Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Αναφορά στο Θίασο



1. Σκηνή µικρού θεάτρου. Αυλαία κλειστή από βυσσινί βελούδο. Μουσική από ακορντεόν. Το κεφάτο παλιό τραγούδι των µπουλουκιών: «Γιαξεµπόρε».

ΤΙΤΛOΙ
Η µουσική τελειώνει. Από το άνοιγµα της αυλαίας βγαίνει στο προσκήνιο ένας γέρος, αδύνατος, µε γκρίζο τριµµένο κοστούµι και καπέλο. Ένα ταλαιπωρηµένο ακορντεόν κρέµεται από τους ώµους του µε λουριά και σπάγκο. Υποκλίνεται κοιτάζοντας κατευθείαν µπροστά. Λέει:
Το έργο που θα σας παίξουµε απόψε, εις πράξεις πέντε, είναι το αθάνατο ειδυλλιακό
δράµα του Σπυρίδωνος Περεσιάδου «Γκόλφω η βοσκοπούλα».
Με θίασο εκλεκτό.
Ηθοποιούς σπουδαίους
παλιότερους και νέους.
O έρωτας της Γκόλφως, τραγικός,
στα βάθη της καρδιάς σας θα µιλήσει
και ο έρωτάς της θα σας συγκινήσει.
Υποκλίνεται πάλι και ξαναµπαίνει. Από µέσα ακούγονται δυνατά πάνω στο σανίδι της σκηνής τα χτυπήµατα έναρξης.

