«Ο Κονιδάρης έχει μελετήσει βαθιά την εποχή και αυτό φαίνεται στην άνεση με την οποία χειρίζεται το υλικό του και στις περιγραφές του. Ειδικά οι περιγραφές της ζωής στη Μάλτα είναι θαυμάσιες, και ο Οργανισμός Τουρισμού της Μάλτας χρωστάει τουλάχιστον ένα ευχαριστήριο γράμμα στον συγγραφέα. Αν στο πρώτο του έργο ο Κονιδάρης είχε ένα πολύ σημαντικό ατού, ότι δηλαδή περιέγραφε ένα υπαρκτό μυστήριο (το χειρόγραφο Βόινιτς), εδώ χρειάστηκε να κατασκευάσει ο ίδιος το μυστήριο του βιβλίου, αν και αναγκαστικά η Πανάκεια δεν έχει χαρακτήρα αστυνομικού μυθιστορήματος όπως το Χειρόγραφο. Εννοώ πως η Πανάκεια είναι βιβλίο πιο δύσκολο στη γραφή του απ’ ό,τι το Χειρόγραφο το οποίο, άλλωστε, εκτυλισσόταν κυρίως στην εποχή μας με ιντερμέτζα στο παρελθόν. Πάντως και τα δύο βιβλία είναι γοητευτικά, το καθένα με τον τρόπο του, και ο Κονιδάρης είναι άτυχος που δεν γράφει αγγλικά.»
Διαβάστε όλο το κείμενο της παρουσίασης του βιβλίου του Παναγιώτη Κονιδάρη «Πανάκεια» (καθώς και στοιχεία για την προέλευση της λέξης) στο blog «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία»
http://sarantakos.wordpress.com/2009/03/16/panacea/
Έχει έρθει το βιβλίο στην Κύπρο?
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπάρχει τρόπος να το παραγγείλω on-line χωρίς credit card?
Παναγιωτη, εχω διαβασει το Χειρογραφο της Πραγας στις διακοπες που ημουν περσι στη Ροδο και μου αρεσε πολυ. Τις μερες του Πασχα που θα περισσεψει περισσοτερος χρονος, αφου θα λειπει η οικογενεια, θα αναλαβω και την Πανακεια. Να εισαι παντα καλα.
ΑπάντησηΔιαγραφή@Γάτε
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για το λινκ, πολύ με περιποιείσαι.
@Anna68
Θεωρώ πως η διακίνηση του βιβλίου στην Κύπρο δεν αντιμετωπίζει προβλήματα, ο Λιβάνης φημίζεται για τη διακίνησή του. Σε κάθε περίπτωση, μια εύκολη λύση είναι μια παραγγελία σε κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας.
@Τρία πουλάκια
Ευχαριστώ πολύ, να είσαι καλά κι εσύ.
Εντυπώσεις από την «Πανάκεια» του Παναγιώτη Κονιδάρη
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομίζω ότι είμαι απαιτητικός αναγνώστης, ότι δεν ικανοποιούμαι εύκολα, και ότι μπορώ να διακρίνω, και να κρατήσω σε απόσταση, τον ρουτινιέρη, τον πρόχειρο και τον ανέμπνευστο.
Διέδραμα την «Πανάκεια» μονορούφι σε ένα απόγευμα και τη διάβασα πιο διεξοδικά την επόμενη ημέρα.
Μου κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον, και με έτερψε όσο λίγα βιβλία τελευταία.
Ο Κονιδάρης αποδεικνύεται ικανότατος παραμυθάς, με την έννοια ότι ξέρει να επινοεί και να διηγείται ευφάνταστες ιστορίες με συναρπαστικό τρόπο. Χειρίζεται με μαεστρία το ογκώδες και πολύπλοκο πραγματολογικό υλικό που έχει συλλέξει και χτίζει μια στέρεα ιστορία.
Σε πολλά σύγχρονα ελληνικά ούτω καλούμενα μυθιστορήματα, μια ιστορία που μπορεί να αναπτυχθεί σε εκατό, το πολύ διακόσιες σελίδες, παραγεμίζεται με ανούσιες περιγραφές, φορτώνεται με περιστατικά και χαρακτήρες που δεν προσφέρουν τίποτα, και φτάνει έτσι την έκταση μυθιστορήματος, ενώ στην ουσία δεν είναι παρά ξεχειλωμένη νουβέλλα. Αντιθέτως, τα δύο μυθιστορήματα του Κονιδάρη, ειδικά το δεύτερο, παρά τον όγκο τους, μόνο πλαδαρά δεν είναι.
Σε πρώτη εντύπωση, η «Πανάκεια» έχει σε αρκετά σημεία δαιδαλώδεις προτάσεις και είναι κατάφορτη από ποικίλματα, κάτι που όμως απηχεί τη γενικότερη άποψη περί λόγου και τέχνης της εποχής που διαδραματίζεται. Απόδειξη ότι πρόκειται για ηθελημένη επιλογή του συγγραφέα είναι ότι, εκεί όπου, για λόγους ρυθμού, απαιτείται, υπάρχουν βραχείες, κοφτές και ξηρές προτάσεις. Γενικά, η διατύπωση είναι λεπτουργημένη και η γραφή έχει εμφανώς κινηματογραφικό ντεκουπάζ.
