Κυριακή 16 Μαΐου 2010

3 Ιουνίου 1905


Φανταστείτε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι ζουν μόνο για μία ημέρα. Είτε ο ρυθμός της καρδιάς και της αναπνοής τους έχει επιταχυνθεί τόσο ώστε μια ολόκληρη ζωή να συμπιέζεται στο χρονικό διάστημα που χρειάζεται η Γη για να στραφεί γύρω από τον άξονά της μία φορά, είτε η κίνηση της Γης γύρω από τον εαυτό της έχει επιβραδυνθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε μία πλήρης περιστροφή να διαρκεί όσο και μια ολόκληρη ανθρώπινη ζωή —όποια ερμηνεία κι αν διαλέξει κανείς, θα είναι σωστή. Και στις δύο περιπτώσεις, κάθε άντρας και κάθε γυναίκα βλέπει μια ανατολή και ένα ηλιοβασίλεμα.

Σ' αυτόν τον κόσμο, ουδείς ζει αρκετά ώστε να παρακολουθήσει την εναλλαγή των εποχών. Κάποιος που γεννήθηκε Δεκέμβριο σε μια οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης δεν πρόκειται να δει ποτέ τον υάκινθο, τον κρίνο, το αστράκι, το κυκλάμινο, το εντελβάις, δεν θα δει ποτέ τα φύλλα του σφενταμιού να κοκκινίζουν και να χρυσίζουν, δεν θα ακούσει ποτέ τα τριζόνια και τ' αηδόνια. Κάποιος που γεννήθηκε Δεκέμβρη θα ζήσει όλη του τη ζωή μέσα στο κρύο. Αντίστοιχα, κάποιος που γεννήθηκε Ιούλιο δεν θα νιώσει ποτέ τις νιφάδες του χιονιού πάνω στα μάγουλά του, δεν θα δει ποτέ το κρύσταλλο της παγωμένης λίμνης, δεν θα ακούσει ποτέ το τρίξιμο που κάνουν οι μπότες όταν σέρνονται πάνω στο φρέσκο χιόνι. Κάποιος που γεννήθηκε Ιούλιο θα ζήσει όλη του τη ζωή μέσα στη ζέστη. Την ανομοιομορφία των εποχών την πληροφορούνται οι άνθρωποι από τα βιβλία.

Σ' αυτόν τον κόσμο, οι ζωές καθορίζονται από το φως. Κάποιος που γεννήθηκε με τη δύση του ήλιου περνάει το πρώτο μισό της ζωής του μέσα στη νύχτα, μαθαίνει τις τέχνες των κλειστών χώρων, λόγου χάρη την υφαντουργία ή την ωρολογοποιία, διαβάζει πολύ, γίνεται διανοούμενος, τρώει περισσότερο απ' ό,τι θα έπρεπε, φοβάται το απέραντο σκοτάδι που παραμονεύει έξω, κατοικεί στη σκιά. Κάποιος που γεννήθηκε με την ανατολή του ήλιου μαθαίνει τις ασχολίες των ανοιχτών χώρων, λόγου χάρη να καλλιεργεί τη γη και να χτίζει σπίτια, αποφεύγει τα βιβλία και τις διανοητικές προσπάθειες, ακτινοβολεί γεμάτος αυτοπεποίθηση, δεν φοβάται τίποτε.

Όλοι τα χάνουν όταν αλλάζει το φως, και όσοι γεννήθηκαν με την ανατολή και όσοι γεννήθηκαν με τη δύση. Όταν ανατέλλει ο ήλιος, όσοι γεννήθηκαν με τη δύση του νιώθουν να διαλύονται από την ξαφνική θέα των δέντρων, των ωκεανών και των βουνών, τυφλώνονται από το φως της ημέρας, επιστρέφουν στο σπίτι τους και καλύπτουν τα παράθυρά τους, περνούν την υπόλοιπη ζωή τους στο ημίφως. Όταν δύει ο ήλιος, όσοι γεννήθηκαν με την ανατολή του παραπονιούνται για τα πουλιά που εξαφανίστηκαν από τον ουρανό, για τις σκουρογάλαζες αποχρώσεις της θάλασσας, για τις υπνωτιστικές κινήσεις των σύννεφων. Κλαίνε και οδύρονται και αρνούνται να μάθουν τις σκοτεινές τέχνες των κλειστών χώρων, ξαπλώνουν στο χώμα και πασχίζουν να δουν όσα έβλεπαν και παλιά.

