του
Παναγιώτη Κονιδάρη
(
μέρος ΙΙΙ, «Ίπποι-ίπποι-ούμε και άλλα παρατράγουδα»)Και καλά να ανοίγεις τα μάτια σου και να βλέπεις δίπλα σου, ξέρω γω, έναν καραβανά ή έναν δεσμοφύλακα, ή έστω μια χοντρή και άσχημη γυναίκα. Αυτά τρώγονται. Το να βλέπεις όμως καθ’ εκάστην πρωινή έναν κόκκινο δαίμονα έτοιμο να σου ρουφήξει το ΕΛΟ, πάει πολύ. Το πράγμα είχε αρχίσει να καταντάει αηδία. Είχα βρει το διάβολό μου, που λένε.
Ο βελζεβούλης θα περίμενε κανείς, μετά την αποτυχία του να με κερδίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή στο σκάκι, να είναι αναστατωμένος. Όμως αυτός άρχισε κατευθείαν τις φιλοφρονήσεις και τις γαλιφιές. Ήταν διαβόλου κάλτσα. Προσπαθούσε να με κάνει να ξεχάσω τον κίνδυνο που παραμόνευε σε κάθε κίνησή μου στις παρτίδες που θα έκριναν την ανάρρωση ή το χαμό μου από το εγκεφαλικό. Δεν ξεχνούσα βέβαια ότι ο «σταυρός» ήταν αυτός που με είχε σώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή –και έλπιζα να το ξανακάνει.
Με τέτοιες σκέψεις ξεκίνησα την τέταρτη παρτίδα μας. Διαρκώς προσπαθούσα να πετύχω εικόνες και μοτίβα που να θυμίζουν σταυρό, όμως το δαιμόνιο τις απέφευγε επιμελώς, για να μην πω, όπως ο διάολος το λιβάνι. Με τον τρόπο αυτό η παρτίδα πήρε παράξενη ροπή και μετά από πολλά σούρτα-φέρτα, κατέληξε σε ένα φινάλε ίππων. Το πρόβλημα και πάλι ήταν ότι υστερούσα σε υλικό, καθώς το ιππικό μου περιλάμβανε μόνο ένα άλογο. Και ως γνωστόν με ένα άλογο δεν κερδίζεις ακόμα κι αν το λένε Βουκεφάλα.

Ήξερα ασφαλώς ότι ούτε τα δύο άλογα κερδίζουν, δεν είμαι πια και τόσο μαζέττας. Η μόνη μου ελπίδα λοιπόν ήταν να εξουδετερώσω το πιονάκι του μαύρου, ακόμα κι αν αυτό απαιτούσε τη θυσία του δικού μου γαϊδάρου. Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη έπαιξα
1.Ng1 απειλώντας το. Αν τώρα ο μαύρος έβγαζε ντάμα θα μπορούσα να τη φάω απλά με 2. Nf3+ και ισοπαλία. Ακούμπησα στην καρέκλα μου ικανοποιημένος. Δεν έβλεπα πως μπορούσε να αποφύγει την ισοπαλία- και χωρίς σταυρό παρακαλώ! Ο δαίμων ωστόσο είχε άλλη άποψη. Μετά από κάμποση σκέψη μου έριξε ένα βλέμμα μοχθηρίας και έπαιξε
1…Ne3+.
Ακολούθησε το
2.Kh3 και νέα σκέψη του αντιπάλου. Σε λίγο έπαιξε θριαμβευτικά
2…Nf4+. Από την ευφορία μια λεπτή γραμμή σάλιου άρχισε να κυλάει στο τριχωτό του πηγούνι.
«Χε, χε! Νόμιζες πως θα έπεφτα στη λούμπα να παίξω 2… e1=N 3.Nf3+, Nxf3 πατ! ε; Όμως αυτή τη φορά δε θα σου γίνει το χατίρι!» με περιγέλασε ο κερασφόρος.
Δεν κατάλαβα σε τι ακριβώς αναφερόταν, αλλά τα αιμάτινα μάτια του που γυάλιζαν από περηφάνια και το περιπαικτικό του ύφος με έπειθαν ότι μάλλον είχε δίκιο. Ζαλισμένος κούνησα το βασιλιά μου μακριά από τις απειλές:
3.Kh2. Ζύγισε λίγο τα πράγματα και συνέχισε με
3…Νg4+. Σκούρα τα πράματα. Τι σκούρα; Πίσσα! Διαπίστωσα ότι δε θα μπορούσα να κινηθώ στο g3 αφού θα έβγαζε ντάμα με σαχ. Λούφαξα στη γωνιά μου με
4.Kh1, στοχεύοντας στο να του φάω επιτέλους την ντάμα που θα έβγαζε, με το πιρούνι από το f3. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή με έλουσε κρύος ιδρώτας, όταν συνειδητοποίησα ότι ο ίππος μου θα ήταν τότε καρφωμένος. Με έπιασε απελπισία, αλλά ο αντίπαλος φαινόταν χαμένος σε δαιδαλώδεις σκέψεις. Κάνε θεούλη μου να μην το δει, προσευχόμουν σιωπηλά. Τις ικεσίες μου διέκοψε η στριγγή φωνή του οξαποδώ.
