Εκτενής ιστορική μαρτυρία του Χανς Κμοχ για τον Άρον Νίμτσοβιτς. Ο oλλανδο-αυστριακός Κμοχ (1894-1973) ήταν ένας από τους γνωστότερους ιστορικούς του σκακιού. Στη διάρκεια της ζωής του, ως διεθνής μετρ, διαιτητής και σκακιστικός δημοσιογράφος συνάντησε πάρα πολλούς κορυφαίους σκακιστές. Η παρακάτω μαρτυρία δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 2003, στο chesscafe και συγκεκριμένα στο http://www.chesscafe.com/text/kmoch02.pdf
Ο Άρον Νίμτσοβιτς το 1926.«Προσποιείται ότι είναι τρελός για να τρελάνει όλους εμάς». Αυτό ήταν το σχόλιο του Ταρτακόβερ, για τον Νίμτσοβιτς. Ο άνθρωπος δεν ήταν ακριβώς τρελός αλλά είχε χαρακτηριστικές παραξενιές και είχα άφθονες ευκαιρίες να τις παρατηρήσω κατά τη διάρκεια των εννέα ετών που τον γνώρισα.
Συναντηθήκαμε πρώτη φορά στο Μπάντεν-Μπάντεν το 1925 και γίναμε φίλοι όταν του είπα αθώα πόσο μου άρεσε η παρτίδα που κέρδισε τον Ροσέλι. Ο Νίμτσοβιτς βασανιζόταν από την ψευδαίσθηση ότι ήταν παραγνωρισμένος λόγω της κακότητας και της μοχθηρίας των συμπαικτών του.
Το μόνο που χρειαζόταν για να χαρεί, όπως έμαθα αργότερα, ήταν λίγος έπαινος. Η εμμονή του γινόταν πιο έκδηλη όταν έτρωγε με παρέα. Πάντα νόμιζε ότι του σέρβιραν τις μικρότερες μερίδες. Δεν τον ένοιαζε φυσικά η ποσότητα του φαγητού αλλά η υποτιθέμενη προσβολή. Κάποια φορά του πρότεινα να παραγγείλουμε ο καθένας ότι θα σκόπευε να παραγγείλει ο άλλος και μετά να αλλάξουμε τα πιάτα. Έτσι και έγινε, αλλά παρόλα αυτά κούνησε το κεφάλι του με δυσπιστία, νομίζοντας και πάλι ότι έλαβε ελλειπή μερίδα.
Γεννήθηκε στη Ρίγα της Λετονίας. Στην πόλη αυτή κατά την τσαρική εποχή ήταν έντονη η επιρροή της γερμανικής κουλτούρας. Υπήρχε επίσης σκακιστική παράδοση. Η σκακιστική στήλη της Riga Tablatt ήταν γνωστή στην Ευρώπη και η βαριάντα Ρίγα της Ισπανικής
(1 e4 e5 2 Nf3 Nc6 3 Bb5 a6 4 Ba4 Nf6 5 0-0 Nxe4 6 d4 exd4) ήταν ένα σημαντικό σύστημα μέχρι την κατάρριψη από τον Καπαμπλάνκα το 1915. Στην ατμόσφαιρα της γενέτειράς του ο Νίμτσοβιτς έμαθε να μιλά γερμανικά σαν ηθοποιός και να παίζει σκάκι σαν μετρ.
Η ρωσική λέξη nyem-tso-vitch, με έμφαση στην πρώτη συλλαβή μπορεί να μεταφραστεί ως «γιος Γερμανού». Στο λατινικό αλφάβητο η λέξη έχει αποδοθεί με διάφορες ορθογραφίες, αλλά καμία τους δεν υιοθετήθηκε από τον Νίμτσοβιτς, όπως ξέρω. Η πιο κοινή μορφή του επιθέτου στα αγγλικά είναι Nimzovich αν και δεν αποδίδει σωστά την προφορά της πρώτης συλλαβής.
Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος στη Ρωσία το 1917, ο Νίμτσοβιτς παγιδεύτηκε στην εμπόλεμη ζώνη της Βαλτικής ανάμεσα στους αριστερούς και στους δεξιούς. Απέφυγε την υποχρεωτική στράτευση σε έναν από τους δύο στρατούς διαμαρτυρόμενος επίμονα για μια μύγα που πετούσε μέσα στο κεφάλι του, έτσι ώστε τελικά άφησαν τον «τρελό» ήσυχο. Ο τρελός ξεγλύστρισε και βρέθηκε στο Βερολίνο, όπου παρουσιαζόταν ως Άρνολντ Νίμτσοβιτς. Χρησιμοποιούσε το μικρό όνομα Άρνολντ πιθανώς για προληπτική προστασία για τον αντισημιτισμό αν και γρήγορα επέστρεψε στο πραγματικό του μικρό όνομα. Μετά από μερικά χρόνια περιπλανήσεων στέριωσε στην Κοπενχάγη της Δανίας.
Ο Νίμτσοβιτς ήταν σπουδαίος σκακιστής, αλλά όπως και ο Μπογκολιούμποβ, ενώ πλησίασε την κορυφή ποτέ δεν έφτασε σε επίπεδο δυναμικότητας παγκόσμιου πρωταθλητή. Η πιο σημαντική του επιτυχία -λίγο αργοπορημένη αν σκεφτούμε ότι ήταν 43 ετών- ήταν η πρώτη θέση στο τουρνουά του Κάρλσμπαντ. Όπως ο Στάινιτς και ο Τάρας, έτσι και ο Νίμτσοβιτς ήταν εξέχων δάσκαλος της στρατηγικής του παιχνιδιού.
Ο Νίμτσοβιτς ήταν πολύ μετρημένος στο φαγητό του, έπινε ελάχιστο αλκόλ και ήταν φανατικός πολέμιος του καπνίσματος, έχουν μείνει στην ιστορία οι διαμάχες του με τους καπνιστές αντιπάλους τους. Είχε όμως οξύτατη αίσθηση του χιούμορ και γελούσε ακόμα και σε βάρος του εαυτού του. Αυτό το γνώρισμά του με βοήθησε σε μια δυσάρεστη κατάσταση που δημιουργήθηκε στο τουρνουά του Μπλεντ το 1931. Η Γιουγκοσλαβία ήταν τότε βασίλειο και στο Μπλεντ βρισκόταν η θερινή κατοικία της βασιλικής οικογένειας. Η βασίλισσα και τα παιδιά της παραθέριζαν εκεί τις ημέρες που διεξαγόταν το τουρνουά και η οργανωτική επιτροπή ήταν ιδιαίτερα «αγχωμένη» για το ενδεχόμενο να επισκεφτεί η βασίλισσα τον χώρο των αγώνων.
Με αυτό το δεδομένο οι οργανωτές τρομοκρατήθηκαν όταν ο Νίμτσοβιτς, την ημέρα που είχε ρεπό, μπήκε αμέριμνος στην αίθουσα φορώντας μόνο ένα μπουρνούζι θαλάσσης και αρνήθηκε να φύγει. Φανταστείτε έναν Εβραίο σκακιστή να εμφανίζεται μπροστά στη βασίλισσα σχεδόν γυμνός! Θα ήταν τρομερή περίπτωση lèse majesté (βασιλικής προσβολής).
Ήμουν ο διευθυντής αγώνων και μέλη της οργανωτικής επιτροπής ήρθαν να με βρουν, και απελπισμένα μου ζητούσαν να βρεθεί λύση. Έπιασα τον Νίμτσοβιτς με ήπιο τρόπο από τον λαιμό και του έδωσα μια κλωτσιά στα πισινά καθώς τον οδηγούσα στην πόρτα. Ευτυχώς, αντιλήφθηκε το κωμικό στοιχείο της υπόθεσης και έφυγε, γελώντας δυνατά σε όλο το διάδρομο.
Σύγχρονη έκδοση του διαχρονικού «My System», έργου που κατά πολλούς είναι το πιο σημαντικό σύγγραμα περί της σκακιστικής στρατηγικής.
Ανάμεσα στους γκραν μετρ, ο καλύτερος φίλος του Νίμτσοβιτς ήταν ο δρ. Βίντμαρ. Πάνω στη σκακιέρα όμως οι δύο παίκτες μεταβάλλονταν σε «αδυσώπητους εχθρούς» και παρήγαγαν παρτίδες γεμάτες πυροτεχνήματα. Έπαιξα σε τουρνουά εναντίον του Νίμτσοβιτς τέσσερεις φορές, έχασα τρεις παρτίδες και πήρα μια ισοπαλία. Ήταν αρκετά ισχυρός για μένα, όπως και για άλλους.
