Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

Ιστανμπούλ, πόλη και αναμνήσεις


Το πρώτο κεφάλαιο από το αυτοβιογραφικό έργο «Ιστανμπούλ, πόλη και αναμνήσεις» του Τούρκου νομπελίστα συγγραφέα Ορχάν Παμούκ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» σε μετάφραση Στέλλας Βρεττού. «Η μοίρα της Ιστανμπούλ είναι και δική μου μοίρα, είμαι αφοσιωμένος στην πόλη επειδή σε αυτήν οφείλω αυτό που είμαι», εξομολογείται ο Ορχάν Παμούκ σ’ αυτό το γοητευτικό βιβλίο που διαβάζεται σαν δοκίμιο, προσωπικό ημερολόγιο, ιστορία, οδηγός πόλης και μυθιστόρημα μαζί. Η πολυσέλιδη «Ιστανμπούλ» του Παμούκ είναι ένα βιβλίο ενηλικίωσης, μια μακρά διαδρομή μέσα στο συνειδητό και ασυνείδητο ενός παιδιού που γίνεται άντρας σε μια πόλη που τον ρουφάει στα σπλάγχνα της και τον κλείνει σαν όστρακο.

Η ομορφιά του τοπίου κρύβεται στη μελαγχολία του
Αχμέτ Ρασίμ


1
Ένας άλλος Ορχάν


Από πολύ νωρίς στα παιδικά μου χρόνια και για πάρα πολύ καιρό, με μια άκρη του νου μου πίστευα ότι σε κάποιο σοκάκι της Ιστανμπούλ, σ’ ένα άλλο σπίτι που έμοιαζε με το δικό μας, ζούσε ο απόλυτος σωσίας μου, ο δίδυμός μου, ένας άλλος Ορχάν ολόιδιος μ’ εμένα. Δεν θυμάμαι πού και πώς έκανα για πρώτη φορά αυτή τη σκέψη. Είναι πολύ πιθανό να ήταν αποτέλεσμα μιας διαδικασίας υφασμένης με παρεξηγήσεις, συμπτώσεις, παιχνίδια και φόβους. Για να μπορέσω να σας δώσω να καταλάβετε πώς ένιωσα όταν η ονειρική αυτή εικόνα άρχισε να φέγγει στο νου μου, πρέπει να σας περιγράψω τη στιγμή που για πρώτη φορά την είδα καθαρά.

Ήμουν πέντε χρονών, για ένα διάστημα με είχαν στείλει να μείνω σε ένα άλλο σπίτι. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου, στο τέλος κάποιου καβγά κι ενός από τους χωρισμούς τους, συναντήθηκαν στο Παρίσι, έχοντας αποφασίσει ο αδελφός μου να μείνει στο Νισάντας στην πολυκατοικία «Παμούκ», με την γιαγιά μας και τους συγγενείς κι εγώ στο Τζιχανγκίρ, στο σπίτι της θείας μου. Στον τοίχο αυτού του σπιτιού όπου με δέχονταν πάντοτε με αγάπη και χαμόγελα, μέσα σε μια άσπρη κορνίζα ήταν η φωτογραφία ενός μικρού παιδιού. Κάπου-κάπου, η θεία μου ή ο θείος μου μου δείχνανε τη φωτογραφία στον τοίχο και χαμογελώντας μου λέγανε, «Κοίτα, εσύ είσαι».

Το χαριτωμένο αγοράκι της φωτογραφίας, με τα μεγάλα μάτια, ναι, μου έμοιαζε λιγάκι. Φορούσε ένα από τα κασκέτα που φορούσα κι εγώ όταν έβγαινα έξω. Ήξερα ωστόσο ότι στη φωτογραφία δεν ήμουν ακριβώς εγώ. (Σταλμένη από την Ευρώπη, στην πραγματικότητα ήταν η κιτς αναπαραγωγή της φωτογραφίας ενός χαριτωμένου παιδιού). Ήταν άραγε ο άλλος Ορχάν που τον είχα πάντα στο νου μου και που ζούσε σ’ ένα άλλο σπίτι;

Τώρα όμως ζούσα κι εγώ κάπου αλλού, εκεί όπου έπρεπε να είμαι για να συναντηθούμε με το σωσία μου που ζούσε σ’ ένα άλλο σπίτι, αν και δεν ήμουν καθόλου ευχαριστημένος γι’ αυτό. Ήθελα να γυρίσω στο αληθινό μου σπίτι, στην πολυκατοικία «Παμούκ». Όταν μου λέγανε ότι στην φωτογραφία στον τοίχο ήμουν εγώ, σάστιζα λίγο, μπερδευόμασταν εγώ, η φωτογραφία μου, η φωτογραφία που μου έμοιαζε, ο σωσίας μου, οι εικόνες ενός άλλου σπιτιού, κι ήθελα να γυρίσω σπίτι, να μένω πάντα εκεί, μαζί με όλη την οικογένεια.

