Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Ο Νεκρός
Το να εισχωρήσει μια μέρα στα πεδινά της βραζιλιάνικης μεθορίου ένας άνθρωπος από τα περίχωρα του Μπουένος 'Αιρες, ένας φουκαράς κομπαδρίτο, με μοναδικό του εφόδιο τη μωρία του θάρρους και να φτάσει να γίνει αρχηγός των κοντραμπαντιέρηδων, είναι κάτι που εκ πρώτης όψεως, φαίνεται αδύνατον. Για όσους συμμερίζονται αυτή την άποψη, θέλω να διηγηθώ την ιστορία του Βενιαμίν Οτάλορα, που κανένας δε θα πρέπει πια να τον θυμάται στη γειτονιά του Μπαλβανέρα και που τον σκότωσαν, όπως του άξιζε, μ' ένα περίστροφο, στα σύνορα του Ρίο Γκράντε ντου Σουλ. Αγνοώ τις λεπτομέρειες της περιπέτειάς του, όταν μια μέρα θα μου αποκαλυφθούν, θα διορθώσω και θ' αναπτύξω την αφήγησή μου. Για την ώρα, η σύνοψη που ακολουθεί μπορεί να φανεί χρήσιμη.
Γύρω στο 1891, ο Βενιαμίν Οτάλορα είναι δεκαεννιά χρονών. Είναι ένας παλικαράς με στενό κούτελο, καθαρό κι ανοιχτόχρωμο βλέμμα, γερός σαν Βάσκος, μια εύστοχη μαχαιριά του αποκάλυψε πως είναι λεβέντης, δεν τον νοιάζει που ο αντίπαλος του πέθανε, ούτε που αναγκάστηκε να φύγει άρον- άρον από τη πατρίδα του. Ο κοινοτάρχης του δίνει επιστολή για κάποιον Ασεβέδο Μπαντέιρα, από την Ουρουγουάη. Ο Οτάλορα παίρνει το πρώτο καράβι. Το καράβι τρίζει, η θάλασσα λυσσομανά. Την άλλη μέρα, περιπλανιέται στους δρόμους του Μοντεβίδεο, με μια θλίψη που δεν θέλει να τη παραδεχτεί και που ίσως, δε την έχει καταλάβει.
Δε βρίσκει τον Ασεβέδο Μπαντέιρα. Γύρω στα μεσάνυχτα, σ' ένα καπηλειό του Πάσο δελ Μολίνο, βλέπει κάποιους αλογατάρηδες να καβγαδίζουν. Ένα μαχαίρι αστράφτει. Ο Οτάλορα δε ξέρει σε ποιανού μέρος είναι το δίκιο, αλλά η γεύση του κινδύνου τονε τραβά, όπως άλλους η τράπουλα ή η μουσική. Μες στον σαματά, γλιτώνει από τη μαχαιριά ενός πεόν έναν άντρα που φορά σκουρόχρωμο καπέλο και πόντσο. Αποδεικνύεται πως αυτός ο άντρας είναι ο Ασεβέδο Μπαντέιρα. (Όταν το μαθαίνει, ο Οτάλορα, σκίζει το γράμμα, γιατί δε θέλει να χρωστά σε κανένα, παρά μόνο στον εαυτό του.) Παρά το ότι είναι γεροδεμένος, ο Ασεβέδο Μπαντέιρα δίνει κάπως την εντύπωση του σακάτη. Στο πρόσωπό του συνυπάρχουν ο εβραίος, ο νέγρος κι ο ινδιάνος. Στο φέρσιμό του, ο πίθηκος κι ο τίγρης. 'Αλλα στολίδια του είναι μια ουλή, που χαράζει το πρόσωπό του πέρα ως πέρα κι ένα σκούρο δασύτριχο μουστάκι.
Απότελεσμα είναι (μπορεί σ' αυτό να φταίει και το πιοτό) πως ο καβγάς σταματά με την ίδια γρηγοράδα που άρχισε. Ο Οτάλορα πίνει παρέα με τους αλογατάρηδες, ύστερα τουςακολουθεί σ' ένα ξεφάντωμα κι ύστερα σε μια σπιταρώνα στη Παλιά Πόλη, την ώρα που ο ήλιος έχει ανεβεί για τα καλά. Στο βάθος του σπιτιού, στη τελευταία αυλή, οι άντρες στρώνουνε καταγής να κοιμηθούν. Ο Οτάλορα γι' άγνωστους λόγους, συγκρίνει αυτή τη νύχτα με τη προηγούμενη. Τώρα δεν κλυδωνίζεται, τώρα είναι με φίλους. Εντάξει, τον ενοχλούν κάποιες τύψεις, ας πούμε που δε νοσταλγεί το Μπουένος 'Αιρες. Κοιμάται ως τον εσπερινό, οπότε τονε ξυπνά ο χωριάτης που μες στο μεθύσι του είχε ριχτεί στον Μπαντέιρα. (Ο Οτάλορα θυμάται πως αυτός ο άντρας είχε μοιραστεί μ' όλους τους άλλους τη νύχτα του σαματά και του γλεντιού και πως ο Μπαντέιρα τον ήθελε να κάθεται στα δεξιά του και του 'βαζε συνέχεια να πίνει.) Ο άντρας λέει στον Οτάλορα πως τονε ζητά τ' Αφεντικό. Σ' ένα γραφείο που βλέπει στον προθάλαμο (πρώτη φορά στη ζωή του ο Οτάλορα βλέπει προθάλαμο με συρόμενες πόρτες), τονε περιμένει ο Ασεβέδο Μπαντέιρα συντροφιά με μια γυναίκα μ' ύφος ακατάδεχτο, ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και κόκκινα μαλλιά. Ο Μπαντέιρα τονε παινεύει, του προσφέρει ρακή, του ξαναλέει πως σχημάτισε γι' αυτόν την εντύπωση ότι είναι άντρας που το λέει η ψυχή του, του προτείνει να πάει βόρεια μαζί με τους άλλους να φέρουν ένα κοπαδι. Ο Οτάλορα δέχεται. Πριν ακόμη χαράξει, έχουνε κιόλας πάρει το δρόμο για το Τακουαρεμπό.
