http://skakistiko.blogspot.com -Σκακι
Ελληνικο Σκακιστικο Ιστολογιο - Greek Chess Blog
Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009
Guiness World Records 2010
Το μουσείο του βιβλίου Γκίνες, στο Χόλιγουντ.
Στην έκδοση του 2010 του βιβλίου Γκίνες, ανάμεσα σε καταχωρήσεις για τον μεγαλύτερο κεφτέ που φτιάχτηκε ποτέ και για την κουνέλα με τους περισσότερους απογόνους, υπάρχουν και τρεις σκακιστικού ενδιαφέροντος (φαίνεται πως αφαιρέθηκαν κάποια "σκακιστικά ρεκόρ" που υπήρχαν σε προηγούμενες εκδόσεις):
Σελίδα 106: 13.446 παρτίδες παίχτηκαν ταυτόχρονα σε επίδειξη σιμουλτανέ στην Πόλη του Μεξικού το 2006.
Σελίδα 124: 1.214 άτομα συμμετείχαν σε όπεν τουρνουά στο Κρασνογιάρκ το 2007.
Σελίδα 177: ο Σεργκέι Καριάκιν έγινε, το 2002, ο νεότερος γκρανμέτρ του κόσμου.
Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009
Γλυφάδα 2009
Συντροφιά αστών στην παραλία Γλυφάδας γύρω στο 1940 σε αναμνηστική φωτογραφία. Ήταν τότε που ο "μικροοικισμός αλιέων" της δεκαετίας του 20 είχε εξελιχτεί σε πολύβουο παραθεριστικό κέντρο και άρχιζε να γίνεται τόπος μόνιμης κατοικίας (φωτ. από το site Κοστούμι και Χρόνος )
Στις 23 Δεκεμβρίου 2009 θα ξεκινήσει το χριστουγεννιάτικο όπεν τουρνουά του Ζήνωνα Γλυφάδας, στο κτίριο του Πνευματικού Κέντρου Γλυφάδας (Γούναρη 78 & Ακροκορίνθου).
Αγωνιστικές ημέρες: 23, 24, 26, 27, 28, 29 & 30 Δεκεμβρίου.
Χρηματικά έπαθλα θα δοθούν τόσο στους πρώτους/ες της γενικής κατάταξης, όσο και σε νικητές/τριες ειδικών κατηγοριών (γυναίκες, βετεράνοι κ.ά).
Πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής στον Ανδρέα Λαγγούση, e-mail : hal@freemail.gr και online στο http://www.zinonchess.gr/ .
H αναλυτική προκήρυξη στο site του "Ζήνωνα".
Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009
Star Trek
Ο Σποκ του "Σταρ Τρεκ" (ο πιο διάσημος κοσμικός μιγάς, μισός γήινος, μισός βουλκάνιος, με τα θρυλικά μυτερά αυτιά) εδώ παίζοντας με σκακιστικά κομμάτια.
Ο όρος Σταρ Τρεκ (Star Trek) αναφέρεται συνολικά στο φαινόμενο που αρχή του είχε την ομώνυμη αμερικανική τηλεοπτική σειρά επιστημονικής φαντασίας διαδραματιζόμενη στο μέλλον, όπου η Γη συμμετέχει στην φανταστική Ηνωμένη Ομοσπονδία Πλανητών. Εμπνευστής και δημιουργός της σειράς ήταν ο συγγραφέας Τζιν Ρόντμπερι. Από το 1966 οπότε μεταδόθηκε στην τηλεόραση των Η.Π.Α. το πρώτο επεισόδιο (το The Cage), έχουν γυριστεί περισσότερα από 720 ακόμα, σε 5 σειρές που εκτείνονται σε 4 δεκαετίες (1966-2005). Επιπλέον, έχουν γυριστεί 11 κινηματογραφικές ταινίες, έχει κυκλοφορήσει πλήθος μυθιστορημάτων, διηγημάτων, επιτραπέζιων και ηλεκτρονικών παιχνιδιών και το 1973 μια σειρά κινουμένων σχεδίων (Star Trek The Animated Series). Επίσης τον Ιανουάριο του 2004 είδε το φως η σειρά "Νέα Ταξίδια" ("New Voyages"), γυρισμένη από οπαδούς και διατιθέμενη αποκλειστικά μέσω διαδικτύου. Ετησίως ο θεσμός των Συνεδρίων του Σταρ Τρεκ επιτρέπει τη συνάντηση των πολυπληθών θαυμαστών του. Τον Μάιο του 2009 κυκλοφόρησε η ενδέκατη ταινία (με τίτλο Star Trek ή Star Trek XI), η οποία εξιστορεί γεγονότα που συμβαίνουν σε μια εναλλακτική πραγματικότητά τοποθετημένη χρονικά πριν την πρώτη σειρά και πυροδοτημένη από μια έκρηξη σούπερ νόβα 15 χρόνια μετά το star trek: Nemesis που στέλνει πίσω στο χρόνο τον κακό Νέρο και τον Σποκ με αποτέλεσμά την αλλαγή του ρου της ιστορίας και τη δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας.
(στοιχεία από την ελληνική wikipedia)
Στατιστικά συλλόγων και chesspoints
Δυο νέες προσπάθειες από τον προγραμματιστή που υπογράφει με το ψευδώνυμο Allum:
1) http://admin.com.temp-www3.com/sop
Στο site αυτό παρουσιάζονται αναλυτικά οι σκακιστές και οι σκακίστριες ενός συλλόγου (στο παράδειγμα, του Σκακιστικού Ομίλου Παγκρατίου).
Στην πρώτη σελίδα εμφανίζονται οι παίχτες συνολικά και ταξινομούνται με διάφορα κριτήρια: αλφαβητικά, κατά εθνικό/διεθνές ΕΛΟ, κατά ηλικία, κ.ά. Επιπλέον, εμφανίζονται στατιστικά για τον όμιλο: αριθμός παιχτών ανά εύρος εθνικού/διεθνούς ΕΛΟ, ανά εθνικό/διεθνή τίτλο, ανά φύλο και ανά εύρος ηλικίας. Έτσι, με μια ματιά, μπορεί ο οποιοσδήποτε να πάρει πληροφορίες για το συγκεκριμένο σύλλογο (π.χ. ένας πατέρας που θέλει να γράψει το παιδί του στο σύλλογο αυτόν).
Με κλικ στο όνομα ενός παίχτη εμφανίζεται η σελίδα του παίχτη. Παράδειγμα:
http://admin.com.temp-www3.com/sop/player.asp?id=1
Στη σελίδα αυτή, εκτός από τα στοιχεία που υπάρχουν και στην πρώτη σελίδα (ημερομηνία γέννησης, κωδικός ΕΣΟ, κωδικός FIDE με link στο www.fide.com, εθνικό ΕΛΟ, διεθνές ΕΛΟ, εθνικός τίτλος, διεθνής τίτλος), εμφανίζονται επιπλέον: βιογραφικό, φωτογραφία, διακρίσεις και επιλεγμένες παρτίδες. Οι παρτίδες μπορούν να προβληθούν (με σχόλια) πάνω σε σκακιέρα στο site. Με αυτό τον τρόπο, ο καθένας έχει τη δυνατότητα να μάθει εύκολα τις σημαντικότερες πληροφορίες για τον σκακιστή ή τη σκακίστρια που τον ενδιαφέρει.
Σημείωση: Όλα τα στοιχεία του site αποθηκεύονται σε βάση δεδομένων. Τα περισσότερα στοιχεία για τους παίχτες του Σκακιστικού Ομίλου Παγκρατίου δεν έχουν εισαχθεί ακόμα στη βάση (γι' αυτό οι σελίδες των παιχτών είναι κενές). Μένει να καταχωρηθούν βιογραφικά, φωτογραφίες, παρτίδες και διακρίσεις για όλους τους παίχτες, μέσω του συστήματος διαχείρισης. Επίσης, εκκρεμεί η διόρθωση των ημερομηνιών γέννησης κάποιων παικτών.
Το site έχει στόχο να συμβάλει στην προώθηση ενός σκακιστικού συλλόγου, αλλά και στην ατομική προβολή των παιχτών που αγωνίζονται σε αυτόν.
Όποιος ενδιαφέρεται για την κατασκευή ενός παρόμοιου site για το σύλλογό του, μπορεί να στείλει email στο allum10@yahoo.com
2) http://www.chesspoints.gr/
Στο site αυτό εμφανίζονται οι σκακιστικοί όμιλοι πάνω στο χάρτη της Ελλάδας. Τα σημεία ενδιαφέροντος χωρίζονται σε κατηγορίες, για την ευκολότερη πλοήγηση του επισκέπτη. Κάνοντας κλικ σε ένα δείκτη στο χάρτη, γίνεται αυτόματο ζουμ στο σημείο.
Ο καθένας μπορεί να καταχωρήσει τον όμιλό του από το link "Καταχωρήστε σημείο". Μόλις η καταχώρηση ελεγχθεί, εμφανίζεται στο χάρτη της πρώτης σελίδας. Ήδη έχουν καταχωρηθεί αρκετοί όμιλοι, αλλά μένουν ακόμα πολλοί.
Το site έχει στόχο να συμβάλει στην προώθηση του σκακιού στην Ελλάδα και να βοηθήσει τις αποστολές στους εκτός έδρας αγώνες.
1) http://admin.com.temp-www3.com/sop
Στο site αυτό παρουσιάζονται αναλυτικά οι σκακιστές και οι σκακίστριες ενός συλλόγου (στο παράδειγμα, του Σκακιστικού Ομίλου Παγκρατίου).
Στην πρώτη σελίδα εμφανίζονται οι παίχτες συνολικά και ταξινομούνται με διάφορα κριτήρια: αλφαβητικά, κατά εθνικό/διεθνές ΕΛΟ, κατά ηλικία, κ.ά. Επιπλέον, εμφανίζονται στατιστικά για τον όμιλο: αριθμός παιχτών ανά εύρος εθνικού/διεθνούς ΕΛΟ, ανά εθνικό/διεθνή τίτλο, ανά φύλο και ανά εύρος ηλικίας. Έτσι, με μια ματιά, μπορεί ο οποιοσδήποτε να πάρει πληροφορίες για το συγκεκριμένο σύλλογο (π.χ. ένας πατέρας που θέλει να γράψει το παιδί του στο σύλλογο αυτόν).
Με κλικ στο όνομα ενός παίχτη εμφανίζεται η σελίδα του παίχτη. Παράδειγμα:
http://admin.com.temp-www3.com/sop/player.asp?id=1
Στη σελίδα αυτή, εκτός από τα στοιχεία που υπάρχουν και στην πρώτη σελίδα (ημερομηνία γέννησης, κωδικός ΕΣΟ, κωδικός FIDE με link στο www.fide.com, εθνικό ΕΛΟ, διεθνές ΕΛΟ, εθνικός τίτλος, διεθνής τίτλος), εμφανίζονται επιπλέον: βιογραφικό, φωτογραφία, διακρίσεις και επιλεγμένες παρτίδες. Οι παρτίδες μπορούν να προβληθούν (με σχόλια) πάνω σε σκακιέρα στο site. Με αυτό τον τρόπο, ο καθένας έχει τη δυνατότητα να μάθει εύκολα τις σημαντικότερες πληροφορίες για τον σκακιστή ή τη σκακίστρια που τον ενδιαφέρει.
Σημείωση: Όλα τα στοιχεία του site αποθηκεύονται σε βάση δεδομένων. Τα περισσότερα στοιχεία για τους παίχτες του Σκακιστικού Ομίλου Παγκρατίου δεν έχουν εισαχθεί ακόμα στη βάση (γι' αυτό οι σελίδες των παιχτών είναι κενές). Μένει να καταχωρηθούν βιογραφικά, φωτογραφίες, παρτίδες και διακρίσεις για όλους τους παίχτες, μέσω του συστήματος διαχείρισης. Επίσης, εκκρεμεί η διόρθωση των ημερομηνιών γέννησης κάποιων παικτών.
Το site έχει στόχο να συμβάλει στην προώθηση ενός σκακιστικού συλλόγου, αλλά και στην ατομική προβολή των παιχτών που αγωνίζονται σε αυτόν.
Όποιος ενδιαφέρεται για την κατασκευή ενός παρόμοιου site για το σύλλογό του, μπορεί να στείλει email στο allum10@yahoo.com
2) http://www.chesspoints.gr/
Στο site αυτό εμφανίζονται οι σκακιστικοί όμιλοι πάνω στο χάρτη της Ελλάδας. Τα σημεία ενδιαφέροντος χωρίζονται σε κατηγορίες, για την ευκολότερη πλοήγηση του επισκέπτη. Κάνοντας κλικ σε ένα δείκτη στο χάρτη, γίνεται αυτόματο ζουμ στο σημείο.
Ο καθένας μπορεί να καταχωρήσει τον όμιλό του από το link "Καταχωρήστε σημείο". Μόλις η καταχώρηση ελεγχθεί, εμφανίζεται στο χάρτη της πρώτης σελίδας. Ήδη έχουν καταχωρηθεί αρκετοί όμιλοι, αλλά μένουν ακόμα πολλοί.
Το site έχει στόχο να συμβάλει στην προώθηση του σκακιού στην Ελλάδα και να βοηθήσει τις αποστολές στους εκτός έδρας αγώνες.
Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009
Στιγμιότυπα από το World Cup
Η πόλη του Χάντι-Μανσίσκ με τον "Πύργο της Σιβηρίας" να ξεχωρίζει στο ύψωμα. Το eπίσημο site του World Cup είναι:http://www.ugra-chess.ru/eng/main_e.htm
Akobian 2624 - Tregubov 2642
World Cup Khanty-Mansiysk RUS, 2009
Τα λευκά συνέχισαν με 23. Na6+!. Ακολούθησε 23...Ka8 (23...bxa6 24. bxa6+ Ka8 25. Qxd5+ Rxd5 26. Nc6) 24. Nxc7+ Rxc7 25. Qxc7 Rd8 26. a6 Qd7 27. axb7 1-0.
Morovic 2562 - Rublevsky 2697
World Cup Khanty-Mansiysk RUS, 2009
Τα μαύρα έπαιξαν 39...Rxh3+! και ο λευκός εγκατέλειψε (40. Kh3 Qh5+ 41, Kg3 Nf5 #. Ή 40. gxh3 Nf3+ και 41...Ne1).
Kryvoruchko 2602 - Cheparinov 2671
World Cup Khanty-Mansiysk RUS, 2009
Το απλό τέλος της παρτίδας: 34...Rxf4! 35. Rxf4 Qc7 0-1.
Nyback 2628 - Svidler 2754
World Cup Khanty-Mansiysk RUS, 2009
Μια από τις εκπλήξεις του 2ου γύρου. Η θέση του μαύρου βασιλιά είναι επισφαλής, οπότε: 40. Rd5+ Kxf4 41. Qg6 1-0.
Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009
Εικόνες
Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009
4ο Διεθνές Τουρνουά Πάλμα ντε Μαγιόρκα
Του Αντώνη Χατζημανώλη
4ο Διεθνές Τουρνουά Πάλμα, Μαγιόρκα 21-29/11/2009
Κατ’ αρχήν λίγα στοιχεία για τη Μαγιόρκα. Μεγαλύτερη πόλη του νησιού είναι η Πάλμα περίπου 1 εκατομ. κάτοικοι. Σε μια άλλη πόλη της Μαγιόρκα, την Καλβιά, είχε γίνει πριν λίγα χρόνια η σκακιστική Ολυμπιάδα. Το τουρνουά γίνεται στην παραλία της Πάλμα (Playa de Palma) περίπου 10χλμ. έξω από την Πάλμα.
Συμμετέχουν 156 σκακιστές και σκακίστριες (28 GM, 24 IM, 77 τιτλούχοι συνολικά-9 παίχτες άνω του 2600). Νούμερο 1 του τουρνουά είναι ο Ουκρανός Drozdovskij (2625). Από Έλληνες, ο Γιώργος Σουλεΐδης, ο Χρήστος Ζυγούρης κι εγώ. Από γνωστούς στην Ελλάδα συμμετέχουν επίσης ο Gelashvili, ο Rozentalis, ο Malakhatko κι ο Movsziszian.
Στον 1ο γύρο ως γνωστό τα μεγάλα ψάρια τραβάνε τα μικρά. Υπήρχαν όμως και μερικές εκπλήξεις. Στο 1ο τραπέζι ο Drozdovskij έκανε σύντομη ισοπαλία σε 21 κινήσεις. Άλλη μια έκπληξη έγινε από τον Σουλεΐδη-νούλα με κάποιον Ισπανό-1800
Ο Ζυγούρης κέρδισε άνετα κάποιον αδιαβάθμητο. Εγώ κληρώθηκα να παίξω με κάποιον Ισπανό, ο οποίος όμως δεν παρουσιάστηκε. Στο μισάωρο πάνω ήταν να μηδενιστεί κι άλλος ένας. Μετά τη σχετική γκρίνια στους διοργανωτές ότι δεν κάναμε τόσα χιλιόμετρα για να κερδίσουμε άνευ αγώνος και να μην έχουμε μετά καμιά τύχη για νόρμα, με βάλαν να παίξω με τον Γερμανό Breier (2405-FM) που ήταν ο έτερος που θα νικούσε χωρίς αγώνα. Κέρδισα τελικά με τα μαύρα και για μένα το τουρνουά σώθηκε.
Η επόμενη μέρα έχει 2ο γύρο (9.30 π,μ. και 4.30 μ.μ.). Τις υπόλοιπες μέρες παίζουμε κάθε μέρα στις 8.30μμ! Ενδιαφέρουσα ιδέα η ώρα έναρξης, αναρωτιέμαι αν θα λειτουργούσε και στην Ελλάδα (Ικαρία στις 7 μ.μ. βόλευε πολύ).
Επιγραμματικά στον 2ο γύρο ο Σουλεΐδης κέρδισε πρώτος από όλους (χθες τέλειωσε τελευταίος). Εγώ νούλα με το GM Savchenko(2536) και ο Ζυγούρης κρατούσε με τον Σουηδό GM Carlsson (2480).
Δικτυακός τόπος: http://www.chesspalma.com/index.php?le=en
Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009
Το Κιβώτιο
Ξαναδιαβάζοντας το "Έγκλημα και Τιμωρία" στην κλασική μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου, δεν μπορούσα παρά να θυμηθώ το έργο της ζωής του, το "Κιβώτιο". Η σύντροφος της ζωής του λογοτέχνη, η Καίτη Δρόσου, μίλησε στην Ελευθεροτυπία τον Μάιο του 2003:
Το «Κιβώτιο», αυτό το «αντι-έπος της δογματικής αριστεράς, αποστασιοποιημένο από τα ανδραγαθήματα, τα ηχηρά συνθήματα, τους γενναίους αγωνιστές με τα λάβαρα και τα φυσεκλίκια», όπως γράφει η Λίζυ Τσιριμώκου, ανήκει σήμερα στις πρώτες πρώτες θέσεις του κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας.
«Θυμάμαι ότι έγραφε και τα χέρια του ήταν ματωμένα. Εγραφε τα βράδια μετά τη δουλειά. Στο τελευταίο κεφάλαιο είχε πυρετό».
Η Καίτη Δρόσου γυρνάει πίσω στα δύσκολα χρόνια του Παρισιού, τότε που ολοκληρώθηκε το «Κιβώτιο». Μιλάει με ψυχραιμία και ειλικρίνεια, που με φέρνει σε αμηχανία. Η ίδια έκανε την καθαρίστρια και ο Αλεξάνδρου το «garcon». Ενα είδος ανθρώπου για όλες τις βαριές δουλειές. Παραπονέθηκε ποτέ; «Ποτέ. Αυτό είναι σλάβικο. Οι Ρώσοι πεθαίνουν χωρίς να βγάλουν λέξη. Μιλιά».
Εφυγαν από την Αθήνα λίγο μετά τη χούντα. Ο άνθρωπος που είχε γνωρίσει, όπως γράφει και η Λίζυ Τσιριμώκου, «την αμείλικτη καταδίωξη από το κράτος της Δεξιάς, το ανάθεμα και την κατασυκοφάντηση από την επίσημη Αριστερά», ζει στο Παρίσι μέσα στην πιο απόλυτη μοναξιά.
Μα το Παρίσι ήταν τότε γεμάτο Ελληνες πολιτικούς εξόριστους. «Δεν θυμάμαι να ήρθε κανείς να μας βρει. Ετσι όπως ζούσαμε με τον Αρη έπρεπε ο άλλος να 'ρθει. Μας είχε μείνει από τα χρόνια του διωγμού, που ήταν, άλλωστε, όλη μας η ζωή. Εάν είχες κάνει εξορία και έβλεπες ανθρώπους στο δρόμο, έπρεπε αυτοί να σου μιλήσουν πρώτοι. Γιατί δεν ήξερες αν σε ακολουθεί χαφιές. Επειτα, όλοι οι Ελληνες του Παρισιού έκαναν πολιτική. Επρεπε να δώσουμε γην και ύδωρ στον Κολιγιάννη. Δεν θέλαμε, είχαμε πάρει αποστάσεις από το κόμμα. Να κάνουμε τι; Να κατεβαίνουμε τα μπουλβάρ με τις ελληνικές σημαίες; Τον Γάλλο, άλλωστε, δεν τον εκπλήσσεις με τίποτα».
-Δεν τον πόναγε τον Αρη Αλεξάνδρου η χούντα;
«Αφάνταστα. Μα με τι άλλο πέρα από την πολιτική ασχολήθηκε ο Αρης σε όλη του τη ζωή; Ολο του το έργο είναι πολιτικό. Αλλά από ένα σημείο και ύστερα δεν ξαναδιάβασε ούτε εφημερίδα. Ούτε στη Γαλλία. Εγώ έπαιρνα τη "Μοντ". Ούτε που την κοίταγε. "Εγώ αυτό που θέλω θα το δω ξαφνικά μπροστά μου πρωτοσέλιδο. ΕΠΕΣΕ Η ΧΟΥΝΤΑ", μου έλεγε. Στην Ελλάδα ούτε για καλοκαίρι δεν ξανάρθαμε. Οταν έπεσε η χούντα ήρθαμε το 1976 και κάναμε διακοπές με τον Ρίτσο στη Σάμο και μετά ξαναφύγαμε».
Ο Αρης Αλεξάνδρου πέθανε στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1978 στα 56 του χρόνια. Το «Κιβώτιο» είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από τον «Κέδρο» το 1975, αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Στη Γαλλία είχε κυκλοφορήσει λίγο πριν από το θάνατό του.
«Λίγες μέρες πριν πεθάνει το είχε δει στη βιτρίνα του Γκαλιμάρ και του είχαν στείλει και λίγα αντίτυπα», θυμάται η Καίτη Δρόσου. «Η πρώτη γαλλική κριτική δημοσιεύτηκε τη μέρα της κηδείας του. Ο Αρης έφυγε χωρίς να καταλάβει τίποτα από την απήχηση που θα είχε το "Κιβώτιο". Αλλά και για την τύχη του στην Ελλάδα δεν είχε καλύτερη γνώμη. Μέχρι να μας πει η κυρία Κρανάκη ότι έχει κάνει αίσθηση, ο Αρης νόμιζε ότι είχε πάει πάτο».
