Να κλείσουμε τις αναρτήσεις για αυτή τη χρονιά με μουσική. Ίσως όχι πολύ χαρούμενη, όμως είναι η μουσική που έτυχε να παίζει από το cd player σήμερα το μεσημέρι. Να μου συγχωρεθεί ο προσωπικός τόνος των τελευταίων αναρτήσεων:
Γεννήθηκε το 1892 στο προάστιο Αρναούκιοϊ της Κωνσταντινούπολης. Το κανονικό του όνομα ήταν Αντώνης Διαμαντίδης, τον έβγαλαν Νταλγκά λόγω του πάθους του και των γυρισμάτων που έκανε η φωνή του. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, ο πατέρας του ήταν ράφτης στη συνοικία Ισκουτάρ, στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Έτσι κατάφερε ο Νταλγκάς να τελειώσει το σχολείο, μιλούσε αγγλικά και γαλλικά και αυτό του επέτρεψε να ταξιδεύει με τα υπερωκεάνια που πήγαιναν στην Αμερική και να τραγουδά με την ορχήστρα του καραβιού. Μορφωμένος λοιπόν και με αστικούς τρόπους, ο Νταλγκάς ανέβηκε γρήγορα τη μουσική κλίμακα όσον αφορά τη φήμη του. Οι Τούρκοι σήμερα τον θεωρούν τον σπουδαιότερο, μαζί με τον Χαβίζ Μπουρχάν, έναν άλλο, Τούρκο τραγουδιστή. Το 1922, ενώ ταξίδευε με το υπερωκεάνιο «Βασιλεύς Αλέξανδρος» μαθαίνει τα νέα για τη μικρασιατική καταστροφή και εγκαθίσταται με την οικογένειά του μόνιμα στην Ελλάδα, στον Πειραιά αρχικά και αργότερα στα Πετράλωνα. Στην Ελλάδα αρχίζει να εργάζεται ως τραγουδιστής ή μουσικός σε διάφορα κέντρα με Σμυρνέικα, λαϊκά, και ρεμπέτικα συγκροτήματα. Μετά το 1933, και ενώ έχει ήδη εγκαταλείψει το ούτι και παίζει κιθάρα, εξαφανίζεται από τη δισκογραφία και αρχίζει να εμφανίζεται σε διάφορες αριστοκρατικές ταβέρνες τραγουδώντας ελαφρά (καντάδες, ρομάντζες, επιθεωρησιακά κ.λ.π.) τραγούδια. Συνεχίζει τις εμφανίσεις του μέχρι το 1941. Με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, εγκαταλείπει το πάλκο, βυθίζεται στη μελαγχολία και πεθαίνει τελικά στις αρχές του 1945.
(μέρος των στοιχείων προέρχεται από το rebetiko wiki).
Σε μια παρέλαση στη Νέα Υόρκη, με μουσικές, με χρώματα και με πλημμυρισμένη από κόσμο την 5η Λεωφόρο, βρισκόμουν μια Κυριακή απόγευμα το φθινόπωρο του 1963, όταν συνάντησα μια γυναικούλα να περπατάει μοναχή με μιαν απελπισμένη αδιαφορία για ό,τι συνέβαινε γύρω της χωρίς κανείς να την προσέχει, χωρίς κανέναν να προσέχει, μόνη, έρημη μες στο άγνωστο πλήθος, που την σκουντούσε, την προσπερνούσε ανυποψίαστο, εχθρικό, αφήνοντάς την να πνιγεί μες στη βαθιά πλημμύρα της Λεωφόρου, μέσα στη θάλασσα που ακολουθούσε, μέσα στ'αγέρι που άρχισε να φυσά. Έμεινα στυλωμένος, ο μόνος που την πρόσεξε, κι έκαμα να την πάρω από πίσω, να την ακολουθήσω και πλησιάζοντας την να της μιλήσω, χωρίς να ξέρω τι να της πω, μα ίσαμε ν'αποφασίσω την έχασα από τα μάτια μου. Έτρεξα λίγο μπρος, ανασηκώθηκα στα πόδια μου για να την ξεχωρίσω μα η μεγάλη μαύρη θάλασσα του κόσμου την είχε καταπιεί. Μέσα μου κάτι σκίρτησε οδυνηρά.
Χωρίς να καταλάβω, είχα σταθεί έξω από το βιβλιοπωλείο του Ριτζιόλλι και στη βιτρίνα του, απέναντί μου ακριβώς, βρισκόταν ένα βιβλίο για τον Ντα Βίντσι, με την Τζοκόντα στο εξώφυλλό του να μου χαμογελά απίθανα αινιγματική, αυτόματα μεγεθυμένη, όσο η γυναίκα που χάθηκε στο δρόμο. Δεν ξέρω γιατί όλ'αυτά μπερδεύτηκαν περίεργα μέσα μου, μαζί μ'ένα εξαίσιο θέμα του Βιβάλντι που είχα ακούσει πριν από λίγες μέρες και εξακολουθούσε να επανέρχεται τυραννικά στη μνήμη μου. Τα δέκα αυτά τραγούδια του δίσκου γράφτηκαν μ'ένα συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων. Το θέμα είναι η γυναίκα έρημη μες στην μεγάλη πόλη. Το κάθε τραγούδι είναι και ο μονόλογός της, κι όλα μαζί συνθέτουν την ιστορία της. Μια ιστορία σύγχρονη και παλιά μαζί.
(Μάνος Χατζιδάκις)
Σου συγχωρείται, γιατί αυτό που έκανε αρχικά το ιστολόγιο ελκυστικό ήταν ακριβώς η προσωπική κουλτούρα και το ύφος του δημιουργού του. Καλή συνέχεια και μακροημέρευση!
ΑπάντησηΔιαγραφήotan pe8anw ston tafo m mhn balete kantili.bal te m grammofwno n akouw marko tsitsani k mpagiantera.
ΑπάντησηΔιαγραφή