Προπονητικοί διάλογοι
Αντιμετωπίζοντας την ήττα
του Ηλία Κουρκουνάκη
Ένα σωστό αγωνιστικό πρόγραμμα αποτελεί προαπαιτούμενο για την εξέλιξη κάθε φιλόδοξου αθλητή. Καθώς όμως όλοι έχουμε διακυμάνσεις στην απόδοσή μας, εξίσου σημαντικό είναι να μπορούμε να αξιοποιούμε την εμπειρία μας, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Η νίκη έχει την αυταπόδεικτη αξία της επιτυχίας, αλλά και η ήττα μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο λίθο μιας μελλοντικής νίκης.
Η ήττα δεν περιορίζεται στις βαθμολογικές της επιπτώσεις, αλλά επιπλέον αποτελεί ψυχολογικό χτύπημα, τόσο για επαγγελματίες όσο και για ερασιτέχνες. Πρέπει να μάθουμε να την αντιμετωπίζουμε, να αντλούμε οφέλη από τα λάθη μας, να επανερχόμαστε στο ίδιο επίπεδο ενέργειας και να συνεχίζουμε την προσπάθεια.
Πρώτο βήμα σε αυτή την διαδικασία είναι η αποδοχή της ήττας και του λάθους ως αναπόφευκτης πραγματικότητας. Ακόμη και οι παγκόσμιοι πρωταθλητές διαπράττουν λάθη, πολύ συχνά μάλιστα λάθη που αντιλαμβάνονται στην διάρκεια της παρτίδας και συνεπώς θα μπορούσαν να τα είχαν αποφύγει αν είχαν κάνει τις ίδιες σκέψεις λίγο νωρίτερα. Από ψυχολογική σκοπιά, έχει μεγάλη σημασία να κατανοήσουμε ότι ένα λάθος δεν χαρακτηρίζει την προσωπικότητά μας και αποτελεί μόνο μικρό τμήμα της συνολικής μας απόδοσης.
Ένας λόγος που το σκάκι μπορεί να αποδειχθεί σκληρό ψυχολογικά είναι ότι μια κακή στιγμή μπορεί πολύ εύκολα να καθορίσει αρνητικά το συνολικό αποτέλεσμα πολύωρης αγωνιστικής προσπάθειας –και ίσως πολυήμερης προπονητικής! Στα περισσότερα άλλα αθλήματα κατά κανόνα δίνονται δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες στην διάρκεια του αγώνα, με την έννοια ότι υπάρχουν επί μέρους βαθμολογίες και δυνατότητα ανατροπής του προσωρινού αποτελέσματος. Για παράδειγμα, μπορεί μια ομάδα ποδοσφαίρου να χάνει 2-0 στο ημίχρονο έχοντας διαπράξει τραγικά λάθη, αλλά τελικά να κερδίσει τον συγκεκριμένο αγώνα. Ή ένας άλτης μήκους να πραγματοποιήσει κάμποσα άκυρα άλματα και ίσως κάποιο πολύ κακό, αλλά τελικά να πρωτεύσει χάρη σε μια μοναδική εξαιρετική προσπάθεια.
Σε μια παρτίδα σκάκι όμως, ιδίως υψηλού επιπέδου, η μεγάλη ανατροπή αποτελεί σπάνια εξαίρεση και γι’ αυτό αναδεικνύεται ιδιαίτερα και σχολιάζεται όποτε συμβαίνει. Συχνότερα ένα λάθος θα κρίνει την έκβαση της μάχης ή τουλάχιστον θα δώσει μια σαφή κατεύθυνση στις εξελίξεις. Και όσο ψηλότερο το επίπεδο των αντιπάλων, τόσο μεγαλύτερο γίνεται το ειδικό βάρος κάθε λάθους.
Δεν πρέπει λοιπόν να επιτρέψουμε σε ένα τέτοιο λάθος να επηρεάσει καθοριστικά την κρίση μας για την απόδοσή μας σε ολόκληρη την παρτίδα, για την πορεία μας στο τουρνουά ή για την διαδικασία προετοιμασίας μας. Χρειάζεται να το εντοπίσουμε, να το απομονώσουμε και να το καταπολεμήσουμε, ιδιαίτερα αν αποδειχθεί ότι το είδος αυτού του λάθους εμφανίζεται συχνά σε παρτίδες μας. Βέβαια, πολύ περισσότερο είναι αναγκαίο να διαχωριστούν τα λάθη από τις σωστές κινήσεις όταν υπάρχουν αρκετά σε έναν αγώνα. Προς αυτή την κατεύθυνση, έχει μεγάλη σημασία η σωστή ανάλυση των παρτίδων μας.