Είχε αρχίσει να το γράφει στην Ελλάδα, το 1966. Οταν ο Αρης Αλεξάνδρου και η Καίτη Δρόσου έφυγαν για το Παρίσι δεν πήραν μαζί τους τα πρώτα χειρόγραφα. Οταν το ξανάπιασε μετά από περίπου τέσσερα χρόνια ο Γιάννης Ρίτσος εξεπλάγη που μπόρεσε να ξαναβρεί το ίδιο στιλ, τον ίδιο τόνο.
Ενα γράμμα του Ρίτσου με ημερομηνία αποστολής 19 Οκτωβρίου 1972, Σάμος, κλείνει την καινούργια γαλλική έκδοση του «Κιβωτίου».
Μεταφράζω από τα γαλλικά.
«(...) Σχετικά τώρα με το "Κιβώτιο", α, αγαπητέ μου Αρη, τι εξαιρετικό μυθιστόρημα. Οσο πιο πολύ προχωράει τόσο περισσότερο απελευθερώνεται από "ορισμένες δυστυχείς ιστορικές εμπειρίες" και εισέρχεται στο παγκόσμιο πεδίο του καθολικού ανικανοποίητου όλων για όλα, σ' αυτό το βαθύ και για πάντα ανεξερεύνητο πεδίο της "αποτυχίας ζωής και δημιουργίας"...».
Το σημαντικότερο ίσως, έρχεται συνέχεια σε επαφή με νέους αναγνώστες. Η Καίτη Δρόσου θυμάται τη Νανά Καλιανέση του «Κέδρου» να της λέει:
«Ξέρεις ότι έχω δύο μεγάλες επιτυχίες, τον Βάρναλη και τον Ρίτσο. Αλλά βιβλίο που να πουλάει κάθε μέρα, κάθε μέρα σαν το "Κιβώτιο", δεν έχω».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 19/05/2003
Το «Κιβώτιο», αυτό το «αντι-έπος της δογματικής αριστεράς, αποστασιοποιημένο από τα ανδραγαθήματα, τα ηχηρά συνθήματα, τους γενναίους αγωνιστές με τα λάβαρα και τα φυσεκλίκια», όπως γράφει η Λίζυ Τσιριμώκου, ανήκει σήμερα στις πρώτες πρώτες θέσεις του κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας.
«Θυμάμαι ότι έγραφε και τα χέρια του ήταν ματωμένα. Εγραφε τα βράδια μετά τη δουλειά. Στο τελευταίο κεφάλαιο είχε πυρετό».
Η Καίτη Δρόσου γυρνάει πίσω στα δύσκολα χρόνια του Παρισιού, τότε που ολοκληρώθηκε το «Κιβώτιο». Μιλάει με ψυχραιμία και ειλικρίνεια, που με φέρνει σε αμηχανία. Η ίδια έκανε την καθαρίστρια και ο Αλεξάνδρου το «garcon». Ενα είδος ανθρώπου για όλες τις βαριές δουλειές. Παραπονέθηκε ποτέ; «Ποτέ. Αυτό είναι σλάβικο. Οι Ρώσοι πεθαίνουν χωρίς να βγάλουν λέξη. Μιλιά».
Εφυγαν από την Αθήνα λίγο μετά τη χούντα. Ο άνθρωπος που είχε γνωρίσει, όπως γράφει και η Λίζυ Τσιριμώκου, «την αμείλικτη καταδίωξη από το κράτος της Δεξιάς, το ανάθεμα και την κατασυκοφάντηση από την επίσημη Αριστερά», ζει στο Παρίσι μέσα στην πιο απόλυτη μοναξιά.
Μα το Παρίσι ήταν τότε γεμάτο Ελληνες πολιτικούς εξόριστους. «Δεν θυμάμαι να ήρθε κανείς να μας βρει. Ετσι όπως ζούσαμε με τον Αρη έπρεπε ο άλλος να 'ρθει. Μας είχε μείνει από τα χρόνια του διωγμού, που ήταν, άλλωστε, όλη μας η ζωή. Εάν είχες κάνει εξορία και έβλεπες ανθρώπους στο δρόμο, έπρεπε αυτοί να σου μιλήσουν πρώτοι. Γιατί δεν ήξερες αν σε ακολουθεί χαφιές. Επειτα, όλοι οι Ελληνες του Παρισιού έκαναν πολιτική. Επρεπε να δώσουμε γην και ύδωρ στον Κολιγιάννη. Δεν θέλαμε, είχαμε πάρει αποστάσεις από το κόμμα. Να κάνουμε τι; Να κατεβαίνουμε τα μπουλβάρ με τις ελληνικές σημαίες; Τον Γάλλο, άλλωστε, δεν τον εκπλήσσεις με τίποτα».
-Δεν τον πόναγε τον Αρη Αλεξάνδρου η χούντα;
«Αφάνταστα. Μα με τι άλλο πέρα από την πολιτική ασχολήθηκε ο Αρης σε όλη του τη ζωή; Ολο του το έργο είναι πολιτικό. Αλλά από ένα σημείο και ύστερα δεν ξαναδιάβασε ούτε εφημερίδα. Ούτε στη Γαλλία. Εγώ έπαιρνα τη "Μοντ". Ούτε που την κοίταγε. "Εγώ αυτό που θέλω θα το δω ξαφνικά μπροστά μου πρωτοσέλιδο. ΕΠΕΣΕ Η ΧΟΥΝΤΑ", μου έλεγε. Στην Ελλάδα ούτε για καλοκαίρι δεν ξανάρθαμε. Οταν έπεσε η χούντα ήρθαμε το 1976 και κάναμε διακοπές με τον Ρίτσο στη Σάμο και μετά ξαναφύγαμε».
Ο Αρης Αλεξάνδρου πέθανε στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1978 στα 56 του χρόνια. Το «Κιβώτιο» είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από τον «Κέδρο» το 1975, αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Στη Γαλλία είχε κυκλοφορήσει λίγο πριν από το θάνατό του.
«Λίγες μέρες πριν πεθάνει το είχε δει στη βιτρίνα του Γκαλιμάρ και του είχαν στείλει και λίγα αντίτυπα», θυμάται η Καίτη Δρόσου. «Η πρώτη γαλλική κριτική δημοσιεύτηκε τη μέρα της κηδείας του. Ο Αρης έφυγε χωρίς να καταλάβει τίποτα από την απήχηση που θα είχε το "Κιβώτιο". Αλλά και για την τύχη του στην Ελλάδα δεν είχε καλύτερη γνώμη. Μέχρι να μας πει η κυρία Κρανάκη ότι έχει κάνει αίσθηση, ο Αρης νόμιζε ότι είχε πάει πάτο».
Είχε αρχίσει να το γράφει στην Ελλάδα, το 1966. Οταν ο Αρης Αλεξάνδρου και η Καίτη Δρόσου έφυγαν για το Παρίσι δεν πήραν μαζί τους τα πρώτα χειρόγραφα. Οταν το ξανάπιασε μετά από περίπου τέσσερα χρόνια ο Γιάννης Ρίτσος εξεπλάγη που μπόρεσε να ξαναβρεί το ίδιο στιλ, τον ίδιο τόνο.
Ενα γράμμα του Ρίτσου με ημερομηνία αποστολής 19 Οκτωβρίου 1972, Σάμος, κλείνει την καινούργια γαλλική έκδοση του «Κιβωτίου».
Μεταφράζω από τα γαλλικά.
«(...) Σχετικά τώρα με το "Κιβώτιο", α, αγαπητέ μου Αρη, τι εξαιρετικό μυθιστόρημα. Οσο πιο πολύ προχωράει τόσο περισσότερο απελευθερώνεται από "ορισμένες δυστυχείς ιστορικές εμπειρίες" και εισέρχεται στο παγκόσμιο πεδίο του καθολικού ανικανοποίητου όλων για όλα, σ' αυτό το βαθύ και για πάντα ανεξερεύνητο πεδίο της "αποτυχίας ζωής και δημιουργίας"...».
Το σημαντικότερο ίσως, έρχεται συνέχεια σε επαφή με νέους αναγνώστες. Η Καίτη Δρόσου θυμάται τη Νανά Καλιανέση του «Κέδρου» να της λέει:
«Ξέρεις ότι έχω δύο μεγάλες επιτυχίες, τον Βάρναλη και τον Ρίτσο. Αλλά βιβλίο που να πουλάει κάθε μέρα, κάθε μέρα σαν το "Κιβώτιο", δεν έχω».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 19/05/2003
Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009
World Blitz στη Μόσχα
Η τελική βαθμολογία στο World Blitz της Μόσχας (χρόνος σκέψης 3 λεπτά για όλη την παρτίδα + 2 δευτερόλεπτα για κάθε κίνηση):
1. Carlsen – 31/42
2. Anand – 28
3. Karjakin – 25
4. Kramnik - 24½
5-7. Svidler, Ponomariov, Grischuk - 23½
8-9. Mamedyarov, Leko – 22
10-11. Morozevich, Gashimov - 21½
12. Aronian – 21
13-14. Dominguez, Bareev – 20
15. Ivanchuk - 19½
16. Karpov – 19
17. Gelfand - 18½
18. Jakovenko - 17½
19. J. Polgar – 17
20. Tkachiev – 16
21. Naiditsch - 15
22. Kosteniuk - 12½.
Kramnik - Aronian, Moscow 2009 (blitz)
32. Rd7! Qxd7 33. Rc7+ 1-0.
Anand - Ivanchuk, Moscow 2009 (blitz)
25. Qd8! Rc8 26. Qxc8 1-0.
Aronian - Tkachiev, Moscow 2009 (blitz)
27. Rc5! η κίνηση αυτή οδηγεί σε κερδισμένο φινάλε πιονιών 27...Rxc5 28. bxc5 η πλειονότητα των πιονιών στην πτέρυγα του Βασιλιά αποφασίζει 28...e5 29. f4 exf4 30. Kf3 Kf7 31. Kf4 Kf6 32. a4 1-0.
Ivanchuk - J. Polgar, Moscow 2009 (blitz)
Τα λευκά φυσικά κερδίζουν, απλώς πρέπει να αντιμετωπίσουν την προσωρινή πρωτοβουλία της μαύρης. Για παράδειγμα, τα λευκά δεν μπορούν να πάρουν την Βασίλισσα ή τον Πύργο για να ελαφρύνουν τη θέση. Πολλοί "κοινοί" σκακιστές θα άρχιζαν να ανησυχούν για την επόμενη κίνησή τους, όμως ο Ιβαντσούκ βρίσκει μια κομψή λύση: 31. Bxg6+ 1-0.
Kosteniuk - J. Polgar, Moscow 2009 (blitz)
Παρτίδα μεταξύ των δυο γυναικών του World Blitz. Η λευκή έπαιξε 63. g4! και κέρδισε σε λίγες κινήσεις.
Morozevich - Kosteniuk, Moscow 2009 (blitz)
46...Ng3! 47. Qxf5 Re1+ 48. Kh2 Rh1#.
Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009
Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι
Σκακιστική σκηνή από τα πρώτα λεπτά της ταινίας του Φίλιπ Κάουφμαν "Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι" (1988) (Ντάνιελ Ντέι Λίουις, Ζιλιέτ Μπινός, Λένα Ολίν) που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα-ορόσημο του Μίλαν Κούντερα.
Όλοι θεωρούμε αδιανόητο το ότι ο έρωτας της ζωής μας μπορεί να είναι κάτι ελαφρύ, κάτι που δεν ζυγίζει τίποτα, φανταζόμαστε ότι ο έρωτας μας είναι αυτό που έπρεπε να είναι, ότι χωρίς αυτόν η ζωή μας δεν θα ήταν η ζωή μας. Είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Μπετόβεν αυτοπροσώπος, σκυθρωπός κι αναμαλλιασμένος, παίζει το δικό του "Es muss sein" (=πρέπει) για τον μεγάλο έρωτα μας.
Ο Τόμας θυμόταν την παρατήρηση της Τερέζας για τον φίλο του Ζ. και διαπίστωνε ότι η ερωτική ιστορία της ζωής του δεν στηριζόταν πάνω στο "Es muss sein", αλλά μάλλον στο "Es konnte auch anders sein": θα μπορούσε κιόλας να συμβεί διαφορετικά...
Επτά χρόνια πριν, είχε εκδηλωθεί κατά τύχη ένα δύσκολο κρούσμα μηνιγγίτιδας στο νοσοκομείο της πόλης όπου κατοικούσε η Τερέζα, κι είχε κληθεί επειγόντως να γνωματεύσει ο επικεφαλής της ομάδας όπου δούλευε ο Τόμας. Κατά τύχη, όμως, ο επικεφαλής της ομάδας είχε ισχιαλγία, δεν μπορούσε να κουνήσει, και είχε στείλει τον Τόμας στη θέση του, σ' αυτό το επαρχιακό νοσοκομείο. Υπήρχαν πέντε ξενοδοχεία στην πόλη, αλλά ο Τόμας είχε κατά τύχη πάει σ' εκείνο όπου εργαζόταν η Τερέζα. Κατά τύχη είχε ένα λεπτό καιρό πριν φύγει το τρένο κι είχε πάει να καθήσει στο εστιατόριο. Η Τερέζα ήταν κατά τύχη της υπηρεσίας και σερβίριζε κατά τύχη στο τραπέζι του Τόμας. Είχαν χρειαστεί λοιπόν μια σειρά από έξι κατά τύχη για να σπρώξουν τον Τόμας προς την Τερέζα, λες κι αν περνούσε από το δικό του χέρι τίποτα δεν θα τον είχε οδηγήσει κοντά της."
Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009
Φωτοκουίζ
Άτιτλο
Όταν ήχησαν οι σάλπιγγες, όλα
είχαν ετοιμαστει πάνω στην γη
κι ο Ιεχωβά μοίρασε τον κόσμο
σε Coca Cola Inc, Anaconda,
Ford Motors και σε άλλες μονάδες
Η Εταιρία Φρούτων Inc
κράτησε γι αυτήν το πιο ζουμερό:
το κεντρικό παράλιο της γης μου.
...................
και πάνω στους ξεχασμένους νεκρούς,
πάνω στους ταραγμένους ήρωες
που καταχτήσανε το μεγαλείο,
την λευτεριά και τις σημαίες,
ίδρυσε την «Οπερα Μπούφα» της.
Πάμπλο Νερούδα, "Κάντο Χενεράλ"
Mετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου
είχαν ετοιμαστει πάνω στην γη
κι ο Ιεχωβά μοίρασε τον κόσμο
σε Coca Cola Inc, Anaconda,
Ford Motors και σε άλλες μονάδες
Η Εταιρία Φρούτων Inc
κράτησε γι αυτήν το πιο ζουμερό:
το κεντρικό παράλιο της γης μου.
...................
και πάνω στους ξεχασμένους νεκρούς,
πάνω στους ταραγμένους ήρωες
που καταχτήσανε το μεγαλείο,
την λευτεριά και τις σημαίες,
ίδρυσε την «Οπερα Μπούφα» της.
Πάμπλο Νερούδα, "Κάντο Χενεράλ"
Mετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου
Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009
Στιγμιότυπα από το Russia Cup
Το τουρνουά διεξήχθη στην Αγία Πετρούπολη και ολοκληρώθηκε πριν από λίγες ημέρες. Συμμετείχαν 32 σκακιστές σε σύστημα "νοκ-άουτ". Οι γκρανμέτρ Sjugirov (2612), Nepomniachtchi (2626), Zvjaginsev (2641) και Bareev (2634) προκρίθηκαν στα ημιτελικά όπου ο Nepomniachtchi κέρδισε τον Sjugirov 1½-½ και ο Bareev τον Zvjaginsev με το ίδιο σκορ. Στον τελικό ο Bareev επιβλήθηκε του Nepomniachtchi με σκορ 2½-1½.
Fedorov 2623 – M. Krylov 2513, Russia Cup, St Petersburg 2009
Τα λευκά έπαιξαν 25. Bxh6!, κέρδισαν ένα πολύ σημαντικό πιόνι της αμυντικής διάταξης του μαύρου και νίκησαν ύστερα από λίγες κινήσεις. Στο 25...gxh6 ακολουθεί 26. Ng6! και τα μαύρα μπορούν να εγκαταλείψουν.
Sjugirov 2612 - Kokarev 2622, Russia Cup, St Petersburg, 2009
Τα μαύρα είναι φυσικά κερδισμένα. Για παράδειγμα, ικανοποιητικό είναι το 46...hxg4 47. h5 Rf5+ 48. Kh4 Rh1+ 49. Kg3 Rhxh5 -+.
Τα μαύρα πρέπει να προσέξουν να μην πέσουν στην παγίδα 46...Rg1?? 47. Qxf7+! Rxf7 πατ!. Ο γκρανμέτρ Kokarev βρήκε μια απλή λύση: 46...Rd1! 0-1.
Khismatullin 2643 - Nepomniachtchi 2626, Russia Cup, St Petersburg 2009
Η θέση των μαύρων είναι κρίσιμη και κινδυνεύει να καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή. Έτσι, τα μαύρα δοκίμασαν το 30...Rc8!. Τώρα τα λευκά κερδίζουν με 31. Nxc8 Bc4 32. Rf7! Qe2 33. Re7. Όμως έπαιξαν: 31. Rxa6?? και ακολούθησε 31...Qc2+! 0-1. Τα λευκά χάνουν μετά από 32. Qxc2 dxc2+ 33. Kc1 Bh6+! (η κίνηση που ο λευκός μάλλον δεν μέτρησε στη βαριάντα).
Fedorov 2623 – M. Krylov 2513, Russia Cup, St Petersburg 2009
Τα λευκά έπαιξαν 25. Bxh6!, κέρδισαν ένα πολύ σημαντικό πιόνι της αμυντικής διάταξης του μαύρου και νίκησαν ύστερα από λίγες κινήσεις. Στο 25...gxh6 ακολουθεί 26. Ng6! και τα μαύρα μπορούν να εγκαταλείψουν.
Sjugirov 2612 - Kokarev 2622, Russia Cup, St Petersburg, 2009
Τα μαύρα είναι φυσικά κερδισμένα. Για παράδειγμα, ικανοποιητικό είναι το 46...hxg4 47. h5 Rf5+ 48. Kh4 Rh1+ 49. Kg3 Rhxh5 -+.
Τα μαύρα πρέπει να προσέξουν να μην πέσουν στην παγίδα 46...Rg1?? 47. Qxf7+! Rxf7 πατ!. Ο γκρανμέτρ Kokarev βρήκε μια απλή λύση: 46...Rd1! 0-1.
Khismatullin 2643 - Nepomniachtchi 2626, Russia Cup, St Petersburg 2009
Η θέση των μαύρων είναι κρίσιμη και κινδυνεύει να καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή. Έτσι, τα μαύρα δοκίμασαν το 30...Rc8!. Τώρα τα λευκά κερδίζουν με 31. Nxc8 Bc4 32. Rf7! Qe2 33. Re7. Όμως έπαιξαν: 31. Rxa6?? και ακολούθησε 31...Qc2+! 0-1. Τα λευκά χάνουν μετά από 32. Qxc2 dxc2+ 33. Kc1 Bh6+! (η κίνηση που ο λευκός μάλλον δεν μέτρησε στη βαριάντα).
Αλέξης Τραϊανός
Συμπληρώθηκαν οχτώ χρόνια από τον αδόκητο θάνατο του Αλέξη Τραϊανού. Η αυτοκτονία του έβαλε τέρμα όχι μόνο σε μια ζωή, αλλά και σ' ένα ποιητικό έργο. Ήταν ένας εντελώς άδικος θάνατος, όπως όλοι οι θάνατοι των νέων ανθρώπων. Ήταν ο θάνατος ενός ποιητή. Δεν έχει σημασία αν η γνωριμία μας άρχισε όψιμα, με την αποστολή του πρώτου ποιητικού βιβλίου του. Οι Μικρές μέρες ανήκουν στο κλίμα των ποιητών της Θεσσαλονίκης. Ένα λυρικό, ελεγειακό, απαισιόδοξο βιβλίο. Η ατμόσφαιρα των παιδικών και εφηβικών του χρόνων. Ένα αυτοτελές, τέλειο βιβλίο. Όμως οι αισθητικές του αναζητήσεις άρχιζαν αμέσως μετά καθώς πολύ λαχτάρισε την ξένη ποίηση. Η ενασχόλησή του με την ποίηση των Νέγρων και των Μπητ ποιητών τον είχε καταπονήσει συστηματικά. Τα μετέπειτα βιβλία του υπογράμμιζαν τη βούληση μιας νέας φωνής στο χώρο αυτόν και, φυσικά, στη γενιά του, τη γενιά του '70.
Αν οι Μπητ άρεσαν στον Τραϊανό, είναι γιατί τον έθελγε ένα κίνημα που όχι μόνο απλωνόταν σ' όλες τις τέχνες, αλλά ήταν ακόμα, και κυρίως, βιοθεωρία, τρόπος ζωής και σκέψης, ένα φρέσκο αντίκρισμα ζωής, συνθετικό μέσα στις διαλυτικές του τάσεις και συνεκτικό, πράγμα που του διασφάλισε χρονική διάρκεια και δικαίωσε τις προσδοκίες για μιαν άνοιξη που παραμένει ακόμα ένα ζητούμενο. Ο παραλληλισμός του με το υπερρεαλιστικό κίνημα, που άρχισε τριάντα χρόνια πριν, δεν είναι τυχαίος. Η έκδοση μιας ανθολογίας των ποιητών αυτών της σχολής των Μπητ, η σχολιασμένη μετάφρασή τους από τον Αλέξη Τραϊανό, στάθηκε μια σπουδαία αρχή. Δεν είχε συνέχεια.
Η αυτοκτονία του Αλέξη Τραϊανού ρίχνει ακόμη βαριά τη σκιά του πάνω σ' όλους εμάς που τον γνωρίσαμε από κοντά. Χτυπώντας την πόρτα του μια νύχτα, δεν μπόρεσα να τον βρω. Τρεις μέρες αργότερα, έμαθα για το θάνατό του.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.
Από το βιβλίο του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου Ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα (1991)
Αλέξης Τραϊανός, Θεσσαλονίκη Μνήμη 1949
Είχε κλειστεί στο πρόσωπό του
Στους ώμους της βροχής σα ριγμένο παλτό περπάτησε
Εκεί που τέλειωναν τα τραμ στην Αποθήκη της καρδιάς
Και βγαίνανε πιάνα ατέλειωτα μαύρα πιάνα
Ανάμεσα από χριστουγεννιάτικες νιφάδες
Ανάμεσα από γάλα σκόνη
Ανάμεσα από βυθισμένες ναφθαλίνες
Στις ράγες του ανέκκλητου κυλώντας
Από τη συλλογή Η κλεψύδρα με τις στάχτες (1975)
Σημείωση
στ. 3 Εκεί που τέλειωναν τα τραμ στην Αποθήκη της καρδιάς: Το εβραίικο σπίτι των παιδικών του χρόνων βρισκόταν όχι μακριά από το Ντεπό (=αποθήκη), όπου ήταν το αμαξοστάσιο των τραμ.