Αυτό που ήθελα έγινε, κι έπειτα από λίγο καιρό γύρισα πίσω στην πολυκατοικία «Παμούκ». Αλλά η ονειρική εικόνα του άλλου Ορχάν που ζούσε στην Ιστανμπούλ σ’ ένα άλλο σπίτι δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Στα παιδικά μου χρόνια, στην πρώτη μου εφηβεία, η συναρπαστική αυτή σκέψη ήταν πάντα εκεί, σε μια γωνιά του νου μου όπου εύκολα μπορούσα να την φτάσω. Τα χειμωνιάτικα βράδια καθώς περπατούσα στα σοκάκια της Ιστανμπούλ, προσπαθώντας να δω το εσωτερικό των σπιτιών με το πορτοκαλί φως, όπου φανταζόμουν ότι ευτυχισμένοι άνθρωποι ζούσαν άνετη ζωή, σκεφτόμουν για μια στιγμή ανατριχιάζοντας ότι σε ένα από όλα ζούσε ο άλλος Ορχάν. Όσο μεγάλωνα η εικόνα αυτή εξελίχτηκε σε φαντασίωση και η φαντασίωση σε σκηνή από όνειρο. Με τον άλλον Ορχάν συναντιόμασταν στα όνειρα μου -πάντοτε σε κάποιο άλλο σπίτι- κι εγώ άλλοτε ξεφώνιζα τρομαγμένος από τον εφιάλτη, κι άλλοτε εμείς οι δυο κοιταζόμασταν σιωπηλοί, ανελέητα κι εκπληκτικά ψύχραιμοι. Τότε, μεταξύ ύπνου και ξύπνου, πιανόμουν ακόμη πιο σφιχτά από το μαξιλάρι μου, το σπίτι μου, το δρόμο μου, το μέρος όπου ζούσα. Όταν πάλι ήμουν δυστυχισμένος, φανταζόμουνα ότι θα πήγαινα σε ένα άλλο σπίτι, σε μια άλλη ζωή, εκεί όπου ζούσε ο άλλος Ορχάν, ώσπου κόντευα να πιστέψω ότι ήμουν εκείνος ο άλλος Ορχάν και ξεγελούσα τον εαυτό μου με τα δικά του όνειρα για ευτυχία. Και τότε γινόμουν τόσο ευτυχισμένος με αυτά τα όνειρα, που δεν χρειαζόταν πια να πάω σε άλλο σπίτι.

Κι έτσι φτάνουμε στο ουσιαστικό μας θέμα: Από τη μέρα που γεννήθηκα δεν εγκατέλειψα ποτέ τα σπίτια, τους δρόμους, τις γειτονιές όπου έζησα. Ζω έπειτα από πολλά χρόνια (αν και στο μεταξύ έζησα σε διαφορετικά μέρη της Ιστανμπούλ), στην πολυκατοικία Παμούκ, στο μέρος όπου με κράτησε η μητέρα μου στην αγκαλιά της και μου έδειξε για πρώτη φορά τον κόσμο, εκεί όπου μου βγάλανε τις πρώτες μου φωτογραφίες, και ξέρω ότι αυτό έχει να κάνει με τον φανταστικό μου φίλο που ζούσε σε κάποιο άλλο μέρος της Ιστανμπούλ, και με την παρηγοριά που έβρισκα στη σχέση μας. Το γεγονός ότι έμεινα πάντα στον ίδιο τόπο, και μάλιστα πενήντα χρόνια στο ίδιο σπίτι, σε μια εποχή που προσδιορίζεται από τις μεταναστεύσεις και την ευρηματικότητα των μεταναστών, κάνει την ιστορία μου ιδιαίτερη για μένα και γι’ αυτό το λόγο και για την Ιστανμπούλ. «Βγες λίγο έξω, πήγαινε κάπου αλλού, ταξίδεψε», μου έλεγε πάντα η μητέρα μου λυπημένη.

Συγγραφείς όπως ο Κόνραντ, ο Ναμπόκοβ, ο Νάιπολ γράφουν έχοντας αλλάξει με επιτυχία γλώσσα, έθνος, κουλτούρα, πατρίδα, ήπειρο, ακόμη και πολιτισμό. Οι δικές τους δημιουργικές προσωπικότητες πήραν δύναμη από την εξορία, ή τη μετανάστευση, εμένα με προσδιόρισε η αφοσίωσή μου στο ίδιο πάντα σπίτι, δρόμο, τοπίο και στην ίδια πόλη. Η μοίρα της Ιστανμπούλ είναι και δική μου μοίρα, είμαι αφοσιωμένος στην πόλη επειδή σε αυτήν οφείλω αυτό που είμαι.

Όταν ο Φλωμπέρ ήρθε στην Ιστανμπούλ, εκατόν δύο χρόνια πριν τη γέννησή μου, και επηρεάστηκε από την ιδιαιτερότητα και τον πληθυσμό της πόλης, έγραψε σ’ ένα γράμμα του ότι πίστευε πως η Κωνσταντινούπολη εκατό χρόνια μετά θα γινόταν η πρωτεύουσα του κόσμου. Με την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε ακριβώς το αντίθετο. Όταν γεννήθηκα η Ιστανμπούλ ήταν πιο αδύναμη, πιο φτωχική, πιο απομονωμένη, πιο μοναχική απ’ όσο υπήρξε ποτέ στην δύο χιλιάδες χρόνων ιστορία της. Η αίσθηση παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η φτώχεια και η μελαγχολία των χαλασμάτων που γέμιζαν την πόλη, έγιναν τα χαρακτηριστικά που, σε όλη μου τη ζωή, προσδιορίζουν την πόλη. Η ζωή μου πέρασε πολεμώντας αυτή τη μελαγχολία, ή τελικά αφομοιώνοντάς την όπως όλοι οι κάτοικοι της Ιστανμπούλ.

Καθένας που ενδιαφέρεται να δώσει ένα νόημα στη ζωή του, τουλάχιστον μια φορά αναρωτιέται για το νόημα του τόπου και του χρόνου όπου γεννήθηκε. Έχει κάποια σημασία το γεγονός της γέννησής μας σε αυτή τη γωνιά του κόσμου, στη συγκεκριμένη χρονολογία και ημερομηνία; Η οικογένεια, που περιμένουν όλοι ν’ αγαπήσουμε και στο τέλος καταφέρνουμε ν’ αγαπήσουμε αληθινά, η χώρα, η πόλη έπεσαν δίκαια σε μας σαν λαχνός στην κληρωτίδα, ή μας έπρεπε κάτι άλλο; Καμιά φορά πιστεύω ότι είμαι άτυχος που γεννήθηκα στην Ιστανμπούλ που παλιώνει ξεθωριάζοντας λυπημένη, φτωχή και κομπλεξική, κάτω από τις στάχτες και τα ολοένα καταρρέοντα ερείπια μιας αυτοκρατορίας που παρήκμασε. (Αν και μια φωνή μέσα μου μού λέει ότι στην πραγματικότητα είμαι τυχερός). Αν το θέμα είναι ο πλούτος, καμιά φορά σκέφτομαι ότι είμαι τυχερός επειδή γεννήθηκα σε μια εύπορη οικογένεια. (Άλλοι, βέβαια, λένε το αντίθετο). Τις περισσότερες φορές καταλαβαίνω ότι η Ιστανμπούλ όπου γεννήθηκα κι έζησα όλη μου τη ζωή, όπως το σώμα μου, για το οποίο πείθω τον εαυτό μου ότι δεν πρέπει να παραπονιέμαι (ας ήμουν λίγο πιο χοντροκόκαλος και λίγο πιο ωραίος), και το φύλο μου (αν ήμουν γυναίκα η σεξουαλικότητα θα ήταν μικρότερο πρόβλημα;) είναι, και δεν χωράει συζήτηση γι’ αυτό, μια μοίρα. Το βιβλίο αυτό είναι για τη μοίρα…