2. Νοέµβρης του '52 Μικρός επαρχιακός σταθµός από πέτρα και τούβλο. Πρωί. Ένα τρένο χάνεται σφυρίζοντας. Μια οµάδα από άντρες και γυναίκες, που µοιάζει να ’χει κατέβει πριν λίγο απ’ το τρένο, βγαίνει απ’ το χαµηλό κτίριο του σταθµού στη µικρή χωµάτινη πλατεία που είναι µπροστά. Κρατούν βαλίτσες, µπαούλα. Περιοδεύοντες ηθοποιοί. Έρχονται αργά. Όταν πλησιάσουν, σταµατούν ο ένας πλάι στον άλλον σε µια σειρά. Ανάµεσά τους ο ακορντεονίστας που είδαµε στην αρχή, µια γυναίκα γύρω στα τριανταπέντε ντυµένη στα µαύρα, η Ηλέκτρα, κι ο Πυλάδης, ένας σαρανταπεντάρης µε µουστάκι και σγουρά µαλλιά. Oι άλλοι µεγαλύτεροι ή πιο νέοι, κι ένας πολύ νέος, ένα µελαχρινό αγόρι ως δεκαοχτώ χρονώ. Στέκουν αµήχανοι κοιτάζοντας γύρω, αβέβαιοι µες στη σιωπή του πρωινού.
Ακούγεται η φωνή του ακορντεονίστα:
Φθινόπωρο του '52 ξανάρθαµε στο Αίγιο.
Λίγοι από τους παλιούς.
Oι πιο πολλοί καινούριοι.
Είµαστε κουρασµένοι.
Είχαµε δυο µέρες να κοιµηθούµε.
Στον κεντρικό δρόµο της µικρής επαρχιακής πόλης, ένα κάρο αποµακρύνεται µε θόρυβο. Σπίτια και µαγαζιά στις δυο µεριές του δρόµου. Αραιοί περαστικοί στο κυριακάτικο πρωινό. Oι ηθοποιοί έρχονται από µακριά. Βαδίζουν αργά, ο ένας κοντά στον άλλο, µε τις βαλίτσες στο χέρι, καθυστερώντας να κοιτάζουν γύρω.
Φωτογραφίες κολληµένες στους τοίχους και πανό µε συνθήµατα («Ζήτω ο Στρατάρχης, ο Σωτήρ του Έθνους», «O Στρατάρχης Κυβερνήτης», «Νικητή του Γράµµου σώσε µας» κ.ά.), κρεµασµένα σ’ όλο το πλάτος του δρόµου, δείχνουν ότι βρισκόµαστε σε προεκλογική περίοδο.
Μια φωνή µακρινή από µεγάφωνο ακούγεται µε παράσιτα:
«Aν δεν θέλουµε να δούµε πάλι εις τους δρόµους µας τας εξάλλους και αγρίας φάλαγγας µε τα σφυροδρέπανα που προαναγγέλλουν ένα νέο «Kόκκινο ∆εκέµβρη», πρέπει να συσπειρωθούµε όλοι γύρω από τον Στρατάρχη».
Oι ηθοποιοί προχωρούν αργά. Στρίβουν και µπαίνουν σε κάποιο δροµάκι. Η φωνή από το µεγάφωνο πλησιάζει. Ένα τρίκυκλο µε παλιά καρότσα που µουγκρίζει στο µαρσάρισµα µπαίνει στο κάδρο, στολισµένο µε φωτογραφίες του Παπάγου. Όρθιος πάνω στην καρότσα, ένας άντρας µε ρεπούµπλικα και καµπαρντίνα πετάει προκηρύξεις δεξιά και αριστερά. Πλάι στον οδηγό, ένας άλλος µε µικρόφωνο στο χέρι. Η φωνή του µεγεθυσµένη από το µεγάφωνο απλώνεται στο χώρο:
«Με την ψήφο σας κάντε την ερχοµένη Κυριακή, 16 Νοεµβρίου 1952, µια ηµέρα ιστορική, µια ηµέρα νίκης των Εθνικών δυνάµεων. Μια ηµέρα νίκης του Στρατάρχου. Να γιατί πρέπει να ψηφίσοµεν Παπάγον...».
Oι ηθοποιοί ξαναβγαίνουν από το στενό. ∆υο εργάτες ανεβασµένοι σε µια σκάλα κρεµούν ακόµα ένα πανό κατά µήκος του δρόµου.
«...Ψηφίζοντες τον Στρατάρχη ψηφίζετε την µόνην Εθνικόφρονα υποψηφιότητα.
Ψηφίστε τον ηγέτην του στρατού µας στη νίκη του κατά της κοµµουνιστικής ανταρσίας ’47-’49».
O ένας εργάτης κρατάει µε το 'να χέρι αγκαλιά έναν Παπάγο, φωτογραφία σε φυσικό µέγεθος κολληµένη σε χοντρό χαρτόνι τρίκυκλο αποµακρύνεται στο βάθος του δρόµου:
«...Ψηφίζοντες τον Στρατάρχην, ψηφίζετε ειρήνη, ευηµερία, ασφάλεια, τάξη».
Οι ηθοποιοί προχωρούν κοιτώντας δεξιά αριστερά αφηρηµένα. Μπροστά, ο Πυλάδης µοιάζει ν’ αναγνωρίζει το χώρο.__

[Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Θίασος, Αιγόκερως, Αθήνα, 2000]
[Tο σενάριο του Θιάσου εκδόθηκε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις «Θεµέλιο» το 1975 µε επιµέλεια και σηµειώσεις του Φώτου Λαµπρινού].


7 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Mia apo tis simantikoteres tainies pou exoun giristei pagosmiws kai sigoura i kaliteri elliniki.

aKanonisti είπε...

Με έβαλες σε σκέψεις...
Μήπως πρέπει να το ξαναδώ τώρα που γέρασα???
Χμ.... μάλλον....
(μου άρεσε ακόμα περισσότερο...το απόσπασμα που έβαλες...)

Ανώνυμος είπε...

Ξαναειδα σε dvd μπροσφατα μαζι με το γιο μου απο εφημεριδα μεγαλης κυκλοφοριας.
Ο Θιασος σημαντικη ταινια με πολλα επιπεδα η Ιστορια οι ιστοριες οι Ατρειδες το ερωτικο δραμα και το θεατρο προσελκυσε μεταξυ αλλων και την προσοχη του Οσιμα ενω καποια σχολια για τους χαρακτηρες εκανε και ο αειμνηστος Σταυρος Τορνες σ ενα απο τα παλια Φιλμ που καταχωνιασμενα καπου στη βιβλιοθηκη βρισκονται.