στ. 6 Ανάμεσα από γάλα σκόνη: Είναι γνωστό ότι στα χρόνια του εμφυλίου εμοίραζαν γάλα σκόνη σε κάποια ιδρύματα όπως και στα σχολεία - πράγμα που διήρκεσε αρκετά χρόνια και μετά το τέλος του εμφυλίου. Φαίνεται ότι ο ποιητής είχε ιδεί τα μέρη εκείνα όπου εμοίραζαν το γάλα. Αργότερα, ως μαθητής, θα είχε πιει από το γάλα αυτό όπως πολλοί συνομήλικοι από τη γενιά μας.
Αλέξης Τραϊανός, Κατοικίδιος σκορπιός
Έγινε βράδυ πάλι
Ποίημα του δωματίου
Κατοικίδιος σκορπιός κατεβαίνει απ' το ταβάνι
Και πρέπει να μείνουν λίγες ώρες μαζί
Σ' αυτό το τοπίο μόνο κι επιληπτικό
Απ' τη λυπημένη σπατάλη μιας σκέψης
Μια Σαχάρα από καθρέφτες
Όπου εγώ και ο θάνατος
Συναντιόμαστε κάθε μέρα σχεδόν
Με τις ίδιες συνηθισμένες κινήσεις
Τις ίδιες νύχτες
Βλέποντας κι απόψε
Αυτό το ζαχαρί ζευγάρι
Με μια σκόρπια διάθεση
Απ' το καπνισμένο μάτι
Λέξεων μόνον καθώς επιπλέουνε στο ποίημα
Ή με τη σίγουρη σημασία ενός σκορπιού
Να πλέει σ' αυτό το κουβαριασμένο
Στο πάτωμα ζευγάρι κάλτσες
Για τι πράγμα Τι τέλος
Γιατί μιλώ όχι από μένα
Δε διατείνομαι τίποτα ούτε και διαθέτω
Ελάχιστα πράγματα βλέπω
Κάθε λίγο και κάτι χαλάει
Οι σωλήνες οι φλέβες ο ύπνος οι λάμπες
Γιατί έχω ένα μάτι γεμάτο καπνούς Άδειο
Αυτό να φωτογραφίσεις
Μα δεν μπόρεσες ούτε καν να στραφείς
Προς τα 'κει που αυτό καταστρέφεται
Γιατί δεν μπόρεσα να καταλάβω
Ούτε τον χρόνο ούτε τον τόπο
Πεταμένος σε τούτο το γήινο τοπίο του '77
Θυμάμαι πότε πότε διάφορα πράγματα
Απορώ με διάφορα πράγματα
Τι κάνουν τα ρούχα της πεθαμένης
Μετά που φεύγει
Τι κάνουν τις λέξεις του ποιητή
Μετά που μένει
Γιατί τελείωσα σήμερα το προηγούμενο ποίημα
Με μιαν αμνησία γύρω από τις λέξεις
Πού γράψαν τις λέξεις μου
Γιατί τέλειωσα
Αυτή 'ναι η Σαχάρα
Με τους σκορπιούς της επάνω μου
Πάνω στην πλάτη μου
Στην πλάτη της πλάνης
Σ' όλα τα πλάτη
Η γεωγραφία μ' άρεζε κάποτε
Όμως τώρα τόσο χαμένες
Οι πρωτεύουσες της οδύνης μου
Σε μια δίνη.
Από τη συλλογή Το δεύτερο μάτι του Κύκλωπα / Cancerpoems (1977)
Αλέξης Τραϊανός, Μουσική από αλκοόλ
Αμαρτία της ποίησης
Νευρική ακτινογραφία ψυχή
Βλέμμα λείψανο μέσα σ' ένα βόρειο σέλας
Και το παλιό λιμάνι όπου λιμνάζω
Τίποτα να με κοιτάζει τώρα που γράφω
Ζω φανταστικά
Γυρνώντας το κουμπί στα μακρά
Για λίγη Πλαθ
Μουσική από αλκοόλ
Άσπρη σάρκα της σιωπής
Μέρες
Που με γυρίζουνε στο ψέμα
Και σ' άλλες μέρες
Που δεν έχω τίποτα να κοιτάξω
Ταξιδεύουμε στο σωλήνα αυτό
Κλινική ησυχία
Χιονίζει συνέχεια αίμα
Το πρόσωπό μου σκεπασμένο
Κομμένα χέρια
Από τη συλλογή Το δεύτερο μάτι του Κύκλωπα / Cancerpoems (1977)
Αλέξης Τραϊανός, Άτιτλο (Ο χώρος όπου και να κοιτάξεις...)
[Από τα Αδημοσίευτα ποιήματα της περιόδου 1968-1972]
Ο χώρος όπου και να κοιτάξεις σου επιστρέφει τον πόνο του
Ζω κλεισμένος σ' ένα φιλί
Κανείς δεν είναι μέσα στο ρίγος της νύχτας
Τα κοιμισμένα όνειρα στις παλάμες μου
Γνώρισαν το σφυγμό ενός ήλιου που μάτωνε
Άλικες πέτρες και σύννεφα
Κι οι βουνοσειρές άλικες
Πώς να 'ναι ωραίες δίχως εσένα
Δίχως τα μάτια σου να 'ναι επάνω τους
Είναι μια μακρινή γιορτή χειλιών
Που τα έβαψε όλα
Άλικα βήματα κι η ζωή ξεγυμνώνοντας τη ζωή σου
Που άρχιζε και τέλειωνε
Μέσα στο κάθε πράγμα
Μέσα στο κάθε σήμερα
Μέσα στο κάθε που έζησα
Έτσι έζησα έτσι ζω έτσι θα ζήσω
Χνούδι από άνεμο
Ίσκιωμα φύλλου
Δάκρυ νερού
Άνθρωπος τελειώνοντας μέσα σου
Χνούδι ίσκιωμα δάκρυ
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Φύλακας ερειπίων - τα ποιήματα (1991)
Αν οι Μπητ άρεσαν στον Τραϊανό, είναι γιατί τον έθελγε ένα κίνημα που όχι μόνο απλωνόταν σ' όλες τις τέχνες, αλλά ήταν ακόμα, και κυρίως, βιοθεωρία, τρόπος ζωής και σκέψης, ένα φρέσκο αντίκρισμα ζωής, συνθετικό μέσα στις διαλυτικές του τάσεις και συνεκτικό, πράγμα που του διασφάλισε χρονική διάρκεια και δικαίωσε τις προσδοκίες για μιαν άνοιξη που παραμένει ακόμα ένα ζητούμενο. Ο παραλληλισμός του με το υπερρεαλιστικό κίνημα, που άρχισε τριάντα χρόνια πριν, δεν είναι τυχαίος. Η έκδοση μιας ανθολογίας των ποιητών αυτών της σχολής των Μπητ, η σχολιασμένη μετάφρασή τους από τον Αλέξη Τραϊανό, στάθηκε μια σπουδαία αρχή. Δεν είχε συνέχεια.
Η αυτοκτονία του Αλέξη Τραϊανού ρίχνει ακόμη βαριά τη σκιά του πάνω σ' όλους εμάς που τον γνωρίσαμε από κοντά. Χτυπώντας την πόρτα του μια νύχτα, δεν μπόρεσα να τον βρω. Τρεις μέρες αργότερα, έμαθα για το θάνατό του.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.
Από το βιβλίο του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου Ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα (1991)
Αλέξης Τραϊανός, Θεσσαλονίκη Μνήμη 1949
Είχε κλειστεί στο πρόσωπό του
Στους ώμους της βροχής σα ριγμένο παλτό περπάτησε
Εκεί που τέλειωναν τα τραμ στην Αποθήκη της καρδιάς
Και βγαίνανε πιάνα ατέλειωτα μαύρα πιάνα
Ανάμεσα από χριστουγεννιάτικες νιφάδες
Ανάμεσα από γάλα σκόνη
Ανάμεσα από βυθισμένες ναφθαλίνες
Στις ράγες του ανέκκλητου κυλώντας
Από τη συλλογή Η κλεψύδρα με τις στάχτες (1975)
Σημείωση
στ. 3 Εκεί που τέλειωναν τα τραμ στην Αποθήκη της καρδιάς: Το εβραίικο σπίτι των παιδικών του χρόνων βρισκόταν όχι μακριά από το Ντεπό (=αποθήκη), όπου ήταν το αμαξοστάσιο των τραμ.
στ. 6 Ανάμεσα από γάλα σκόνη: Είναι γνωστό ότι στα χρόνια του εμφυλίου εμοίραζαν γάλα σκόνη σε κάποια ιδρύματα όπως και στα σχολεία - πράγμα που διήρκεσε αρκετά χρόνια και μετά το τέλος του εμφυλίου. Φαίνεται ότι ο ποιητής είχε ιδεί τα μέρη εκείνα όπου εμοίραζαν το γάλα. Αργότερα, ως μαθητής, θα είχε πιει από το γάλα αυτό όπως πολλοί συνομήλικοι από τη γενιά μας.
Αλέξης Τραϊανός, Κατοικίδιος σκορπιός
Έγινε βράδυ πάλι
Ποίημα του δωματίου
Κατοικίδιος σκορπιός κατεβαίνει απ' το ταβάνι
Και πρέπει να μείνουν λίγες ώρες μαζί
Σ' αυτό το τοπίο μόνο κι επιληπτικό
Απ' τη λυπημένη σπατάλη μιας σκέψης
Μια Σαχάρα από καθρέφτες
Όπου εγώ και ο θάνατος
Συναντιόμαστε κάθε μέρα σχεδόν
Με τις ίδιες συνηθισμένες κινήσεις
Τις ίδιες νύχτες
Βλέποντας κι απόψε
Αυτό το ζαχαρί ζευγάρι
Με μια σκόρπια διάθεση
Απ' το καπνισμένο μάτι
Λέξεων μόνον καθώς επιπλέουνε στο ποίημα
Ή με τη σίγουρη σημασία ενός σκορπιού
Να πλέει σ' αυτό το κουβαριασμένο
Στο πάτωμα ζευγάρι κάλτσες
Για τι πράγμα Τι τέλος
Γιατί μιλώ όχι από μένα
Δε διατείνομαι τίποτα ούτε και διαθέτω
Ελάχιστα πράγματα βλέπω
Κάθε λίγο και κάτι χαλάει
Οι σωλήνες οι φλέβες ο ύπνος οι λάμπες
Γιατί έχω ένα μάτι γεμάτο καπνούς Άδειο
Αυτό να φωτογραφίσεις
Μα δεν μπόρεσες ούτε καν να στραφείς
Προς τα 'κει που αυτό καταστρέφεται
Γιατί δεν μπόρεσα να καταλάβω
Ούτε τον χρόνο ούτε τον τόπο
Πεταμένος σε τούτο το γήινο τοπίο του '77
Θυμάμαι πότε πότε διάφορα πράγματα
Απορώ με διάφορα πράγματα
Τι κάνουν τα ρούχα της πεθαμένης
Μετά που φεύγει
Τι κάνουν τις λέξεις του ποιητή
Μετά που μένει
Γιατί τελείωσα σήμερα το προηγούμενο ποίημα
Με μιαν αμνησία γύρω από τις λέξεις
Πού γράψαν τις λέξεις μου
Γιατί τέλειωσα
Αυτή 'ναι η Σαχάρα
Με τους σκορπιούς της επάνω μου
Πάνω στην πλάτη μου
Στην πλάτη της πλάνης
Σ' όλα τα πλάτη
Η γεωγραφία μ' άρεζε κάποτε
Όμως τώρα τόσο χαμένες
Οι πρωτεύουσες της οδύνης μου
Σε μια δίνη.
Από τη συλλογή Το δεύτερο μάτι του Κύκλωπα / Cancerpoems (1977)
Αλέξης Τραϊανός, Μουσική από αλκοόλ
Αμαρτία της ποίησης
Νευρική ακτινογραφία ψυχή
Βλέμμα λείψανο μέσα σ' ένα βόρειο σέλας
Και το παλιό λιμάνι όπου λιμνάζω
Τίποτα να με κοιτάζει τώρα που γράφω
Ζω φανταστικά
Γυρνώντας το κουμπί στα μακρά
Για λίγη Πλαθ
Μουσική από αλκοόλ
Άσπρη σάρκα της σιωπής
Μέρες
Που με γυρίζουνε στο ψέμα
Και σ' άλλες μέρες
Που δεν έχω τίποτα να κοιτάξω
Ταξιδεύουμε στο σωλήνα αυτό
Κλινική ησυχία
Χιονίζει συνέχεια αίμα
Το πρόσωπό μου σκεπασμένο
Κομμένα χέρια
Από τη συλλογή Το δεύτερο μάτι του Κύκλωπα / Cancerpoems (1977)
Αλέξης Τραϊανός, Άτιτλο (Ο χώρος όπου και να κοιτάξεις...)
[Από τα Αδημοσίευτα ποιήματα της περιόδου 1968-1972]
Ο χώρος όπου και να κοιτάξεις σου επιστρέφει τον πόνο του
Ζω κλεισμένος σ' ένα φιλί
Κανείς δεν είναι μέσα στο ρίγος της νύχτας
Τα κοιμισμένα όνειρα στις παλάμες μου
Γνώρισαν το σφυγμό ενός ήλιου που μάτωνε
Άλικες πέτρες και σύννεφα
Κι οι βουνοσειρές άλικες
Πώς να 'ναι ωραίες δίχως εσένα
Δίχως τα μάτια σου να 'ναι επάνω τους
Είναι μια μακρινή γιορτή χειλιών
Που τα έβαψε όλα
Άλικα βήματα κι η ζωή ξεγυμνώνοντας τη ζωή σου
Που άρχιζε και τέλειωνε
Μέσα στο κάθε πράγμα
Μέσα στο κάθε σήμερα
Μέσα στο κάθε που έζησα
Έτσι έζησα έτσι ζω έτσι θα ζήσω
Χνούδι από άνεμο
Ίσκιωμα φύλλου
Δάκρυ νερού
Άνθρωπος τελειώνοντας μέσα σου
Χνούδι ίσκιωμα δάκρυ
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Φύλακας ερειπίων - τα ποιήματα (1991)
Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009
Ο νεκρός
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Ο Νεκρός
Το να εισχωρήσει μια μέρα στα πεδινά της βραζιλιάνικης μεθορίου ένας άνθρωπος από τα περίχωρα του Μπουένος 'Αιρες, ένας φουκαράς κομπαδρίτο, με μοναδικό του εφόδιο τη μωρία του θάρρους και να φτάσει να γίνει αρχηγός των κοντραμπαντιέρηδων, είναι κάτι που εκ πρώτης όψεως, φαίνεται αδύνατον. Για όσους συμμερίζονται αυτή την άποψη, θέλω να διηγηθώ την ιστορία του Βενιαμίν Οτάλορα, που κανένας δε θα πρέπει πια να τον θυμάται στη γειτονιά του Μπαλβανέρα και που τον σκότωσαν, όπως του άξιζε, μ' ένα περίστροφο, στα σύνορα του Ρίο Γκράντε ντου Σουλ. Αγνοώ τις λεπτομέρειες της περιπέτειάς του, όταν μια μέρα θα μου αποκαλυφθούν, θα διορθώσω και θ' αναπτύξω την αφήγησή μου. Για την ώρα, η σύνοψη που ακολουθεί μπορεί να φανεί χρήσιμη.
Γύρω στο 1891, ο Βενιαμίν Οτάλορα είναι δεκαεννιά χρονών. Είναι ένας παλικαράς με στενό κούτελο, καθαρό κι ανοιχτόχρωμο βλέμμα, γερός σαν Βάσκος, μια εύστοχη μαχαιριά του αποκάλυψε πως είναι λεβέντης, δεν τον νοιάζει που ο αντίπαλος του πέθανε, ούτε που αναγκάστηκε να φύγει άρον- άρον από τη πατρίδα του. Ο κοινοτάρχης του δίνει επιστολή για κάποιον Ασεβέδο Μπαντέιρα, από την Ουρουγουάη. Ο Οτάλορα παίρνει το πρώτο καράβι. Το καράβι τρίζει, η θάλασσα λυσσομανά. Την άλλη μέρα, περιπλανιέται στους δρόμους του Μοντεβίδεο, με μια θλίψη που δεν θέλει να τη παραδεχτεί και που ίσως, δε την έχει καταλάβει.
Δε βρίσκει τον Ασεβέδο Μπαντέιρα. Γύρω στα μεσάνυχτα, σ' ένα καπηλειό του Πάσο δελ Μολίνο, βλέπει κάποιους αλογατάρηδες να καβγαδίζουν. Ένα μαχαίρι αστράφτει. Ο Οτάλορα δε ξέρει σε ποιανού μέρος είναι το δίκιο, αλλά η γεύση του κινδύνου τονε τραβά, όπως άλλους η τράπουλα ή η μουσική. Μες στον σαματά, γλιτώνει από τη μαχαιριά ενός πεόν έναν άντρα που φορά σκουρόχρωμο καπέλο και πόντσο. Αποδεικνύεται πως αυτός ο άντρας είναι ο Ασεβέδο Μπαντέιρα. (Όταν το μαθαίνει, ο Οτάλορα, σκίζει το γράμμα, γιατί δε θέλει να χρωστά σε κανένα, παρά μόνο στον εαυτό του.) Παρά το ότι είναι γεροδεμένος, ο Ασεβέδο Μπαντέιρα δίνει κάπως την εντύπωση του σακάτη. Στο πρόσωπό του συνυπάρχουν ο εβραίος, ο νέγρος κι ο ινδιάνος. Στο φέρσιμό του, ο πίθηκος κι ο τίγρης. 'Αλλα στολίδια του είναι μια ουλή, που χαράζει το πρόσωπό του πέρα ως πέρα κι ένα σκούρο δασύτριχο μουστάκι.
Απότελεσμα είναι (μπορεί σ' αυτό να φταίει και το πιοτό) πως ο καβγάς σταματά με την ίδια γρηγοράδα που άρχισε. Ο Οτάλορα πίνει παρέα με τους αλογατάρηδες, ύστερα τουςακολουθεί σ' ένα ξεφάντωμα κι ύστερα σε μια σπιταρώνα στη Παλιά Πόλη, την ώρα που ο ήλιος έχει ανεβεί για τα καλά. Στο βάθος του σπιτιού, στη τελευταία αυλή, οι άντρες στρώνουνε καταγής να κοιμηθούν. Ο Οτάλορα γι' άγνωστους λόγους, συγκρίνει αυτή τη νύχτα με τη προηγούμενη. Τώρα δεν κλυδωνίζεται, τώρα είναι με φίλους. Εντάξει, τον ενοχλούν κάποιες τύψεις, ας πούμε που δε νοσταλγεί το Μπουένος 'Αιρες. Κοιμάται ως τον εσπερινό, οπότε τονε ξυπνά ο χωριάτης που μες στο μεθύσι του είχε ριχτεί στον Μπαντέιρα. (Ο Οτάλορα θυμάται πως αυτός ο άντρας είχε μοιραστεί μ' όλους τους άλλους τη νύχτα του σαματά και του γλεντιού και πως ο Μπαντέιρα τον ήθελε να κάθεται στα δεξιά του και του 'βαζε συνέχεια να πίνει.) Ο άντρας λέει στον Οτάλορα πως τονε ζητά τ' Αφεντικό. Σ' ένα γραφείο που βλέπει στον προθάλαμο (πρώτη φορά στη ζωή του ο Οτάλορα βλέπει προθάλαμο με συρόμενες πόρτες), τονε περιμένει ο Ασεβέδο Μπαντέιρα συντροφιά με μια γυναίκα μ' ύφος ακατάδεχτο, ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και κόκκινα μαλλιά. Ο Μπαντέιρα τονε παινεύει, του προσφέρει ρακή, του ξαναλέει πως σχημάτισε γι' αυτόν την εντύπωση ότι είναι άντρας που το λέει η ψυχή του, του προτείνει να πάει βόρεια μαζί με τους άλλους να φέρουν ένα κοπαδι. Ο Οτάλορα δέχεται. Πριν ακόμη χαράξει, έχουνε κιόλας πάρει το δρόμο για το Τακουαρεμπό.
Αρχίζει λοιπόν για τον Οτάλορα μια ζωή διαφορετική, μια ζωή γεμάτη αχανή ξημερώματα και μέρες ποτισμένες με αλογίσια μυρωδιά. Αυτή η ζωή είναι για τον Οτάλορα κάτι καινούργιο και συχνά ανυπόφορο, αλλά φαίνεται πως την είχε στο αίμα του, γιατί, όπως σ' άλλες χώρες οι άνθρωποι λατρεύουν και προαισθάνονται τη θάλασσα, έτσι κι εμείς (χωρίς να εξαιρείται κι ο άνθρωπος που πλέκει αυτά τα σύμβολα) ποθούμε μ' όλη μας τη ψυχή να ζήσουμε στον απέραντο κάμπο που αντηχεί κάτω από τα πόδια μας. Ο Οτάλορα έχει μεγαλώσει στις γειτονιές των αμαξάδων και των καροτσέρηδων. Πριν κλείσει χρόνος έχει γίνει γκάουτσο. Μαθαίνει να δαμάζει τ' άλογα, να τα μαντρώνει, να πετσόκοβει ένα σφαχτάρι, να χειρίζεται το λάσο για να πιάνει τα ζωντανά κι εκείνο το άλλο, με τις μπίλιες, για να τα σκοτώνει, ν' αντέχει το ξενύχτι, τις καταιγίδες, τις παγωνιές και τον ήλιο, να οδηγεί το κοπαδι με φωνές ή με σφυρίγματα.
Όλο τούτο τον καιρό της μαθητείας, μπορεί να 'χει δει τον Ασεβέδο Μπαντέιρα μόνο μια φορά, αλλά δεν τον βγάζει από το νου του, όχι μόνο γιατί το να 'σαι παλικάρι του Μπαντέιρα παναπεί πως σε λογαριάζουν και σε φοβούνται, αλλά και γιατί, κάθε φορά που γίνεται κάποια παλικαριά, οι γκάουτσος λένε πως ο Μπαντέιρα τα καταφέρνει καλύτερα. Κάποιος λέει πως ο Μπαντέιρα έχει γεννηθεί στη πέρα όχθη του Κουαρεΐμ, στο Ρίο Γκράντε ντου Σουλ. Αυτό το στοιχείο, όχι μόνο δε ρίχνει τον Μπαντέιρα στα μάτια του Οτάλορα, αλλ' αντίθετα, εμπλουτίζει την εικόνα του με πυκνά δάση, με βάλτους, με ανεξερεύνητες και σχεδόν άπειρες αποστάσεις. Με τον καιρό, ο Οτάλορα καταλαβαίνει πως ο Μπαντέιρα έχει κι άλλες ασχολίες και πως η πιο βασική απ' όλες είναι το κοντραμπάντο. Ο αλογατάρης είναι δούλος. Ο Οτάλορα αποφασίζει να εξελιχθεί σε κοντραμπαντιέρη. Μια νύχτα, δυο από τους συντρόφους του περνούν τα σύνορα για να φέρου μια παρτίδα ζαχαροκάλαμα. Ο Οτάλορα προκαλεί τον ένα τους, τον τραυματίζει και παίρνει τη θέση του. Ωθείται από τη φιλοδοξία κι από μιαν ανεξήγητη πιστότητα. "Ας καταλάβει επιτέλους αυτός ο άνθρωπος", λέει μέσα του, "πως αξίζω πιο πολύ απ' όλους μαζί τους Ουρουγουανούς του".