Γεννήθηκα στις 7 Ιουνίου 1952, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στην Ιστανμπούλ στην περιοχή Μόντα, σε μια μικρή ιδιωτική κλινική. Τη νύχτα στο διάδρομο και στον κόσμο επικρατούσε ησυχία. Στον πλανήτη μας, πέρα από τις φλόγες και τις στάχτες που το ηφαίστειο Στρόμπολι στην Ιταλία πριν δυο μέρες, είχε ξαφνικά αρχίσει να τινάζει στον αέρα, δεν γινόταν τίποτα άλλο συγκλονιστικό. Οι σύντομες ειδήσεις στις εφημερίδες ήταν τα λίγα νέα για τους Τούρκους στρατιώτες που πολεμούσαν στη Βόρεια Κορέα και οι υποψίες, όπως διέδιδαν αμερικανικές πηγές, ότι οι Βόρειοι Κορεάτες ετοιμάζονταν να χρησιμοποιήσουν βιολογικά όπλα. Τα πραγματικά νέα που η μητέρα μου διάβαζε με προσοχή πριν με γεννήσει, όπως και η πλειοψηφία των κατοίκων της Ιστανμπούλ, αφορούσαν την «πόλη μας»: Ο καταστηματάρχης ειδών ένδυσης που χθες αναγνώρισε το πτώμα του σεσημασμένου ληστή, είπε ότι ο κακοποιός, που τον είχαν εντοπίσει δυο μέρες πριν, όταν φορώντας μια τρομακτική μάσκα επιχείρησε να μπει σε ένα σπίτι στη Λάνγκα από το παράθυρο της τουαλέτας, ήταν εκείνος που την προηγούμενη χρονιά είχε ληστέψει με την απειλή του όπλου του, μέρα μεσημέρι, το μαγαζί του στο Χαρμπιγιέ «ο σεσημασμένος κακοποιός, αφού πρώτα έβρισε τους αστυνομικούς αυτοκτόνησε, όταν «γενναίοι» μαθητές της Εστίας Μαθητών της Κόνια και αστυφύλακες τον στρίμωξαν σε μια αποθήκη ξυλείας. Η μητέρα μου ήταν μόνη στην κλινική όταν διάβαζε αυτά τα νέα, γιατί, όπως μου είπε έπειτα από πολλά χρόνια λίγο θυμωμένη και πικραμένη, ο πατέρας μου, αφού την έβαλε στο μαιευτήριο, βαρέθηκε να περιμένει καθώς ο τοκετός αργούσε, και πήγε να συναντήσει ένα φίλο του. Στην αίθουσα τοκετών πλάι στη μητέρα μου ήταν μόνο η θεία μου, που πηδώντας αργά τη νύχτα τη μάντρα του κήπου της κλινικής, είχε καταφέρει να πάει κοντά της. Η μητέρα μου όταν με πρωτοείδε σκέφτηκε ότι ήμουν πιο αδύνατος, πιο εύθραυστος και πιο λεπτός από τον αδελφό μου που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερός μου.

Στην πραγματικότητα αντί για τον αόριστο «dusundu» δηλαδή σκέφτηκε, έπρεπε να χρησιμοποιήσω τον άλλο αόριστο που έχουμε στην τουρκική γλώσσα, αυτόν με την κατάληξη –μις δηλαδή dusunmus, που αγαπώ τόσο πολύ και που τον χρησιμοποιούμε όταν διηγούμαστε όνειρα, παραμύθια, και καταστάσεις που δεν τις ζήσαμε άμεσα αλλά μας τις διηγήθηκε κάποιος άλλος.» είναι καταλληλότερος όταν θέλουμε να μιλήσουμε για όσα ζήσαμε στην κούνια, στο καροτσάκι ή για τα πρώτα μας βήματα. Επειδή για τις πρώτες αυτές εμπειρίες στη ζωή, μας μιλάει έπειτα από χρόνια η μητέρα μας, ο πατέρας μας, κι εμείς, ανατριχιάζοντας από την ευχαρίστηση, μαθαίνουμε την ιστορία μας σαν να πρόκειται για την ιστορία κάποιου άλλου «κάποιος άλλος, θαρρείς, έλεγε τις πρώτες λέξεις, κάποιος άλλος έκανε τα πρώτα του βήματα. Αν και το γλυκό αυτό συναίσθημα, τόσο απολαυστικό όσο όταν βλέπουμε τον εαυτό μας στον ύπνο μας, γίνεται αιτία ν’ αποκτήσουμε μια συνήθεια που μας δηλητηριάζει σε όλη μας τη ζωή: Μαθαίνουμε τη σημασία αυτών που ζούμε –ακόμη και των πιο αληθινών απολαύσεων – από τους άλλους. Όπως τις πρώτες «αναμνήσεις» από τότε που ήμασταν μωρά, τις οποίες ακούγοντάς τες από τους άλλους οικειοποιούμαστε με πολύ κέφι, κι αργότερα, σίγουροι γι’ αυτές, τις διηγούμαστε στους άλλους, με την ψευδαίσθηση ότι έχουμε αρχίσει να τις θυμόμαστε, έτσι, έπειτα από λίγο καιρό, κι όσα λένε οι άλλοι για τα διάφορα πράγματα που κάναμε στη ζωή μας έχουν περισσότερη σημασία από τις ίδιες τις αναμνήσεις μας. Και δεν μαθαίνουμε μόνο τη σημασία της ζωής μας από τους άλλους, τις περισσότερες φορές μαθαίνουμε και τη σημασία της πόλης όπου ζούμε.

