Δεν πρόκειται να δω σ' αυτή τη γύρα την κινηματογραφική μεταφορά του «έρωτα στα χρόνια της χολέρας» που προβάλλεται στις αίθουσες. Δεν με αποθάρρυναν τόσο οι κακές κριτικές που γκρινιάζουν ότι το αριστούργημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες -ένα από τα κορυφαία λογοτεχνικά έργα του 20ού αιώνα- δεινοπαθεί στην οθόνη μεταμορφωμένο σε άνευρο ζαχαρωμένο μελόδραμα, όσο η σχετική πεποίθησή μου πως μόνο τα μέτρια έργα τέχνης είναι ικανά να μεταφερθούν σε άλλη μορφή τέχνης και να γίνουν καλύτερα (παράδειγμα η «κυρία με τις καμέλιες» να γίνει «Τραβιάτα» ή ο Μπουνιουέλ να ψηλαφήσει ένα άνοστο έργο του Πιέρ Λουίς και να γυρίσει το «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου»). Αλλά ο αφηγηματικός χείμαρρος και ο υποβλητικός συμβολισμός του μέγιστου Κολομβιανού στον «έρωτα στα χρόνια της χολέρας» πώς θα μπορούσαν να αποτυπωθούν σε ταινία; Για αυτό, σε όλους μας, προξενεί εντύπωση που ο υπέργηρος Μάρκες έδωσε (ή παρέδωσε;) τη συγκατάθεσή του (μετά από πολύχρονες πιέσεις, αλήθεια) για την μεταφορά του «El amor en los tiempos del cólera» στον κινηματογράφο.
Χωρίς να γνωρίζω την ταινία, υποθέτω πως (εκ των πραγμάτων, ανεξαρτήτως προθέσεων, κατανόησης και ικανοτήτων του δημιουργού, απλώς λόγω των πολλαπλών περιορισμών που θέτει η κινηματογραφική τέχνη) θα στεκόταν αδύνατον ακόμη και στον πιο χαρισματικό σκηνοθέτη, να αποδείξει στο δικό του όχημα, την οθόνη, ότι «ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» δεν είναι αυτό που κινδυνεύει να προσλάβει ο -πολύ, πολύ άτυχος αν του συμβεί σ' αυτό το βιβλίο- άκαμπτος αναγνώστης του Μάρκες: η ιστορία του πολύχρονου εμμονικού πάθους του Φλορεντίνο Αρίσα για τη Φερμίνα Δάσα, σε μια φανταστική πόλη στην Καραϊβική.
Το βιβλίο μιλάει για τον έρωτα σε όλες του τις μορφές και οι δεκάδες χαρακτήρες υπάρχουν ως σχήματα για να εξετάζουν το πιο αλλόκοτο ανάμεσα στα ισχυρά ανθρώπινα συναισθήματα, τον έρωτα, σε διαλεκτική σχέση με τη φυσική φθορά και το θάνατο. Ανανταπόκριτος έρωτας (ο Φλορεντίνο για τη Φερμίνα, πέντε δεκαετίες). Συζυγική αγάπη (Φερμίνα και Χουνεβάλ Ουρμπίνο). Πλατωνική αγάπη (Φλορεντίνο και Λεόνα). Οργισμένος έρωτας (Φλορεντίνο και η ποιήτρια που τον εξοργίζει). Ζήλεια (η άπιστη σύζυγος που σκοτώνει λόγω του έρωτά της για τον Φλορεντίνο). Εφηβικός έρωτας (Φλορεντίνο και Φερμίνα στην αρχή). Ομοφυλοφιλικός έρωτας (Μις Λιντς). Επικίνδυνος έρωτας (η ψυχικά ασθενής γυναίκα και ο Φλορεντίνο). Αγοραίος έρωτας. Έρωτας απόστασης (Φλορεντίνο και Φερμίνα αλληλογραφώντας). Έρωτας στα γηρατειά (Φλορεντίνο και Φερμίνα, η αυτοκτονία του Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ). Νυμφιδιακός έρωτας (Φλορεντίνο και Αμέρικα Βικούνα). Η σχέση ανάμεσα στο σεξ, την ηλικία, το κοινωνικό περιβάλλον, το θάνατο, τη ζωή (όλο το βιβλίο).
