στο εξώφυλλο του «Βαθιές ρίζες» των εκδόσεων της Εστίας δεν υπάρχει.)

    Τέλος, δεν γνωρίζω αν οι γελοιογράφοι της εποχής βρήκαν πηγή έμπνευσης και στο παπιγιόν άλλων συγχρόνων (ή σχεδόν συγχρόνων) του Αθανασιάδη – Νόβα, όπως π.χ. του, ομοίως πολιτικού (και Προέδρου της Δημοκρατίας 1975-1980), και ταυτόχρονα συγγραφέως (και προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών), Κωνσταντίνου Τσάτσου ή, πιο πρόσφατα, στο φράκο που φορούσε ο Ελύτης κατά την τελετή παραλαβής του Νόμπελ το 1979.

    Σχετικά με τη λογοτεχνική διάσταση του Αθάνα και αφού σπεύσω να διευκρινίσω ότι δεν είμαι ειδικός ούτε περί τα λογοτεχνικά, διατυπώνω, κατά τις συνήθειές μου, μερικές σκόρπιες και φυσικά ατεκμηρίωτες σκέψεις :

    Δεν νομίζω ο «κατηγορούμενος» να βαυκαλιζόταν με τη φαντασίωση ότι συγγράφει υψηλή και διαχρονική λογοτεχνία όταν συνέθετε τα στιχάκια που παραθέσατε. Δεν ξέρω αν την είχε δει Σουρής, πάντως προφανώς έκανε πλακίτσα και μάλλον σαν προϊόν πλακίτσας πρέπει να τα εκλάβουμε και κρίνουμε. Η ποίηση δεν είναι αναγκαστικά κάτι το σκοτεινό, σιβυλλικό και δυσνόητο, μπορεί να έχει και πιο εύπεπτο χαρακτήρα. Μέχρι και οι νομπελίστες μας έχουν δημοσιεύσει (σίγουρα έχουν συγγράψει περισσότερα) «ελαφρότερα» στιχουργήματα.

    (Τα παρατιθέμενα στιχάκια μού θυμίζουν τη «Μπέμπα» του Αλέκου Σακελλάριου, που ο ίδιος είχε πει ότι τη συνέγραψε σε λίγα λεπτά χάριν αστεϊσμού βάζοντας κάτι σαν στοίχημα με τον συνθέτη Μιχάλη Σουγιούλ, που επαιρόταν ότι μπορούσε να μελοποιήσει και τον πιο επιπόλαιο στίχο σε οποιονδήποτε ρυθμό. Και πράγματι, το τραγούδι βγήκε κάτι ανάμεσα σε… φοξ τροτ και μάντισον :-) και ακούγεται ευχάριστα ακόμα και σήμερα.)

    Ο Αθάνας, όταν αποφάσιζε να γράψει «σοβαρά», δεν ήταν και εντελώς μπάζο. Τόσο το ποίημα «Οι ασάλευτες κυρίες των επαρχιών», που δημοσίευσε το 1919 σε ηλικία 26 ετών, όσο και το σύντομο διήγημα «Τα χριστουγεννιάτικα τσαρούχια» δεν τον κατατάσσουν ίσως στον Παρνασσό, αλλά είναι καλές στιγμές της ελληνικής λογοτεχνίας για την εποχή τους. Ίσως και άλλα από τα, όχι λίγα, ποιήματα και διηγήματά του (δεν τα έχω υπόψη μου, ούτε προτίθεμαι να τα αναζητήσω, «βίος βραχύς» γαρ, όπως έγραφα με άλλη αφορμή), αξίζουν.

    Με την ευκαιρία : Πολλοί γνωρίζουμε (οι παλαιότεροι ίσως το έχουμε τραγουδήσει κιόλας) το τραγούδι του Νέου Κύματος «Στου τηλεφώνου το κοχύλι» (τ' αφίλητά σου τρέμουν χείλη / και μυστικά γλυκολαλούν. / Κλείνω τα μάτια, τ' αντικρίζω / μα λόγια πια δεν ξεχωρίζω, / δε λένε λόγια, με φιλούν), με την Πόπη Αστεριάδη στην πρωτότυπη, «χοροπηδηχτή» μελωδία του Γιάννη Σπανού. Πόσοι ξέρουμε ότι οι στίχοι είναι του Γεωργίου Αθάνα;