Αρχίζει λοιπόν για τον Οτάλορα μια ζωή διαφορετική, μια ζωή γεμάτη αχανή ξημερώματα και μέρες ποτισμένες με αλογίσια μυρωδιά. Αυτή η ζωή είναι για τον Οτάλορα κάτι καινούργιο και συχνά ανυπόφορο, αλλά φαίνεται πως την είχε στο αίμα του, γιατί, όπως σ' άλλες χώρες οι άνθρωποι λατρεύουν και προαισθάνονται τη θάλασσα, έτσι κι εμείς (χωρίς να εξαιρείται κι ο άνθρωπος που πλέκει αυτά τα σύμβολα) ποθούμε μ' όλη μας τη ψυχή να ζήσουμε στον απέραντο κάμπο που αντηχεί κάτω από τα πόδια μας. Ο Οτάλορα έχει μεγαλώσει στις γειτονιές των αμαξάδων και των καροτσέρηδων. Πριν κλείσει χρόνος έχει γίνει γκάουτσο. Μαθαίνει να δαμάζει τ' άλογα, να τα μαντρώνει, να πετσόκοβει ένα σφαχτάρι, να χειρίζεται το λάσο για να πιάνει τα ζωντανά κι εκείνο το άλλο, με τις μπίλιες, για να τα σκοτώνει, ν' αντέχει το ξενύχτι, τις καταιγίδες, τις παγωνιές και τον ήλιο, να οδηγεί το κοπαδι με φωνές ή με σφυρίγματα.
Όλο τούτο τον καιρό της μαθητείας, μπορεί να 'χει δει τον Ασεβέδο Μπαντέιρα μόνο μια φορά, αλλά δεν τον βγάζει από το νου του, όχι μόνο γιατί το να 'σαι παλικάρι του Μπαντέιρα παναπεί πως σε λογαριάζουν και σε φοβούνται, αλλά και γιατί, κάθε φορά που γίνεται κάποια παλικαριά, οι γκάουτσος λένε πως ο Μπαντέιρα τα καταφέρνει καλύτερα. Κάποιος λέει πως ο Μπαντέιρα έχει γεννηθεί στη πέρα όχθη του Κουαρεΐμ, στο Ρίο Γκράντε ντου Σουλ. Αυτό το στοιχείο, όχι μόνο δε ρίχνει τον Μπαντέιρα στα μάτια του Οτάλορα, αλλ' αντίθετα, εμπλουτίζει την εικόνα του με πυκνά δάση, με βάλτους, με ανεξερεύνητες και σχεδόν άπειρες αποστάσεις. Με τον καιρό, ο Οτάλορα καταλαβαίνει πως ο Μπαντέιρα έχει κι άλλες ασχολίες και πως η πιο βασική απ' όλες είναι το κοντραμπάντο. Ο αλογατάρης είναι δούλος. Ο Οτάλορα αποφασίζει να εξελιχθεί σε κοντραμπαντιέρη. Μια νύχτα, δυο από τους συντρόφους του περνούν τα σύνορα για να φέρου μια παρτίδα ζαχαροκάλαμα. Ο Οτάλορα προκαλεί τον ένα τους, τον τραυματίζει και παίρνει τη θέση του. Ωθείται από τη φιλοδοξία κι από μιαν ανεξήγητη πιστότητα. "Ας καταλάβει επιτέλους αυτός ο άνθρωπος", λέει μέσα του, "πως αξίζω πιο πολύ απ' όλους μαζί τους Ουρουγουανούς του".
Περνά κι άλλος ένας χρόνος μέχρι να γυρίσουν στο Μοντεβιδέο. Ο Οτάλορα κι οι σύντροφοί του μπαίνουν στα περίχωρα, διασχίζουν τη πόλη που τους φαίνεται τεράστια. Φτάνουν στ' αφεντικό. Οι άντρες στρώνουν τα πράματά τους στη τελευταία αυλή. Περνούν οι μέρες κι ο Μπαντέιρα δε λέει να φανεί. Κάτι φοβισμένοι ψίθυροι τον θέλουν άρρωστο. Ένας νέγρος του ανεβάζει κάθε μέρα τη μπουγιότα και το ματέ. Ένα βράδυ αναθέτουν αυτή τη δουλειά στον ξένο. Ο Οτάλορα αισθάνεται μια μικρή ταπείνωση, αλλά και ταυτόχρονα μιαν ικανοποίηση.