Περνά κι άλλος ένας χρόνος μέχρι να γυρίσουν στο Μοντεβιδέο. Ο Οτάλορα κι οι σύντροφοί του μπαίνουν στα περίχωρα, διασχίζουν τη πόλη που τους φαίνεται τεράστια. Φτάνουν στ' αφεντικό. Οι άντρες στρώνουν τα πράματά τους στη τελευταία αυλή. Περνούν οι μέρες κι ο Μπαντέιρα δε λέει να φανεί. Κάτι φοβισμένοι ψίθυροι τον θέλουν άρρωστο. Ένας νέγρος του ανεβάζει κάθε μέρα τη μπουγιότα και το ματέ. Ένα βράδυ αναθέτουν αυτή τη δουλειά στον ξένο. Ο Οτάλορα αισθάνεται μια μικρή ταπείνωση, αλλά και ταυτόχρονα μιαν ικανοποίηση.
Η κρεβατοκάμαρα είναι ανάστατη και σκοτεινή. Υπάρχει ένα μπαλκόνι που βλέπει δυτικά, υπάρχει ένα μακρύ τραπέζι μ' ένα εκθαμβωτικό συνονθύλευμα από καμτσίκια, φυσιγγιοθήκες, πυροβόλα και σπαθιά, υπάρχει ένας απόμακρος καθρέφτης με το γυαλί του σκουριασμένο. Ο Μπαντέιρα είναι ξαπλωμένος ανάσκελα. Κοιμάται και στενάζει. Φέρνει στο νου την ικμάδα ύστερου ήλιου.
Το πελώριο άσπρο κρεβάτι θαρρείς και τον συρρικνώνει, τον εξαϋλώνει. Ο Οτάλορα προσέχει τ' άσπρα μαλλιά, τη κούραση, την ανημποριά, τις ρωγμές του χρόνου. Τον εξαγριώνει η ιδέα πως αυτός ο γέρος τους προστάζει. Πάνω που σκέφτεται ότι μια μαχαιριά είναι αρκετή για να τον ξεφορτωθούν, βλέπει στον καθρέφτη ότι κάποιος μπήκε στο δωμάτιο: η κοκκινομάλλα. Είναι μισόγυμνη, ξυπόλητη και τον περιεργάζεται ψυχρά. Ο Μπαντέιρα ξυπνά. Όσην ώρα μιλά για τη ζωή στην επαρχία, πίνοντας το ένα μάτε πίσω από τ' άλλο, τα δάχτυλά του παίζουν με τις μπούκλες της γυναίκας. Κάποτε, δίνει στον Οτάλορα την άδεια ν' αποχωρήσει.
Λίγες μέρες αργότερα, έρχεται διαταγή να ξαναφύγουν για τα βόρεια. Φτάνουν σ' ένα χαμένο αγρόκτημα, που θα μπορούσε να 'ναι σε οποιοδήποτε σημείο του απέραντου κάμπου. Δεν υπάρχουν δέντρα, ούτε νερά, που θα μπορούσαν να το κάνουν πιο ευχάριστο κι από το πρωΐ ως το βράδυ ο ήλιος το χτυπά ανελέητα. Υπάρχουν μαντριά από ξερολιθιές για κάτι πειναλέα ζωντανά με μακριά κέρατα. Το άθλιο κτήμα λέγεται Στεναγμός.
Ο Οτάλορα μαθαίνει από τους πεόνες ότι δε θ' αργήσει να καταφτάσει ο Μπαντέιρα από το Μοντεβιδέο. Ρωτά γιατί και κάποιος του εξηγεί πως ένας ξένος, που έγινε γκάουτσο, πολύ το αφεντικό παριστάνει τώρα τελευταία. Ο Οτάλορα το δέχεται σαν αστείο, αλλ' ακόμη και γι' αυτό το αστείο καμαρώνει. Αργότερα θα μάθει πως ο Μπαντέιρα τσακώθηκε μ' ένα κομματάρχη, που αποφάσισε ν' αποσύρει την υποστήριξή του. Το μαντάτο τον ευχαριστεί.
Φτάνουν κάσες με τουφέκια, φτάνουν μια κανάτα κι ένα λαβομάνο για τον κοιτώνα της γυναίκας, φτάνουν κουρτίνες από πλουμιστό δαμάσκο κι ένα πρωΐ φτάνει από τα βουνά ένας βαρύθυμος καβαλάρης με πυκνά γένια, που φορά πόντσο. Τον λένε Ουλπιάνο Σουάρες κι είναι ο καπάνγκα, ο μπράβος του Ασεβέδο Μπαντέιρα. Δε λέει πολλά κι η προφορά του έχει βραζιλιάνικο χρώμα. Ο Οτάλορα δε ξέρει αν θα πρέπει ν' αποδώσει την επιφυλακτικότητα του στην εχθρότητα, στην αδιαφορία ή στο γεγονός ότι είναι ένας άξεστος και τίποτ' άλλο.
Το μόνο που ξέρει είναι ότι για να πετύχει το σχέδιο που 'χει κατά νου, πρέπει να κερδίσει τη φιλία του.
Και να που, μια μέρα, εμφανίζεται στο πεπρωμένο του Βενιαμίν Οτάλορα ένας ντορής με μαύρη ουρά και χαίτη, με φάλαρα ασημοποίκιλτα και χράμι κροσωτό από τίγρη, που φέρνει από τα νότια τον Ασεβέδο Μπαντέιρα. Και μόνο με τη θέα αυτού του αγέρωχου αλόγου, που συμβολίζει την εξουσία του αφέντη, ο νεαρός αρχίζει να ποθεί, μ' ένα πόθο αβυσσαλέο, τη γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά. Η γυναίκα, τα φάλαρα κι ο ντορής, ανήκουν ή προσδιορίζουν τον άντρα που θέλει να καταστρέψει.
Στο σημείο αυτό, η ιστορία περιπλέκεται και βαθαίνει. Ο Ασεβέδο Μπαντέιρα είναι μάστορας στη τέχνη του προοδευτικού εκφοβισμού, στους σατανικούς ελιγμούς με τους οποίους ταπεινώνει βαθμιαία τον συνομιλητή του συνδυάζοντας αλήθειες και κουτσομπολιά. Ο Οτάλορα αποφασίζει να εφαρμόσει την ίδιαν αμφίλοξη μέθοδο στο δύσκολο σχέδιο που 'χει
καταστρώσει. Αποφασίζει να παραγκωνίσει, σταδιακά, τον Ασεβέδο Μπαντέιρα. Επωφελείται από κάτι μέρες στις οποίες μοιράστηκαν τον ίδιο κίνδυνο και καταφέρνει να κερδίσει τη φιλία του Σουάρες. Του εκμυστηρεύεται το σχέδιό του κι ο Σουάρες του υπόσχεται την υποστήριξή του. Ύστερα συμβαίνουν ένα σωρό πράματα, από τα οποία γνωρίζω πολύ λίγα.
Ο Οτάλορα δεν υπακούει στις διαταγές του Μπαντέιρα, πότε τις ξεχνά, πότε τις διαστρέφει ή τις αντιστρέφει. Το σύμπαν δείχνει να συνωμοτεί μαζί του κι επιταχύνει τα γεγονότα. Ένα μεσημέρι, στο Τακουαρεμπό, πέφτουν πυροβολισμοί με τους ντόπιους του Ρίο Γκράντε κι ο Οτάλορα παίρνει τη θέση του Μπαντέιρα και μπαίνει επικεφαλής των Ουρουγουανών. Μια σφαίρα του τρυπά τον ώμο, αλλά το ίδιο απόγευμα ο Οτάλορα επιστρέφει στον Στεναγμό πάνω στον ντορή του αρχηγού και το ίδιο απόγευμα το αίμα του λεκιάζει τη προβιά του τίγρη και την ίδια νύχτα πλαγιάζει με τη γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά.
'Αλλες εκδοχές της ιστορίας αλλάζουν τη σειρά των γεγονότων κι αρνούνται πως όλα συνέβησαν την ίδια μέρα. Όμως ο Μπαντέιρα, κατ' όνομα τουλάχιστον, είναι πάντα ο αρχηγός. Δίνει διαταγές που δεν εκτελούνται κι ο Βενιαμίν Οτάλορα δεν τον αγγίζει, από ένα κράμα ρουτίνας κι ευσπλαχνίας.
Η τελευταία σκηνή της ιστορίας διαδραματίζεται μες στον αναβρασμό της τελευταίας νύχτας του 1894. Εκείνη τη νύχτα, οι άνθρωποι του Στεναγμού τρώνε φρεσκοσφαγμένο αρνί και πίνουν ένα πιοτό δυναμίτη. Κάποιος γρατσουνίζει στη κιθάρα την ίδια και την ίδια μιλόνγκα. Στη κορφή του τραπεζιού, ο Οτάλορα, σκνίπα στο μεθύσι, δε σταματά να ορθώνει όλο και πιο ψηλά τον ιλιγγιώδη πύργο της χαράς του, σύμβολο του αναπότρεπτου πεπρωμένου του. Ο Μπαντέιρα, σιωπηλός ανάμεσα στους φωνασκούς, αφήνει τη πολυτάραχη νύχτα να περάσει. Όταν το ρολόι σημαίνει μεσάνυχτα, σηκώνεται σα να ΄χει ξεχάσει να κάνει κάτι. Σηκώνεται και χτυπά σιγά τη πόρτα της γυναίκας. Εκείνη του ανοίγει αμέσως, θαρρείς και περίμενε το κάλεσμα. Εμφανίζεται μισόγυμνη και ξυπόλητη. Παίρνοντας μια κοροϊδευτική φωνή, μακρόσυρτη και γυναικεία, ο αρχηγός τη διατάζει:
-"Αφού εσύ κι ο λιμοκοντόρος αγαπιέστε τόσο πολύ, θα πας τώρα αμέσως να του δώσεις ένα φιλί μπροστά σ' όλο τον κόσμο".
Προσθέτει μια χυδαία λεπτομέρεια. Η γυναίκα κάνει ν' αντισταθεί, αλλά δυο άντρες την έχουνε πιάσει από τα μπράτσα και τη ρίχνουν επάνω στον Οτάλορα. Πνιγμένη στα δάκρυα, του φιλά το στήθος και το πρόσωπο. Ο Ουλπιάνο Σουάρες έχει φουχτώσει το περίστροφό του. Πριν πεθάνει ο Οτάλορα, καταλαβαίνει πως τον είχανε προδώσει από την αρχή, πως τον είχανε καταδικάσει σε θάνατο, πως του 'χαν επιτρέψει τον έρωτα, το πρόσταγμα και τον θρίαμβο, γιατί τον είχανε για νεκρό, γιατί για τον Μπαντέιρα ήταν ήδη νεκρός.
Ο Σουάρες σχεδόν με ακαταδεξία, πυροβολεί...
(μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης)
Ο Νεκρός
Το να εισχωρήσει μια μέρα στα πεδινά της βραζιλιάνικης μεθορίου ένας άνθρωπος από τα περίχωρα του Μπουένος 'Αιρες, ένας φουκαράς κομπαδρίτο, με μοναδικό του εφόδιο τη μωρία του θάρρους και να φτάσει να γίνει αρχηγός των κοντραμπαντιέρηδων, είναι κάτι που εκ πρώτης όψεως, φαίνεται αδύνατον. Για όσους συμμερίζονται αυτή την άποψη, θέλω να διηγηθώ την ιστορία του Βενιαμίν Οτάλορα, που κανένας δε θα πρέπει πια να τον θυμάται στη γειτονιά του Μπαλβανέρα και που τον σκότωσαν, όπως του άξιζε, μ' ένα περίστροφο, στα σύνορα του Ρίο Γκράντε ντου Σουλ. Αγνοώ τις λεπτομέρειες της περιπέτειάς του, όταν μια μέρα θα μου αποκαλυφθούν, θα διορθώσω και θ' αναπτύξω την αφήγησή μου. Για την ώρα, η σύνοψη που ακολουθεί μπορεί να φανεί χρήσιμη.
Γύρω στο 1891, ο Βενιαμίν Οτάλορα είναι δεκαεννιά χρονών. Είναι ένας παλικαράς με στενό κούτελο, καθαρό κι ανοιχτόχρωμο βλέμμα, γερός σαν Βάσκος, μια εύστοχη μαχαιριά του αποκάλυψε πως είναι λεβέντης, δεν τον νοιάζει που ο αντίπαλος του πέθανε, ούτε που αναγκάστηκε να φύγει άρον- άρον από τη πατρίδα του. Ο κοινοτάρχης του δίνει επιστολή για κάποιον Ασεβέδο Μπαντέιρα, από την Ουρουγουάη. Ο Οτάλορα παίρνει το πρώτο καράβι. Το καράβι τρίζει, η θάλασσα λυσσομανά. Την άλλη μέρα, περιπλανιέται στους δρόμους του Μοντεβίδεο, με μια θλίψη που δεν θέλει να τη παραδεχτεί και που ίσως, δε την έχει καταλάβει.
Δε βρίσκει τον Ασεβέδο Μπαντέιρα. Γύρω στα μεσάνυχτα, σ' ένα καπηλειό του Πάσο δελ Μολίνο, βλέπει κάποιους αλογατάρηδες να καβγαδίζουν. Ένα μαχαίρι αστράφτει. Ο Οτάλορα δε ξέρει σε ποιανού μέρος είναι το δίκιο, αλλά η γεύση του κινδύνου τονε τραβά, όπως άλλους η τράπουλα ή η μουσική. Μες στον σαματά, γλιτώνει από τη μαχαιριά ενός πεόν έναν άντρα που φορά σκουρόχρωμο καπέλο και πόντσο. Αποδεικνύεται πως αυτός ο άντρας είναι ο Ασεβέδο Μπαντέιρα. (Όταν το μαθαίνει, ο Οτάλορα, σκίζει το γράμμα, γιατί δε θέλει να χρωστά σε κανένα, παρά μόνο στον εαυτό του.) Παρά το ότι είναι γεροδεμένος, ο Ασεβέδο Μπαντέιρα δίνει κάπως την εντύπωση του σακάτη. Στο πρόσωπό του συνυπάρχουν ο εβραίος, ο νέγρος κι ο ινδιάνος. Στο φέρσιμό του, ο πίθηκος κι ο τίγρης. 'Αλλα στολίδια του είναι μια ουλή, που χαράζει το πρόσωπό του πέρα ως πέρα κι ένα σκούρο δασύτριχο μουστάκι.
Απότελεσμα είναι (μπορεί σ' αυτό να φταίει και το πιοτό) πως ο καβγάς σταματά με την ίδια γρηγοράδα που άρχισε. Ο Οτάλορα πίνει παρέα με τους αλογατάρηδες, ύστερα τουςακολουθεί σ' ένα ξεφάντωμα κι ύστερα σε μια σπιταρώνα στη Παλιά Πόλη, την ώρα που ο ήλιος έχει ανεβεί για τα καλά. Στο βάθος του σπιτιού, στη τελευταία αυλή, οι άντρες στρώνουνε καταγής να κοιμηθούν. Ο Οτάλορα γι' άγνωστους λόγους, συγκρίνει αυτή τη νύχτα με τη προηγούμενη. Τώρα δεν κλυδωνίζεται, τώρα είναι με φίλους. Εντάξει, τον ενοχλούν κάποιες τύψεις, ας πούμε που δε νοσταλγεί το Μπουένος 'Αιρες. Κοιμάται ως τον εσπερινό, οπότε τονε ξυπνά ο χωριάτης που μες στο μεθύσι του είχε ριχτεί στον Μπαντέιρα. (Ο Οτάλορα θυμάται πως αυτός ο άντρας είχε μοιραστεί μ' όλους τους άλλους τη νύχτα του σαματά και του γλεντιού και πως ο Μπαντέιρα τον ήθελε να κάθεται στα δεξιά του και του 'βαζε συνέχεια να πίνει.) Ο άντρας λέει στον Οτάλορα πως τονε ζητά τ' Αφεντικό. Σ' ένα γραφείο που βλέπει στον προθάλαμο (πρώτη φορά στη ζωή του ο Οτάλορα βλέπει προθάλαμο με συρόμενες πόρτες), τονε περιμένει ο Ασεβέδο Μπαντέιρα συντροφιά με μια γυναίκα μ' ύφος ακατάδεχτο, ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και κόκκινα μαλλιά. Ο Μπαντέιρα τονε παινεύει, του προσφέρει ρακή, του ξαναλέει πως σχημάτισε γι' αυτόν την εντύπωση ότι είναι άντρας που το λέει η ψυχή του, του προτείνει να πάει βόρεια μαζί με τους άλλους να φέρουν ένα κοπαδι. Ο Οτάλορα δέχεται. Πριν ακόμη χαράξει, έχουνε κιόλας πάρει το δρόμο για το Τακουαρεμπό.
Αρχίζει λοιπόν για τον Οτάλορα μια ζωή διαφορετική, μια ζωή γεμάτη αχανή ξημερώματα και μέρες ποτισμένες με αλογίσια μυρωδιά. Αυτή η ζωή είναι για τον Οτάλορα κάτι καινούργιο και συχνά ανυπόφορο, αλλά φαίνεται πως την είχε στο αίμα του, γιατί, όπως σ' άλλες χώρες οι άνθρωποι λατρεύουν και προαισθάνονται τη θάλασσα, έτσι κι εμείς (χωρίς να εξαιρείται κι ο άνθρωπος που πλέκει αυτά τα σύμβολα) ποθούμε μ' όλη μας τη ψυχή να ζήσουμε στον απέραντο κάμπο που αντηχεί κάτω από τα πόδια μας. Ο Οτάλορα έχει μεγαλώσει στις γειτονιές των αμαξάδων και των καροτσέρηδων. Πριν κλείσει χρόνος έχει γίνει γκάουτσο. Μαθαίνει να δαμάζει τ' άλογα, να τα μαντρώνει, να πετσόκοβει ένα σφαχτάρι, να χειρίζεται το λάσο για να πιάνει τα ζωντανά κι εκείνο το άλλο, με τις μπίλιες, για να τα σκοτώνει, ν' αντέχει το ξενύχτι, τις καταιγίδες, τις παγωνιές και τον ήλιο, να οδηγεί το κοπαδι με φωνές ή με σφυρίγματα.
Όλο τούτο τον καιρό της μαθητείας, μπορεί να 'χει δει τον Ασεβέδο Μπαντέιρα μόνο μια φορά, αλλά δεν τον βγάζει από το νου του, όχι μόνο γιατί το να 'σαι παλικάρι του Μπαντέιρα παναπεί πως σε λογαριάζουν και σε φοβούνται, αλλά και γιατί, κάθε φορά που γίνεται κάποια παλικαριά, οι γκάουτσος λένε πως ο Μπαντέιρα τα καταφέρνει καλύτερα. Κάποιος λέει πως ο Μπαντέιρα έχει γεννηθεί στη πέρα όχθη του Κουαρεΐμ, στο Ρίο Γκράντε ντου Σουλ. Αυτό το στοιχείο, όχι μόνο δε ρίχνει τον Μπαντέιρα στα μάτια του Οτάλορα, αλλ' αντίθετα, εμπλουτίζει την εικόνα του με πυκνά δάση, με βάλτους, με ανεξερεύνητες και σχεδόν άπειρες αποστάσεις. Με τον καιρό, ο Οτάλορα καταλαβαίνει πως ο Μπαντέιρα έχει κι άλλες ασχολίες και πως η πιο βασική απ' όλες είναι το κοντραμπάντο. Ο αλογατάρης είναι δούλος. Ο Οτάλορα αποφασίζει να εξελιχθεί σε κοντραμπαντιέρη. Μια νύχτα, δυο από τους συντρόφους του περνούν τα σύνορα για να φέρου μια παρτίδα ζαχαροκάλαμα. Ο Οτάλορα προκαλεί τον ένα τους, τον τραυματίζει και παίρνει τη θέση του. Ωθείται από τη φιλοδοξία κι από μιαν ανεξήγητη πιστότητα. "Ας καταλάβει επιτέλους αυτός ο άνθρωπος", λέει μέσα του, "πως αξίζω πιο πολύ απ' όλους μαζί τους Ουρουγουανούς του".
Περνά κι άλλος ένας χρόνος μέχρι να γυρίσουν στο Μοντεβιδέο. Ο Οτάλορα κι οι σύντροφοί του μπαίνουν στα περίχωρα, διασχίζουν τη πόλη που τους φαίνεται τεράστια. Φτάνουν στ' αφεντικό. Οι άντρες στρώνουν τα πράματά τους στη τελευταία αυλή. Περνούν οι μέρες κι ο Μπαντέιρα δε λέει να φανεί. Κάτι φοβισμένοι ψίθυροι τον θέλουν άρρωστο. Ένας νέγρος του ανεβάζει κάθε μέρα τη μπουγιότα και το ματέ. Ένα βράδυ αναθέτουν αυτή τη δουλειά στον ξένο. Ο Οτάλορα αισθάνεται μια μικρή ταπείνωση, αλλά και ταυτόχρονα μιαν ικανοποίηση.
Η κρεβατοκάμαρα είναι ανάστατη και σκοτεινή. Υπάρχει ένα μπαλκόνι που βλέπει δυτικά, υπάρχει ένα μακρύ τραπέζι μ' ένα εκθαμβωτικό συνονθύλευμα από καμτσίκια, φυσιγγιοθήκες, πυροβόλα και σπαθιά, υπάρχει ένας απόμακρος καθρέφτης με το γυαλί του σκουριασμένο. Ο Μπαντέιρα είναι ξαπλωμένος ανάσκελα. Κοιμάται και στενάζει. Φέρνει στο νου την ικμάδα ύστερου ήλιου.
Το πελώριο άσπρο κρεβάτι θαρρείς και τον συρρικνώνει, τον εξαϋλώνει. Ο Οτάλορα προσέχει τ' άσπρα μαλλιά, τη κούραση, την ανημποριά, τις ρωγμές του χρόνου. Τον εξαγριώνει η ιδέα πως αυτός ο γέρος τους προστάζει. Πάνω που σκέφτεται ότι μια μαχαιριά είναι αρκετή για να τον ξεφορτωθούν, βλέπει στον καθρέφτη ότι κάποιος μπήκε στο δωμάτιο: η κοκκινομάλλα. Είναι μισόγυμνη, ξυπόλητη και τον περιεργάζεται ψυχρά. Ο Μπαντέιρα ξυπνά. Όσην ώρα μιλά για τη ζωή στην επαρχία, πίνοντας το ένα μάτε πίσω από τ' άλλο, τα δάχτυλά του παίζουν με τις μπούκλες της γυναίκας. Κάποτε, δίνει στον Οτάλορα την άδεια ν' αποχωρήσει.