Ο θάνατος βαδίζει σα μόνιμη σκιά στις σελίδες, ακόμη και στον τίτλο του έργου, αλλά κατά θαυμαστό τρόπο η αίσθηση που βγαίνει είναι πως αυτό που δεν έχει κανένα όριο, δεν είναι ο θάνατος, αλλά η ζωή.
*****************
Από τις πενήντα πρώτες σελίδες του «έρωτα στα χρόνια της χολέρας», επέλεξα ορισμένα αποσπάσματα, στα οποία εμφανίζεται το σκάκι (ακόμη και ο Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα, για τον οποίο κάθε τόσο διαπιστώνουμε πως η ανάμνησή του είναι ζωντανή στη σύγχρονη μυθολογία των λαών της Λατινικής Αμερικής και όπως όλοι οι ήρωες, φέρει διαφορετικά ονόματα, εδώ είναι ο Τορεμολίνος).
Είναι η αυτοκτονία ενός ανάπηρου πρόσφυγα, φωτογράφου παιδιών, του πιο ισχυρού σκακιστή της πόλης, του Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ, ενός «άθεου αγίου». Είχε προαποφασίσει να μη συνεχίσει να ζει μετά τα εξήντα του. Η μετάφραση είναι της Κλαίτης Σωτηριάδου-Μπαράχας, από την ελληνική έκδοση:
Ήταν αναπόφευκτο. Η μυρωδιά από πικραμύγδαλα θύμιζε άτυχους έρωτες. Ο γιατρός Χουνεβάλ Ουρμπίνο την ένιωσε από τη στιγμή που μπήκε μες στο σκοτεινό ακόμα σπίτι, όπου είχε τρέξει βιαστικά για ν' ασχοληθεί με μια περίπτωση που από χρόνια είχε πάψει να είναι επείγουσα. Ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ, πρόσφυγας από τις Αντίλλες, ανάπηρος από τον πόλεμο, φωτογράφος για τα παιδιά κι ο πιο πονετικός του αντίπαλος στο σκάκι, είχε ξεφύγει για πάντα από τα βασανιστήρια της μνήμης, με αναθυμιάσεις από υδροκυανούχο χρυσό(...)
(...) Πάνω στο γραφείο, κοντά σ' ένα βάζο με διάφορα μικροπράγματα παλιού θαλασσινού, βρισκόταν η σκακιέρα με μια μισοτελειωμένη παρτίδα. Παρόλη τη βιασύνη και την κακή του διάθεση, ο γιατρός Ουρμπίνο δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στον πειρασμό να τη μελετήσει. Ήξερε πως είναι η παρτίδα της προηγούμενης νύχτας, γιατί ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ έπαιζε κάθε βράδυ, όλη τη βδομάδα και με τουλάχιστον τρεις διαφορετικούς αντιπάλους, αλλά τις τελείωνε πάντα κι ύστερα φύλαγε τη σκακιέρα και τα πιόνια στο κουτί τους, σ' ένα συρτάρι στο γραφείο του. Ήξερε πως έπαιζε πάντα με τ' άσπρα, και τη φορά αυτή ήταν ολοφάνερο πως θα έχανε μετά από τέσσερις κινήσεις. «Αν είχαμε έγκλημα, αυτό εδώ θα ήταν ένα καλό ίχνος», είπε. «Ξέρω μονάχα έναν άνθρωπο ικανό να στήσει μια τόσο έξυπνη παγίδα». Δεν μπορούσε να κρατηθεί να μην εξακριβώσει αργότερα, γιατί εκείνος ο αδάμαστος στρατιώτης, συνηθισμένος να μάχεται μέχρι το τέλος, είχε αφήσει μισοτελειωμένη τη τελευταία μάχη της ζωής του. (...)