Η κρεβατοκάμαρα είναι ανάστατη και σκοτεινή. Υπάρχει ένα μπαλκόνι που βλέπει δυτικά, υπάρχει ένα μακρύ τραπέζι μ' ένα εκθαμβωτικό συνονθύλευμα από καμτσίκια, φυσιγγιοθήκες, πυροβόλα και σπαθιά, υπάρχει ένας απόμακρος καθρέφτης με το γυαλί του σκουριασμένο. Ο Μπαντέιρα είναι ξαπλωμένος ανάσκελα. Κοιμάται και στενάζει. Φέρνει στο νου την ικμάδα ύστερου ήλιου.
Το πελώριο άσπρο κρεβάτι θαρρείς και τον συρρικνώνει, τον εξαϋλώνει. Ο Οτάλορα προσέχει τ' άσπρα μαλλιά, τη κούραση, την ανημποριά, τις ρωγμές του χρόνου. Τον εξαγριώνει η ιδέα πως αυτός ο γέρος τους προστάζει. Πάνω που σκέφτεται ότι μια μαχαιριά είναι αρκετή για να τον ξεφορτωθούν, βλέπει στον καθρέφτη ότι κάποιος μπήκε στο δωμάτιο: η κοκκινομάλλα. Είναι μισόγυμνη, ξυπόλητη και τον περιεργάζεται ψυχρά. Ο Μπαντέιρα ξυπνά. Όσην ώρα μιλά για τη ζωή στην επαρχία, πίνοντας το ένα μάτε πίσω από τ' άλλο, τα δάχτυλά του παίζουν με τις μπούκλες της γυναίκας. Κάποτε, δίνει στον Οτάλορα την άδεια ν' αποχωρήσει.
Λίγες μέρες αργότερα, έρχεται διαταγή να ξαναφύγουν για τα βόρεια. Φτάνουν σ' ένα χαμένο αγρόκτημα, που θα μπορούσε να 'ναι σε οποιοδήποτε σημείο του απέραντου κάμπου. Δεν υπάρχουν δέντρα, ούτε νερά, που θα μπορούσαν να το κάνουν πιο ευχάριστο κι από το πρωΐ ως το βράδυ ο ήλιος το χτυπά ανελέητα. Υπάρχουν μαντριά από ξερολιθιές για κάτι πειναλέα ζωντανά με μακριά κέρατα. Το άθλιο κτήμα λέγεται Στεναγμός.
Ο Οτάλορα μαθαίνει από τους πεόνες ότι δε θ' αργήσει να καταφτάσει ο Μπαντέιρα από το Μοντεβιδέο. Ρωτά γιατί και κάποιος του εξηγεί πως ένας ξένος, που έγινε γκάουτσο, πολύ το αφεντικό παριστάνει τώρα τελευταία. Ο Οτάλορα το δέχεται σαν αστείο, αλλ' ακόμη και γι' αυτό το αστείο καμαρώνει. Αργότερα θα μάθει πως ο Μπαντέιρα τσακώθηκε μ' ένα κομματάρχη, που αποφάσισε ν' αποσύρει την υποστήριξή του. Το μαντάτο τον ευχαριστεί.
Φτάνουν κάσες με τουφέκια, φτάνουν μια κανάτα κι ένα λαβομάνο για τον κοιτώνα της γυναίκας, φτάνουν κουρτίνες από πλουμιστό δαμάσκο κι ένα πρωΐ φτάνει από τα βουνά ένας βαρύθυμος καβαλάρης με πυκνά γένια, που φορά πόντσο. Τον λένε Ουλπιάνο Σουάρες κι είναι ο καπάνγκα, ο μπράβος του Ασεβέδο Μπαντέιρα. Δε λέει πολλά κι η προφορά του έχει βραζιλιάνικο χρώμα. Ο Οτάλορα δε ξέρει αν θα πρέπει ν' αποδώσει την επιφυλακτικότητα του στην εχθρότητα, στην αδιαφορία ή στο γεγονός ότι είναι ένας άξεστος και τίποτ' άλλο.
Το μόνο που ξέρει είναι ότι για να πετύχει το σχέδιο που 'χει κατά νου, πρέπει να κερδίσει τη φιλία του.
Και να που, μια μέρα, εμφανίζεται στο πεπρωμένο του Βενιαμίν Οτάλορα ένας ντορής με μαύρη ουρά και χαίτη, με φάλαρα ασημοποίκιλτα και χράμι κροσωτό από τίγρη, που φέρνει από τα νότια τον Ασεβέδο Μπαντέιρα. Και μόνο με τη θέα αυτού του αγέρωχου αλόγου, που συμβολίζει την εξουσία του αφέντη, ο νεαρός αρχίζει να ποθεί, μ' ένα πόθο αβυσσαλέο, τη γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά. Η γυναίκα, τα φάλαρα κι ο ντορής, ανήκουν ή προσδιορίζουν τον άντρα που θέλει να καταστρέψει.
