Τα κοπάνησα στην καντίνα απόψε. Και δεν πρέπει καθόλου να πίνω, γιατί πολλά λέω και κάνω συνήθως. Μέθυσα απαίσια με ανιζέτα - μοιάζει κάπως με το δικό μας το ούζο αυτό το σπίρτο. Κακά μαντάτα πάλι∙ κυρίως απ' τον εαυτό μου.
Αλλά κι αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει. Αμέσως μόλις μπήκα, γύρω μου σχηματίστηκε μια παρέα. Με κερνούσαν συνέχεια και με κανένα τρόπο δε μ' άφηναν να τους κεράσω. Ζηλεύω πολύ αυτές τις συντροφιές. Έχω χάσει άδικα των αδίκων τα χρόνια μου με κείνους τους άνοστους λογοτέχνες. Τα παιδιά αυτά μ' αγαπούν, το παραδέχομαι. Η αγάπη τους όμως είναι ίδια με κείνη, που έχουμε για τον καλόβολο συνταξιδιώτη. Κορυφώνεται κατά το μέσο του ταξιδιού, για ν' αρχίσει να σιγοσβήνει όσο τελειώνουν τα χιλιόμετρα. Στο τέλος μπορεί να μην πούμε ούτε αντίο. Όποιος έχει μιλήσει τα περισσότερα και τα ειλικρινέστερα είναι ο χαμένος. Το 'χω υπόψη μου αυτό το παιχνίδι, κι όμως θέλω με όλη μου την καρδιά να ξαναμιλήσω.
Έχω την υποψία πως σ' όλο αυτό το διάστημα καθόταν στο απέναντι τραπέζι αυτός που πρόκειται να γίνει φίλος μου. Έπινε δήθεν αδιάφορα, μα εγώ ξέρω πως το μάτι του και το αυτί του ήταν εδώ σε μένα. Να δούμε ποιος απ' τους δυο μας θα προσπέσει. Πάντως θα βουρλιζόμαστε έτσι για πολύ καιρό. Είναι βαρύς από μυστικά κι αυτός∙ το διαισθάνομαι∙ και θα πρέπει να σκέφτεται ολοένα το ίδιο πράγμα. Θα δοκιμάσω κι αυτουνού την αντοχή με αποκαλύψεις και θα δούμε. Μ' αυτή τη μέθοδο έχω χάσει όλους τους ανθρώπους μου σιγά σιγά. Ο πιο στενός μου φίλος, πάντως, πήγε τελευταία για γάμο.
Η ανιζέτα είναι αψιά, ιδίως όταν την ανακατεύεις με μπύρα. Τίποτα δεν εξαλείφεται, κακά τα ψέματα. Μ' ένα γρόσι στο τζιουμπόξ άρχισαν τα ζεϊμπέκικα του Μητσάκη:
Όσο βαριά είν' τα σίδερα...
Κάποιος χορεύει και μάλιστα καλά. Αγαπάει, λένε, απελπισμένα ένα ανήλικο.
Κάποιος με παρατηρεί, με σκέφτεται δυνατά, νιώθω σα βάρος. Άναψαν κιόλας οι ιστορίες για το πώς ξεγλίστρησε ο καθένας μας απ' την όλο στοργή πατρίδα.
Στο μώλο ο γερανός αρπάζει με τις δαγκάνες του βράχους και τους ξαναβυθίζει στο πέλαγος. Είναι φορτωμένοι απολιθώματα ψαριών και οστράκων. Δεν είναι ανάγκη να 'σαι σοφός για να καταλάβεις τι έχει συμβεί. Οι πέτρες είναι βέβαια κατά μας∙ απ' το πέλαγο και πέρα αρχίζει, θαρρείς, η πατρίδα. Ο γερανός με το φωτάκι του συνεχίζει να στρέφεται∙ μια προς εμάς, μια κατά τη θάλασσα, και κει χαμηλώνει. Έτσι, μου φαίνεται, θ' αρπάξει και μένα καμιά μέρα.
Μια τέτοια νύχτα γλυκιάς χαράς θα τρέξω κατά το μώλο. Μέσα στο μεθύσι μου και στην άφθαρτη ακόμα εκτίμηση των φίλων. Όταν με ξαναβρούνε θα με σηκώσουνε στους ώμους τους. Εδώ ευτυχώς δεν υπάρχουν νεκροθάφτες. Ο φιλαράκος μου ο δύτης θα μ' έχει βγάλει απ' τη θάλασσα. Όλα τα έχω προβλέψει. Με τρέφει η απελπισία∙ αυτό το χαλάρωμα είναι που φοβάμαι.