Ο πατήρ Αρμάνδος λέει κάπου, δια στόματος Κονιδάρη – ή το αντίθετο: «Μερικές φορές οι άνθρωποι δρουν παρά τη θέλησή τους. Η θέληση των αδύναμων υπάρξεών μας είναι σαν το κερί που μας φωτίζει και σε λίγο θα σβήσει. Χλομή, μαλακή, εύπλαστη. Λιώνει μέσα στην πυρά της ανάγκης. Και το μόνο που απομένει είναι μερικές κρύες κερωμένες κηλίδες να θυμίζουν το αρχικό λαμπάδιασμα».
Τέτοιες «μπαρόκ» αποφθεγματικές φράσεις δεν λείπουν από το βιβλίο. Στα χέρια ενός λιγότερο ικανού χειριστή του λόγου, θα φάνταζαν από άκαιρες έως ιλαρές. Στην «Πανάκεια» δένουν απόλυτα με το συγκείμενο, έρχονται στην κατάλληλη στιγμή σαν κατακλείδα ή σαν εξαγγελία και η τυχόν απάλειψή τους θα αφαιρούσε από τη σαφήνεια της εξιστόρησης.
Ένα άλλο στοιχείο που ξεχωρίζει τον τεχνίτη από τον καλλιτέχνη είναι οι διάλογοι. Στην «Πανάκεια» έχουν φυσικότητα, είναι γοργοί, ρέοντες, λαγαροί και εναλλάσσονται αρμονικά με την πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση στην εξέλιξη του μύθου.
Ο Χεμινγουαίη [φέρεται ότι] είχε πει στον Σκοττ Φιτζέραλντ: «Γράφω μία σελίδα αριστούργημα και 91 σελίδες σκουπίδια. Προσπαθώ να πετώ τα σκουπίδια στον κάλαθο αχρήστων». Ο Κονιδάρης μού έδωσε την εντύπωση ότι έχει, συνειδητά ή όχι, ακολουθήσει αυτόν τον αφορισμό και έχει γεμίσει πολλούς κάδους ανακύκλωσης, υλικούς και ηλεκτρονικούς, πριν καταλήξει στο δακτυλόγραφο που έστειλε στον εκδοτικό οίκο. Δεν είναι όλες του οι σελίδες αριστουργήματα –και δεν θα μπορούσε να είναι· ούτε όλες του Κουμανταρέα, ούτε όλες του Σουρούνη είναι αριστουργήματα–, όμως ούτε μία σελίδα του δεν είναι σκουπίδια.
Το ύφος του Κονιδάρη στην «Πανάκεια» χαρακτηρίζεται από ενάργεια και αμεσότητα. Οι περιγραφές είναι πολύ ζωηρές, μετέχουν όλες οι αισθήσεις του αναγνώστη, επίτευγμα δυσκολότερο από το «Χειρόγραφο», που εκτυλίσσεται σε οικειότερους χώρο και χρόνο.
Η σύγκριση «Χειρόγραφου» και «Πανάκειας» είναι αναπόφευκτη, αλλά και χωρίς νόημα. Ποια ταινία είναι καλύτερη, «Το κουρδιστό πορτοκάλι» ή «Η Οδύσσεια του διαστήματος»; Ποιος πίνακας είναι καλύτερος, «Ο μύθος της Αράχνης» ή «Η παράδοση της Μπρέντα»; Η απάντηση είναι απλή: τα δύο μέλη κάθε ζεύγους, όντας απολύτως ετεροειδή, είναι εξίσου αξιόλογα, το καθένα με διαφορετικό τρόπο.
Στην περίπτωση του δεύτερου βιβλίου του Κονιδάρη δεν επαληθεύεται η τάση το δεύτερο έργο ενός μουσικού ή λογοτέχνη να είναι κατώτερο από το πρώτο.
Είναι της μόδας οι εντάξεις σε κλίμακες αξιολόγησης. Στη δική μου κλίμακα, όλα τα λογοτεχνήματα παίζουν με άριστα το εννέα, αφού το δέκα είναι για τον «Δον Κιχώτη» –ο συγγραφέας του οποίου είναι, κατά σύμπτωση, σημαντικό πρόσωπο στην «Πανάκεια», όπως και ο Καραβάτζο· άλλο ένα ριψοκίνδυνο στοίχημα που κέρδισε ο Κονιδάρης– και το εννιάμιση για το «Καθώς ψυχορραγώ» και ελάχιστα ομοδύναμα. Δίνω και στα δύο του Κονιδάρη οχτώ – και ίσως είμαι και αυστηρός.
Ο Κιούμπρικ γύρισε τη «Λάμψη» στα πενηνταδύο του. Ο Βελάσκεθ ζωγράφισε τις «Δεσποινίδες των τιμών» στα πενηνταεφτά του. Ο Κονιδάρης δεν είναι ούτε σαράντα. Ο χρόνος είναι με το μέρος του.
@Καλοπροαίρετος
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν γράφουν καλά λόγια για σένα, καλύτερα να το βουλώνεις. Ποτέ δεν ξέρεις πόσα χρόνια θα περάσουν μέχρι να επαναληφθεί κάτι ανάλογο. :-)
Αν κι ένιωσα σαν αυτόν που βγαίνει από τον θάλαμο ακτινοσκόπησης (:-))...
...απλά ευχαριστώ.
Καλά, καλά, αφού το ξέρεις ότι το πρώτο σου βιβλίο μας άρεσε και πιθανότατα θα μας αρέσει και το δεύτερο, δεν χρειάζεται να το παίζεις μετριόφρων...
ΑπάντησηΔιαγραφή