«Πονηρούλη! Πίστεψες στ’ αλήθεια ότι είμαι τόσο βλάκας, ώστε να προάγω σε ίππο το πιόνι μου; Μετά από 4…e1=N 5.Nf3+, Nxf3 θα σου χάριζα ένα ακόμα πατ. Τσ-τσ-τσ! Κι αργεί και το Ψυχοσάββατο» είπε και ελάλησε και μετά εκούνησε:
4…Nf2+ 5.Kh2, e1=N .
Αίφνης, η σκακιέρα γέμισε άλογα και το κεφάλι μου ποδοβολητά. Ο πονοκέφαλος με κλωτσούσε αφηνιασμένος. Κοίταξα που μπορούσα να δέσω το γάιδαρό μου μα δεν έβρισκα αποκούμπι. Ούτε και το 6.Kg3, Ke3 βοηθούσε. Ο ίππος μου ήταν χαμένος. Κι αν δεν αρκούσαν οι δύο μαύροι ίπποι για να με κάνουν ματ, οι τρεις έφταναν και περίσσευε και ένα σαμάρι. Θυμήθηκα τότε την περίφημη φράση του Μποτβίνικ (ή ίσως και του Μενδρινού, δε με βοηθούσε και το εγκεφαλικό…) «Σαχ να’ναι κι ό,τι να’ ναι!» και έπαιξα σα δαρμένος
6.Nf3+. Φυσικά τον άρπαξε, κι ούτε ευχαριστώ δεν είπε:
6…Nxf3. Μια ύστατη ελπίδα υπήρχε και έκανα γιούρια μπας και φάω κανένα άλογο. Έχω ακούσει ότι στην Ιταλία τα τρώνε. Μοιραία ο δαίμονας έσπευσε να υποστηρίξει την ίλη του.
7.Kg3, Ke3. Μα δεν υπήρχε θεός να με λυπηθεί;
Το ξάφνιασμά μου ήταν τέτοιο που κόντεψα να πέσω από την καρέκλα. Ω! ουρανοί! Τι ήταν εκείνο που σχηματίστηκε ως εκ θαύματος μπροστά στα έκθαμβα μάτια μου; Αναδυόμενος εκ του μηδενός, ένας υπέροχος σταυρός στόλιζε τη σκακιέρα! Το δαιμόνιο συνειδητοποίησε έντρομο πως δεν είχα καμία μα καμία επιλογή κίνησης. Πατ και άγιος ο Θεός! Μάλιστα δεν είχε την τύχη μου και έπεσε από την καρέκλα καθώς γρατζούνιζε τα μάγουλά του με μανία. Δεν είμαι σίγουρος, μα νομίζω πως ο διάολος έσπασε το πόδι του σε κείνη την αδόκητη πτώση.
Την άλλη μέρα ο τριχωτός μου αντίπαλος ήρθε με μπανταρισμένο πόδι και ακόμα πιο μπανταρισμένο ηθικό. Η δική μου ψυχολογία όμως ήταν σε υψηλά επίπεδα. Η παρτίδα αποδείχτηκε αμφίρροπη και ρευστή και η διάρκειά της ήταν μεγαλύτερη του συνηθισμένου. Για το υλικό να μη σας πω, καταλαβαίνετε…Εντούτοις η θέση κινούταν επί ξυρού ακμής, καθώς ο μαύρος βασιλιάς ήταν άσχημα στριμωγμένος στη γωνία και κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του ματ στα μετόπισθεν. Ο δαίμων ήταν νευρικός όσο ποτέ άλλοτε και με τόσους καπνούς που ρουθούνιζε δε θα περνούσε ΚΤΕΟ ούτε με σφαίρες. Η ουρά του έμοιαζε να έχει επιμηκυνθεί και ταλαντευόταν επικίνδυνα. Μια δυο φορές μάλιστα γκρέμισε φαγωμένα κομμάτια που βρίσκονταν στο πλάι της σκακιέρας. Είχε σειρά να παίξει στην παρακάτω μοιραία θέση.