Πρέπει να τονιστεί ότι στον 21ο αιώνα οι περισσότεροι παίκτες χρησιμοποιούν κατά κύριο λόγο σκακιστικά προγράμματα του τύπου «Fritz», «Stockfish» ή «Rybka» στην ανάλυση των παρτίδων, ώστε τα θετικά αυτής της αντιμετώπισης να συμβαδίζουν με ένα σημαντικό μειονέκτημα: ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορεί να εντοπίσει αναλυτικά λάθη, όχι όμως λάθη της σκέψης, που κατά κανόνα είναι σημαντικότερα. Τα αναλυτικά λάθη μπορούν να ανασκευαστούν ένα προς ένα, ενώ το να ξεπεράσουμε λάθη στον τρόπο σκέψης μας μπορεί να οδηγήσει στην απάλειψη ολόκληρης κατηγορίας αναλυτικών λαθών. Όπως είπε και ο Albert Einstein «δεν είναι δυνατόν να λύσουμε τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, αν παραμείνουμε στο ίδιο επίπεδο σκέψης στο οποίο βρισκόμασταν τη στιγμή που τα δημιουργήσαμε.»
Θα ήθελα να σχολιάσω επιπρόσθετα ότι η χρονική στιγμή στην οποία πραγματοποιείται η ανάλυση μιας παρτίδας έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Η πάροδος μερικών ημερών μπορεί να συνεισφέρει στην συναισθηματική αποφόρτιση και συνακόλουθα στην αντικειμενικότερη ανάλυση των κινήσεων και σχεδίων. Από την άλλη πλευρά, όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση ανάμεσα στην παρτίδα και στην ανάλυση, τόσο περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν να ξεχάσουμε τον τρόπο σκέψης που οδήγησε σε λάθη. Κατά συνέπεια, συμφέρει να κάνουμε κάποια «ψυχολογικά» σχόλια σχεδόν αμέσως μετά την παρτίδα και να προχωράμε σε εκτεταμένη «σκακιστική» ανάλυση λίγο καιρό μετά την ολοκλήρωση του τουρνουά. Μάλιστα, οι πιο «συναισθηματικοί» παίκτες ίσως είναι σκόπιμο να αποφύγουν την ανάλυση σε βάθος αμέσως μετά την παρτίδα, προκειμένου να μην επηρεαστούν υπέρμετρα στις επόμενες.
Ας εξετάσουμε όμως το ζήτημα από προπονητική σκοπιά. Σε κάθε λανθασμένη κίνηση, σε κάθε λανθασμένο σχέδιο, υπάρχουν ψήγματα σωστής σκέψης. Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου παίξαμε αυτόματα, λειτούργησαν διεργασίες διαισθητικής ανάλυσης και συλλογισμών που πραγματοποιήθηκαν ταχύτατα σε υποσυνείδητο επίπεδο. Σε όλα αυτά υπήρχε κάποια βάση και κάποιος στόχος, αλλά κάπου στην πορεία πραγματοποιήθηκε μια επιλογή που δεν συμβάδιζε με τις ανάγκες της θέσης και τις προτεραιότητες που επέβαλαν οι συνθήκες.
Εφόσον θέλουμε να προοδεύσουμε, στην φάση ανασκόπησης επιβάλλεται να αναζητηθούν τα στοιχεία της υποκειμενικής μας σκέψης που ανταποκρίνονται στην αντικειμενική πραγματικότητα της σκακιέρας και στη συνέχεια να διαχωριστούν από εκείνα που πράγματι ήταν λανθασμένα και οδήγησαν στην επιλογή μιας συνολικά αποτυχημένης απόφασης. Για παράδειγμα, η επίθεσή μας αποδείχθηκε πρόωρη επειδή παραβλέψαμε μια αμυντική δυνατότητα του αντιπάλου ή επειδή θέλαμε οπωσδήποτε να επιτεθούμε όσο πιο γρήγορα γίνεται και δεν φροντίσαμε προηγουμένως να δραστηριοποιήσουμε επαρκή αριθμό δυνάμεων; Μήπως υποτιμήθηκε το εχθρικό αντιπαιχνίδι ή ανοίξαμε γραμμές για το ζεύγος Αξιωματικών σε στιγμή που υστερούσαμε στην ανάπτυξη συνολικά; Εδώ η ίδια κίνηση που «Fritz», «Stockfish» και «Rybka» θα αναδείξουν ως λαθεμένη θα πρέπει να χαρακτηριστεί διαφορετικά, ανάλογα με τον τρόπο σκέψης μας. Μια δυσκολία είναι ότι πολλές φορές προτιμάμε να αποδώσουμε ένα λάθος σε έλλειψη γνώσεων, παρά να αναγνωρίσουμε ότι ο τρόπος σκέψης μας δεν ήταν σωστός.