Όταν οικειοποιούμαι ως αναμνήσεις μου όσα λένε οι άλλοι για μένα, ή τις διηγήσεις των άλλων για την Ιστανμπούλ, μου έρχεται να πω: «Κάποτε, λέει, ζωγράφιζα, ήμουν περίεργο παιδί και καλό και κακό, γεννήθηκα στην Ιστανμπούλ, μεγάλωσα στην Ιστανμπούλ, αργότερα, λέει, στα είκοσι δύο μου χρόνια, δεν ξέρω γιατί, άρχισα να γράφω μυθιστορήματα». Θα ήθελα να γράψω αυτό το βιβλίο με αυτό το γλωσσικό ύφος, επειδή κάνει μια ολόκληρη ζωή να μοιάζει με παραμύθι που το έζησε κάποιος άλλος, ή με όνειρο γλυκό όπου ο άνθρωπος νιώθει ν’ αποδυναμώνεται η φωνή του κι η θέλησή του. Η όμορφη όμως γλώσσα του παραμυθιού δεν μου φαίνεται πολύ πειστική, επειδή κάνει αυτή τη ζωή να μοιάζει με προετοιμασία για μια δεύτερη ζωή πιο αληθινή, πιο φωτεινή, στην οποία θα ξυπνήσουμε αργότερα σαν να ξυπνάμε από όνειρο. Και η δεύτερη ζωή που θα μπορέσουν να ζήσουν αργότερα οι τύποι σαν εμένα, δεν είναι τίποτα παραπάνω από το βιβλίο που κρατάς στο χέρι σου. Κι αυτό εξαρτάται από σένα, αναγνώστη. Εγώ θα είμαι έντιμος μαζί σου, κι εσύ να μου δείξεις στοργή.

12 σχόλια:

  1. Ανώνυμος7/2/09

    Χωρις δεσμους με τους δικους του,ο ξενος αισθανεται "ολοτελα ελευθερος".Η απολυτη μορφη αυτης της ελευθεριας εχει ομως ονομα:μοναξια.Χωρις χρηση η ορια ειναι υπερτατη πληξη η διαθεσιμοτητα.Η ελευθερη μοναξια,γεματη απο την στερηση των αλλων,καταστρεφει,οπως η ελλειψη βαρυτητας των αστροναυτων,μυς,κοκαλα αιμα.Διαθεσιμος,ελευθερος απ'ολα,ο ξενος δεν εχει τιποτα,δεν ειναι τιποτα.Ειναι ετοιμος για το απολυτο,αν καποιου ειδος απολυτο τον επελεγε."Μοναξια" ειναι η μονη ισως λεξη που δεν εχει νοημα.χωρις τον αλλο,χωρις σημαδι,δεν αντεχει την διαφορα,που μονο αυτη διαχωριζει και γεννα νοημα.Κανεις δεν ξερει οσο ο ξενος το παθος της μοναξιας.Πιστευοντας οτι τη διαλεξε για απολαυση η της παραδοθηκε για να δοκιμασθει,μαραινεται ξαφνικα μεσα σ'ενα παθος αδιαφοριας,που μπορει να ειναι καποτε μεθυστικο,ειναι ομως αμετακλητα χωρις συνενοχο.Το παραδοξο του:ο ξενος θελει να ειναι μονος αλλα με συνενοχους,κανεις απο τους οποιους ομως δεν θελει να συνδεθει μαζι του μεσα στον πυρακτωμενο χωρο της μοναδικοτητας του.Οι μονοι πιθανοι συνενοχοι θα μπορουσε να ειναι τα μελη καποιας κοινοτητας,που η ομοιογενεια και η συμβιβαστικοτητα της τον απωθει,ενω αντιθετα η ελλειψη συνενοχης που διακρινει τα εκλεκτα πνευματα τον κανει να πεφτει ανεπανορθωτα στην παλια απογοητευση.Η συνενοχη ειναι η ψευδαισθηση του ξενου:περισσοτερο προσβλητικη οταν του λειπει,αποτελει τον μονο-ουτοπικο,ανεκπληρωτο-δεσμο του.Παρουσιαζεται με την αυταρεσκη οψη της φιλανθρωπιας η καποιου αλλου καλοπροαιρετου ανθρωπισμου,που ο ξενος δεν τον απορριπτει βεβαια,τον δεχεται ομως ακαμπτος,δυσπιστος,αδιαφορος.Ο ξενος επιδιωκει τη συνενοχη,για ν'αποδειξει καλυτερα ,μεσα απο την αρνηση, την αγνοτητα.

    Απο το "Ξενοι μεσα στον εαυτο μας",της Julia Kristeva,εκδ. Scripta,μεταφραση Β.Πατσογιαννη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος8/2/09

    @Μέτοικος στη Νίσυρο: Εξαιρετικό το απόσπασμα που μεταφέρατε, ευχαριστώ πολύ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος8/2/09

    Το παραδοξο του:ο ξενος θελει να ειναι μονος αλλα με συνενοχους,κανεις απο τους οποιους ομως δεν θελει να συνδεθει μαζι του μεσα στον πυρακτωμενο χωρο της μοναδικοτητας του.Οι μονοι πιθανοι συνενοχοι θα μπορουσε να ειναι τα μελη καποιας κοινοτητας,που η ομοιογενεια και η συμβιβαστικοτητα της τον απωθει,ενω αντιθετα η ελλειψη συνενοχης που διακρινει τα εκλεκτα πνευματα τον κανει να πεφτει ανεπανορθωτα στην παλια απογοητευση.
    -----------------

    Δεν μας τα λέει καλά η μετάφραση!
    Εκτός αυτού, και η συγγραφέας κάνει άλματα διανοητικά, που αποβαίνουν εις βάρος της!
    Επί παραδείγματι, από πού κι ως πού ένας (οποιοσδήποτε) ξένος είναι σώνει και καλά "εκλεκτός" ?