    Μια και ο λόγος για Σουρή, ας παραθέσω μερικούς στίχους του από το «Οι ΄Ελληνες λόγιοι», αντίστοιχους με τον Ντίνο απ΄το Λονδίνο και τον Βόλγα και την Όλγα (ή : Η κυρα - Μαριγούλα / στις όχθες του Βιστούλα / Λεντ Ζέππελιν ακούει / και τις παλάμες κρούει, ή : Του Γραίγου η σπιλιάδα / μια μέρα αποφράδα / κι οι τρίχες στη μασχάλη / χορεύουν πεντοζάλι –δικά μου αυτά, της στιγμής) :

    Δροσίνης γλαφυρότατος, με πνεύμα δροσερό / αλλά προφέρει πάντοτε πολύ ψευδά το ρο.
    Παράσχος μέγας ποιητής, συνάδελφος εν Μούση, / που τα μαλλιά του τα 'κοψε μα όχι και το μούσι.
    Βικέλας, Λάρας δηλαδή, με μάθηση και κρίση, / απ' το Παρίσι έρχεται και πάει στο ...Παρίσι.

    Και τρία πιο σύντομα :

    Λασκαράτος / γέρος γάτος.
    Ο Μαρκοράς Γεράσιμος / κι επίσημος και άσημος.
    Ο Πολυλάς / σοφός μπελάς.

    Δεν θέτω βέβαια ζήτημα σύγκρισης της ποιητικής αξίας των δύο ανδρών, όμως, αν μας έλεγαν ότι τα παραπάνω τα είχε συγγράψει ο Αθάνας, δεν θα τον πιστεύαμε;

    Για να συνοψίζω :

    - Ο Αθάνας δεν είναι βέβαια λογοτεχνικός ογκόλιθος, όμως [φαίνεται ότι] έχει και καλές στιγμές. Με λίγα λόγια, [ίσως είναι δίκαιο να παραδεχτούμε ότι] είναι ένας ελάσσων, όχι όμως και αδιάφορος, εκπρόσωπος της εποχής του.

    - Ίσως είναι σκόπιμο, αν και ανθρωπίνως δύσκολο, όταν εκφράζουμε κρίσεις για μία διάσταση ενός προσώπου, να διαχωρίζουμε τις άλλες του διαστάσεις. Για να φέρω προσωπικό παράδειγμα, ο παλιός γερμανός μπακ Πάουλ Μπράιτνερ δήλωνε μαοϊκός, όμως αυτό δεν [πρέπει να] αποτρέπει εμένα τον δεξιό (ή, ακόμα χειρότερα, τον «ορθόδοξο» αριστερό) από το να παραδεχτώ ότι ήταν ο κορυφαίος της εποχής του.

    (Μια και ο λόγος περί Μάο, θυμήθηκα παλιό αναρχικό σύνθημα : «Ζήτω η χήρα του Μάο!» με υπογραφή «Γεροντοπαλίκαρα Ελλάδας».)

    - Ίσως είναι σκόπιμο, αν και ανθρωπίνως δύσκολο, όταν εκφράζουμε κρίσεις για μία διάσταση ενός προσώπου, να μην επηρεαζόμαστε από τις ατομικές μας επιλογές και προτιμήσεις. Για να φέρω πάλι προσωπικό παράδειγμα, ο Άγγελος Σικελιανός δεν μού είναι συμπαθής ως βίος και πολιτεία, όμως αυτό δεν [πρέπει να] αποτρέπει εμένα τον συντηρητικών αρχών από το να παραδεχτώ ότι η ποίησή του είναι εμπνευσμένη.

    Διευκρινίζω ότι δεν έχω σχέση με τον «κατηγορούμενο», ούτε ανέλαβα διαπρύσιος υπερασπιστής του. Επαναλαμβάνω ότι δεν έχω ιδιαίτερες γνώσεις για την ελληνική ιστορία και λογοτεχνία. Απλώς προσπαθώ να βλέπω ολόκληρη τη σκακιέρα και να μην καταπίνω αμάσητα όσα μού σερβίρουν, έχοντας παράλληλα κατά νου ότι η μισή αλήθεια είναι ολόκληρο ψέμα.

    Προς επίρρωσιν των ανωτέρω, δύο πολύ εύκολα κουίζ.

    Κουίζ 1 : Τίνος είναι το παρακάτω ποίημα;

    Τα μονοκοτυλήδονα / και τα δικοτυλήδονα / ανθίζανε στον κάμπο
    σου το ’χαν πει στον κλήδονα / και σμίξαμε φιλήδονα / τα χείλια μας, Μαλάμω!