Ο Νταντίνης πλαγιάζει απόψε, κινδύνεψε πάλι τη ζωή του. Τον ζητούσα στο μώλο, μόλις βγήκα απ' τα γραφεία. Μου είπαν πως ζαλιζόταν όταν ανέβηκε απ' τη θάλασσα. Ξαναφόρεσε το φόρεμα και βυθίστηκε, όσο να συνέλθει. Με υποδέχτηκε στην κάμαρά του με γέλια και φωνές. Εγώ στη θέση του θα ήμουν ράκος, σκεπτόμενος κυρίως το μέλλον. Μ' έφαγαν πολλά πράγματα, δεν ξέρω ποιον άτιμο να πρωτοδείρω. Παρατηρημένο τέλος πάντων∙ κάθε βράδυ έχω νέες αφορμές για ποτό και απανωτά τσιγάρα.
Ένα σφουγγάρι, μου είπε, έβλεπε∙ ριζωμένο όμως πιο βαθιά απ' ό,τι συνήθως κατεβαίνει. Αν και ήξερε καλά τον κίνδυνο, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να τ' αφήσει. Αμολήθηκε, κι αμέσως ένιωσε να μουδιάζει ολόκληρος. Το ξερίζωσε εντούτοις∙ κι ούτε ξέρει με τι χέρια το κατόρθωσε αυτό.
Μαύρο και γλιστερό σαν πάθος, κείτονταν σ' ένα πανέρι το σφουγγάρι. Θα γίνει όμορφο κι αυτό στον ήλιο και στον αέρα.
Και γιατί το 'κανες αυτό; Αφού κανένας απολύτως δε σ' έβλεπε, γιατί το ΄κανες; του φώναξα.
Μα, για ένα φιλότιμο, απάντησε ήσυχα. Και κατόπι πρόσθεσε με σημασία: Εσύ τι ξέρεις απ' αυτά∙ εσένα τα γράμματα σ' έχουνε άσκημα δαμάσει.
Γιώργος Ιωάννου, «Για ένα φιλότιμο», από το http://www.translatum.gr
Το βιωματικό αυτό κείμενο του υποδειγματικού μάστορα της γλώσσας Ιωάννου γράφτηκε το 1963, στη Βεγγάζη της Λιβύης όπου ο συγγραφέας δίδασκε στο εκεί ελληνικό γυμνάσιο. Την εποχή εκείνη αναφέρονται σφουγγαράδες από τη Νέα Κούταλη της Λήμνου («Κουταλιανοί») στη Λιβύη. Έναν από αυτούς γνώρισε και ο συγγραφέας και έγινε ο ήρωας της ιστορίας του, εκείνος που βούτηξε να πιάσει το σφουγγάρι «για ένα φιλότιμο». Στο σημείο αυτό όμως, η ιστορία αποκτά ειδικότερο ενδιάφερον. Ας μην πω περισσότερα, ας αφήσω τον Παναγή Σκλαβούνο να συμπληρώσει στο χώρο των σχολίων...
Δείτε εικόνες από το χωριό "Νέα Κούταλη" της Λήμνου, όπου κατοικεί ο σκακιστής Στέλιος Ψάρρας, γιός του Κωνσταντίνου (Νταντίνη) Ψάρρα, πρωταγωνιστή του διηγήματος του Γιώργου Ιωάννου, στο http://dadinis.blogspot.com/
ΑπάντησηΔιαγραφήΏστε ο πατέρας του Ψάρρα είναι ο "για ένα φιλότιμο"...Μικρός που είναι ο κόσμος...
ΑπάντησηΔιαγραφήτι κανει ο Στελιος? πολυ συμπαθης σκακιστης...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜένει στη Λήμνο, αλλά έρχεται και παίζει διασυλλογικό με τον Ζήνωνα Γλυφάδας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι γιατί το 'κανες αυτό; Αφού κανένας απολύτως δε σ' έβλεπε, γιατί το ΄κανες; του φώναξα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα, για ένα φιλότιμο, απάντησε ήσυχα. Και κατόπι πρόσθεσε με σημασία: Εσύ τι ξέρεις απ' αυτά∙ εσένα τα γράμματα σ' έχουνε άσκημα δαμάσει.
:)))
Δείτε την ανάρτηση http://giatoskaki.blogspot.com/2010/07/blog-post_21.html. Ο Θανάσης Μπαρμπής συναντά στη Λήμνο το Στέλιο Ψάρρα.
ΑπάντησηΔιαγραφή