    Πρόκειται προφανώς για το γνωστό- άγνωστο αυτάρεσκο συγγραφικό παραλήρημα, αιτία τού οποίου είναι μια σύγχυση μεταξύ Ατομικού και Γενικού!
    Δεν λέω, είναι έτοιμη να ανακαλύψει κάτι καλό! Αλλά η αίσθηση ότι ούτε και η ίδια ξέρει τι ανακάλυψε, είναι παρούσα!

    @

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος8/2/09

    Εχουν μολύνει οι ακροδεξιοί όλα τα άρθρα!!

    Είναι λίγο πιο αργόσχολοι από τους υπόλοιπους βλέπετε..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ανώνυμος10/2/09

    Ο Πανουκ εζησε ολη του τη ζωη στην Ισταμπουλ (απορω πως αυτο το ονομα της Πολης περασε ασχολιαστο),η Κριστεβα,Βουλγαρικης καταγωγης,μεταναστευσε νεαρη στην Γαλλια,καιεγραψε το εργο της στα Γαλλικα.
    Το παρον αποσπασμα ειναι κομματι του αρχικου κεφαλαιου του βιβλιου με τιτλο "Τοκατα και φουγκα για τον Ξενο",οπου η Κριστεβα χρησιμοποιει τον Ξενο σαν μια αρχετυπικη μορφη που μας κατοικει και με την οποια ολοι αναμετριομαστε στην προσπαθεια μας να βρουμε τι μας ενωνει και τι μας χωριζει απο τους αλλους..
    Απο εκει προκυπτει η αισθηση του "εκλεκτου" κατα την γνωμη μου..
    Το βιβλιο κινειται στα ορια αναμεσα σε ψυχαναλυση,λογοτεχνια και αναλυση κειμενων,και η επιλογη μου αδικει το συγκεκριμενο αποσπασμα καθως το ξεκοβει απο το πλαισιο του,που λειτουργει υποστηρικτικα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ανώνυμος10/2/09

    Με αφορμή το εντός παρένθεσης σχόλιό σου και πέρα από κάθε μεγαλοϊδεατικό παραλογισμό και ακροδεξιά υστερία, έχω να παρατηρήσω το εξής:
    Όταν μιλάμε και γράφουμε μεταξύ μας στα ελληνικά το βρίσκω εντελώς παράλογο να χρησιμοποιείται ο όρος "Ινσταμπούλ". Θέλω να πω ότι το βρίσκω τόσο παράλογο όσο το να αρχίσουμε να λέμε τη Φινλανδία "Σουομί", τη Γαλλία "Φραγκιά" και τη Γερμανία "Ντουτσλάνδη" ή "Ντόιτσλαντ" ή δεν-ξέρω-εγώ-πως.
    Από την άλλη με ξενίζει πολύ λιγότερο να το διαβάζω σε ένα βιβλίο ως λόγια του Παμούκ, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ τον Παμούκ να προφέρει τη λέξη "Κωνσταντινούπολη". Βέβαια, αφού το βιβλίο μεταφράζεται στα ελληνικά, ίσως η ελληνική λέξη να ήταν περισσότερο δόκιμη, ωστόσο δεν μπορώ να καταλήξω. Η γνώμη κάποιου μεταφραστή πάνω στο θέμα αυτό θα είχε αξία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Μέτοικε στη Νίσυρο, το σχόλιό σου στην παρένθεση με προκάλεσε να σχολιάσω κι εγώ με τη σειρά μου:


    Είναι Ιστάνμπουλ και όχι Ιστανμπούλ (ή τουλάχιστον έτσι ακούω να το προφέρουν).....:)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ανώνυμος10/2/09