Στο σημείο αυτό, η ιστορία περιπλέκεται και βαθαίνει. Ο Ασεβέδο Μπαντέιρα είναι μάστορας στη τέχνη του προοδευτικού εκφοβισμού, στους σατανικούς ελιγμούς με τους οποίους ταπεινώνει βαθμιαία τον συνομιλητή του συνδυάζοντας αλήθειες και κουτσομπολιά. Ο Οτάλορα αποφασίζει να εφαρμόσει την ίδιαν αμφίλοξη μέθοδο στο δύσκολο σχέδιο που 'χει
καταστρώσει. Αποφασίζει να παραγκωνίσει, σταδιακά, τον Ασεβέδο Μπαντέιρα. Επωφελείται από κάτι μέρες στις οποίες μοιράστηκαν τον ίδιο κίνδυνο και καταφέρνει να κερδίσει τη φιλία του Σουάρες. Του εκμυστηρεύεται το σχέδιό του κι ο Σουάρες του υπόσχεται την υποστήριξή του. Ύστερα συμβαίνουν ένα σωρό πράματα, από τα οποία γνωρίζω πολύ λίγα.
Ο Οτάλορα δεν υπακούει στις διαταγές του Μπαντέιρα, πότε τις ξεχνά, πότε τις διαστρέφει ή τις αντιστρέφει. Το σύμπαν δείχνει να συνωμοτεί μαζί του κι επιταχύνει τα γεγονότα. Ένα μεσημέρι, στο Τακουαρεμπό, πέφτουν πυροβολισμοί με τους ντόπιους του Ρίο Γκράντε κι ο Οτάλορα παίρνει τη θέση του Μπαντέιρα και μπαίνει επικεφαλής των Ουρουγουανών. Μια σφαίρα του τρυπά τον ώμο, αλλά το ίδιο απόγευμα ο Οτάλορα επιστρέφει στον Στεναγμό πάνω στον ντορή του αρχηγού και το ίδιο απόγευμα το αίμα του λεκιάζει τη προβιά του τίγρη και την ίδια νύχτα πλαγιάζει με τη γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά.
'Αλλες εκδοχές της ιστορίας αλλάζουν τη σειρά των γεγονότων κι αρνούνται πως όλα συνέβησαν την ίδια μέρα. Όμως ο Μπαντέιρα, κατ' όνομα τουλάχιστον, είναι πάντα ο αρχηγός. Δίνει διαταγές που δεν εκτελούνται κι ο Βενιαμίν Οτάλορα δεν τον αγγίζει, από ένα κράμα ρουτίνας κι ευσπλαχνίας.
Η τελευταία σκηνή της ιστορίας διαδραματίζεται μες στον αναβρασμό της τελευταίας νύχτας του 1894. Εκείνη τη νύχτα, οι άνθρωποι του Στεναγμού τρώνε φρεσκοσφαγμένο αρνί και πίνουν ένα πιοτό δυναμίτη. Κάποιος γρατσουνίζει στη κιθάρα την ίδια και την ίδια μιλόνγκα. Στη κορφή του τραπεζιού, ο Οτάλορα, σκνίπα στο μεθύσι, δε σταματά να ορθώνει όλο και πιο ψηλά τον ιλιγγιώδη πύργο της χαράς του, σύμβολο του αναπότρεπτου πεπρωμένου του. Ο Μπαντέιρα, σιωπηλός ανάμεσα στους φωνασκούς, αφήνει τη πολυτάραχη νύχτα να περάσει. Όταν το ρολόι σημαίνει μεσάνυχτα, σηκώνεται σα να ΄χει ξεχάσει να κάνει κάτι. Σηκώνεται και χτυπά σιγά τη πόρτα της γυναίκας. Εκείνη του ανοίγει αμέσως, θαρρείς και περίμενε το κάλεσμα. Εμφανίζεται μισόγυμνη και ξυπόλητη. Παίρνοντας μια κοροϊδευτική φωνή, μακρόσυρτη και γυναικεία, ο αρχηγός τη διατάζει:
-"Αφού εσύ κι ο λιμοκοντόρος αγαπιέστε τόσο πολύ, θα πας τώρα αμέσως να του δώσεις ένα φιλί μπροστά σ' όλο τον κόσμο".
Προσθέτει μια χυδαία λεπτομέρεια. Η γυναίκα κάνει ν' αντισταθεί, αλλά δυο άντρες την έχουνε πιάσει από τα μπράτσα και τη ρίχνουν επάνω στον Οτάλορα. Πνιγμένη στα δάκρυα, του φιλά το στήθος και το πρόσωπο. Ο Ουλπιάνο Σουάρες έχει φουχτώσει το περίστροφό του. Πριν πεθάνει ο Οτάλορα, καταλαβαίνει πως τον είχανε προδώσει από την αρχή, πως τον είχανε καταδικάσει σε θάνατο, πως του 'χαν επιτρέψει τον έρωτα, το πρόσταγμα και τον θρίαμβο, γιατί τον είχανε για νεκρό, γιατί για τον Μπαντέιρα ήταν ήδη νεκρός.
Ο Σουάρες σχεδόν με ακαταδεξία, πυροβολεί...
(μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης)
Ο Νεκρός
Το να εισχωρήσει μια μέρα στα πεδινά της βραζιλιάνικης μεθορίου ένας άνθρωπος από τα περίχωρα του Μπουένος 'Αιρες, ένας φουκαράς κομπαδρίτο, με μοναδικό του εφόδιο τη μωρία του θάρρους και να φτάσει να γίνει αρχηγός των κοντραμπαντιέρηδων, είναι κάτι που εκ πρώτης όψεως, φαίνεται αδύνατον. Για όσους συμμερίζονται αυτή την άποψη, θέλω να διηγηθώ την ιστορία του Βενιαμίν Οτάλορα, που κανένας δε θα πρέπει πια να τον θυμάται στη γειτονιά του Μπαλβανέρα και που τον σκότωσαν, όπως του άξιζε, μ' ένα περίστροφο, στα σύνορα του Ρίο Γκράντε ντου Σουλ. Αγνοώ τις λεπτομέρειες της περιπέτειάς του, όταν μια μέρα θα μου αποκαλυφθούν, θα διορθώσω και θ' αναπτύξω την αφήγησή μου. Για την ώρα, η σύνοψη που ακολουθεί μπορεί να φανεί χρήσιμη.
Γύρω στο 1891, ο Βενιαμίν Οτάλορα είναι δεκαεννιά χρονών. Είναι ένας παλικαράς με στενό κούτελο, καθαρό κι ανοιχτόχρωμο βλέμμα, γερός σαν Βάσκος, μια εύστοχη μαχαιριά του αποκάλυψε πως είναι λεβέντης, δεν τον νοιάζει που ο αντίπαλος του πέθανε, ούτε που αναγκάστηκε να φύγει άρον- άρον από τη πατρίδα του. Ο κοινοτάρχης του δίνει επιστολή για κάποιον Ασεβέδο Μπαντέιρα, από την Ουρουγουάη. Ο Οτάλορα παίρνει το πρώτο καράβι. Το καράβι τρίζει, η θάλασσα λυσσομανά. Την άλλη μέρα, περιπλανιέται στους δρόμους του Μοντεβίδεο, με μια θλίψη που δεν θέλει να τη παραδεχτεί και που ίσως, δε την έχει καταλάβει.
Δε βρίσκει τον Ασεβέδο Μπαντέιρα. Γύρω στα μεσάνυχτα, σ' ένα καπηλειό του Πάσο δελ Μολίνο, βλέπει κάποιους αλογατάρηδες να καβγαδίζουν. Ένα μαχαίρι αστράφτει. Ο Οτάλορα δε ξέρει σε ποιανού μέρος είναι το δίκιο, αλλά η γεύση του κινδύνου τονε τραβά, όπως άλλους η τράπουλα ή η μουσική. Μες στον σαματά, γλιτώνει από τη μαχαιριά ενός πεόν έναν άντρα που φορά σκουρόχρωμο καπέλο και πόντσο. Αποδεικνύεται πως αυτός ο άντρας είναι ο Ασεβέδο Μπαντέιρα. (Όταν το μαθαίνει, ο Οτάλορα, σκίζει το γράμμα, γιατί δε θέλει να χρωστά σε κανένα, παρά μόνο στον εαυτό του.) Παρά το ότι είναι γεροδεμένος, ο Ασεβέδο Μπαντέιρα δίνει κάπως την εντύπωση του σακάτη. Στο πρόσωπό του συνυπάρχουν ο εβραίος, ο νέγρος κι ο ινδιάνος. Στο φέρσιμό του, ο πίθηκος κι ο τίγρης. 'Αλλα στολίδια του είναι μια ουλή, που χαράζει το πρόσωπό του πέρα ως πέρα κι ένα σκούρο δασύτριχο μουστάκι.
Απότελεσμα είναι (μπορεί σ' αυτό να φταίει και το πιοτό) πως ο καβγάς σταματά με την ίδια γρηγοράδα που άρχισε. Ο Οτάλορα πίνει παρέα με τους αλογατάρηδες, ύστερα τουςακολουθεί σ' ένα ξεφάντωμα κι ύστερα σε μια σπιταρώνα στη Παλιά Πόλη, την ώρα που ο ήλιος έχει ανεβεί για τα καλά. Στο βάθος του σπιτιού, στη τελευταία αυλή, οι άντρες στρώνουνε καταγής να κοιμηθούν. Ο Οτάλορα γι' άγνωστους λόγους, συγκρίνει αυτή τη νύχτα με τη προηγούμενη. Τώρα δεν κλυδωνίζεται, τώρα είναι με φίλους. Εντάξει, τον ενοχλούν κάποιες τύψεις, ας πούμε που δε νοσταλγεί το Μπουένος 'Αιρες. Κοιμάται ως τον εσπερινό, οπότε τονε ξυπνά ο χωριάτης που μες στο μεθύσι του είχε ριχτεί στον Μπαντέιρα. (Ο Οτάλορα θυμάται πως αυτός ο άντρας είχε μοιραστεί μ' όλους τους άλλους τη νύχτα του σαματά και του γλεντιού και πως ο Μπαντέιρα τον ήθελε να κάθεται στα δεξιά του και του 'βαζε συνέχεια να πίνει.) Ο άντρας λέει στον Οτάλορα πως τονε ζητά τ' Αφεντικό. Σ' ένα γραφείο που βλέπει στον προθάλαμο (πρώτη φορά στη ζωή του ο Οτάλορα βλέπει προθάλαμο με συρόμενες πόρτες), τονε περιμένει ο Ασεβέδο Μπαντέιρα συντροφιά με μια γυναίκα μ' ύφος ακατάδεχτο, ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και κόκκινα μαλλιά. Ο Μπαντέιρα τονε παινεύει, του προσφέρει ρακή, του ξαναλέει πως σχημάτισε γι' αυτόν την εντύπωση ότι είναι άντρας που το λέει η ψυχή του, του προτείνει να πάει βόρεια μαζί με τους άλλους να φέρουν ένα κοπαδι. Ο Οτάλορα δέχεται. Πριν ακόμη χαράξει, έχουνε κιόλας πάρει το δρόμο για το Τακουαρεμπό.