(...) Γνώριζε πως ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ ήταν ένας ανάπηρος με δεκανίκια που ποτέ δεν είχε δει, πως είχε ξεφύγει από το εκτελεστικό απόσπασμα σε κάποια από τις τόσες επαναστάσεις, σε κάποιο από τα τόσα νησιά στις Αντίλλες, πως είχε γίνει φωτογράφος παιδιών από ανάγκη και κατάφερε να γίνει ο πιο φημισμένος σ' όλη την επαρχία και πως είχε κερδίσει στο σκάκι κάποιον που εκείνη θυμόταν να λένε Τορεμολίνος, αλλά που στην πραγματικότητα ονομαζόταν Καπαμπλάνκα. «Βέβαια δεν ήταν παρά ένας δραπέτης από την Καγιένη, καταδικασμένος σε ισόβια για ένα τρομερό έγκλημα» είπε ο γιατρός Ουρμπίνο. (...)
(...) Ο γιατρός Χουνεβάλ Ουρμπίνο, από τις αρχές του καινούργιου αιώνα δεν είχε ξαναπάει στο καφενείο και προσπαθούσε να οργανώσει σκακιστικούς αγώνες σ' όλη τη χώρα με την υποστήριξη της Λέσχης. Τότε ακριβώς είχε φτάσει ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ, με παράλυτα ήδη τα πόδια του και χωρίς να επαγγέλλεται ακόμα το φωτογράφο παιδιών. Πριν περάσουν τρεις μήνες είχε γίνει γνωστός σ' όλους όσους ήξεραν να κουνήσουν τον τρελό πάνω στη σκακιέρα, γιατί κανένας τους δεν είχε καταφέρει να του πάρει έστω και μια παρτίδα. Για το γιατρό Χουνεβάλ Ουρμπίνο ήταν μια μοναδική συνάντηση, ακριβώς τη στιγμή που το σκάκι τού είχε γίνει αδάμαστο πάθος και δεν του είχαν απομείνει πια πολλοί αντίπαλοι για να το ικανοποιεί. (...)
(...) Ύστερα, συναντήθηκαν στο εργαστήριο κι εκείνη τον βρήκε αφηρημένο κι ονειροπόλο και σκέφτηκε πως ήταν από τις άγριες σκηνές με τους πληγωμένους ετοιμοθάνατους στη λάσπη. Προσπαθώντας να τον διασκεδάσει, του ζήτησε να παίξουν μια παρτίδα σκάκι και αυτός δέχτηκε για να την ευχαριστήσει, αλλά έπαιζε απρόσεκτα, με τ' άσπρα πιόνια βέβαια, μέχρι που ανακάλυψε, πριν από εκείνη πως θα τον νικούσε σε τέσσερις κινήσεις και παραδόθηκε, χωρίς άλλη προσπάθεια. Ο γιατρός κατάλαβε τότε πως ο νικητής της τελευταίας παρτίδας ήταν εκείνη κι όχι ο στρατηγός Χερόνιμο Αργότε, όπως εκείνος είχε υποθέσει. Μουρμούρισε έκπληκτος:
«Ήταν μια εξαιρετική παρτίδα»
Εκείνη, επέμενε πως δεν άξιζε τους επαίνους, μιας και ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ, χαμένος ήδη μες την ομίχλη του θανάτου, κινούσε τα πιόνια ανόρεχτα. Όταν διέκοψε την παρτίδα, γύρω στις έντεκα και τέταρτο, είχε σταματήσει κιόλας η μουσική από τους χορούς στα κέντρα κι εκείνος της ζήτησε να τον αφήσει μόνο. Ήθελε να γράψει ένα γράμμα στο γιατρό Χουνεβάλ Ουρμπίνο, που θεωρούσε τον πιο αξιοσέβαστο άνθρωπο που είχε γνωρίσει κι επιπλέον καρδιακό φίλο, όπως έλεγε, παρόλο που το μόνο κοινό σημείο τους ήταν η μανία για το σκάκι, που θεωρούσαν ένα διάλογο της λογικής κι όχι επιστήμη. Τότε εκείνη κατάλαβε πως ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ είχε φτάσει στο τέλος της αγωνίας του και πως δεν του έμενε καιρός να ζήσει παρά μόνο όσο χρειαζόταν για να γράψει το γράμμα. Ο γιατρός δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Χτες βράδυ, όταν τον άφησα μόνο, δεν ανήκε πια σ' αυτόν τον κόσμο», είπε εκείνη. (...)