Η ουσία είναι ότι, με κατάλληλη προσέγγιση των λαθών μας, μπορούμε πάνω στο πεδίο μιας αποτυχημένης μάχης να καλλιεργήσουμε τον σπόρο μιας μελλοντικής νίκης.
Προς αυτή την κατεύθυνση, στο ξεκίνημα μιας νέας συνεργασίας με σχετικά έμπειρους παίκτες, προτείνω να κατασκευαστεί ένας πίνακας των παρτίδων που έπαιξαν στην προηγούμενη αγωνιστική περίοδο. Καταγράφουμε όλες ανεξαιρέτως τις παρτίδες και αξιολογούμε καθεμιά της αναφορικά με διάφορους τομείς. Ορισμένοι από αυτούς που έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμοι είναι «άνοιγμα», «στρατηγική», «τακτική», «φινάλε» και «αγωνιστικές παράμετροι» (π.χ. πίεση χρόνου, μέρα ή ώρα διεξαγωγής του αγώνα, συναισθηματική προδιάθεση), αλλά υπάρχουν και άλλοι που ο χώρος δεν επαρκεί να αναπτυχθούν εδώ και τώρα.
Αφού ολοκληρωθεί η καταγραφή των δεδομένων, εστιάζουμε σε προβλήματα που εμφανίζονται κατ’ επανάληψη, όπως δυσχέρεια στην άμυνα, τακτικά λάθη σε θέσεις με στρατηγική υπεροχή, κ.λπ. Ο πίνακας αυτός, εφόσον συμπληρωθεί με ειλικρίνεια, αποτελεί εξαιρετικό διαγνωστικό εργαλείο για τα κυριότερα προβλήματα ενός παίκτη. Επίσης σημαντικό είναι ότι η ίδια μεθοδολογία μπορεί να εφαρμοστεί και χωρίς προπονητή.
Δυστυχώς, πολύ συχνά παρατηρώ ότι τα συμπεράσματα που εξάγονται από μια τέτοια διαδικασία δεν χρησιμοποιούνται με παραγωγικό τρόπο. Ένα ζήτημα που αντιμετώπισα κατ’ επανάληψη είναι ότι οι περισσότεροι σκακιστές και σκακίστριες προτιμούν να επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους σε τομείς στους οποίους είναι ήδη ικανοί, παρά σε εκείνους όπου παρουσιάζονται τα περισσότερα προβλήματα. Για παράδειγμα, μπορεί ένας παίκτης να έχει χαρακτηρίσει ως επιτυχημένα κατά 80% τα ανοίγματα που χρησιμοποίησε και μόλις 40% τα φινάλε που προέκυψαν στις παρτίδες του, αλλά στη συνέχεια να προσπαθεί να βελτιώσει περισσότερο τα ανοίγματά του και να μην ασχολείται σχεδόν καθόλου με φινάλε. Από προπονητική σκοπιά όμως, είναι πολύ σημαντικότερο να έχουμε μια πιο σφαιρική σκακιστική προσωπικότητα από την υπερανάπτυξη μιας ικανότητας με παράλληλη μειωμένη καλλιέργεια κάποιων άλλων.
Προφανώς, κάθε επιπλέον ώρα μελέτης στους τομείς όπου ήδη είμαστε καλοί θα έχει συγκριτικά μικρότερη απόδοση από αυτήν που θα έχει όταν αντιμετωπίζουμε τις αδυναμίες μας. Φαίνεται όμως ότι η ανάγκη επιβεβαίωσης υπερισχύει όταν η ανάγκη για συνολική βελτίωση απαιτεί αυτοκριτική και αυτοαμφισβήτηση. Με άλλα λόγια, η πορεία για την σκακιστική βελτίωση περνάει από την ενίσχυση του χαρακτήρα –και αυτό είναι από τα σημαντικότερα πράγματα που έχει να μας διδάξει το σκάκι!
Δηλαδή, η πρόοδος στο κατ’ εξοχήν παιχνίδι λογικής αναπόφευκτα συμβαδίζει με αυτογνωσία όσον αφορά στα συναισθήματα και στις διαδικασίες σκέψης μας, καθώς και κατάλληλη επεξεργασία τους. Αυτό, βέβαια, είναι ένα πολύ διαφορετικό ζήτημα και επιβάλλεται να συζητηθεί ξεχωριστά.