Αρχίζει λοιπόν για τον Οτάλορα μια ζωή διαφορετική, μια ζωή γεμάτη αχανή ξημερώματα και μέρες ποτισμένες με αλογίσια μυρωδιά. Αυτή η ζωή είναι για τον Οτάλορα κάτι καινούργιο και συχνά ανυπόφορο, αλλά φαίνεται πως την είχε στο αίμα του, γιατί, όπως σ' άλλες χώρες οι άνθρωποι λατρεύουν και προαισθάνονται τη θάλασσα, έτσι κι εμείς (χωρίς να εξαιρείται κι ο άνθρωπος που πλέκει αυτά τα σύμβολα) ποθούμε μ' όλη μας τη ψυχή να ζήσουμε στον απέραντο κάμπο που αντηχεί κάτω από τα πόδια μας. Ο Οτάλορα έχει μεγαλώσει στις γειτονιές των αμαξάδων και των καροτσέρηδων. Πριν κλείσει χρόνος έχει γίνει γκάουτσο. Μαθαίνει να δαμάζει τ' άλογα, να τα μαντρώνει, να πετσόκοβει ένα σφαχτάρι, να χειρίζεται το λάσο για να πιάνει τα ζωντανά κι εκείνο το άλλο, με τις μπίλιες, για να τα σκοτώνει, ν' αντέχει το ξενύχτι, τις καταιγίδες, τις παγωνιές και τον ήλιο, να οδηγεί το κοπαδι με φωνές ή με σφυρίγματα.
Όλο τούτο τον καιρό της μαθητείας, μπορεί να 'χει δει τον Ασεβέδο Μπαντέιρα μόνο μια φορά, αλλά δεν τον βγάζει από το νου του, όχι μόνο γιατί το να 'σαι παλικάρι του Μπαντέιρα παναπεί πως σε λογαριάζουν και σε φοβούνται, αλλά και γιατί, κάθε φορά που γίνεται κάποια παλικαριά, οι γκάουτσος λένε πως ο Μπαντέιρα τα καταφέρνει καλύτερα. Κάποιος λέει πως ο Μπαντέιρα έχει γεννηθεί στη πέρα όχθη του Κουαρεΐμ, στο Ρίο Γκράντε ντου Σουλ. Αυτό το στοιχείο, όχι μόνο δε ρίχνει τον Μπαντέιρα στα μάτια του Οτάλορα, αλλ' αντίθετα, εμπλουτίζει την εικόνα του με πυκνά δάση, με βάλτους, με ανεξερεύνητες και σχεδόν άπειρες αποστάσεις. Με τον καιρό, ο Οτάλορα καταλαβαίνει πως ο Μπαντέιρα έχει κι άλλες ασχολίες και πως η πιο βασική απ' όλες είναι το κοντραμπάντο. Ο αλογατάρης είναι δούλος. Ο Οτάλορα αποφασίζει να εξελιχθεί σε κοντραμπαντιέρη. Μια νύχτα, δυο από τους συντρόφους του περνούν τα σύνορα για να φέρου μια παρτίδα ζαχαροκάλαμα. Ο Οτάλορα προκαλεί τον ένα τους, τον τραυματίζει και παίρνει τη θέση του. Ωθείται από τη φιλοδοξία κι από μιαν ανεξήγητη πιστότητα. "Ας καταλάβει επιτέλους αυτός ο άνθρωπος", λέει μέσα του, "πως αξίζω πιο πολύ απ' όλους μαζί τους Ουρουγουανούς του".
Περνά κι άλλος ένας χρόνος μέχρι να γυρίσουν στο Μοντεβιδέο. Ο Οτάλορα κι οι σύντροφοί του μπαίνουν στα περίχωρα, διασχίζουν τη πόλη που τους φαίνεται τεράστια. Φτάνουν στ' αφεντικό. Οι άντρες στρώνουν τα πράματά τους στη τελευταία αυλή. Περνούν οι μέρες κι ο Μπαντέιρα δε λέει να φανεί. Κάτι φοβισμένοι ψίθυροι τον θέλουν άρρωστο. Ένας νέγρος του ανεβάζει κάθε μέρα τη μπουγιότα και το ματέ. Ένα βράδυ αναθέτουν αυτή τη δουλειά στον ξένο. Ο Οτάλορα αισθάνεται μια μικρή ταπείνωση, αλλά και ταυτόχρονα μιαν ικανοποίηση.