    Το "μόνος" συνιστά σαφέστατα μια προσωπική επιλογή, καθώς από τη στιγμή που γεννιέται κανείς εντάσσεται αυθωρεί και παραχρήμα σε κάποιο σύνολο πλην περιπτώσεων που λαμβάνουν χώρα κάτω από συνθήκες ανώμαλες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σπανίζουν. Ο κανόνας είναι όμως η ανήκεστη αναζήτηση μιας συλλογικότητας και το αίσθημα μιας ανάγκης να ανήκει κανείς κάπου, σε μια οικογένεια, ένα σόι, σε μια κοινωνία χωριού, πόλης, μια γειτονιά τέλος πάντων. Η χωρίς καθυστέρηση στροφή του βρέφους προς το μητρικό μαστό δεν είναι απλώς μια βιολογική αναγκαιότητα, είναι η πρώτη ένδειξη κοινωνικής συμπεριφοράς όλων ανεξαρτήτως, το πρώτο αναμφισβήτητο δείγμα αδυναμίας να σταθούμε μόνοι στον κόσμο τούτο. Στα πρώτα δύο χρόνια της ζωής του, ο κάθε άνθρωπος ανεξαιρέτως προσλαμβάνει εικόνες, συναισθήματα και παραστάσεις, που διαμορφώνουν το χαρακτήρα και την προσωπικότητά του εσαεί, τον συνοδεύουν, υποσυνείδητα έστω, για μια ζωή. Στα πλαίσια αυτά, συμμορφώνεται ο καθένας μας με κάποια ισχύοντα γύρω του πρότυπα, καλείται, και κυρίως ωθείται, άμεσα ή έμμεσα από τον περίγυρό του σε μια ταύτιση με το περιβάλλον του, ταύτιση όχι μόνο στερεότυπης συμπεριφοράς, αλλά και στοιχείων χαρακτηριστικών αυτού του περίγυρου, όπως η παράδοση, η γλώσσα, η θρησκεία, η ιστορία, τα έθιμα και το παρελθόν ενός λαού και, πολλές φορές, μιας οικογένειας και μόνο, που διαθέτει ένδοξο και λαμπρό όνομα και παράδοση ωσαύτως. Κάθε αντίδραση του ατόμου στην ομαλή πορεία του για ένταξη κι αποδοχή από κάποιο τέτοιο σύνολο, αντιμετωπίζεται αρνητικά, σε φυσιολογικές και υγιείς συνθήκες κι όχι στα πλαίσια μιας κρίσης θεσμών κι αξιών, κάτι που π.χ.βιώνουμε στη χώρα μας σήμερα, για να μην πω ότι τον αντιμετωπίζουν ως κάτι παράταιρο και σχεδόν εχθρικά, και συχνά τυγχάνει ένας τέτοιος αντιρρησίας μιας γενικής αποστροφής κι εξοστρακισμού από κάθε σημαντική δραστηριότητα του συνόλου. Ο Πακιστανός κι ο Αφγανός, που περπάτησαν χιλιάδες χιλιομέτρων ως την Ελλάδα, δεν μπορούν να κάνουν χωρίς το τζαμί τους. Στην πρωτεύουσα, κάθε απίθανος χώρος, όπως αποθήκες, γκαράζ κλπ, μετατρέπεται σε τζαμί. Όσο ξένοι και να νιώθουν ο Πακιστανός κι ο Αφγανός, εκεί θα βρουν λίγη ζεστασιά και κατανόηση, εκεί θα νιώσουν, μέσα σε μια χώρα άγνωστη κι άσχετη με όσα έχουν ζήσει και με όσα έχουν λάβει ως εικόνες και παραστάσεις από μικρά παιδιά, λίγο από αυτό που όλοι αποζητούν, την αίσθηση του οικείου, του γνωστού, της πατρίδας. Κανείς, λοιπόν, δεν απομακρύνεται από θερμές και γνώριμες εστίες ταύτισης εθιμικής κι εθνολογικής. Όποιος το διανοηθεί, πιεσμένος λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων ή επειδή για κάποιο λόγο άφησε τα πάτρια εδάφη κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω ή γιατί απλώς μιλάει πολλές ξένες γλώσσες και είναι κοσμογυρισμένος, αφυπνίζοντας μέσα του ένα πνεύμα συγκριτικό κι ανεξάρτητο με όσα γνώριζε ότι συμβαίνουν στην ενδοχώρα, όποιος δηλώνει μοντέρνος κοσμοπολίτης, αδέσμευτος κι απαλλαγμένος από εθιμοτυπικές και παραδοσιακές συμβατικότητες, είναι ο πιο δυστυχισμένος κι ασταθής άνθρωπος στον κόσμο, υποχρεωμένος, χωρίς σταθερό σημείο αναφοράς, κάθε φορά να ταλαντεύεται στον αγώνα του να γίνει αποδεκτός, να αναγνωρισθεί, να αποκτήσει μια ταυτότητα ή έστω να επικροτηθεί μια συγκεκριμένη, που ο ίδιος έχει επιλέξει για τον εαυτό του, π.χ.αυτή του υπεύθυνου και σοβαρού επαγγελματία, του λάτρη μιας καριέρας, του κυνηγού της επιτυχίας, του σίγουρου κέρδους, του έντιμου οικογενειάρχη ή οτιδήποτε άλλο. :Αναμφίβολα, κάποιος που επιλέγει να αυτοδημιουργηθεί, συχνά αντίθετα σε στερεότυπα και ασφαλή δεδομένα, κινείται μόνος, ίσως για μια ζωή, περιτριγυρισμένος από κόλακες και πόρνες στην επιτυχία, ενώ στα πέτρινα χρόνια από αδηφάγους ανταγωνιστές κι αφανείς εκδικητές μιας παραβιασμένης ενότητας του συνόλου, στο οποίο κάποτε αυτός ο εν δυνάμει αυτοδημιούργητος ανήκε. Δείτε την περίπτωση του συγγραφέα Σαλμάν Ρουσντί και τι υπέμεινε για πολλά χρόνια. Χωρίς τη συνοχή της συλλογικότητας μεταξύ ομοιών (κι αυτό δεν αφορά την αρχαία Σπάρτη μόνο) είναι όλοι αδύναμοι, κι αν επιβιώσουν, τους κατατρύχουν υπόνοιες (ίσως προδοσίας μιας αδιαφιλονίκητης ιερότητας), που καταλήγουν πάντα σε ατελέσφορες προσπάθειες να κερδίσουν την εύνοια ενός ξένου, την αναγνώριση και το θαυμασμό του, όπως όσοι κάποτε κατέφευγαν στην αρχαία περσική αυλή. Για τους λόγους αυτούς, είναι σημαντικό να εξακολουθήσουν να ηχούν από στόματα, τουλάχιστον, Ελλήνων ονομασίες όπως Μοναστήρι, Περλεπές, Δοϊράνη. Δυρράχιο, Ιάσιο, Κορυτσά, Αδριανούπολη κλπ. Όπως είδατε, το Λένινγκραντ πέρασε στην ιστορία και αναδύθηκε από το παρελθόν το "Αγία Πετρούπολη", γιατί το παρελθόν αυτό δεν έσβησε και δεν πρέπει ποτέ να σβήνει, ειδάλλως αλίμονό μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Ανώνυμος10/2/09

    Ρε, το κακομοίρη,..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Ανώνυμος10/2/09