Λίγες μέρες αργότερα, έρχεται διαταγή να ξαναφύγουν για τα βόρεια. Φτάνουν σ' ένα χαμένο αγρόκτημα, που θα μπορούσε να 'ναι σε οποιοδήποτε σημείο του απέραντου κάμπου. Δεν υπάρχουν δέντρα, ούτε νερά, που θα μπορούσαν να το κάνουν πιο ευχάριστο κι από το πρωΐ ως το βράδυ ο ήλιος το χτυπά ανελέητα. Υπάρχουν μαντριά από ξερολιθιές για κάτι πειναλέα ζωντανά με μακριά κέρατα. Το άθλιο κτήμα λέγεται Στεναγμός.
Ο Οτάλορα μαθαίνει από τους πεόνες ότι δε θ' αργήσει να καταφτάσει ο Μπαντέιρα από το Μοντεβιδέο. Ρωτά γιατί και κάποιος του εξηγεί πως ένας ξένος, που έγινε γκάουτσο, πολύ το αφεντικό παριστάνει τώρα τελευταία. Ο Οτάλορα το δέχεται σαν αστείο, αλλ' ακόμη και γι' αυτό το αστείο καμαρώνει. Αργότερα θα μάθει πως ο Μπαντέιρα τσακώθηκε μ' ένα κομματάρχη, που αποφάσισε ν' αποσύρει την υποστήριξή του. Το μαντάτο τον ευχαριστεί.
Φτάνουν κάσες με τουφέκια, φτάνουν μια κανάτα κι ένα λαβομάνο για τον κοιτώνα της γυναίκας, φτάνουν κουρτίνες από πλουμιστό δαμάσκο κι ένα πρωΐ φτάνει από τα βουνά ένας βαρύθυμος καβαλάρης με πυκνά γένια, που φορά πόντσο. Τον λένε Ουλπιάνο Σουάρες κι είναι ο καπάνγκα, ο μπράβος του Ασεβέδο Μπαντέιρα. Δε λέει πολλά κι η προφορά του έχει βραζιλιάνικο χρώμα. Ο Οτάλορα δε ξέρει αν θα πρέπει ν' αποδώσει την επιφυλακτικότητα του στην εχθρότητα, στην αδιαφορία ή στο γεγονός ότι είναι ένας άξεστος και τίποτ' άλλο.
Το μόνο που ξέρει είναι ότι για να πετύχει το σχέδιο που 'χει κατά νου, πρέπει να κερδίσει τη φιλία του.
Και να που, μια μέρα, εμφανίζεται στο πεπρωμένο του Βενιαμίν Οτάλορα ένας ντορής με μαύρη ουρά και χαίτη, με φάλαρα ασημοποίκιλτα και χράμι κροσωτό από τίγρη, που φέρνει από τα νότια τον Ασεβέδο Μπαντέιρα. Και μόνο με τη θέα αυτού του αγέρωχου αλόγου, που συμβολίζει την εξουσία του αφέντη, ο νεαρός αρχίζει να ποθεί, μ' ένα πόθο αβυσσαλέο, τη γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά. Η γυναίκα, τα φάλαρα κι ο ντορής, ανήκουν ή προσδιορίζουν τον άντρα που θέλει να καταστρέψει.
Στο σημείο αυτό, η ιστορία περιπλέκεται και βαθαίνει. Ο Ασεβέδο Μπαντέιρα είναι μάστορας στη τέχνη του προοδευτικού εκφοβισμού, στους σατανικούς ελιγμούς με τους οποίους ταπεινώνει βαθμιαία τον συνομιλητή του συνδυάζοντας αλήθειες και κουτσομπολιά. Ο Οτάλορα αποφασίζει να εφαρμόσει την ίδιαν αμφίλοξη μέθοδο στο δύσκολο σχέδιο που 'χει
καταστρώσει. Αποφασίζει να παραγκωνίσει, σταδιακά, τον Ασεβέδο Μπαντέιρα. Επωφελείται από κάτι μέρες στις οποίες μοιράστηκαν τον ίδιο κίνδυνο και καταφέρνει να κερδίσει τη φιλία του Σουάρες. Του εκμυστηρεύεται το σχέδιό του κι ο Σουάρες του υπόσχεται την υποστήριξή του. Ύστερα συμβαίνουν ένα σωρό πράματα, από τα οποία γνωρίζω πολύ λίγα.
Ο Οτάλορα δεν υπακούει στις διαταγές του Μπαντέιρα, πότε τις ξεχνά, πότε τις διαστρέφει ή τις αντιστρέφει. Το σύμπαν δείχνει να συνωμοτεί μαζί του κι επιταχύνει τα γεγονότα. Ένα μεσημέρι, στο Τακουαρεμπό, πέφτουν πυροβολισμοί με τους ντόπιους του Ρίο Γκράντε κι ο Οτάλορα παίρνει τη θέση του Μπαντέιρα και μπαίνει επικεφαλής των Ουρουγουανών. Μια σφαίρα του τρυπά τον ώμο, αλλά το ίδιο απόγευμα ο Οτάλορα επιστρέφει στον Στεναγμό πάνω στον ντορή του αρχηγού και το ίδιο απόγευμα το αίμα του λεκιάζει τη προβιά του τίγρη και την ίδια νύχτα πλαγιάζει με τη γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά.
'Αλλες εκδοχές της ιστορίας αλλάζουν τη σειρά των γεγονότων κι αρνούνται πως όλα συνέβησαν την ίδια μέρα. Όμως ο Μπαντέιρα, κατ' όνομα τουλάχιστον, είναι πάντα ο αρχηγός. Δίνει διαταγές που δεν εκτελούνται κι ο Βενιαμίν Οτάλορα δεν τον αγγίζει, από ένα κράμα ρουτίνας κι ευσπλαχνίας.
Η τελευταία σκηνή της ιστορίας διαδραματίζεται μες στον αναβρασμό της τελευταίας νύχτας του 1894. Εκείνη τη νύχτα, οι άνθρωποι του Στεναγμού τρώνε φρεσκοσφαγμένο αρνί και πίνουν ένα πιοτό δυναμίτη. Κάποιος γρατσουνίζει στη κιθάρα την ίδια και την ίδια μιλόνγκα. Στη κορφή του τραπεζιού, ο Οτάλορα, σκνίπα στο μεθύσι, δε σταματά να ορθώνει όλο και πιο ψηλά τον ιλιγγιώδη πύργο της χαράς του, σύμβολο του αναπότρεπτου πεπρωμένου του. Ο Μπαντέιρα, σιωπηλός ανάμεσα στους φωνασκούς, αφήνει τη πολυτάραχη νύχτα να περάσει. Όταν το ρολόι σημαίνει μεσάνυχτα, σηκώνεται σα να ΄χει ξεχάσει να κάνει κάτι. Σηκώνεται και χτυπά σιγά τη πόρτα της γυναίκας. Εκείνη του ανοίγει αμέσως, θαρρείς και περίμενε το κάλεσμα. Εμφανίζεται μισόγυμνη και ξυπόλητη. Παίρνοντας μια κοροϊδευτική φωνή, μακρόσυρτη και γυναικεία, ο αρχηγός τη διατάζει:
-"Αφού εσύ κι ο λιμοκοντόρος αγαπιέστε τόσο πολύ, θα πας τώρα αμέσως να του δώσεις ένα φιλί μπροστά σ' όλο τον κόσμο".
Προσθέτει μια χυδαία λεπτομέρεια. Η γυναίκα κάνει ν' αντισταθεί, αλλά δυο άντρες την έχουνε πιάσει από τα μπράτσα και τη ρίχνουν επάνω στον Οτάλορα. Πνιγμένη στα δάκρυα, του φιλά το στήθος και το πρόσωπο. Ο Ουλπιάνο Σουάρες έχει φουχτώσει το περίστροφό του. Πριν πεθάνει ο Οτάλορα, καταλαβαίνει πως τον είχανε προδώσει από την αρχή, πως τον είχανε καταδικάσει σε θάνατο, πως του 'χαν επιτρέψει τον έρωτα, το πρόσταγμα και τον θρίαμβο, γιατί τον είχανε για νεκρό, γιατί για τον Μπαντέιρα ήταν ήδη νεκρός.
Ο Σουάρες σχεδόν με ακαταδεξία, πυροβολεί...
(μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης)
Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009
ΜΑΤ
Με καταδρομικού τύπου επιθέσεις στην περιοχή των Εξαρχείων αρχίζει το έργο του το Υπουργείο «Προστασίας του Πολίτη» και ο υπουργός ναρκισσίζεται, δίνοντας στον εαυτό του το ρόλο του Έντγκαρ Χούβερ. Η διάλυση των ΜΑΤ και των παρεμφερών σωμάτων αποτελεί χρόνιο αίτημα πολλών δυνάμεων της αριστεράς, όπως μάς υπενθυμίζει η πιο πάνω αφίσα.
Η μόνη ένσταση είναι πως τα κομμάτια είναι στημένα με λανθασμένο τρόπο στην φωτογραφία (ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα έχουν αλλάξει θέσεις μετά από 1. ε4 ε5).
Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009
Από πρόσφατα τουρνουά
Δυο δυσκολότερες θέσεις (σε σύγκριση με εκείνες που δημοσιεύουμε συνήθως) οι οποίες προέρχονται από τουρνουά που ολοκληρώθηκαν πρόσφατα.
Klimov 2501 - Harikrishna 2673, Chigorin Mem St. Petersburg 2009
Με ποιά κίνηση τα λευκά αποκτούν αποφασιστική υπεροχή;
Narciso Dublan 2510 - Tregubov 2642, Casino de Barcelona 2009
Παίζουν τα μαύρα. Με πρόχειρη ματιά το 1...Qg1 μοιάζει ελκυστικό, όμως τα λευκά διαθέτουν ικανοποιητική άμυνα με 2. Qb7. Με ποιά σειρά κινήσεων κερδίζουν τα μαύρα;
Klimov 2501 - Harikrishna 2673, Chigorin Mem St. Petersburg 2009
Με ποιά κίνηση τα λευκά αποκτούν αποφασιστική υπεροχή;
Narciso Dublan 2510 - Tregubov 2642, Casino de Barcelona 2009
Παίζουν τα μαύρα. Με πρόχειρη ματιά το 1...Qg1 μοιάζει ελκυστικό, όμως τα λευκά διαθέτουν ικανοποιητική άμυνα με 2. Qb7. Με ποιά σειρά κινήσεων κερδίζουν τα μαύρα;
The Matador
Δυο άνδρες παίζουν σκάκι στην ταινία του Ρίτσαρντ Σέπαρντ «The Matador» (ο ταυρομάχος, παραγωγής 2005). Ξεκίνησε με αφορμή ένα σενάριο που θα αποτελούσε τη συνέχεια του «Υπόθεση Τόμας Κράουν» και άρεσε τόσο πολύ στους παραγωγούς και τον Πιρς Μπρόσναν που αποφάσισαν να το γυρίσουν ως είχε. Η υπόθεση απλή: Ο Τζούλιαν, ένας επαγγελματίας εκτελεστής σε παρακμή θα συναντήσει σε ένα μπαρ του Μεξικό τον Ντάνι, έναν ανασφαλή γιάπι. Ο τελευταίος βρίσκεται στο χείλος της οικονομικής καταστροφής που συνεπάγεται και την διατάραξη της καλοκουρδισμένης – ταυτισμένης με το χρήμα οικογενειακής του ζωής. Αν και φαινομενικά εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες θα αρχίσουν να κάνουν παρέα χωρίς ο Ντάνι να έχει αντιληφθεί ότι μπαίνει σε μεγάλες περιπέτειες. Με αυτήν την ιστορία που έχουμε ξαναδεί, ο Σέπαρντ κατακερματίζει τα κλισέ του «διδύμου» καλού – κακού, θολώνει τα νερά με μια πολύ ενδιαφέρουσα εναλλαγή χαρακτήρων και καταφέρνει να μην υποβαθμίσει κανένα από τους δύο ήρωες δίνοντας του πόντους για να κερδίσει τη συμπάθεια μας. Αναμφίβολα μια «μικρή» ταινία που μπορεί κανείς να αγαπήσει γεγονός που βασίζεται, πέρα από το σενάριο και στις εξαιρετικές ερμηνείες. Ο Κίνιαρ είναι έξοχος αλλά αυτός που είναι απολαυστικός είναι ο Μπρόσναν που δημιουργεί ένα χαρακτήρα βγαλμένο από τις ταινίες του Ταραντίνο και του Γκάι Ρίτσι και αποδεικνύει πως είναι πολύ καλός ηθοποιός, ειδικά όταν δε φοράει το κοστούμι του κυρίου Τζέιμς Μποντ, το οποίο εδώ που τα λέμε δεν θα ξαναφορέσει. Καλύτερα…
(σχόλια: Κώστας Χουβαρδάς)
Μαύρη κωμωδία
Σκηνοθεσία, σενάριο: Ρίτσαρντ Σέπαρντ
Ηθοποιοί: Πιρς Μπρόσναν, Γκρεγκ Κίνιαρ, Χόουπ Ντέιβις
Διάρκεια: 96’
Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009
Δεύτερη Μπαλαφάρα - Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο πρώτο
του Τριαντάφυλλου Σωτηρίου
Αριάδνη και Σρινιβάσα
Η ιριδοσκοπική ταυτοποίηση και η τηλεσυναλλαγή ολοκληρώθηκαν. Υλοποιήθηκε μπροστά του.
- Κύριε Σιμόπουλε, είμαι η Αριάδνη, από την εταιρία ενοικίασης οικοβοηθών και γυνοειδών κοινωνικών συναναστροφών και συνοδείας «Αρχιάνασσα», αναγγέλθηκε, χωρίς να προτείνει το χέρι για χειραψία.
- Σρινιβάσα με λένε, για τους φίλους Σρι.
Ωντισιόν περί τα οικιακά
- Δε μου λες, δουλειές σπιτιού κάνεις;
- Τα πάντα όλα, τι να λέμε τώρα, τό ΄να τ΄ άλλο, είπε, αλλάζοντας τη φωνή της, χωρίς να χάσει τη σοβαρότητά της ή να κάνει κάποιον μορφασμό.
«Μάλιστα, λήφθηκε υπόψη η συμπάθειά μου στον Αλέφα».
- Μπορώ να σου κάνω μια επίδειξη, αν θέλεις.
- Άσε, ξεσκονόπανο με Jimmy Choo δε λέει, ούτε μπουγάδα με Hermès. Σε πιστεύω.
- Δεν ερμήνευσε σωστά η εταιρία τις ενδυματολογικές σου προτιμήσεις;
- Μωρέ σωστά τις ερμήνευσε, απλώς είναι το αρχικό σοκ: άλλο η τεμαχιογριφηδόν φαντασίωση, άλλο η ολοκληρωμένη ένσαρκη πραγμάτωσή της – ή τέλος πάντων, η εξ ενεργείας υλοποίησή της.
- Και φυσικά, ξέρω απ΄ όλα τα ηλεκτρονικά, ηλεκτρολογικά, υδραυλικά και τα παρόμοια.
«Θα ήθελα να σε βάλω να ελέγξεις τις ασφάλειες στον πίνακα, να δω τι ραφή έχει το καλσόν σου, έλα όμως που είμαι αξιοπρεπής».
- Χρωστάω εδώ και δυο μέρες να επισκευάσω ένα ευάλωτο σημείο που ανίχνευσα στο απωστικό πεδίο, αλλά θα το φροντίσω μόνος μου. Και το αερόστρωμνο, σαν να χάνει λάδια, μα δε βαριέσαι. Έχω ένα μπέρμπον για τις εξαιρετικές περιστάσεις, να πίνει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει. Με πάγο, με σόδα, σκέτο;
- Πίνω μόνο μεταλλικό νερό, είπε, και κάθησε σεμνά στην άκρη του καναπέ, με την πλάτη αλφάδι και ενωμένα τα άφαντα, κάτω από τη μίντι φούστα, γόνατά της.
«Σωστό κι αυτό, αλκοόλ ούτε για δείγμα. Και μετρημένη, όχι κανένα ξέ-».
Ο αντίζηλος
- Τελευταία σου χρονιά εδώ λοιπόν, και μετά επαναπατρισμός, τρεις μήνες άδεια με αποδοχές, μετάταξη στα κεντρικά και χαλαρή δουλειά γραφείου μέχρι τη σύνταξη. Με τον συνάδελφό σου στα βόρεια, βλεπόσαστε καθόλου;
- Ε, όχι και συνάδελφος. Εγώ διαχειρίζομαι όλη την παραγωγική αλυσίδα στην περιοχή ευθύνης μου, από την εξόρυξη και επεξεργασία του μεταλλεύματος μέχρι τη συσκευασία και την αποστολή του καθαρού προϊόντος στην παλιά πατρίδα. Αυτός –μια ανεπαίσθητη περιφρόνηση διαφάνηκε φευγαλέα στην έκφρασή του–, κάτι μετρήσεις και στατιστικές κάνει μόνο, που κι αυτές, αν θέλεις να ξέρεις, γίνονται για να γίνονται, κανένας δεν τις λαμβάνει υπόψη· σταζιέρης είναι. Μιλάμε πάντως στο εικονοφώνιο, ζητάει καμιά συμβουλή, του στέλνω με τον ηλεημίονο και κανένα καλούδι από τις υδροπονικές μου καλλιέργειες, να θυμηθώ να σου τις δείξω μετά. Παίζουμε και τηλεδωδέκαθλο. Δύο άνθρωποι όλοι κι όλοι στο ίδιο πλανητοειδές, καταλαβαίνεις· όσο και να μην ταιριάζουν τα χνώτα μας, πέντε κουβέντες θα τις ανταλλάξουμε.
Ωντισιόν περί τις τέχνες
- Από μουσική, τι ακούς;
- Ε, τα κλασσικά: Led Zeppelin, Inti Illimani, Κακά Κορίτσια... τέτοια. Σταθερές αξίες. Αλλά δεν σνομπάρω κανένα είδος. Μικρή, μη γελάσεις, είχα την αφίσα των Bullets στο δωμάτιό μου, δεν σου κρύβω μάλιστα ότι ήμουν τσιμπημένη με τον Wrongman.
«Ντουζ πουάν».
- Από χορό, πώς πας;
- Con tutte le ragazze sono tremendo, απάντησε, με τη φωνή του Ρόκυ Ρόμπερτς, και μιμήθηκε από τη μέση και πάνω τις κινήσεις του, έτσι, καθήμενη. Ξέρεις, λίγοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο τύπος είχε επινοήσει το moonwalking τριάντα χρόνια πριν τον Μάικλ Τζάκσον. Αλλά, το στοιχείο μου είναι τα λάτιν παντός είδους, και βέβαια το ροκ εντ ρολλ.
«Πού κρυβόσουν τόσα χρόνια, κορίτσι μου; Καλά, ξέρω, στο ασυνείδητό μου».
Ο καντάρ παρά, ο καντάρ μπογιά
- Παίζεις, λέει, και σκάκι;
- Φυσικά. Και γκο, και σιάνγκτσι, και...
- Σ΄ αυτό που σε ρωτάνε ν΄ απαντάς. Για έλα να μπλιτσάρουμε.
Ariadne 1.0 – Σρινιβάσα Σιμόπουλος (1)
Ανατολικό Φυλάκιο Παλλάδος, 7/12/2034
1.e4 e5 2.Nf3 Nc6 3.Bc4 Nf6 4.Ng5 Bc5 5.Nxf7 Bxf2+ 6.Kxf2 Nxe4+ 7.Ke3 Qh4 8.Nxh8
8...Qf4+ 9.Ke2 Qf2+ 10.Kd3 Nb4+ 11.Kxe4 Qf4# 0-1.
- Αυτό είναι η ‘πανίσχυρη σκακίστρια’ που διαφημίζει η «Αρχιάνασσα»;
- Εξαρτάται. Στο βασικό πακέτο, παίζω 1600 SSDF. Στο πλήρες και με την κατάλληλη υλικοτεχνική υποστήριξη...
- ...με το αζημίωτο για την εταιρία, φυσικά...
- ...εσύ το είπες, μπορώ να παίξω μέχρι 3100 SSDF. Από 2600 και πάνω, μπορώ να προσομοιώσω και τα στυλ διαφόρων παικτών, Μόρφυ, Πετροσιάν, Φίσερ...
- Φρέσκο πράμα δηλαδή. Λοιπόν, δεσποινίς κατά παραγγελία Саженка –την έχεις δει τελευταία; τώρα που πενηντάρισε, είναι πιο γοητευτική από ποτέ–, ας παίξουμε και το πάτσι, αλλά βάλε τα δυνατά σου.
- Εντάξει, θα αυτορυθμιστώ στο 2200. Μήπως σου πέφτει πολύ;
- Οχι. Και για να ξέρεις, στην παλιά πατρίδα ήμουν Υποψήφιος Μαιτρ, παρά μία νόρμα Ομοσπονδιακός. Έχω πάθος με το άθλημα, μελετώ καθημερινά μέχρι τώρα. Απενεργοποίησε μόνο τη βιβλιοθήκη ανοιγμάτων σου. Απεχθάνομαι τους παπαγάλους.
«Αλλά μου αρέσει το κοκαλάκι στα μαλλιά σου».
Σρινιβάσα Σιμόπουλος – Ariadne 1.0 (2)
Ανατολικό Φυλάκιο Παλλάδος, 7/12/2034
1.e4 e5 2.Nf3 Nc6 3.Bc4 Bc5 4.c3 Nf6 5.d4 exd4 6.e5 Ne4 7.Bd5 Nxf2 8.Kxf2 dxc3+ 9.Kg3 cxb2 10.Bxb2 Ne7 11.Ng5 Nxd5 12.Nxf7
12...O-O 13.Nxd8 Bf2+ 14.Kh3 d6+ 15.e6 Nf4+ 16.Kg4 Nxe6 17.Nxe6 Bxe6+ 18.Kg5 Rf5+ 19.Kg4 h5+ 20.Kh3 Rf3# 0-1.
- Μμμ, όχι άσχημα. Σε δοκίμαζα, ξέρεις. Και από καλλιτεχνικό, πώς πας;
- Εξαρτάται. Στο βασικό πακέτο...
- Άσε με να μαντέψω. Στο βασικό πακέτο λύνεις μέχρι τριάρια ορθόδοξα, και με την κατάλληλη αναβάθμιση, λύνεις ανορθόδοξα και μυθικά• ανεβαίνει η τιμή, ανεβαίνει η δυναμικότητα• πώς το λέει η παροιμία; κάθε μέρα που νυχτώνει, κι ένα κέρατο φυτρώνει. Στην υψηλότερη ταρίφα, συνθέτεις κιόλας. Και μπορώ να παραγγείλω πρόσθετα αρθρώματα μέσω της κλωβοσελίδας της εταιρίας, με χρέωση της μισθοδοσίας μου, και αν δεν επαρκεί, με χρέωση της κάρτας μου. Υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας και τα ρέστα. Σωστά;
- Μέχρι κεραίας. Ο καντάρ παρά, ο καντάρ μπογιά, είπε, μιμούμενη τη συρτή, λαχαναγορίτικη φωνή του Μπαζίνα. Και μετά, με την κανονική φωνή της: Δε μου λες, θέλεις μήπως να παίξουμε ντάμα; Ντόμινο ίσως;
- Ναι, σιγά μην παίξουμε φιδάκι και γκρινιάρη. Να λείπουν οι λεπτές ειρωνείες. Σε δοκίμαζα, σου είπα. Άντε μην τα πάρω στον ακούτραφα και σε παίξω μπλάιντ.