Μια φορά στο Βερολίνο, έχασε την πρώτη θέση μετά την ήττα του από τον Ζέμις. Ανέβηκε στο τραπέζι και βροντοφώναξε: «Γιατί να χάσω από αυτόν τον ηλίθιο;». Το περιστατικό μου το έχει αφηγηθεί ο ίδιος ο ηλίθιος.
Ο Νίμτσοβιτς αντέδρασε επίσης οργισμένα στο τέλος του τουρνουά του Μάριενμπαντ το 1925. Θα ήταν ο πρώτος νικητής αν κέρδιζε τον Σπίλμαν στον τελευταίο γύρο. Η παρτίδα έληξε ισόπαλη και ο Νίμτσοβιτς μοιράστηκε το βραβείο με τον Ρουμπινστάιν. Ήταν πολύ απογοητευμένος και κατηγορούσε συνεχώς τον Σπίλμαν για ατιμία.
Η τελευταία μου συνάντηση με τον Νίμτσοβιτς ήταν και η μακρύτερη σε διάρκεια. Το 1934 καλύπταμε και οι δυο ως ρεπόρτερ το δεύτερο ματς παγκοσμίου πρωταθλήματος ανάμεσα στους Αλιέχιν και Μπογκολιούμποβ. Οι παρτίδες του ματς ήταν προγραμματισμένες να παιχτούν σε διάφορες πόλεις της ναζιστικής Γερμανίας - αφιλόξενο έδαφος για έναν Εβραίο αλλά μη ασφαλές και για άλλους. Ο Χίτλερ είχε αρχίσει ήδη τις αιματηρές εκκαθαρίσεις πολιτικών του αντιπάλων.
Ο Νίμτσοβιτς θεωρούσε πως προστατεύεται επαρκώς από τρία προξενεία: της γενέτειράς του Λετονίας, της Δανίας μιας και έμενε στην Κοπενχάγη και της Ολλανδίας επειδή ήταν ανταποκριτής ολλανδικής εφημερίδας. Κόμπαζε για την διπλωματική προστασία ακόμη και μπρος στον «υπουργό πολιτισμού και τεχνών» των ναζί Χανς Φρανκ, ο οποίος αργότερα έγινε γενικός διοικητής της κατεχόμενης Πολωνίας. Ο υπουργός του τρίτου Ράιχ παρακολούθησε μερικές παρτίδες του ματς Αλιέχιν - Μπογκολιούμποβ και μερικές φορές συζητούσε με τους γκραν μετρ και τους δημοσιογράφους-ανταποκριτές, συμπεριλαμβανομένου του Νίμτσοβιτς. Τους προσκάλεσε μάλιστα όλους σε γεύμα, στη βίλα του. Οι Εβραίοι Μίζες και Νίμτσοβιτς προσκαλέστηκαν επίσης, αλλά στη δεξίωση εμφανίστηκε μόνο ο Νίμζοβιτς. Κατά τη διάρκεια του γεύματος διαφάνηκε η σύνηθης υποχονδρία που τον κατέτρεχε, διαμαρτυρόμενος έντονα, πρώτα για ένα ακάθαρτο πιάτο και μετά για κάποιο ακάθαρτο πηρούνι. Ο reichminister Χανς Φρανκ που καθόταν ακριβώς απέναντί του προσποιήθηκε ότι δεν τον άκουσε. Ο Φρανκ μερικά χρόνια αργότερα θεωρήθηκε υπεύθυνος για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, πήρε το προσωνύμιο «χασάπης της Πολωνίας» και οδηγήθηκε στην κρεμάλα μετά τη δίκη της Νυρεμβέργης...
Ο Νίμτσοβιτς, ένθερμος υγιεινιστής, έδειχνε σε καλή κατάσταση κατά τη διάρκεια του ματς του 1934. Αργότερα όμως, την ίδια χρονιά, ακύρωσε ματς με τον Όιβε για λόγους υγείας. Πέθανε στις 16 Μαρτίου 1935, σε ηλικία 49 ετών, από καρκίνο. Ο Αλιέχιν, ο οποίος μερικά χρόνια μετά δημοσίευσε τα επαίσχυντα αντισημιτικά-ρατσιστικά του άρθρα στα έντυπα των χιτλερικών υποστήριζε πως ο καρκίνος του Νίμτσοβιτς ήταν «συφιλιδικής προέλευσης».