    "Ξένος" δε σημαίνει απαραίτητα και "μόνος", εκτός αν κάποιος αυτό επιδιώκει, την απόλυτη μοναξιά κι αποξένωση. Σε υγιείς κοινωνίες, οι οποίες αποδέχονται και σέβονται τη διαφορετικότητα, ο ξένος δεν είναι κάτι οπωσδήποτε κακό, εκτός αν κυριαρχεί ο προσυλητισμός. Αν ο θεωρούμενος ως ξένος, αδυνατώντας να συμβιβαστεί με τα νέα ήθη κι έθιμα, που επικρατούν γύρω του, στο νέο του περιβάλλον, κι αποζητώντας διαρκώς "δικούς του", καταλήγει στη μοναξιά και στο περιθώριο, αυτό είναι δική του επιλογή, κανείς δεν του το υπαγορεύει, όπως και κανείς δεν επιχειρεί να τον αφομοιώσει, τουλάχιστον έτσι πρέπει να συμβαίνει. Τί σημαίνει, κύριοι, "η Τουρκία στους Τούρκους"? Γιατί να μην ομιλεί κάποιος την κουρδική διάλεκτο εντός της τουρκικής επικράτειας, αν το επιθυμεί? Γιατί οι εκκλησίες των χριστιανών εκεί, μετά το '22, κατέληξαν να γίνουν στάβλοι? Γιατί να καταστραφούν οι υπέροχες κι επιστημονικού ενδιαφέροντος αγιογραφίες στην Αγιά Σοφιά? Γιατί να πρέπει ο Διάκος ντε και καλά ν'αλλαξοπιστήσει? Όταν σου επιβάλλουν να νιώθεις ξένος, βεβαίως και σε πολεμούν. Όταν, όμως, αναγνωρίζονται τα δικαιώματά σου ισότιμα και εσύ, αχάριστα, πας να δημιουργήσεις ζήτημα μειονότητας, τότε είναι καλά? Ναι, ρε παιδιά, Μπίτολα, ε? Μήπως κάναμε και σφαγές τύπου Αττίλα στους δυστυχείς "Μακεδόνες", όπως διαδίδουν? Έχετε δει αναμνηστικές καρτ-ποστάλ από την εισβολή στην Κύπρο? Τι θράσος, αλίμονο: ονομάστηκε Αττίλας. Μας περιτριγυρίζουν όρνια αιμοδιψή κι εσείς μου κλαίγεστε, επειδή λέμε το Δυρράχιο, όπως λεγόταν για αιώνες?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Ανώνυμος10/2/09

    Και κάτι από τη "δημοκρατική" Τουρκία:
    Δυο Τούρκοι που ασπασθηκαν τον Χριστιανισμό διωκονται δικαστικα. Η δικη ομως αναβλήθηκε, παρόλο που τα Τουρκικά Μέσα Ενημέρωσης μοιάζει να έχουν βγάλει ηδη την καταδικαστική απόφαση τους για τον Χριστιανισμό...
    Ένας ακόμη μάρτυρας κατηγορίας δεν εμφανίστηκε στη δίκη των Τούρκων Χριστιανών του Turan Topal (37 ετών) και του Hakan Tastan (46 ετών), οι οποίοι κατηγορούνται για «την προσβολή του «τουρκισμού» και την διάδοση του Χριστιανισμού μέσω παράνομων μεθόδων». Ο Topal έγινε χριστιανός το 1989 και ο Tastan το 1994.

    Το επίμαχο άρθρο 301 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας της Τουρκίας αντιμετωπίζει την προσβολή του «τουρκισμού» ως έγκλημα, ενώ το νομοθέτημα αξιοποιήθηκε ήδη από τη δικαστική εξουσία για την παραπομπή ενώπιον της Δικαιοσύνης δεκάδων συγγραφέων, συμπεριλαμβανομένου και του τιμηθέντος με βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, Ορχάν Παμούκ (φωτο).
    Το κυβερνών ΑΚΡ έχει δεσμευθεί ότι θα αλλάξει τον επίμαχο και επικίνδυνα ασαφή όρο «τουρκισμό» με τον πιο συγκεκριμένο «τουρκικό έθνος», ενώ οι Τούρκοι εισαγγελείς θα οφείλουν να εξασφαλίζουν την άδεια του υπουργείου Δικαιοσύνης, προτού ασκήσουν κατηγορίες βασισμένες στο άρθρο 301. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ζητάει επίμονα την τροπολογία του συγκεκριμένου άρθρου.

    Στην τελευταία συζήτηση στο Δικαστήριο, ο δικαστής του Ποινικού Δικαστηρίου της πόλης του Silivri (προάστιο της Κωνσταντινούπολης), Mehmet Ali Ozcan, διέταξε μια αναθεώρηση των υποτιθέμενων παραβιάσεων του αμφισβητούμενου άρθρου του Τουρκικού Ποινικού Κώδικα για «προσβολή του τουρκισμού», από τους δύο χριστιανούς προσήλυτους. Αλλά το δικαστήριο περιμένει ακόμα το Υπουργείο Δικαιοσύνης να αποφασίσει εάν μπορούν να κατηγορηθούν σύμφωνα με το άρθρο 301 του ποινικού κώδικα.
    Ο δικαστής όρισε την επόμενη ακρόαση για τις 24 Φεβρουαρίου 2009 ενώ το δικαστήριο αναμένει μια απάντηση εάν οι Χριστιανοί μπορούν να κατηγορηθούν σύμφωνα με το αμφισβητούμενο άρθρο. Οι Topal και Tastan κατηγορούνται ακόμα για εξύβριση του Ισλάμ (άρθρο 216) και την κατάρτιση αρχείων πληροφοριών για απλούς πολίτες (άρθρο 135).
    Καθώς το δικαστήριο αναμένει απόφαση σχετικά με το άρθρο 301, αποδέσμευσε τους κατηγορουμένους, στην συζήτηση της 4ης Νοεμβρίου, από την αναγκαστική συμμετοχή στις μελλοντικές ακροάσεις. Αυτό, σύμφωνα με τον συνήγορο υπεράσπισης Haydar Polat, ήταν η μόνη πρόοδος που σημειώθηκε από το δικαστήριο. Ακόμη, πρόσθεσε ότι ένας μάρτυρας ή κάποια στοιχεία θα ήταν καλύτερα. Ελλείψει αυτών, είπε, οι κατηγορίες συνεχίζονται άσκοπα.