    Κουίζ 2 : Τίνος είναι οι παρακάτω στίχοι;

    Τρίτη, Πέμπτη και Σαββάτο / μες της θάλασσας τον πάτο
    ποιος θα ρίξει, ποιος θα πάρει / τ' ασημένιο το φεγγάρι.

    Δεν είναι παρακεκινδυνευμένο, από τα δύο αυτά αποσπάσματα και μόνο, να γνωμοδοτήσει κάποιος περί της αξίας ή απαξίας των συγγραφέων τους;

    Θυμήθηκα μια παλιά ιστορία της Ανατολής, που κυκλοφορεί σε πολλές παραλλαγές. Αυτή που γνωρίζω είναι η εξής :

    Ζητήθηκε από έξι άντρες με δεμένα μάτια να περιγράψουν με τι μοιάζει ο ελέφαντας ψηλαφώντας κάποιο μέρος του σώματός του.

    Αυτός που ψηλάφησε το πόδι απάντησε ότι ο ελέφαντας μοιάζει με κολώνα.
    Αυτός που ψηλάφησε την ουρά απάντησε ότι ο ελέφαντας μοιάζει με σχοινί.
    Αυτός που ψηλάφησε την προβοσκίδα απάντησε ότι ο ελέφαντας μοιάζει με κλαδί δέντρου.
    Αυτός που ψηλάφησε το αυτί απάντησε ότι ο ελέφαντας μοιάζει με βεντάλια.
    Αυτός που ψηλάφησε την κοιλιά απάντησε ότι ο ελέφαντας μοιάζει με τοίχο.
    Αυτός που ψηλάφησε τον χαυλιόδοντα απάντησε ότι ο ελέφαντας μοιάζει με πίπα.

    Αυτά περί μισής αλήθειας (ή και μικρότερου κλάσματος αυτής).

    Πάντα καλοπροαίρετα, χωρίς διάθεση ή πρόθεση αντιπαράθεσης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος14/12/07

    Δεν ειναι προσφατη συνηθεια ουτε και περιεργο οι μεγαλοι ποιητες και μαλιστα νομπελιστες παραπλευρως του σοβαρου τους εργου να γραφουν γυμνασματα με παιχνιδιωδη διαθεση με pastiche=μιμηση καποιου υφους.

    Η τεχνη του στιχοπλοκου πολυ απεχει απο την ποιηση που απαιτει πολυ περισσοτερα.Ωστοσο τα γυμνασματα των μειζονων ποιητων εχουν και τη φρεσκαδα και το ενδιαφερον τους.

    Η ειρωνια το χιουμορ και ο σαρκασμος ειναι μια αλλη οψη της κριτικης που ασκειται στη βαναυσοτητα και τον καταναγκασμο της πραγματικοτητας.

    ΥΓ Η απαντηση των κουιζ ευκολα προκυπτει απο την πρωτη παραγραφο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ανώνυμος14/12/07

    Πολυ ωραια η ιστορια με τον ελεφαντα που παραπεμπει στον Πλατωνα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ανώνυμος16/12/07

    Το «Γαργάλατα» δεν είναι του Γεωργίου Αθάνα, αλλά του Κώστα Σταματίου –του ποιανού;

    Δυσωνύμου «Γαργάλατα» συνέχεια.

    Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, στη στήλη του στην εφημερίδα «Τα Νέα» της 30/3/2004, σημειώνει :

    «Το «Γαργάλατα» δεν είναι του Νόβα-Αθάνα. Το έγραψε ο Κώστας Σταματίου στη στήλη «Αδιακρισίες» των «Νέων» για να κάνει πλάκα, και η πλάκα πέτυχε. Απόδειξη ότι και σήμερα, περίπου 40 χρόνια από τότε, εξακολουθούμε να μιλάμε γι' αυτή την ιστορία».

    Με δεδομένο ότι ο Παπαδόπουλος εργαζόταν ήδη στην εφημερίδα «Τα Νέα» όταν ο Σταματίου διέπραξε την περί ης ο λόγος πλάκα (στο greekbooks.gr ο ίδιος ο Παπαδόπουλος μιλά στο πρώτο πρόσωπο για τον εαυτό του : «Aπό το 1959 εργάζομαι στα Nέα: ρεπόρτερ, υπεύθυνος ύλης, υπεύθυνος ελεύθερου ρεπορτάζ, βοηθός αρχισυντάκτη, αρχισυντάκτης. Tα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια είμαι ο χρονογράφος της εφημερίδας»), υποθέτω ότι ο μάρτυρας μπορεί να θεωρηθεί αυτόπτης και αυτήκοος και άρα αξιόπιστος.