1…Rb1+ 2.Kh2, fxe2. Ήμουν έτοιμος να παίξω τον πύργο στο a8, μα την τελευταία στιγμή είδα ότι ο αξιωματικός κρατούσε πλέον την απειλή. Και τώρα; Ο μαύρος απειλούσε να προάγει σε ντάμα και πάπαλα! Ήρθε να με σώσει η φράση που είχε πει σε μια διάλεξή του ο νομπελίστας οικονομολόγος Κρούγκερ (ή σε μια ταινία ο Φρέντυ Κρούγκερ, δεν παίρνω κι όρκο…), ότι δηλαδή «τα ελεύθερα λευκά πιόνια που βρίσκονται στο d6 πρέπει να σπρώχνονται» ή κάπως έτσι. Έπαιξα
3.d7 και περίμενα με αγωνία τις εξελίξεις.
3…Nf1+ . Το πράγμα άρχιζε να μπερδεύεται. Οι βαριάντες μου θόλωσαν το μυαλό, αν και χωρίς αυτές ήταν αρκούντως θολωμένο. Συγκεχυμένα έβλεπα ότι ο ρουά μου δεν μπορούσε να πατήσει στο f2, στο g3 ή στο h1 σε πολλές περιπτώσεις γιατί θα ακολουθούσε e1=Q με σαχ. Αποφάσισα να απλοποιήσω κάπως τα πράγματα.
4.Bxf1, exf1=N+. Χμμμ, όχι και πολύ καλύτερα. Αν ήταν όμως να μου συμβεί κάτι άσχημο, ας πήγαινα τουλάχιστον χορτάτος:
5.Kxh1
Το δαιμόνιο κάτι μαγείρευε γιατί έπαιξε αστραπιαία
5…Ne3+ 6.Kh2, Rb8 και τίναξε περιχαρές την ουρά του σα μαστίγιο γκρεμίζοντας απ’ το τραπέζι μερικούς ακόμα πεσσούς. Όλα στηρίζονταν στο προωθημένο πιόνι μου. Θα έπαιζα τον πύργο στο c6 ή στο e6 ανανεώνοντας τις απειλές. Πού όμως; Βρήκα στην τσέπη μου ένα νόμισμα και το έστριψα. Κορώνα. Καλά λοιπόν : 7.Rc6. Φύλαξα το νόμισμα. Αν τα πράγματα στράβωναν θα μου το ζητούσε λίγο αργότερα ο βαρκάρης.
7…Ng4+ 8.Kg3, Nf6 9.Rc8+, Ng8. Ώστε αυτό ήταν! Διαβολικό σχέδιο. Βλέποντας τα σκούρα είχε προκαλέσει αυτή τη θέση όπου αν έτρωγα τον πύργο θα γινόταν πατ. Μία ακόμα ισοπαλία και μία ακόμα ημέρα παραμονής του καταπονημένου μου σώματος στο νοσοκομείο. Και έχετε φαντάζομαι ακούσει πόσο επικίνδυνες μπορούν να γίνουν οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις. Όχι! Όλα για όλα! Έσπρωξα το πιόνι!
Η ένταση πάνω από τη σκακιέρα είχε φτάσει στο ζενίθ της και αυτό είχε επίδραση στην ουραία κινητικότητα του δαίμονα. Ήμουν όμως κι εγώ πολύ ταραγμένος και ψηλαφώντας για μια ντάμα στα εναπομείναντα εκτός σκακιέρας κομμάτια, άρπαξα ό,τι πιο ογκώδες είχε απομείνει όρθιο και το τοποθέτησα στο d8. Μόνο τότε διαπίστωσα με φρίκη ότι το κομμάτι αυτό ήταν ίππος!
10.d8=N!
Ο διάβολος είχε βάλει την ουρά του γκρεμίζοντας ντάμες και πύργους! Με ένα μουγκρητό ο δαίμονας έκοψε τον πύργο
10…Rxc8 και εγώ παραζαλισμένος έπαιξα ό,τι μου είχε απομείνει :
11.Nf7 #«Μα…» ψέλλισε ο κερατάς.
«Ματ…» ψέλλισα από τη μεριά μου.
Το μουγκρητό του ξαφνικά βάθυνε σα να ανέβαινε από τον έβδομο κύκλο του καθαρτηρίου. Με έναν δυσοίωνο ρόγχο –ίσως να έφταιγε και το ματ αποπνιγμού- ο δαίμονας έκανε ένα εντυπωσιακό «πουφ!» και εξαϋλώθηκε! Είχα μείνει εκστασιασμένος και άλαλος από τα συμβάντα.
«Μωρέ μπράβο! Είχα να δω κάτι τέτοιο από την εποχή του δεύτερου εγκεφαλικού του Κορτσνόι» άκουσα τη φωνή του Χάροντα πίσω μου.
«Είμαι καλά; Τη γλίτωσα;» στράφηκα και ρώτησα με λαχτάρα.
«Εεε, ναι, βέβαια, μπορείς να το πεις κι έτσι…Κανένα λαχειάκι παίρνεις;» ρώτησε σιβυλλικά όσο και υποχθόνια.
«Όχι»
«Να παίρνεις!» τόνισε ο Χάρος και συμπλήρωσε «Εις το επανιδείν!»