Σ' αυτόν τον κόσμο όπου η ανθρώπινη ζωή δεν κρατάει παρά μόνο μία ημέρα, οι άνθρωποι παίρνουν πολύ σοβαρά το χρόνο, μοιάζουν σαν τις γάτες που πασχίζουν να ακούσουν ήχους απ' το πατάρι. Καιρός για χάσιμο δεν υπάρχει. Γέννηση, σχολείο, έρωτες, γάμος, επαγγελματική ζωή, όλα πρέπει να χωρέσουν σε μια διάβαση του ήλιου, σε μία αυξομείωση του φωτός. Οι άνθρωποι που διασταυρώνονται στο δρόμο σηκώνουν ελαφρά τα καπέλα τους και συνεχίζουν βιαστικά. Οι άνθρωποι που ανταμώνουν σε σπίτια ενημερώνονται ευγενικά για την υγεία των άλλων και αμέσως μετά ασχολούνται με τις υποθέσεις τους. Οι άνθρωποι που μαζεύονται στα καφέ παρατηρούν νευρικά τις σκιές να μακραίνουν ή να κονταίνουν και δεν κάθονται πολύ. Ο χρόνος είναι τόσο πολύτιμος. Η ζωή είναι μια πρόσκαιρη στιγμή. Η ζωή είναι μια νιφάδα που πέφτει στη γη. Η ζωή είναι μία φθινοπωρινή μέρα. Η ζωή είναι σαν την εύθραυστη σκιά μιας πόρτας που κλείνει γρήγορα. Η ζωή είναι μια σύντομη κίνηση των χεριών και των ποδιών.

Όταν έρχονται τα γηρατειά, είτε φως είναι είτε σκοτάδι, οι άνθρωποι ανακαλύπτουν ότι δεν γνωρίζουν κανέναν. Δεν είχαν το χρόνο. Οι γονείς πέθαναν, το μεσημέρι ή τα μεσάνυχτα. Οι αδερφοί και οι αδερφές έφυγαν σε μακρινές πολιτείες, αρπάζοντας τις ευκαιρίες που τους δόθηκαν. Οι φίλοι άλλαξαν όσο ν' αλλάξει ο ήλιος θέση. Τα σπίτια, οι πόλεις, οι δουλειές, οι έρωτες, όλα σχεδιάστηκαν με το σκοπό να εξυπηρετήσουν μια ζωή στριμωγμένη σε μία ημέρα. Ο ηλικιωμένος άνθρωπος δεν γνωρίζει κανέναν. Μιλάει στους άλλους, αλλά δεν τους ξέρει.

Η ζωή του σκόρπισε σε θραύσματα συζητήσεων, ξεχασμένη από θραύσματα ανθρώπων. Η ζωή του διαμελίστηκε σε βιαστικά επεισόδια που ελάχιστοι τα παρακολούθησαν. Κάθεται κοντά στο κομοδίνο του, αφουγκράζεται το θόρυβο που κάνει η μπανιέρα καθώς γεμίζει και αναρωτιέται αν πραγματικά υπάρχει κάτι έξω από το νου του. Εκείνο το σφίξιμο στην αγκαλιά της μητέρας του υπήρξε πραγματικά; Εκείνη η κωμική αντιζηλία με το συμμαθητή του υπήρξε πραγματικά; Εκείνο το πρώτο ερωτικό μυρμήγκιασμα υπήρξε πραγματικά; Η αγαπημένη του υπήρξε; Και πού βρίσκονται τώρα όλα αυτά; Πού βρίσκονται τώρα, την ώρα που κάθεται κοντά στο κομοδίνο του, αφουγκράζεται το θόρυβο που κάνει η μπανιέρα καθώς γεμίζει και αντιλαμβάνεται αμυδρά το φως ν' αλλάζει;

(Alan Lightman, Τα όνειρα του Αϊνστάιν, μετάφραση Βίκυ Νικολαΐδου, εκδόσεις «Κάτοπτρο»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.