    Οι νεώτεροι φυσικό είναι να μην γνωρίζουν τον Κώστα Σταματίου και, από το παραπάνω περιστατικό, ίσως σχημάτισαν την ιδέα ότι ήταν κάτι σαν τον Θέμο Αναστασιάδη την εποχή που κρατούσε τη στήλη «Μαύρη τρύπα» στην «Ελευθεροτυπία» ή, το πολύ και στο πιο σοβαροφανές και διανοουμενίστικο, κάτι σαν τον ΒΗΜΑτοδότη ή την «Πανδώρα» του «Βήματος».

    Όχι.

    Ο Κώστας Σταματίου (1929-1991), εκτός από σχολιογράφος, ήταν μεταφραστής θεατρικών και άλλων έργων, και λογοτεχνικός και κινηματογραφικός κριτικός.

    Το 2004 εκδόθηκε στον «Καστανιώτη» δίτομη ανθολογία των λογοτεχνικών κριτικών του με τίτλο «Το βιβλίο και ο χρόνος 1979-1991». Στις πάνω από 1700 σελίδες του παρατίθενται 1.100 βιβλιοκρισίες του, που δημοσιεύτηκαν στην παραπάνω περίοδο στην εφημερίδα «Τα Νέα» και στο περιοδικό «Ταχυδρόμος», και συνολικά μνημονεύονται πάνω από 2.300 βιβλία. Σε πολλές από τις χρονιές που καλύπτονται, παρουσιάζονται περισσότερα από 100 βιβλία.

    Στο «Βήμα» της 20/2/2005, η Μάρη Θεοδοσοπούλου (λογοτεχνική κριτικός η ίδια) σημειώνει ότι ο Σταματίου ήταν «ένας βιβλιοπαρουσιαστής ευρωπαϊκών προδιαγραφών, καλύπτοντας με επάρκεια βιβλία κάθε κατηγορίας. Τρόπον τινά εκπροσωπεί το πρωτόγνωρο για την Ελλάδα είδος του book reviewer» και επίσης ότι «ο Σταματίου ζητεί να εξάψει το αναγνωστικό ενδιαφέρον όταν ο κριτικός μόνο αποτιμά».

    Άσχετο : Υπάρχει και άλλος, κορυφαίος στο είδος του, Σταματίου, ο Γιάννης, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, γνωστός ως «Σπόρος». Συνέντευξή του, με εκτενείς διηγήσεις από τον μισό αιώνα του στο κουρμπέτι στη γλαφυρή, σταράτη γλώσσα των παλιών μαγκών, υπάρχει στο τεύχος 6, Ιούνιος 2007, του διαδικτυακού περιοδικού για το λαϊκό τραγούδι klika.gr . Στο CD «Με χαμηλωμένα φώτα» της εταιρίας «Καθρέφτης» (κυκλοφόρησε πέρυσι) υπάρχουν εφτά συνθέσεις του με αυτοσχεδιασμούς που ανεβάζουν το μπουζούκι σε άλλες σφαίρες.

    Μικρός ενθουσιαζόμουν περισσότερο με τις μάμπο πενιές του Μανώλη Χιώτη, με τον «σπρίντερ» Χάρη Λεμονόπουλο και βέβαια με τις ευρηματικές εισαγωγές του Γιώργου Ζαμπέτα, που τις ξεχώριζες από τη δεύτερη νότα. Τον Θανάση Πολυκανδριώτη τον θεωρούσα λίγο των εύκολων λύσεων, τον παρομοίαζα με τον Ρισάρ Κλαϊντερμάν, που έπαιζε στο πιάνο σε εύπεπτη διασκευή για κυρίες σε κλιμακτήριο σονάτες του Μπετόβεν, ή τον Γκιόργκι Ζαμφίρ, που έπαιζε το Adagio του Αλμπινόνι στον αυλό του Πάνα. Τον «Σπόρο» τον γνώρισα και τον εξετίμησα αρκετά αργότερα.