Μετά χάθηκε κι αυτός και το σκοτάδι. Συνήλθα σε ένα λευκό δωμάτιο νοσοκομείου με κάτι ορούς περασμένους στο χέρι και ένα σταυρό ακουμπισμένο δίπλα στο προσκεφάλι, ποιος ξέρει από ποιον φίλο φερμένο.
«Εις το επανιδείν!» άκουσα μια μπάσα φωνή. Ένας άντρας με λευκή ποδιά στεκόταν από πάνω μου. Η φάτσα του μου φάνηκε απροσδιόριστα οικεία.
«Σε λίγο θα βγει το εξιτήριο» συνέχισε ο γιατρός Χαρούλης, όπως είδα στο καρτελάκι που είχε κρεμασμένο στο πέτο του.
«Είμαι καλά γιατρέ;» ρώτησα.
«Έχω ένα καλό και ένα κακό νέο. Από πού θέλετε να αρχίσω;»
Αυτή ήταν πάντα μια πολύ σπαστική ερώτηση. Η μόνη που την ξεπερνούσε ήταν εκείνη με την κότα και το αυγό. Διάλεξα το καλό, να μη μου ‘ρθει και απότομα.
«Η κατάσταση σας ήταν πολύ κρίσιμη. Είχατε υποστεί ένα σοβαρό αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο και η ζωή σας ήταν κρεμασμένη σε μια κλωστή. Αποφασίσαμε να σας χορηγήσουμε κάποια εντελώς νέα αντιπηκτικά φάρμακα. Βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας πω ότι αποδείχθηκαν θαυματουργά. Χάρις σ’ αυτά γλιτώσατε τη ζωή σας».
«Και το άσχημο;» αναρωτήθηκα μετά την αρχική ανακούφιση.
«Ναι…λοιπόν…το άσχημο είναι ότι αυτά τα φάρμακα εμφανίζουν κάποιες παρενέργειες. Οι ελαφρές από αυτές περιλαμβάνουν κάποιες γαστρεντερικές διαταραχές, κεφαλαλγίες και ψυχοδιεγερτικές ψευδαισθήσεις. Όλο και κάτι αλλόκοτο θα είδατε κατά την περίοδο βύθισής σας. Βέβαια αυτά είναι πταίσματα μπροστά στην παροδική μεν, αλλά ενοχλητική ημιπληγία».
Ωχ! Ωχ, ωχ! Σήκωσα το δεξί μου χέρι. Όλα καλά. Το αριστερό μου όμως αρνήθηκε να υπακούσει. Το τσίμπησα και δεν ένιωσα τίποτα. Τα ίδια χάλια και το πόδι μου. Είχα μείνει μισοπαράλυτος!
Βγήκα από το νοσοκομείο σε καροτσάκι. Ο γιατρός Χαρούλης με διαβεβαίωσε ότι το πρόβλημα δε θα κρατούσε πάνω από μερικές βδομάδες, αλλά πάνε τώρα τέσσερις μήνες που το χέρι μου αιωρείται αμέτοχο, σα γλωσσίδι ξεχασμένου καμπαναριού. Ο άθλιος ο Χάροντας, κάτι έκανε και μου τα μάσαγε!
Φυσικά έχασα τη δουλειά μου. Αυτός είναι και ο λόγος που αναγκάστηκα να γράφω γελοία άρθρα, αντί πινακίου φακής, σε παρακμιακά ιστολόγια, όπως τούτο εδώ. Πάλι καλά που είμαι δεξιόχειρας. Στο κάτω της γραφής, μπορώ να παίζω απρόσκοπτα σκάκι. Έτσι, να βρίσκομαι σε φόρμα. Αγόρασα και κάνα δυο σταυρούς, καλού κακού. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε θα τύχει να παίξεις με το διάολο. Ρωτήστε και το Φάουστ.
-Υ.Γ.: Η διήγηση είναι βασισμένη σε αληθινό περιστατικό και όποιος θέλει το πιστεύει. Όποιος πάλι δε θέλει, σκοτίστηκα. Υπάρχουν και χειρότερα ιστολόγια με καλύτερους ψεύτες.
-ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι σπουδές που εμφανίζονται στο κείμενο κλάπηκαν ανενδοίαστα και με αυτή τη σειρά από τους: α) Α. Γκούροβιτς (1928), β) Γκ. Κασπαριάν (1935), γ) Α. Ντολουχάνοβ κ’ Γκ. Κασπαριάν (1932), δ) Α. Γκέρμπστμαν κ’ Λ. Κούμπελ (1937), ε) Σ. Κάμινερ (1929). Είπα να ζητήσω την άδειά τους, μα φαίνεται θα συνάντησαν το δαίμονα πριν από μένα.
Κλοπιράιτ: BEL, Μεγανήσι 2009