- Ναι πολεμόχαρη αγορίνα μου, λέγε μου τέτοια πρίαπε πασάκα μου, σκίσε με ν΄ αλλάξω ράφτη γοριλλοαντρούκλα μου, είπε με την αισθησιακή φωνή της Μαλβίνας η άλλη, πάντα με πάσα σοβαρότητα.
«Είναι τιτανοτεράστια. Λήξις», σκέφτηκε.
Το βιβλίο
Η Αριάδνη σηκώθηκε.
- Μπορώ να ξανάρθω όποτε θέλεις. Οι συνεδρίες, διάβασες τους όρους, τους αποδέχτηκες κιόλας, είναι τετράωρες. Όπως είδα τα οικονομικά σου στοιχεία, προτείνω το πολύ μία την εβδομάδα, άντε μία ανά αδιαίρετο πενθήμερο. Για συχνότερα, θα πρέπει να παραβιάσεις το πιστωτικό όριο της κάρτας σου, που δεν σου το συνιστώ, το επιτόκιο υπερανάληψης έχει φτάσει στα ύψη. Αλλά πάλι, εσύ κάνεις κουμάντο στην τσέπη σου. Υπάρχουν προνομιακά εκπτωτικά πακέτα, θα τα βρεις στην κλωβοσελίδα της εταιρίας. Λοιπόν, πρέπει να πηγαίνω, ο χρόνος της δωρεάν δοκιμαστικής συνεδρίας τελείωσε. Αυτό είναι το δώρο σου – και του έβαλε στο χέρι ένα πακέτο. Γεια, ελπίζω να ικανοποιήθηκες. Και μήηη χαθούμε, τραγούδησε με την ένρινη φωνή του Πανταζή καθώς αποϋλοποιόταν.
Άρχισε να ξετυλίγει το πακέτο. «Πάει και στον άλλον, γύρευε με τι όνομα και με ποια μορφή», σκέφτηκε. «Ωραίες γάμπες πάντως. Και προσωπικότητα, όχι παίξε γέλασε. Λίγο αυταρχική, αλλά έτσι μ΄ αρέσει. Για να δούμε... Λαμπρά. Καιρό έχω να πιάσω βιβλίο από αληθινό χαρτί στα χέρια μου, πήξαμε στα ηλεβιβλία. Και ποιο είναι;... Για φαντάσου».
--- τέλος κεφαλαίου 1 ---
Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009
Εικόνες
Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009
Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο
Η Μάρω Βαμβουνάκη γεννήθηκε στα Χανιά, όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια. Από εννέα χρόνων ήρθε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και ψυχολογία. Για έντεκα χρόνια έζησε στη Ρόδο, όπου εργάστηκε ως συμβολαιογράφος. Σήμερα κατοικεί στην Αθήνα.
Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο
(κεφάλαιο 1: Ο άνθρωπος τη χρειάζεται την εξομολόγηση)
Την ξύπνησε ένας κελαϊδισμός πουλιού έξω απ' τα παντζούρια που είχε μισογερμένα από χθες το βράδυ. Για κάποιο μυστήριο λόγο, οι αντιλήψεις των αισθήσεων της αλληλοπλέκονται και συγχέονται , ειδικά όταν είναι ήρεμη και μπορεί να τις προσέχει. Όπως τώρα.
Έβλεπε σε εικόνες τους κελαϊδισμούς του πουλιού έξω απ' το παράθυρο. Τους έβλεπε σε βότσαλα βρεγμένα από θάλασσα, κι ύστερα πάλι σε σταυροβελονιές
χρυσοκλωστής που κεντούσαν κεφάτα σχέδια και μετά έβλεπε φύλλα πράσινα και φαρδιά, κάτι ανάμεσα σε κληματόφυλλα και πλατανόφυλλα αραχνοΰφαντα που
κουνιούνται στο αεράκι κι αντιφεγγίζουν πρωινό ήλιο.
Μισάνοιξε τα μάτια της και το λευκό των ασβεστωμένων τοίχων την αιφνιδίασε ευχάριστα. Άλλο το σκοτάδι των βλεφάρων, άλλο οι πολύχρωμες εικόνες του νου κι άλλο το κατάλευκο που αντικρίζει ανοίγοντας τα μάτια.
Και τα σεντόνια της είναι λευκά, από χοντρό λινό, φτηνό, που χρησιμοποιούν σε τούτη την καλοκαιρινή πανσιόν για να πλένονται εύκολα στα πλυντήρια.
Σηκώθηκε αμέσως. Ήταν ολόγυμνη. Τη νύχτα ζεσταινόταν και με ασυνείδητες κινήσεις, έβγαλε το νυχτικό της από πάνω της. Βρισκόταν πεταμένο σε μεταξωτό σωρό, χωρίς σχήμα, στο πάτωμα δίπλα στα πέδιλα της.
Έκανε μπάνιο, ντύθηκε, έπιασε πίσω τα μαλλιά της και κατέβηκε στον κήπο, στο πίσω μέρος του παλιού κτίσματος. Μόλις κατέβασε το πόδι της από το τελευταίο πέτρινο σκαλοπάτι , θυμήθηκε πως δεν είχε βάλει κολώνια κι αισθάνθηκε μια ξαφνική ορφάνια. Της άρεσε να μυρίζει η ίδια αυτό το άρωμα που από χρόνια είχε συνηθίσει και η απουσία του τη στενοχωρούσε. Ιδίως σήμερα που με την καλή της διάθεση επιθυμούσε να γίνουν όλα τέλεια. Επέστρεψε στο δωμάτιο της.
Ξανακατέβηκε στον κήπο αρωματισμένη αυτή τη φορά. Με το μάτι έψαξε ένα τετράγωνο τραπεζάκι κάτω απ' την πυκνή αψίδα των κυπαρισσόπευκων και χάρηκε που ήταν ελεύθερο. Η μέρα είχε προχωρήσει , ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά κι οι περισσότεροι ένοικοι της πανσιόν, που ήταν Γερμανοί τουρίστες, αγαπούσαν να ξυπνούν και να φεύγουν για την παραλία νωρίς πριν η ζέστη φουντώσει.
Κρατούσε μαζί της ένα εβδομαδιαίο περιοδικό, λευκές κόλλες αλληλογραφίας κι ένα στυλό. Θα καθόταν να απολαύσει την ευτυχία τού να γράψει γράμμα στην καλύτερη φίλη της. «Ο άνθρωπος τη χρειάζεται την εξομολόγηση», σκεφτόταν. Ώρες-ώρες, μάλιστα, νομίζει πως όσα αισθάνεται ή ακόμα κι όσα της συμβαίνουν, μόνο μετά την εξομολόγηση γίνονται υπαρκτά. Η παρατεταμένη σιωπή της δίνει μια γεύση ανυπαρξίας και τη βουλιάζει σε βάλτους θλίψης. Όχι , όχι , η σιωπή είναι καταδίκη σε ερημονήσι , το νιώθει.. .
Παλιότερα κι από πολλά χρόνια πριν, συνήθιζε να κρατά ημερολόγιο. Όμως , το να γράφει ημερολόγιο την έκανε να αισθάνεται ένα ελαφρό χτυποκάρδι αγωνίας στο στήθος. Σα ν' αφηνόταν σε κάτι άγνωστο κι επικίνδυνο και δεν μπορούσε ν' αποφύγει την υποψία πως, κάπου, κάποτε, κάποιο βέβηλο μάτι ξένου θα έπεφτε ψυχρό πάνω στα γραπτά της και θα τα σάρκαζε. Δεν μπορούσε να αποφύγει την αδυναμία του να προσπαθεί να δελεάσει αυτό το εχθρικό μάτι και ωραιοποιούσε τις φράσεις της, ακόμα και τις σκέψεις της, ώστε στο τέλος φοβόταν πως δεν κατάφερνε να παραμένει ειλικρινής.
Όχι , χίλιες φορές καλύτερα που έχει ν' αναφέρεται σε μια αγαπημένη φίλη. Μια φίλη που την γνώριζε και την αποδεχόταν χωρίς μεμψιμοιρία κι η παλιά τους
σχέση της χάριζε την ευκολία να χρησιμοποιεί τους συναισθηματικούς τους κωδικούς, αλλά και τους χιουμοριστικούς τους κωδικούς για την επικοινωνία εκείνη που αναπαύει την καρδιά απ' της μοναξιάς το βαρύ κάτεργο.
Ναι, χίλιες φορές καλύτερα να έχεις έναν αγαπημένο ν' απευθύνεσαι . Άλλωστε, όλοι μας, κρύβουμε ένα μυθιστοριογράφο ή έναν ηθοποιό μέσα μας. Και στις πιο μυστικές και ιδιαίτερες στιγμές με τον εαυτό σου φέρεσαι σα να σε παρακολουθεί ένας άγνωστος αναγνώστης ή ένας άγνωστος θεατής μυστικού θιάσου.
Άπλωσε τις κόλλες μπροστά της. Ακούμπησε τους αγκώνες της στο φθαρμένο ξύλο του τραπεζιού κι άφησε τη ματιά της να κυλήσει απ' τα πιο κοντινά αντικείμενα ως τον μακρινό ορίζοντα.
Φως! Φως! Αστραφτερό φως του καλοκαιριού, σε ασυμμάζευτα χρυσά κύματα, κατρακυλούσε απ' τον ουρανό και χυνόταν στη γη παντού σαν αναμμένη άμμος. Προφυλαγμένη απ' τη ζέστη του Ιουλίου, κάτω απ' τη φωλιά των σκουροπράσινων δέντρων, κοίταζε και κοίταζε τα ξεραμένα κίτρινα χωράφια, τις άγονες πυρακτωμένες πέτρες κι ακόμα πιο πέρα, περισσότερο όραμα παρά πραγματικότητα, τη γαλανή θάλασσα να λάμπει γαλάζια, θελκτική σαν άπειρο και σαν αιωνιότητα. Κι ένιωθε ευτυχισμένη που μπορούσε να περιβάλλεται απ' την ομορφιά και τη σοφία του κόσμου και συγχρόνως να αισθάνεται καθησυχαστική την παρουσία της φίλης της πάνω στην άγραφη κόλλα αλληλογραφίας. Την αισθάνεται εκεί, υπομονετική, χαμογελώντας,
μισοειρωνική, μισοτρυφερή, να την περιμένει. Στο άγραφο χαρτί την περιμένει η Μέλα να δει τι έχει σήμερα να της γράψει . Η αναμονή της την συντρόφευε και τη γλυκαίνε γιατί κι η μεγάλη ομορφιά, όταν δεν μοιράζεται , καταντάει μια μοναξιά ανυπόφορη.
Έγειρε πίσω στην πλάτη της καρέκλας. Σήκωσε τα γυμνά της χέρια και τεντώθηκε.
«Τι ευλογία να έχεις κάποιον που σε γνωρίζει καλά», αναστέναξε. «Τόσο καλά που δεν χρειάζεται για τίποτα να του δικαιολογείσαι».
Το μοναχικό αυτό ταξίδι της Ελβίρας γύρω απ' τη πατρίδα της, ήταν για την ευαισθησία της ό,τι το πήδημα θανάτου για ένα σοβαρό τσίρκο. Και λέμε «γύρω απ’την πατρίδα της», γιατί , πραγματικά, εδώ και ένδεκα μέρες που ταξιδεύει , περιοδεύει τις κωμοπόλεις, τα χωριά, τα βουνά και τις παραλίες που περιτριγυρίζουν τη
επαρχιακή πόλη που γεννήθηκε αλλά δεν τολμά ακόμα να παραμείνει μέσα στην ίδια την πόλη και να πραγματοποιήσει το ραντεβού για το οποίο ήρθε εδώ μετά απ’ είκοσι σχεδόν χρόνια.
Πρόκειται για μια γυναίκα περίπου όμορφη με τη ομορφιά που περισσότερο σου υποβάλλουν και σου επιβάλλουν οι εσωτερικοί κυματισμοί ενός χαρακτήρα μ’ ενδιαφέρον παρά που ζωγραφίζουν τα καλοσχεδιασμένα χαρακτηριστικά. Ήταν καλή και της φαινόταν αυτό. Καλή με μια καλοσύνη που δεν είναι μόνο από μια εύκολη κλίση προς το καλό αλλά και από δύσκολες επιλογές που καταφέρνει μια συνείδηση σε εγρήγορση, μια συνείδηση που το γνωρίζει το βάσανο των πειρασμών και την αξία της αντίστασης, ακόμα κι αν δεν τα καταφέρνει πάντα. Η Ελβίρα νομίζει πως η μορφή της δε
ταιριάζει με το εσωτερικό της. Νομίζει, γιατί η ίδια δε μπορεί ποτέ να δει την φευγαλέα και καταλυτική έκφραση που την εικονίζει. Μόνο οι άλλοι.
Γύρω στα σαράντα και με σημάδια που επιδεικνύουν περισσότερο τα λάφυρα ενός κατακτητή της ζωής παρά τα συντρίμμια της ήττας. Γύρω σ' αυτή την ηλικία που αρχίζουν να διαγράφονται πιο ευανάγνωστα στο πρόσωπο τα κέρδη κι οι ζημιές, το κέφι κι οι πίκρες, οι θρίαμβοι και τα παράπονα, όσα άντεξες να μάθεις κι όσα έκανες πως δεν κατάλαβες.. . Εκεί, στο βλέμμα πιο ευανάγνωστα, στο μέσα των φρυδιών και στο χαμόγελο. Στον τρόπο που χαμογελάς από κάποια ηλικία κι ύστερα φαίνονται αυτά. Κι άλλα.
Η καλλιτεχνική ευαισθησία που της είχε δοθεί με τη φύση της, δούλευε μέσα της σαν ευχή και σαν κατάρα μαζί . Ευχή γιατί , όπως σ' όλες τις καλλιτεχνικές ιδιοσυγκρασίες, της άνοιγε πάμπολλα μάτια της ψυχής προς το τρομερό πανόραμα του κόσμου και την έβαζε να ζει πολλαπλά τα γεγονότα της ζωής. Και κατάρα γιατί η συναισθηματική σύγχυση που προκαλεί , την αναστάτωνε βασανιστικά κατά τις σημαντικότερες ώρες του
βίου της και της μπέρδευε τη χαρά με την οδύνη τόσο, ώστε να είναι φορές που δεν ξεχώριζε τι ακριβώς είναι : Ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη;
Κι ύστερα, όπως όλοι οι υπερευαίσθητοι άνθρωποι, είχε τη συμφορά να είναι επιρρεπής σε ενοχές. Ακόμα και τώρα δεν θ' αποφάσιζε ένα μοναχικό ταξίδι μες στο κατακαλόκαιρο, αν η ζωή κι η ψυχή της δεν είχαν προχωρήσει σε τόσο στεγνά αδιέξοδα που να της υπαγόρευαν την ανάγκη να κάνει μια κίνηση επιβίωσης. Στις τύψεις της, που και πάλι ήταν έτοιμες να ξετιναχτούν στην πρώτη ευκαιρία, είχε για φάρμακο την απάντηση, πως και για χάρη της οικογένειας της και της δουλειάς της ακόμα, ήταν υποχρεωμένη, τούτη τη στιγμή, να κοιτάξει μόνο τον εαυτό της. «Είσαι πιο καλός όταν είσαι ευχαριστημένος», έλεγε και ξανάλεγε μόνη της ετοιμάζοντας τη βαλίτσα της.
Με το που μπήκε στο καράβι , η υγρή μούχλα των ενοχών εξανεμίσθηκε. Με τον αέρα, το αλάτι , με τον ήλιο, με την ανάσα του ιωδίου και τον καπνό του φουγάρου.
Βυθισμένη σε εικόνες νέες, σε θαλασσογραφίες παλιές, καταλάβαινε ν' ανθίζει από μέσα της ο κοριτσίστικος εαυτός της νοσταλγίας της και να την κατακυριεύει.
Ήταν πάλι εκείνο που ήταν παλιά; Η φοιτήτρια που ταξίδευε πίσω στην πατρίδα για τις καλοκαιρινές διακοπές ή ένα πλάσμα καινούργιο καμωμένο από αναμνήσεις, όπως όμως πάνω τους το τότε έχει σμιλευτεί απ' το τώρα κι έχει γίνει άλλο; Ποια είναι σήμερα τούτη η Ελ6ίρα; Η καθισμένη κοντά στην κουπαστή, σε λευκή σαιζ-λονγκ με κίτρινες ρίγες; Που φορά άσπρη φούστα και άσπρη πλεχτή ζακέτα; Που φορά μαύρα γυαλιά και
με το ένα χέρι πιάνει τα μαλλιά της τα τρελαμένα στον άνεμο, ενώ με το άλλο κρατά στα γόνατα την «Ανάσταση» του Τολστόι έχοντας το δάχτυλο σελιδοδείκτη στις σελίδες εκείνες που η Κακιούσα φεύγει στη Σιβηρία τυλιγμένη το σάλι της. Ποια είναι;
Αυτό θέλει πολύ να μάθει, επιτακτικά το θέλει και με το πλοίο πλέει κόντρα στον άνεμο προς την πόλη που θέλει να πιστεύει, πως κρατά τα κλειδιά της αγωνίας της.
Πάνω στο χοντρό τόμο της «Ανάστασης» του Τολστόι ακούμπησε το μικρό μπλοκ αλληλογραφίας κι έγραψε στην αγαπημένη της Μέλα το πρώτο γράμμα:
Μέλα μου,
Με κόπο συγκρατώ τα χαρτιά που σου γράφω να μην τα πάρει ο αέρας και τα σκορπίσει. Φυσά πολύ και μ' αρέσει, κυρίως γιατί μου θυμίζει, πως πάντοτε, αυτή
η θαλασσινή διαδρομή ήταν έτσι.
Τον Αλέκο τον αποχαιρέτησα απ' το τηλέφωνο. Είχε
πολλή δουλειά και για δυο μέρες δεν συναντηθήκαμε. Καλύτερα έτσι. Όσο πιο απλός και σύντομος ο αποχαιρετισμός, τόσο δεν αφήνει να φανεί πόσο σημαντικό είναι τούτο το φευγιό για μένα. Είναι μυστικό η σημασία του. Μυστικό που μόνο μαζί σου μπορώ να μοιραστώ.
Από το θέατρο ξεκόλλησα πιο δύσκολα. Χρειάσθηκε να χαμηλώσω το τηλέφωνο για να φύγω χωρίς να με γυρίσουν πίσω από το ασανσέρ και να με ρωτήσει κάποιος μπογιατζής για το χρώμα ή το βερνίκι. Η καινούρια βοηθός μου είναι ταλαντούχα, όμως έχει φοβερό πρόβλημα με την αποφασιστικότητα της. Θα μπορούσε να κρατά ένα γκαρσόνι όρθιο πάνω της επί ένα τέταρτο μέχρι να αποφασίσει αν θα πιει Κόκα ή Σέβεν απ. Βασανίζεται και με βασανίζει .
Γυρίζω πίσω λοιπόν!
Έπρεπε! Έπρεπε να νικήσω τον τρόμο και το δέος που μου προκαλούσε η ιδέα της επιστροφής στην πατρίδα και να το κάνω. Ξέρεις καλά πως η ζωή μου άδειασε κι αγρίεψε κι εγώ έφτασα σε τέτοιο πάτο του εαυτού μου, που μια και τίποτα δεν επιθυμώ, τίποτα και να μη φοβάμαι . Χαίρομαι που το αποφάσισα και σ' ευγνωμονώ που μ' έσπρωξες να κάνω αυτή τη βουτιά. Δεν βούλιαξα! Πλέω στα κύματα με συνοδεία γλάρους, πάω πίσω και σ' ευχαριστώ.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Συγγραφέας: ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ ΜΑΡΩ
Εκδόσεις: ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ
Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο
(κεφάλαιο 1: Ο άνθρωπος τη χρειάζεται την εξομολόγηση)
Την ξύπνησε ένας κελαϊδισμός πουλιού έξω απ' τα παντζούρια που είχε μισογερμένα από χθες το βράδυ. Για κάποιο μυστήριο λόγο, οι αντιλήψεις των αισθήσεων της αλληλοπλέκονται και συγχέονται , ειδικά όταν είναι ήρεμη και μπορεί να τις προσέχει. Όπως τώρα.
Έβλεπε σε εικόνες τους κελαϊδισμούς του πουλιού έξω απ' το παράθυρο. Τους έβλεπε σε βότσαλα βρεγμένα από θάλασσα, κι ύστερα πάλι σε σταυροβελονιές
χρυσοκλωστής που κεντούσαν κεφάτα σχέδια και μετά έβλεπε φύλλα πράσινα και φαρδιά, κάτι ανάμεσα σε κληματόφυλλα και πλατανόφυλλα αραχνοΰφαντα που
κουνιούνται στο αεράκι κι αντιφεγγίζουν πρωινό ήλιο.
Μισάνοιξε τα μάτια της και το λευκό των ασβεστωμένων τοίχων την αιφνιδίασε ευχάριστα. Άλλο το σκοτάδι των βλεφάρων, άλλο οι πολύχρωμες εικόνες του νου κι άλλο το κατάλευκο που αντικρίζει ανοίγοντας τα μάτια.
Και τα σεντόνια της είναι λευκά, από χοντρό λινό, φτηνό, που χρησιμοποιούν σε τούτη την καλοκαιρινή πανσιόν για να πλένονται εύκολα στα πλυντήρια.
Σηκώθηκε αμέσως. Ήταν ολόγυμνη. Τη νύχτα ζεσταινόταν και με ασυνείδητες κινήσεις, έβγαλε το νυχτικό της από πάνω της. Βρισκόταν πεταμένο σε μεταξωτό σωρό, χωρίς σχήμα, στο πάτωμα δίπλα στα πέδιλα της.
Έκανε μπάνιο, ντύθηκε, έπιασε πίσω τα μαλλιά της και κατέβηκε στον κήπο, στο πίσω μέρος του παλιού κτίσματος. Μόλις κατέβασε το πόδι της από το τελευταίο πέτρινο σκαλοπάτι , θυμήθηκε πως δεν είχε βάλει κολώνια κι αισθάνθηκε μια ξαφνική ορφάνια. Της άρεσε να μυρίζει η ίδια αυτό το άρωμα που από χρόνια είχε συνηθίσει και η απουσία του τη στενοχωρούσε. Ιδίως σήμερα που με την καλή της διάθεση επιθυμούσε να γίνουν όλα τέλεια. Επέστρεψε στο δωμάτιο της.