Η κρεβατοκάμαρα είναι ανάστατη και σκοτεινή. Υπάρχει ένα μπαλκόνι που βλέπει δυτικά, υπάρχει ένα μακρύ τραπέζι μ' ένα εκθαμβωτικό συνονθύλευμα από καμτσίκια, φυσιγγιοθήκες, πυροβόλα και σπαθιά, υπάρχει ένας απόμακρος καθρέφτης με το γυαλί του σκουριασμένο. Ο Μπαντέιρα είναι ξαπλωμένος ανάσκελα. Κοιμάται και στενάζει. Φέρνει στο νου την ικμάδα ύστερου ήλιου.
Το πελώριο άσπρο κρεβάτι θαρρείς και τον συρρικνώνει, τον εξαϋλώνει. Ο Οτάλορα προσέχει τ' άσπρα μαλλιά, τη κούραση, την ανημποριά, τις ρωγμές του χρόνου. Τον εξαγριώνει η ιδέα πως αυτός ο γέρος τους προστάζει. Πάνω που σκέφτεται ότι μια μαχαιριά είναι αρκετή για να τον ξεφορτωθούν, βλέπει στον καθρέφτη ότι κάποιος μπήκε στο δωμάτιο: η κοκκινομάλλα. Είναι μισόγυμνη, ξυπόλητη και τον περιεργάζεται ψυχρά. Ο Μπαντέιρα ξυπνά. Όσην ώρα μιλά για τη ζωή στην επαρχία, πίνοντας το ένα μάτε πίσω από τ' άλλο, τα δάχτυλά του παίζουν με τις μπούκλες της γυναίκας. Κάποτε, δίνει στον Οτάλορα την άδεια ν' αποχωρήσει.
Λίγες μέρες αργότερα, έρχεται διαταγή να ξαναφύγουν για τα βόρεια. Φτάνουν σ' ένα χαμένο αγρόκτημα, που θα μπορούσε να 'ναι σε οποιοδήποτε σημείο του απέραντου κάμπου. Δεν υπάρχουν δέντρα, ούτε νερά, που θα μπορούσαν να το κάνουν πιο ευχάριστο κι από το πρωΐ ως το βράδυ ο ήλιος το χτυπά ανελέητα. Υπάρχουν μαντριά από ξερολιθιές για κάτι πειναλέα ζωντανά με μακριά κέρατα. Το άθλιο κτήμα λέγεται Στεναγμός.
Ο Οτάλορα μαθαίνει από τους πεόνες ότι δε θ' αργήσει να καταφτάσει ο Μπαντέιρα από το Μοντεβιδέο. Ρωτά γιατί και κάποιος του εξηγεί πως ένας ξένος, που έγινε γκάουτσο, πολύ το αφεντικό παριστάνει τώρα τελευταία. Ο Οτάλορα το δέχεται σαν αστείο, αλλ' ακόμη και γι' αυτό το αστείο καμαρώνει. Αργότερα θα μάθει πως ο Μπαντέιρα τσακώθηκε μ' ένα κομματάρχη, που αποφάσισε ν' αποσύρει την υποστήριξή του. Το μαντάτο τον ευχαριστεί.
Φτάνουν κάσες με τουφέκια, φτάνουν μια κανάτα κι ένα λαβομάνο για τον κοιτώνα της γυναίκας, φτάνουν κουρτίνες από πλουμιστό δαμάσκο κι ένα πρωΐ φτάνει από τα βουνά ένας βαρύθυμος καβαλάρης με πυκνά γένια, που φορά πόντσο. Τον λένε Ουλπιάνο Σουάρες κι είναι ο καπάνγκα, ο μπράβος του Ασεβέδο Μπαντέιρα. Δε λέει πολλά κι η προφορά του έχει βραζιλιάνικο χρώμα. Ο Οτάλορα δε ξέρει αν θα πρέπει ν' αποδώσει την επιφυλακτικότητα του στην εχθρότητα, στην αδιαφορία ή στο γεγονός ότι είναι ένας άξεστος και τίποτ' άλλο.
Το μόνο που ξέρει είναι ότι για να πετύχει το σχέδιο που 'χει κατά νου, πρέπει να κερδίσει τη φιλία του.
Και να που, μια μέρα, εμφανίζεται στο πεπρωμένο του Βενιαμίν Οτάλορα ένας ντορής με μαύρη ουρά και χαίτη, με φάλαρα ασημοποίκιλτα και χράμι κροσωτό από τίγρη, που φέρνει από τα νότια τον Ασεβέδο Μπαντέιρα. Και μόνο με τη θέα αυτού του αγέρωχου αλόγου, που συμβολίζει την εξουσία του αφέντη, ο νεαρός αρχίζει να ποθεί, μ' ένα πόθο αβυσσαλέο, τη γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά. Η γυναίκα, τα φάλαρα κι ο ντορής, ανήκουν ή προσδιορίζουν τον άντρα που θέλει να καταστρέψει.
Στο σημείο αυτό, η ιστορία περιπλέκεται και βαθαίνει. Ο Ασεβέδο Μπαντέιρα είναι μάστορας στη τέχνη του προοδευτικού εκφοβισμού, στους σατανικούς ελιγμούς με τους οποίους ταπεινώνει βαθμιαία τον συνομιλητή του συνδυάζοντας αλήθειες και κουτσομπολιά. Ο Οτάλορα αποφασίζει να εφαρμόσει την ίδιαν αμφίλοξη μέθοδο στο δύσκολο σχέδιο που 'χει
καταστρώσει. Αποφασίζει να παραγκωνίσει, σταδιακά, τον Ασεβέδο Μπαντέιρα. Επωφελείται από κάτι μέρες στις οποίες μοιράστηκαν τον ίδιο κίνδυνο και καταφέρνει να κερδίσει τη φιλία του Σουάρες. Του εκμυστηρεύεται το σχέδιό του κι ο Σουάρες του υπόσχεται την υποστήριξή του. Ύστερα συμβαίνουν ένα σωρό πράματα, από τα οποία γνωρίζω πολύ λίγα.