    Αλλά το θέμα μας ήταν σκακιστές με δύο εν χρήσει επώνυμα που χωρίζονται με παύλα και δεν είναι το πατρικό και το μητρικό τους. Τους κατέγραψα όλους, δεν ξέχασα κανένα; :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ανώνυμος20/12/07

    Πριν 10 χρόνια στο Coventry είχα αγοράσει ένα άλλο βιβλίο του ίδιου συγγραφέα, το The Middle Game in Chess, σε τιμή ευκαιρίας στο καλάθι. Διάβασα στο κρεβάτι το κείμενο χωρίς την αμιγή σκακιστική ύλη και θα συμφωνήσω μαζί σου πως η γραφή του τύπου είναι ελκυστική.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Znosko – Borovsky : The art of chess combination (1936)

    Ο Schrödinger's Cat έγραψε για το How not to play chess, ο 1+1=3 για το The middle game in chess, ας γράψω κι εγώ δυο αράδες για το The art of chess combination των εκδόσεων Dover (πρώτη έκδοση 1936, επανέκδοση –αυτή που έχω– 1959).

    Προσυπογράφω διαρρήδην τα περί γλαφυρού και ευχάριστου, όσο και αποτελεσματικού από διδακτικής πλευράς ύφους, και προσθέτω στα πλεονεκτήματα της γραφής του τη μεθοδική τμηματοποίηση και οργάνωση της ύλης.

    Στις 200 σελίδες του The art of chess combination υπάρχουν 200 διαγράμματα, από τα οποία 30 ασκήσεις (παρατίθενται στο τέλος κάθε κεφαλαίου· οι λύσεις δίνονται στο τέλος του βιβλίου). Ξεχωρίζω το (εκτεταμένο) κεφάλαιο για την κλασσική θυσία στο h7 (γνωστή και ως «ελληνικό δώρο»).

    Το συγκεκριμένο βιβλίο έχει και την ιδιότητα να είναι ένας πανδέκτης του συνόλου σχεδόν των επιφανών συνδυασμών που παίχτηκαν μέχρι την εποχή συγγραφής του, όχι μόνο από τους μέχρι τότε παγκόσμιους πρωταθλητές (Στάινιτς, Λάσκερ, Καπαμπλάνκα, Αλιέχιν, Όυβε) και άλλους συγχρόνους τους ισχυρούς παίκτες (Ρέτι, Νίμτσοβιτς, Μπογκολιούμποβ, Ταρτακόβερ κ.ά.), αλλά και ακόμα παλαιότερους (Μόρφυ, ΄Αντερσσεν)· περιλαμβάνονται και μερικές σπουδές (Ρινκ, Κούμπελ, ακόμα και του, σύγχρονου του Φιλιντόρ, Στάμμα, και του ίδιου του συγγραφέα).

    Ευάρεστα παλιομοδίτικες η περιγραφική γραφή (με τον Ίππο να συμβολίζεται με το αρχαϊκό Kt αντί για το μεταγενέστερο Ν και με αρκετά λάθη, π.χ. B-Kt5, με δυνατότητα τόσο Bc1-g5, όσο και Bd3-b5 –διάγραμμα 32–, QxP, ενώ η Qh4 μπορεί να πάρει είτε το πιόνι h6 είτε το πιόνι c4 –διάγραμμα 97–, Kt-Kt5, με δυνατότητα τόσο Nf3-g5 όσο και Nc3-b5 –διάγραμμα 106–, [μαύρο] P-KKt3 ενώ το άλλο KtP είναι ήδη στο b6, άρα το ορθό είναι P-Kt3 –διάγραμμα 107–· φαίνεται ότι ο μεταφραστής μετέγραφε μπλάιντ το ρωσσικό αλγεβρικό του πρωτότυπου κειμένου στο αγγλικό περιγραφικό· θυμάμαι ότι στην αρχική, προ αμνημονεύτων ετών και βάλε, ανάγνωση, έβρισκα τα λάθη γραφής χωρίς σκακιέρα, κατευθείαν από τα διαγράμματα :-)) και τα κομμάτια Hastings στα διαγράμματα.

    Όπως σε κάθε βιβλίο της π.F. (προ Fritz) εποχής, μπορεί κανείς να βρει σε μερικά παραδείγματα ταχύτερες νικηφόρες συνέχειες ή ισχυρότερες άμυνες, όμως αυτό δεν μειώνει την αξία του βιβλίου.

    Νομίζω ότι πιο αποδοτικό θα ήταν σε παίκτες δυναμικότητας 1600-1800, όμως και οι ισχυρότεροι πιστεύω θα το βρουν ενδιαφέρον.

    Για πρόγευση, μερικές σελίδες του The middle game in chess υπάρχουν στα googlebooks.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.