Ξανακατέβηκε στον κήπο αρωματισμένη αυτή τη φορά. Με το μάτι έψαξε ένα τετράγωνο τραπεζάκι κάτω απ' την πυκνή αψίδα των κυπαρισσόπευκων και χάρηκε που ήταν ελεύθερο. Η μέρα είχε προχωρήσει , ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά κι οι περισσότεροι ένοικοι της πανσιόν, που ήταν Γερμανοί τουρίστες, αγαπούσαν να ξυπνούν και να φεύγουν για την παραλία νωρίς πριν η ζέστη φουντώσει.
Κρατούσε μαζί της ένα εβδομαδιαίο περιοδικό, λευκές κόλλες αλληλογραφίας κι ένα στυλό. Θα καθόταν να απολαύσει την ευτυχία τού να γράψει γράμμα στην καλύτερη φίλη της. «Ο άνθρωπος τη χρειάζεται την εξομολόγηση», σκεφτόταν. Ώρες-ώρες, μάλιστα, νομίζει πως όσα αισθάνεται ή ακόμα κι όσα της συμβαίνουν, μόνο μετά την εξομολόγηση γίνονται υπαρκτά. Η παρατεταμένη σιωπή της δίνει μια γεύση ανυπαρξίας και τη βουλιάζει σε βάλτους θλίψης. Όχι , όχι , η σιωπή είναι καταδίκη σε ερημονήσι , το νιώθει.. .
Παλιότερα κι από πολλά χρόνια πριν, συνήθιζε να κρατά ημερολόγιο. Όμως , το να γράφει ημερολόγιο την έκανε να αισθάνεται ένα ελαφρό χτυποκάρδι αγωνίας στο στήθος. Σα ν' αφηνόταν σε κάτι άγνωστο κι επικίνδυνο και δεν μπορούσε ν' αποφύγει την υποψία πως, κάπου, κάποτε, κάποιο βέβηλο μάτι ξένου θα έπεφτε ψυχρό πάνω στα γραπτά της και θα τα σάρκαζε. Δεν μπορούσε να αποφύγει την αδυναμία του να προσπαθεί να δελεάσει αυτό το εχθρικό μάτι και ωραιοποιούσε τις φράσεις της, ακόμα και τις σκέψεις της, ώστε στο τέλος φοβόταν πως δεν κατάφερνε να παραμένει ειλικρινής.
Όχι , χίλιες φορές καλύτερα που έχει ν' αναφέρεται σε μια αγαπημένη φίλη. Μια φίλη που την γνώριζε και την αποδεχόταν χωρίς μεμψιμοιρία κι η παλιά τους
σχέση της χάριζε την ευκολία να χρησιμοποιεί τους συναισθηματικούς τους κωδικούς, αλλά και τους χιουμοριστικούς τους κωδικούς για την επικοινωνία εκείνη που αναπαύει την καρδιά απ' της μοναξιάς το βαρύ κάτεργο.
Ναι, χίλιες φορές καλύτερα να έχεις έναν αγαπημένο ν' απευθύνεσαι . Άλλωστε, όλοι μας, κρύβουμε ένα μυθιστοριογράφο ή έναν ηθοποιό μέσα μας. Και στις πιο μυστικές και ιδιαίτερες στιγμές με τον εαυτό σου φέρεσαι σα να σε παρακολουθεί ένας άγνωστος αναγνώστης ή ένας άγνωστος θεατής μυστικού θιάσου.
Άπλωσε τις κόλλες μπροστά της. Ακούμπησε τους αγκώνες της στο φθαρμένο ξύλο του τραπεζιού κι άφησε τη ματιά της να κυλήσει απ' τα πιο κοντινά αντικείμενα ως τον μακρινό ορίζοντα.
Φως! Φως! Αστραφτερό φως του καλοκαιριού, σε ασυμμάζευτα χρυσά κύματα, κατρακυλούσε απ' τον ουρανό και χυνόταν στη γη παντού σαν αναμμένη άμμος. Προφυλαγμένη απ' τη ζέστη του Ιουλίου, κάτω απ' τη φωλιά των σκουροπράσινων δέντρων, κοίταζε και κοίταζε τα ξεραμένα κίτρινα χωράφια, τις άγονες πυρακτωμένες πέτρες κι ακόμα πιο πέρα, περισσότερο όραμα παρά πραγματικότητα, τη γαλανή θάλασσα να λάμπει γαλάζια, θελκτική σαν άπειρο και σαν αιωνιότητα. Κι ένιωθε ευτυχισμένη που μπορούσε να περιβάλλεται απ' την ομορφιά και τη σοφία του κόσμου και συγχρόνως να αισθάνεται καθησυχαστική την παρουσία της φίλης της πάνω στην άγραφη κόλλα αλληλογραφίας. Την αισθάνεται εκεί, υπομονετική, χαμογελώντας,
μισοειρωνική, μισοτρυφερή, να την περιμένει. Στο άγραφο χαρτί την περιμένει η Μέλα να δει τι έχει σήμερα να της γράψει . Η αναμονή της την συντρόφευε και τη γλυκαίνε γιατί κι η μεγάλη ομορφιά, όταν δεν μοιράζεται , καταντάει μια μοναξιά ανυπόφορη.
Έγειρε πίσω στην πλάτη της καρέκλας. Σήκωσε τα γυμνά της χέρια και τεντώθηκε.
«Τι ευλογία να έχεις κάποιον που σε γνωρίζει καλά», αναστέναξε. «Τόσο καλά που δεν χρειάζεται για τίποτα να του δικαιολογείσαι».
Το μοναχικό αυτό ταξίδι της Ελβίρας γύρω απ' τη πατρίδα της, ήταν για την ευαισθησία της ό,τι το πήδημα θανάτου για ένα σοβαρό τσίρκο. Και λέμε «γύρω απ’την πατρίδα της», γιατί , πραγματικά, εδώ και ένδεκα μέρες που ταξιδεύει , περιοδεύει τις κωμοπόλεις, τα χωριά, τα βουνά και τις παραλίες που περιτριγυρίζουν τη
επαρχιακή πόλη που γεννήθηκε αλλά δεν τολμά ακόμα να παραμείνει μέσα στην ίδια την πόλη και να πραγματοποιήσει το ραντεβού για το οποίο ήρθε εδώ μετά απ’ είκοσι σχεδόν χρόνια.
Πρόκειται για μια γυναίκα περίπου όμορφη με τη ομορφιά που περισσότερο σου υποβάλλουν και σου επιβάλλουν οι εσωτερικοί κυματισμοί ενός χαρακτήρα μ’ ενδιαφέρον παρά που ζωγραφίζουν τα καλοσχεδιασμένα χαρακτηριστικά. Ήταν καλή και της φαινόταν αυτό. Καλή με μια καλοσύνη που δεν είναι μόνο από μια εύκολη κλίση προς το καλό αλλά και από δύσκολες επιλογές που καταφέρνει μια συνείδηση σε εγρήγορση, μια συνείδηση που το γνωρίζει το βάσανο των πειρασμών και την αξία της αντίστασης, ακόμα κι αν δεν τα καταφέρνει πάντα. Η Ελβίρα νομίζει πως η μορφή της δε
ταιριάζει με το εσωτερικό της. Νομίζει, γιατί η ίδια δε μπορεί ποτέ να δει την φευγαλέα και καταλυτική έκφραση που την εικονίζει. Μόνο οι άλλοι.
Γύρω στα σαράντα και με σημάδια που επιδεικνύουν περισσότερο τα λάφυρα ενός κατακτητή της ζωής παρά τα συντρίμμια της ήττας. Γύρω σ' αυτή την ηλικία που αρχίζουν να διαγράφονται πιο ευανάγνωστα στο πρόσωπο τα κέρδη κι οι ζημιές, το κέφι κι οι πίκρες, οι θρίαμβοι και τα παράπονα, όσα άντεξες να μάθεις κι όσα έκανες πως δεν κατάλαβες.. . Εκεί, στο βλέμμα πιο ευανάγνωστα, στο μέσα των φρυδιών και στο χαμόγελο. Στον τρόπο που χαμογελάς από κάποια ηλικία κι ύστερα φαίνονται αυτά. Κι άλλα.
Η καλλιτεχνική ευαισθησία που της είχε δοθεί με τη φύση της, δούλευε μέσα της σαν ευχή και σαν κατάρα μαζί . Ευχή γιατί , όπως σ' όλες τις καλλιτεχνικές ιδιοσυγκρασίες, της άνοιγε πάμπολλα μάτια της ψυχής προς το τρομερό πανόραμα του κόσμου και την έβαζε να ζει πολλαπλά τα γεγονότα της ζωής. Και κατάρα γιατί η συναισθηματική σύγχυση που προκαλεί , την αναστάτωνε βασανιστικά κατά τις σημαντικότερες ώρες του
βίου της και της μπέρδευε τη χαρά με την οδύνη τόσο, ώστε να είναι φορές που δεν ξεχώριζε τι ακριβώς είναι : Ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη;
Κι ύστερα, όπως όλοι οι υπερευαίσθητοι άνθρωποι, είχε τη συμφορά να είναι επιρρεπής σε ενοχές. Ακόμα και τώρα δεν θ' αποφάσιζε ένα μοναχικό ταξίδι μες στο κατακαλόκαιρο, αν η ζωή κι η ψυχή της δεν είχαν προχωρήσει σε τόσο στεγνά αδιέξοδα που να της υπαγόρευαν την ανάγκη να κάνει μια κίνηση επιβίωσης. Στις τύψεις της, που και πάλι ήταν έτοιμες να ξετιναχτούν στην πρώτη ευκαιρία, είχε για φάρμακο την απάντηση, πως και για χάρη της οικογένειας της και της δουλειάς της ακόμα, ήταν υποχρεωμένη, τούτη τη στιγμή, να κοιτάξει μόνο τον εαυτό της. «Είσαι πιο καλός όταν είσαι ευχαριστημένος», έλεγε και ξανάλεγε μόνη της ετοιμάζοντας τη βαλίτσα της.
Με το που μπήκε στο καράβι , η υγρή μούχλα των ενοχών εξανεμίσθηκε. Με τον αέρα, το αλάτι , με τον ήλιο, με την ανάσα του ιωδίου και τον καπνό του φουγάρου.
Βυθισμένη σε εικόνες νέες, σε θαλασσογραφίες παλιές, καταλάβαινε ν' ανθίζει από μέσα της ο κοριτσίστικος εαυτός της νοσταλγίας της και να την κατακυριεύει.
Ήταν πάλι εκείνο που ήταν παλιά; Η φοιτήτρια που ταξίδευε πίσω στην πατρίδα για τις καλοκαιρινές διακοπές ή ένα πλάσμα καινούργιο καμωμένο από αναμνήσεις, όπως όμως πάνω τους το τότε έχει σμιλευτεί απ' το τώρα κι έχει γίνει άλλο; Ποια είναι σήμερα τούτη η Ελ6ίρα; Η καθισμένη κοντά στην κουπαστή, σε λευκή σαιζ-λονγκ με κίτρινες ρίγες; Που φορά άσπρη φούστα και άσπρη πλεχτή ζακέτα; Που φορά μαύρα γυαλιά και
με το ένα χέρι πιάνει τα μαλλιά της τα τρελαμένα στον άνεμο, ενώ με το άλλο κρατά στα γόνατα την «Ανάσταση» του Τολστόι έχοντας το δάχτυλο σελιδοδείκτη στις σελίδες εκείνες που η Κακιούσα φεύγει στη Σιβηρία τυλιγμένη το σάλι της. Ποια είναι;
Αυτό θέλει πολύ να μάθει, επιτακτικά το θέλει και με το πλοίο πλέει κόντρα στον άνεμο προς την πόλη που θέλει να πιστεύει, πως κρατά τα κλειδιά της αγωνίας της.
Πάνω στο χοντρό τόμο της «Ανάστασης» του Τολστόι ακούμπησε το μικρό μπλοκ αλληλογραφίας κι έγραψε στην αγαπημένη της Μέλα το πρώτο γράμμα:
Μέλα μου,
Με κόπο συγκρατώ τα χαρτιά που σου γράφω να μην τα πάρει ο αέρας και τα σκορπίσει. Φυσά πολύ και μ' αρέσει, κυρίως γιατί μου θυμίζει, πως πάντοτε, αυτή
η θαλασσινή διαδρομή ήταν έτσι.
Τον Αλέκο τον αποχαιρέτησα απ' το τηλέφωνο. Είχε
πολλή δουλειά και για δυο μέρες δεν συναντηθήκαμε. Καλύτερα έτσι. Όσο πιο απλός και σύντομος ο αποχαιρετισμός, τόσο δεν αφήνει να φανεί πόσο σημαντικό είναι τούτο το φευγιό για μένα. Είναι μυστικό η σημασία του. Μυστικό που μόνο μαζί σου μπορώ να μοιραστώ.
Από το θέατρο ξεκόλλησα πιο δύσκολα. Χρειάσθηκε να χαμηλώσω το τηλέφωνο για να φύγω χωρίς να με γυρίσουν πίσω από το ασανσέρ και να με ρωτήσει κάποιος μπογιατζής για το χρώμα ή το βερνίκι. Η καινούρια βοηθός μου είναι ταλαντούχα, όμως έχει φοβερό πρόβλημα με την αποφασιστικότητα της. Θα μπορούσε να κρατά ένα γκαρσόνι όρθιο πάνω της επί ένα τέταρτο μέχρι να αποφασίσει αν θα πιει Κόκα ή Σέβεν απ. Βασανίζεται και με βασανίζει .
Γυρίζω πίσω λοιπόν!
Έπρεπε! Έπρεπε να νικήσω τον τρόμο και το δέος που μου προκαλούσε η ιδέα της επιστροφής στην πατρίδα και να το κάνω. Ξέρεις καλά πως η ζωή μου άδειασε κι αγρίεψε κι εγώ έφτασα σε τέτοιο πάτο του εαυτού μου, που μια και τίποτα δεν επιθυμώ, τίποτα και να μη φοβάμαι . Χαίρομαι που το αποφάσισα και σ' ευγνωμονώ που μ' έσπρωξες να κάνω αυτή τη βουτιά. Δεν βούλιαξα! Πλέω στα κύματα με συνοδεία γλάρους, πάω πίσω και σ' ευχαριστώ.
ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Συγγραφέας: ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ ΜΑΡΩ
Εκδόσεις: ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ
Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009
Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων 2009
Ο Μαξίμ Βασιέ-Λαγκράβ (έλο 2718), από τη Γαλλία, αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής νέων 2009, έχοντας καλύτερα κριτήρια ισοβαθμίας από τον Λευκορώσο Ζιγκάλκο (2646).
Τελική βαθμολογία στο «όπεν»:
1-2. GMs Vachier-Lagrave (FRA 2718) και S. Zhigalko (BLR, 2646) - 10½/13, 3-5. GMs Olszewski (POL, 2544) και I. Popov (RUS, 2582), IM Lenderman (USA, 2542) – 9, 6-9. GMs Andreikin (RUS, 2659), Yu Yangyi (CHN, 2509), Grigoryan (ARM, 2515) και IM Margvelashvili (GEO, 2509) - 8½ (84 σκακιστές).
Τελική βαθμολογία στα κορίτσια:
1-3. WGM Soumya (IND, 2297), WIM Cori Tello (PER, 2361) και WIM Yildiz (TUR, 2224) – 9½/13 (45 σκακίστριες)
Οι αγώνες διεξήχθησαν στο Πουέρτο Μαδρίν της Αργεντινής. Επίσημο site: http://www.ajedrez.com.ar/
Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009
Πρωταθλήματα Ελλάδας Ανδρών - Γυναικών
Την Δευτέρα διεξήχθη στα γραφεία της ΕΣΟ η κλήρωση των αριθμών του «πουλ» για το 59ο Πανελλήνιο Ατομικό Πρωτάθλημα (6-15/12/2009) και το 32ο Πανελλήνιο Ατομικό Πρωτάθλημα Γυναικών (5-13/12/2009) μετά την οριστικοποίηση των συμμετοχών.
Τα Πανελλήνιο Ατομικό Πρωτάθλημα θα φιλοξενηθεί στον Πύργο Ηλείας, ενώ για το Ατομικό Πρωτάθλημα Γυναικών δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση (υπάρχει πρόταση της Κεφαλονιάς).
Οι συμμετέχοντες (σύμφωνα με τη σειρά της κλήρωσης):
Πανελλήνιο Ατομικό Πρωτάθλημα: Καραγιάννης, Κοσμάς - Λέκκας, Γεωργιάδης, Γκορίτσας, Μπανίκας, Χαλκιάς, Νικολαίδης Ι. Κανακάρης, Μαστροβασίλης Αθ. και Μουτούσης.
Πανελλήνιο Ατομικό Πρωτάθλημα Γυναικών: Φαχιρίδου, Παμπάλου, Μπότσαρη, Μακροπούλου, Παυλίδου, Παπαδοπούλου, Μανελίδου, Ιορδανίδου, Μάκκα Ι. και Κουβάτσου.
Τα Πανελλήνιο Ατομικό Πρωτάθλημα θα φιλοξενηθεί στον Πύργο Ηλείας, ενώ για το Ατομικό Πρωτάθλημα Γυναικών δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση (υπάρχει πρόταση της Κεφαλονιάς).
Οι συμμετέχοντες (σύμφωνα με τη σειρά της κλήρωσης):
Πανελλήνιο Ατομικό Πρωτάθλημα: Καραγιάννης, Κοσμάς - Λέκκας, Γεωργιάδης, Γκορίτσας, Μπανίκας, Χαλκιάς, Νικολαίδης Ι. Κανακάρης, Μαστροβασίλης Αθ. και Μουτούσης.
Πανελλήνιο Ατομικό Πρωτάθλημα Γυναικών: Φαχιρίδου, Παμπάλου, Μπότσαρη, Μακροπούλου, Παυλίδου, Παπαδοπούλου, Μανελίδου, Ιορδανίδου, Μάκκα Ι. και Κουβάτσου.
Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009
Η ιστορία της Ουκρανίας στην άμμο
Μια 24χρονη Ουκρανή, η Ξένια Σιμόνοβα, αποτυπώνει την ιστορία της χώρας της, με επίκεντρο την γερμανική εισβολή, πάνω σε ένα γυαλί που περιείχε μόνο άμμο. Η επίδειξη έγινε σε ένα τηλεοπτικό σόου "ταλέντων", άφησε άφωνο και συγκινημένο το κοινό και φυσικά πήρε το πρώτο βραβείο.
Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009
Κυκλοτερής χορός
του Τριαντάφυλλου Σωτηρίου
Ένα.
- Σήμερα παίζω με τον Ανακλησίδη, τον Φάνη, ξέρεις, τον διεθνή μαιτρ. Αρχίζουμε στις πέντε, μέχρι τις οχτώ το πολύ θα με έχει κάνει αλοιφή για τα μπρούτζα, οχτώμιση, εννιά παρά θα έρθω να σε βρω στο στέκι μας.
- Μήπως θέλεις να το αναβάλουμε, Νάσο; Έτσι κι αλλιώς, εγώ μέχρι δέκα έχω περιθώριο, ξέρεις τώρα τον μπαμπά, είναι παλαιών αρχών. Και βλεπόμαστε αύριο.
- Όχι βέβαια. Εννιά παρά, εννιά το αργότερο αν βρω κίνηση, θα είμαι εκεί.
- Να έρθω να σε περιμένω;
- Όχι, Τίνα, πού να ανεβαίνεις Αμπελοκήπους μόνη σου σαββατοβραδιάτικα, και τι να κάνεις ανάμεσα στους πορωμένους, θα πλήξεις. Άσε που θα σε τρώνε με τα μάτια, οι λιγούρηδες, είσαι και νόστιμη. Κάτσε με την παρέα και θάρθω να σας βρω εγώ.
Δύο.
Κοίταζε μια τη θέση, εννιά παρά πέντε, μια το ρολόι, δύο Πύργους κάτω.
Έμεναν τέσσερις κινήσεις για τις σαράντα. Έδωσε μερικά σαχ της απελπισίας:
37.Βε2+ Ρζ5 38.Βθ5+ Ρζ6 39.Βθ8+ Ρε6 40.Βε8+ Ρδ6.
Ο χρόνος ανανεώθηκε. Μόλις τότε παρατήρησε ότι ο μαύρος Βασιλιάς έπρεπε να εκτελεί κυκλοτερή χορό γύρω από τη συμβία του – αν δεν ήθελε να τη χάσει.
41.Ββ8+ Ρδ5 42.Ββ5+ Ρδ4 43.Ββ2+.
Ναι, είναι οριστικό. Αρκεί να δίνει σαχ από τα κατάλληλα τετράγωνα.
Ο Νάσος δεν πρότεινε ισοπαλία• εθιμικά, η πρωτοβουλία για την πρόταση ανήκει στον καλύτερο παίκτη, κατά μείζονα λόγο αν έχει και περισσότερο υλικό.
Ο Φάνης δεν δοκίμασε 43...Ρδ3, μήπως και ο άλλος δεν παίξει 44.Βγ2+, αλλά παρασυρθεί να πάρει τη Βασίλισσα και γίνει ματ με Πα1. Πρότεινε ισοπαλία.
Όταν ο Νάσος δέχτηκε, δεν αισθανόταν, τι περίεργο, κάποια ικανοποίηση, κάποια ευχαρίστηση• μάλλον ένα κενό, μια ματαίωση ένιωθε. Και ενοχή.
Έβλεπε αστράκια από την ένταση και ένιωθε το κεφάλι του να ζυγίζει όσο ένας μετεωρίτης. Αν τον εξέταζε γιατρός εκείνη τη στιγμή, θα του ακύρωνε το δελτίο. Και σαν να μην έφταναν αυτά, στο κάτω μέρος του οπτικού του πεδίου είρπε, σαν κινούμενο μήνυμα, το ποίημα του Χριστιανόπουλου για το κουρείο και το κορμί.
Ήταν ήδη εννιά και τέταρτο. «Θα πάρω ταξί, σε δέκα λεπτά θα είμαι Καλλιθέα», σκέφτηκε.
- Συγχαρητήρια φίλε, έπαιξες καταπληκτικά. Συγγνώμη που δεν σού πρότεινα ισοπαλία νωρίτερα, δεν κατάλαβα αμέσως ότι είχα πέσει σε αεικίνητο.
«Ήθος», σκέφτηκε ο Νάσος. «Του στέρησα την πρώτη θέση και το έπαθλο, και κάθεται και μου λέει και σπολλάτη». Πόση διαφορά από τον αντίπαλό του στον προηγούμενο γύρο που, αφού τον ταλαιπώρησε για ώρα σε μια νεκρή θέση, μόλις βγήκε χειρότερος όταν δεν έπιασε μια τελευταία ζούλα που έβαλε, πήρε απότομα το παρτιδόφυλλο του Νάσου, και προεξοφλώντας τη συναίνεσή του, έγραψε μισό – μισό και στα δύο παρτιδόφυλλα, τα υπέγραψε και σηκώθηκε κι έφυγε.
Πλησίασε το τραπέζι τους ο διαιτητής. Εκτός από τους τρεις τους, μόνο ο υπεύθυνος του εντευκτηρίου είχε μείνει.