    Αδύναμοι μάρτυρες

    Οι αρχικές κατηγορίες που προετοιμάστηκαν από τον Δημόσιο Κατήγορο του Silivri, ενάντια στους Tastan και Topal, βασίστηκαν σε «ένα προειδοποιητικό τηλεφώνημα στην αστυνομία», που υποστήριζε ότι κάποιοι Χριστιανοί ιεραπόστολοι προσπαθούσαν να σχηματίσουν παράνομες ομάδες στα τοπικά σχολεία και ότι προσέβαλαν τον τουρκισμό, το στρατό και το Ισλάμ.
    Παρότι το Δικαστήριο έστειλε κλήτευση σε 6 αστυνομικούς να έρθουν να καταθέσουν ως μάρτυρες κατηγορίας στην υπόθεση, κανείς δεν προσήλθε για να καταθέσει.
    Στην ακροαματική διαδικασία της 24ης Ιουνίου, δύο έφηβοι μάρτυρες κατηγορίας, δήλωσαν ότι δεν ήξεραν τους κατηγορουμένους και δεν τους είχαν δει ποτέ πριν τους δουν στο δικαστήριο. Διάφοροι μάρτυρες δεν έχουν παρουσιαστεί κατά τις διάφορες ημερομηνίες που ορίστηκαν οι δίκες, και την προηγούμενη εβδομάδα ένας άλλος μάρτυρας που κλήθηκε από τη δίωξη, ο Kose, δεν εμφανίστηκε.
    «Δεν υπάρχει καμία έλλειψη μαρτύρων, αλλά όσον αφορά εμείς, θεωρούμε ότι οι καταθέσεις αυτών των χαρακτήρων είναι άσχετες με την αλήθεια και γεμάτες αντιφάσεις,» είπε ο Polat. «Εννοώ ότι δεν υπάρχει κανένα πιστευτό και πειστικό επιχείρημα, ούτε ένας συναφής μάρτυρας».
    Την προηγούμενη εβδομάδα ένας αστυνομικός από τον περίβολο όπου οι Topal και Tastan λέγεται ότι εθεάθησαν να κάνουν τις ιεραποστολικές δραστηριότητες κλήθηκε στο δικαστήριο για να καταθέσει. Είπε στο δικαστήριο ότι πράγματι δούλευε στον περίβολο, αλλά δεν ήξερε τίποτα για τις δραστηριότητες των δύο Χριστιανών.
    Ένδεκα μήνες πριν, ο ίδιος ο διορισμένος Δημόσιος Κατήγορος είχε απαιτήσει από το δικαστήριο να απαλλάξει και τους δύο Χριστιανούς, δηλώνοντας ότι δεν υπήρχε «κανένα συγκεκριμένο, αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο» για να στηρίξει τις κατηγορίες εναντίον τους. Ο εισαγγελέας αυτός όμως απομακρύνθηκε από την υπόθεση, ενώ δύο μήνες αργότερα ο δικαστής της υπόθεσης αποσύρθηκε λόγω κατηγοριών ότι δεν είναι αμερόληπτος.
    Δύο πρόσωπα - κλειδιά που αντιτάσσονται στο άρθρο 301 και προωθούν την έντονη ειδησεογραφική κάλυψη των πρακτικών της δίκης του Silivri είναι τώρα φυλακισμένοι, ανίκανοι να παρευρεθούν στο Δικαστήριο.
    Ο υπερεθνικιστής δικηγόρος Kemal Kerincsiz και η Sevgi Erenerol, εκπρόσωπος της "Τουρκικής Ορθόδοξης Εκκλησίας" - ένα Τουρκικό εθνικιστικό δόγμα χωρίς σημαντική απήχηση - κατηγορούνται ότι παίζουν ηγετικό ρόλο στην Ergenekon, μια ομάδα υπερεθνικιστών, συνταξιούχων στρατηγών, πολιτικών, δημοσιογράφων και των μελών της μαφίας, η οποία βρίσκεται υπό έρευνα για συνωμοσία.
    Η Erenerol, η οποία ήταν ένα από τα πρόσωπα που συλλήφθηκαν πρόσφατα, στα πλαίσια της εξάρθρωσης του δικτύου της Ergenekon, είναι άτομο με πολύχρονη δράση εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εναντίον του Ελληνισμού γενικότερα. Ταυτισμένη με το ακροδεξιό-φασιστικό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης και με τη ΜΙΤ (η ίδια δήλωσε σε συνέντευξή της ότι έχει τακτικές επαφές με τη ΜΙΤ), συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις δράσεις της Ergenekon τα τελευταία χρόνια.
    Από τα μέσα Ιανουαρίου, 47 άνθρωποι έχουν φυλακιστεί και αντιμετωπίζουν δίκη για συμμετοχή στο υποτιθέμενο δίκτυο εγκλήματος, που λέγεται ότι έχει ενορχηστρώσει τις πολυάριθμες δολοφονίες και τις βιαιότητες ως τμήμα μιας εθνικιστικής συνομωσίας για ανατροπή της Τουρκική κυβέρνηση μέχρι το 2009.
    Ερωτηθείς για τις πιθανότητες να χαθεί η υπόθεση που δεν έχει σημειώσει καμία πρόοδο για δύο έτη λόγω της έλλειψης στοιχείων ενάντια στους κατηγορουμένους, ο Polat είπε ότι ήταν αισιόδοξος ότι οι πελάτες του θα έβρισκαν τη δικαιοσύνη στον τουρκικό νομικό λαβύρινθο.
    «Ως δικηγόροι, πιστεύουμε ότι και οι δύο από τους πελάτες μας θα απαλλαχτούν» είπε.

    Αφιερωμένο στους "προοδευτικούς" φίλους των παράνομων μεταναστών που φωνάζουν "Ο Αλλάχ είναι παντοδύναμος"...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Ανώνυμος10/2/09

    Τι θα γίνει?
    Έχουμε καινούριους τώρα!!

    Moderation anyone?

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.