Ο Οτάλορα δεν υπακούει στις διαταγές του Μπαντέιρα, πότε τις ξεχνά, πότε τις διαστρέφει ή τις αντιστρέφει. Το σύμπαν δείχνει να συνωμοτεί μαζί του κι επιταχύνει τα γεγονότα. Ένα μεσημέρι, στο Τακουαρεμπό, πέφτουν πυροβολισμοί με τους ντόπιους του Ρίο Γκράντε κι ο Οτάλορα παίρνει τη θέση του Μπαντέιρα και μπαίνει επικεφαλής των Ουρουγουανών. Μια σφαίρα του τρυπά τον ώμο, αλλά το ίδιο απόγευμα ο Οτάλορα επιστρέφει στον Στεναγμό πάνω στον ντορή του αρχηγού και το ίδιο απόγευμα το αίμα του λεκιάζει τη προβιά του τίγρη και την ίδια νύχτα πλαγιάζει με τη γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά.
'Αλλες εκδοχές της ιστορίας αλλάζουν τη σειρά των γεγονότων κι αρνούνται πως όλα συνέβησαν την ίδια μέρα. Όμως ο Μπαντέιρα, κατ' όνομα τουλάχιστον, είναι πάντα ο αρχηγός. Δίνει διαταγές που δεν εκτελούνται κι ο Βενιαμίν Οτάλορα δεν τον αγγίζει, από ένα κράμα ρουτίνας κι ευσπλαχνίας.
Η τελευταία σκηνή της ιστορίας διαδραματίζεται μες στον αναβρασμό της τελευταίας νύχτας του 1894. Εκείνη τη νύχτα, οι άνθρωποι του Στεναγμού τρώνε φρεσκοσφαγμένο αρνί και πίνουν ένα πιοτό δυναμίτη. Κάποιος γρατσουνίζει στη κιθάρα την ίδια και την ίδια μιλόνγκα. Στη κορφή του τραπεζιού, ο Οτάλορα, σκνίπα στο μεθύσι, δε σταματά να ορθώνει όλο και πιο ψηλά τον ιλιγγιώδη πύργο της χαράς του, σύμβολο του αναπότρεπτου πεπρωμένου του. Ο Μπαντέιρα, σιωπηλός ανάμεσα στους φωνασκούς, αφήνει τη πολυτάραχη νύχτα να περάσει. Όταν το ρολόι σημαίνει μεσάνυχτα, σηκώνεται σα να ΄χει ξεχάσει να κάνει κάτι. Σηκώνεται και χτυπά σιγά τη πόρτα της γυναίκας. Εκείνη του ανοίγει αμέσως, θαρρείς και περίμενε το κάλεσμα. Εμφανίζεται μισόγυμνη και ξυπόλητη. Παίρνοντας μια κοροϊδευτική φωνή, μακρόσυρτη και γυναικεία, ο αρχηγός τη διατάζει:
-"Αφού εσύ κι ο λιμοκοντόρος αγαπιέστε τόσο πολύ, θα πας τώρα αμέσως να του δώσεις ένα φιλί μπροστά σ' όλο τον κόσμο".
Προσθέτει μια χυδαία λεπτομέρεια. Η γυναίκα κάνει ν' αντισταθεί, αλλά δυο άντρες την έχουνε πιάσει από τα μπράτσα και τη ρίχνουν επάνω στον Οτάλορα. Πνιγμένη στα δάκρυα, του φιλά το στήθος και το πρόσωπο. Ο Ουλπιάνο Σουάρες έχει φουχτώσει το περίστροφό του. Πριν πεθάνει ο Οτάλορα, καταλαβαίνει πως τον είχανε προδώσει από την αρχή, πως τον είχανε καταδικάσει σε θάνατο, πως του 'χαν επιτρέψει τον έρωτα, το πρόσταγμα και τον θρίαμβο, γιατί τον είχανε για νεκρό, γιατί για τον Μπαντέιρα ήταν ήδη νεκρός.
Ο Σουάρες σχεδόν με ακαταδεξία, πυροβολεί...
(μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης)
Ο Ύμνος στη Δημιουργία της Ριγβέδα υποστηρίζει ότι στην αρχή
ΑπάντησηΔιαγραφήδεν υπήρχε αέρας, στερέωμα, νερό, θάνατος και αθανασία.
Νύχτα και ημέρα δεν υπήρχαν, παρά μονάχα η αναπνοή του Ενός.
Τότε κατά κάποιο τρόπο έλαβε χώρα η Δημιουργία.
Κανείς δεν ξέρει πώς συνέβη αυτό και η Ριγβέδα
υποθέτει ότι ενδεχομένως δε το γνωρίζει ούτε ο Ένας.