«Να σε καρφώσει κανένας στην ΚΕΔ, που παίζεται παρτίδα στην κόψη του ξυραφιού κι εσύ έχεις πιάσει ψιλή κουβέντα με τον γερο-Βάσια στην άλλη άκρη της αίθουσας, να σου πω εγώ, Λόταρ Σμιτ της πεντάρας», σκέφτηκε ο Νάσος.
- Άντε να πάμε σπίτια μας. Αλλά κι εσύ, γύρισε στον Νάσο, έπρεπε να έχεις εγκαταλείψει προ πολλού, όχι να συνεχίζεις με τόσο υλικό κάτω. Και διόρθωσε το αποτέλεσμα στο παρτιδόφυλλό σου, μηδέν – ένα, όχι μισό – μισό. Και καθαρά, να μη σε βάλω να το αντιγράψεις.
- Μα, ισοπαλία ήρθε, κύριε Βαγγέλη, είπε ήρεμα ο Φάνης. Να, δείτε και το δικό μου παρτιδόφυλλο.
Ο διαιτητής έγινε μπορντώ. Μάζεψε τα παρτιδόφυλλα και έφυγε σαν κυνηγημένος, χωρίς να χαιρετήσει. «Εμ, βέβαια, αφού μετράς μόνο το Έλο και το υλικό, με είχες για τελειωμένο, διαιτητόμπα της πυρκαγιάς», σκέφτηκε ο Νάσος.
Ο Φάνης άρχισε να στήνει μια θέση στη σκακιέρα. «Ωχ, έχει όρεξη για ανάλυση. Τώρα είναι που δεν μπορώ να φύγω με τίποτα, είναι μεγάλη αγένεια».
- Εδώ, αντί να αλλάξω τα πιόνια στην πτέρυγα της Βασίλισσας, έπρεπε να σπρώξω α4, ώστε να διατηρήσω την ένταση και να αδειάσω και το α5 για τον Ίππο. Και, αν θέλεις τη γνώμη μου, η διάσπασή σου με ζ5 ήταν μάλλον πρόωρη, έπρεπε πρώτα να αναδιπλώσεις τα ελαφρά σου...
«Καληνύχτα γι΄ αύριο, άρχισε τη βαθιά στρατηγική. Καλοσύνη του βέβαια να πιστεύει ότι είμαι σε θέση να τον παρακολουθήσω και μου μιλάει σαν ίσος προς ίσον. Εννιάμιση. Η μόνη μου ελπίδα είναι να μας διώξει ο Βάσια για να κλείσει».
- Δυνατός ο μικρός, ε, Φάνη; είπε ο ηλικιωμένος, ακουμπώντας επιδοκιμαστικά τον Νάσο στον ώμο.
«Μικρό είναι το μάτι σου, δεκαεφτά χρονών άντρας είμαι, μπαίνω και στα ακατάλληλα. Καλά, παρά δύο μήνες».
- Vamos a ver, λοιπόν – είπε.
«Εντάξει, το ξέρουμε ότι έχεις πάει και στην Κούβα σε τάγματα εθελοντικής εργασίας – εθελοντικής, ο πισινός μου».
Τράβηξε καρέκλα και κάθισε καβαλλικευτά.
«Τώρα δέσαμε, έχει διάθεση για κουβέντα. Θα αρχίσει να μας λέει πάλι την ιστορία που παραλίγο να πάρει ισοπαλία στο σιμουλτανέ από τον Μπονταρέφσκι, ή την άλλη στο σχολείο στην Οδησσό. Δέκα χιλιάδες φορές μας τα έχει διηγηθεί».
- ...και τότε ήρθε στην τάξη ο γυμνασιάρχης μαζί με έναν άλλο κύριο, δεν ξέραμε ποιος ήταν, και μας λέει:....
«...και ο Μπρονστάιν πήρε την κιμωλία και άρχισε να τραβάει κάτι ακατανόητες γραμμές στον μαυροπίνακα...»
- ...και ο σύντροφος Νταβίντ Ιόνοβιτς πήρε την κιμωλία και άρχισε να σχεδιάζει κάτι ακαθόριστες γραμμές στον μαυροπίνακα...
«Το παράλλαξε λίγο αυτή τη φορά», σκέφτηκε ο Νάσος.
Τρία.
Ήταν δέκα και δέκα όταν βγήκε Αλεξάνδρας, και έντεκα παρά είκοσι όταν έφτασε στο «Μινωικόν». Βρήκε μόνο τον Διονύση με τη Βάλια.
- Για λίγο θα την προλάβαινες, είπε ο Διονύσης. Σου άφησε αυτό.
Η Τίνα δεν ήξερε ότι ο τελευταίος γύρος ήταν πρωί• δεν της το είχε πει και ο Νάσος.
Τέσσερα.
- Σιμπίτιουμ! Η αδυναμία μου. Πώς το ήξερες; και του έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι.
«Σιμπι- τι; Βρε τον απατεώνα, και μου τη μοσχοπούλησε για ορχιδέα. Την προηγούμενη φορά η αδυναμία της ήταν τα λευκά τριαντάφυλλα, και την προ-προηγούμενη οι γαρδένιες. Ευτυχώς που έχει πολλές αδυναμίες, λευκού χρώματος μέχρι στιγμής, όμως όλο και ανεβαίνουμε πίστα. Αγιογδύτης ο λουλουδάς, αλλά χαλάλι της. Αν πάντως την ξαναστήσω, δεν καθαρίζω ούτε με μπέντζαμιν».
- Για πες μου λοιπόν για τη χτεσινή παρτίδα.
- Τίνα, να σου εξηγήσω...
- Χάρηκα ειλικρινά για την ισοπαλία που πήρες, τον διέκοψε. Είχα θετικό προαίσθημα, αλλά δεν σου το είπα για να μη σε επηρεάσω.
«Ναι, πώς, αμέ, φενγκ σούι, ίη-ες-πίη, ασημένια χορδή, λύγισμα κουταλιών, τηλεκίνηση σκρίνιων και βιολοδόξαρα. Διάβασε και λίγο Φρομμ και Άντλερ, κοριτσάκι, που έχεις μείνει στον Μπουσκάλια και τον Πιντέρη, ν΄ ανοίξουν τα ματάκια σου, που παθαίνεις μυδρίαση στο φως σαν νεογέννητο κατσούλι. Μα για στάσου, πότε πρόλαβε και το έμαθε; Κατάλαβα, θα τηλεφωνήθηκαν με τη Βάλια. Είδες γυναικεία αντικατασκοπία τα δεκατετράχρονα; Όχι, παίζουμε».
- Και τώρα, με ένα βαθμό το απόγευμα στον τελευταίο γύρο κάνεις νόρμα, έτσι; Είδες, που έλεγες ότι είναι ακατόρθωτο;
«Ούτε υστερίες, ούτε σκηνές. Σαν να μη συνέβη τίποτα. Τέρμα, είναι γλύκισμα η πιτσιρίκα. Και πιστεύει ότι στο σκάκι έχουμε τρία – ένα – μηδέν, όπως στο ποδόσφαιρο. Άσε, δεν θα τη διορθώσω, αρκετά της έχω γανώσει το κεφάλι με δαύτα. Είπα μια φορά να δοκιμάσω να κάνω σχέση, όχι βαριάντα. Και, ναι, δεν ξέρει ότι ο τελευταίος γύρος ξεκινάει αυτή την ώρα. Ούτε θα το μάθει τώρα. Και να βράσω και τη νόρμα και την Τόσκα και τη Μαντάμ Μπατερφλάι».
Πέντε.
«Το Πειθαρχικό Συμβούλιο (...) με την κατηγορία της απροειδοποίητης μη προσέλευσης στον τελευταίο γύρο του τουρνουά (...) Αφού έλαβε υπόψη του την απολογία του κατηγορουμένου (...) Δια ταύτα, ο κατηγορούμενος Αθανάσιος Κιρκινέζης απαλλάσσεται λόγω έρωτος».
Επίλογος: Επειδή ουκ εά με καθεύδειν το του Παναγιώτου τρόπαιον, ο οποίος κράτησε το ενδιαφέρον μας τα τρία προηγούμενα Σάββατα με ένα διήγημα σε τρία μέρη, με κεντρική ιδέα τον σταυρό σε διάφορες θέσεις από σπουδές. γονατόγραψα ένα γράφημα όπου σε μία θέση εμφανίζονται τέσσερις σταυροί.
Στη θέση που διάλεξα (ενδιάμεση φάση από σπουδή του Κασπαριάν, 1938), σχηματίζονται τέσσερις ισόπλευροι σταυροί με το ίδιο κέντρο:
Αν ο μαύρος Βασιλιάς βρεθεί στα ε6, ζ5, ε4, δ5 (σταυρός με κέντρο το ε5 και πλευρά 1), η λευκή Βασίλισσα του δίνει σαχ από τα συζυγή τετράγωνα ε8, θ5, ε2, β5 (σταυρός με το ίδιο κέντρο, το ε5, και πλευρά 3)• αν ο μαύρος Βασιλιάς βρεθεί στα τετράγωνα ζ6, ζ4, δ4, δ6 (σταυρός με κέντρο το ε5 και πλευρά √2), η λευκή Βασίλισσα του δίνει σαχ από τα συζυγή τετράγωνα θ8, θ2, β2, β8 (σταυρός με το ίδιο κέντρο, το ε5, και πλευρά 3√2).
Ένα.
- Σήμερα παίζω με τον Ανακλησίδη, τον Φάνη, ξέρεις, τον διεθνή μαιτρ. Αρχίζουμε στις πέντε, μέχρι τις οχτώ το πολύ θα με έχει κάνει αλοιφή για τα μπρούτζα, οχτώμιση, εννιά παρά θα έρθω να σε βρω στο στέκι μας.
- Μήπως θέλεις να το αναβάλουμε, Νάσο; Έτσι κι αλλιώς, εγώ μέχρι δέκα έχω περιθώριο, ξέρεις τώρα τον μπαμπά, είναι παλαιών αρχών. Και βλεπόμαστε αύριο.
- Όχι βέβαια. Εννιά παρά, εννιά το αργότερο αν βρω κίνηση, θα είμαι εκεί.
- Να έρθω να σε περιμένω;
- Όχι, Τίνα, πού να ανεβαίνεις Αμπελοκήπους μόνη σου σαββατοβραδιάτικα, και τι να κάνεις ανάμεσα στους πορωμένους, θα πλήξεις. Άσε που θα σε τρώνε με τα μάτια, οι λιγούρηδες, είσαι και νόστιμη. Κάτσε με την παρέα και θάρθω να σας βρω εγώ.
Δύο.
Κοίταζε μια τη θέση, εννιά παρά πέντε, μια το ρολόι, δύο Πύργους κάτω.
Έμεναν τέσσερις κινήσεις για τις σαράντα. Έδωσε μερικά σαχ της απελπισίας:
37.Βε2+ Ρζ5 38.Βθ5+ Ρζ6 39.Βθ8+ Ρε6 40.Βε8+ Ρδ6.
Ο χρόνος ανανεώθηκε. Μόλις τότε παρατήρησε ότι ο μαύρος Βασιλιάς έπρεπε να εκτελεί κυκλοτερή χορό γύρω από τη συμβία του – αν δεν ήθελε να τη χάσει.
41.Ββ8+ Ρδ5 42.Ββ5+ Ρδ4 43.Ββ2+.
Ναι, είναι οριστικό. Αρκεί να δίνει σαχ από τα κατάλληλα τετράγωνα.
Ο Νάσος δεν πρότεινε ισοπαλία• εθιμικά, η πρωτοβουλία για την πρόταση ανήκει στον καλύτερο παίκτη, κατά μείζονα λόγο αν έχει και περισσότερο υλικό.
Ο Φάνης δεν δοκίμασε 43...Ρδ3, μήπως και ο άλλος δεν παίξει 44.Βγ2+, αλλά παρασυρθεί να πάρει τη Βασίλισσα και γίνει ματ με Πα1. Πρότεινε ισοπαλία.
Όταν ο Νάσος δέχτηκε, δεν αισθανόταν, τι περίεργο, κάποια ικανοποίηση, κάποια ευχαρίστηση• μάλλον ένα κενό, μια ματαίωση ένιωθε. Και ενοχή.
Έβλεπε αστράκια από την ένταση και ένιωθε το κεφάλι του να ζυγίζει όσο ένας μετεωρίτης. Αν τον εξέταζε γιατρός εκείνη τη στιγμή, θα του ακύρωνε το δελτίο. Και σαν να μην έφταναν αυτά, στο κάτω μέρος του οπτικού του πεδίου είρπε, σαν κινούμενο μήνυμα, το ποίημα του Χριστιανόπουλου για το κουρείο και το κορμί.
Ήταν ήδη εννιά και τέταρτο. «Θα πάρω ταξί, σε δέκα λεπτά θα είμαι Καλλιθέα», σκέφτηκε.
- Συγχαρητήρια φίλε, έπαιξες καταπληκτικά. Συγγνώμη που δεν σού πρότεινα ισοπαλία νωρίτερα, δεν κατάλαβα αμέσως ότι είχα πέσει σε αεικίνητο.
«Ήθος», σκέφτηκε ο Νάσος. «Του στέρησα την πρώτη θέση και το έπαθλο, και κάθεται και μου λέει και σπολλάτη». Πόση διαφορά από τον αντίπαλό του στον προηγούμενο γύρο που, αφού τον ταλαιπώρησε για ώρα σε μια νεκρή θέση, μόλις βγήκε χειρότερος όταν δεν έπιασε μια τελευταία ζούλα που έβαλε, πήρε απότομα το παρτιδόφυλλο του Νάσου, και προεξοφλώντας τη συναίνεσή του, έγραψε μισό – μισό και στα δύο παρτιδόφυλλα, τα υπέγραψε και σηκώθηκε κι έφυγε.
Πλησίασε το τραπέζι τους ο διαιτητής. Εκτός από τους τρεις τους, μόνο ο υπεύθυνος του εντευκτηρίου είχε μείνει.
«Να σε καρφώσει κανένας στην ΚΕΔ, που παίζεται παρτίδα στην κόψη του ξυραφιού κι εσύ έχεις πιάσει ψιλή κουβέντα με τον γερο-Βάσια στην άλλη άκρη της αίθουσας, να σου πω εγώ, Λόταρ Σμιτ της πεντάρας», σκέφτηκε ο Νάσος.
- Άντε να πάμε σπίτια μας. Αλλά κι εσύ, γύρισε στον Νάσο, έπρεπε να έχεις εγκαταλείψει προ πολλού, όχι να συνεχίζεις με τόσο υλικό κάτω. Και διόρθωσε το αποτέλεσμα στο παρτιδόφυλλό σου, μηδέν – ένα, όχι μισό – μισό. Και καθαρά, να μη σε βάλω να το αντιγράψεις.
- Μα, ισοπαλία ήρθε, κύριε Βαγγέλη, είπε ήρεμα ο Φάνης. Να, δείτε και το δικό μου παρτιδόφυλλο.
Ο διαιτητής έγινε μπορντώ. Μάζεψε τα παρτιδόφυλλα και έφυγε σαν κυνηγημένος, χωρίς να χαιρετήσει. «Εμ, βέβαια, αφού μετράς μόνο το Έλο και το υλικό, με είχες για τελειωμένο, διαιτητόμπα της πυρκαγιάς», σκέφτηκε ο Νάσος.
Ο Φάνης άρχισε να στήνει μια θέση στη σκακιέρα. «Ωχ, έχει όρεξη για ανάλυση. Τώρα είναι που δεν μπορώ να φύγω με τίποτα, είναι μεγάλη αγένεια».
- Εδώ, αντί να αλλάξω τα πιόνια στην πτέρυγα της Βασίλισσας, έπρεπε να σπρώξω α4, ώστε να διατηρήσω την ένταση και να αδειάσω και το α5 για τον Ίππο. Και, αν θέλεις τη γνώμη μου, η διάσπασή σου με ζ5 ήταν μάλλον πρόωρη, έπρεπε πρώτα να αναδιπλώσεις τα ελαφρά σου...
«Καληνύχτα γι΄ αύριο, άρχισε τη βαθιά στρατηγική. Καλοσύνη του βέβαια να πιστεύει ότι είμαι σε θέση να τον παρακολουθήσω και μου μιλάει σαν ίσος προς ίσον. Εννιάμιση. Η μόνη μου ελπίδα είναι να μας διώξει ο Βάσια για να κλείσει».
- Δυνατός ο μικρός, ε, Φάνη; είπε ο ηλικιωμένος, ακουμπώντας επιδοκιμαστικά τον Νάσο στον ώμο.
«Μικρό είναι το μάτι σου, δεκαεφτά χρονών άντρας είμαι, μπαίνω και στα ακατάλληλα. Καλά, παρά δύο μήνες».
- Vamos a ver, λοιπόν – είπε.
«Εντάξει, το ξέρουμε ότι έχεις πάει και στην Κούβα σε τάγματα εθελοντικής εργασίας – εθελοντικής, ο πισινός μου».
Τράβηξε καρέκλα και κάθισε καβαλλικευτά.
«Τώρα δέσαμε, έχει διάθεση για κουβέντα. Θα αρχίσει να μας λέει πάλι την ιστορία που παραλίγο να πάρει ισοπαλία στο σιμουλτανέ από τον Μπονταρέφσκι, ή την άλλη στο σχολείο στην Οδησσό. Δέκα χιλιάδες φορές μας τα έχει διηγηθεί».
- ...και τότε ήρθε στην τάξη ο γυμνασιάρχης μαζί με έναν άλλο κύριο, δεν ξέραμε ποιος ήταν, και μας λέει:....
«...και ο Μπρονστάιν πήρε την κιμωλία και άρχισε να τραβάει κάτι ακατανόητες γραμμές στον μαυροπίνακα...»
- ...και ο σύντροφος Νταβίντ Ιόνοβιτς πήρε την κιμωλία και άρχισε να σχεδιάζει κάτι ακαθόριστες γραμμές στον μαυροπίνακα...
«Το παράλλαξε λίγο αυτή τη φορά», σκέφτηκε ο Νάσος.
Τρία.
Ήταν δέκα και δέκα όταν βγήκε Αλεξάνδρας, και έντεκα παρά είκοσι όταν έφτασε στο «Μινωικόν». Βρήκε μόνο τον Διονύση με τη Βάλια.
- Για λίγο θα την προλάβαινες, είπε ο Διονύσης. Σου άφησε αυτό.
Η Τίνα δεν ήξερε ότι ο τελευταίος γύρος ήταν πρωί• δεν της το είχε πει και ο Νάσος.
Τέσσερα.
- Σιμπίτιουμ! Η αδυναμία μου. Πώς το ήξερες; και του έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι.
«Σιμπι- τι; Βρε τον απατεώνα, και μου τη μοσχοπούλησε για ορχιδέα. Την προηγούμενη φορά η αδυναμία της ήταν τα λευκά τριαντάφυλλα, και την προ-προηγούμενη οι γαρδένιες. Ευτυχώς που έχει πολλές αδυναμίες, λευκού χρώματος μέχρι στιγμής, όμως όλο και ανεβαίνουμε πίστα. Αγιογδύτης ο λουλουδάς, αλλά χαλάλι της. Αν πάντως την ξαναστήσω, δεν καθαρίζω ούτε με μπέντζαμιν».
- Για πες μου λοιπόν για τη χτεσινή παρτίδα.
- Τίνα, να σου εξηγήσω...
- Χάρηκα ειλικρινά για την ισοπαλία που πήρες, τον διέκοψε. Είχα θετικό προαίσθημα, αλλά δεν σου το είπα για να μη σε επηρεάσω.
«Ναι, πώς, αμέ, φενγκ σούι, ίη-ες-πίη, ασημένια χορδή, λύγισμα κουταλιών, τηλεκίνηση σκρίνιων και βιολοδόξαρα. Διάβασε και λίγο Φρομμ και Άντλερ, κοριτσάκι, που έχεις μείνει στον Μπουσκάλια και τον Πιντέρη, ν΄ ανοίξουν τα ματάκια σου, που παθαίνεις μυδρίαση στο φως σαν νεογέννητο κατσούλι. Μα για στάσου, πότε πρόλαβε και το έμαθε; Κατάλαβα, θα τηλεφωνήθηκαν με τη Βάλια. Είδες γυναικεία αντικατασκοπία τα δεκατετράχρονα; Όχι, παίζουμε».
- Και τώρα, με ένα βαθμό το απόγευμα στον τελευταίο γύρο κάνεις νόρμα, έτσι; Είδες, που έλεγες ότι είναι ακατόρθωτο;
«Ούτε υστερίες, ούτε σκηνές. Σαν να μη συνέβη τίποτα. Τέρμα, είναι γλύκισμα η πιτσιρίκα. Και πιστεύει ότι στο σκάκι έχουμε τρία – ένα – μηδέν, όπως στο ποδόσφαιρο. Άσε, δεν θα τη διορθώσω, αρκετά της έχω γανώσει το κεφάλι με δαύτα. Είπα μια φορά να δοκιμάσω να κάνω σχέση, όχι βαριάντα. Και, ναι, δεν ξέρει ότι ο τελευταίος γύρος ξεκινάει αυτή την ώρα. Ούτε θα το μάθει τώρα. Και να βράσω και τη νόρμα και την Τόσκα και τη Μαντάμ Μπατερφλάι».
Πέντε.
«Το Πειθαρχικό Συμβούλιο (...) με την κατηγορία της απροειδοποίητης μη προσέλευσης στον τελευταίο γύρο του τουρνουά (...) Αφού έλαβε υπόψη του την απολογία του κατηγορουμένου (...) Δια ταύτα, ο κατηγορούμενος Αθανάσιος Κιρκινέζης απαλλάσσεται λόγω έρωτος».
Επίλογος: Επειδή ουκ εά με καθεύδειν το του Παναγιώτου τρόπαιον, ο οποίος κράτησε το ενδιαφέρον μας τα τρία προηγούμενα Σάββατα με ένα διήγημα σε τρία μέρη, με κεντρική ιδέα τον σταυρό σε διάφορες θέσεις από σπουδές. γονατόγραψα ένα γράφημα όπου σε μία θέση εμφανίζονται τέσσερις σταυροί.
Στη θέση που διάλεξα (ενδιάμεση φάση από σπουδή του Κασπαριάν, 1938), σχηματίζονται τέσσερις ισόπλευροι σταυροί με το ίδιο κέντρο:
Αν ο μαύρος Βασιλιάς βρεθεί στα ε6, ζ5, ε4, δ5 (σταυρός με κέντρο το ε5 και πλευρά 1), η λευκή Βασίλισσα του δίνει σαχ από τα συζυγή τετράγωνα ε8, θ5, ε2, β5 (σταυρός με το ίδιο κέντρο, το ε5, και πλευρά 3)• αν ο μαύρος Βασιλιάς βρεθεί στα τετράγωνα ζ6, ζ4, δ4, δ6 (σταυρός με κέντρο το ε5 και πλευρά √2), η λευκή Βασίλισσα του δίνει σαχ από τα συζυγή τετράγωνα θ8, θ2, β2, β8 (σταυρός με το ίδιο κέντρο, το ε5, και πλευρά 3√2).