S. είπε...

Συγκινητικό. Είθε αυτός ο τόπος να μη ξαναζήσει εμφύλιο σπαραγμό.

καλοπροαίρετος είπε...

(Μέρος 1/2)

Είχα δει τον «Θίασο» γυμνασιόπαις, τη χρονιά που βγήκε (χειμώνας 1975-76), στον «Δαναό» στην Κηφισίας· με πήγε περίπου σέρνοντας ψαγμένος κουλτουριάρης φίλος. Τέσσερις πλήρεις ώρες· έμπαινες ημέρα και ξυρισμένος και έβγαινες νύχτα και με γένεια.

Χωρίς το σενάριο (έχω την έκδοση 1977 στις εκδόσεις Θεμέλιο, σε άψογο τριτονικό, δραχμές 100), με τις σημειώσεις του Φώτου Λαμπρινού (σκηνοθέτης και ο ίδιος, κυρίως ντοκυμανταίρ, αλλά και του μνημειώδους Δοξόμπους, 1987, που είχε γίνει και σλόγκαν τότε και χρησιμοποιόταν ευκαίρως ακαίρως: -πώς τα βλέπεις τα πράγματα; -άσε, η κατάσταση είναι πολύ δοξόμπους) και ειδικά την ανατομία της ταινίας από την Αντουανέττα Αγγελίδη (σκηνοθέτις και η ίδια· γνωστότερη ταινία της, Τόπος, 1985· η αποθέωση του φορμαλισμού· αυτό δεν είναι σινεμά, αυτό είναι διανυσματικός λογισμός· από πού ´σαι κλωναράκι; από κείνο το δεντράκι), με τον τεμαχισμό της σε ενότητες και πλάνα και τη γραφική απεικόνισή τους σε πίνακα με τον πραγματικό χρόνο, είναι αδύνατο να την παρακολουθήσει κανείς – τουλάχιστον όχι ένας έφηβος με σινεφίλ εφόδια τους συνήθεις ιταλούς και κάτι κουτσο-Μπέργκμαν· Μπουνιουέλ και Ντράγιερ όχι ακόμα.

Αγγελόπουλος, Ταβιάνι (οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος· η κότα έκανε τ΄ αυγό ή το αυγό την κότα;) και οι παρόμοιοι, συναγωνίζονταν ποιος θα κάνει την πιο δυσνόητη, ψυχοβγαλτική και απονευρωμένη συναισθηματικά ταινία· κι όμως εμείς τις κυνηγούσαμε, όπως και όλες τις και καλά σινεφίλ ταινίες· «Στούντιο», «Αλκυονίς», «Λητώ», «Ορφεύς» τον χειμώνα, «Ηλέκτρα», «Εκράν», «Βοξ», «Ριβιέρα» το καλοκαίρι. Το ευνοούσε η εποχή – πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, εποχή έντονης πολιτικοποίησης· τυποποιημένο ίματζ σκηνοθέτη πολιτικής ταινίας: αυστηρός, αγέλαστος, ανέκφραστος σαν μούμια, τσιγάρο για ενδέκατο δάχτυλο και κάποιο ενδυματολογικό σήμα κατατεθέν, μαύρο πουλόβερ, μακρύ κασκόλ, στραβοφορεμένος κούκος, ή συνδυασμός τους. Και, βέβαια, οι ταινίες κατ΄ εικόνα και ομοίωση των δημιουργών. Τουλάχιστον ο Γιάντσο είχε μια ποίηση μέσα στην ακαταλαβιστικότητά του. Ευτυχώς υπήρχε και ο Βάιντα. Κι αυτός πολιτικό σινεμά έκανε, αλλά οι ταινίες του ήταν ταινίες, τέχνη ρε παιδί μου, όχι κύβος του Ρούμπικ· δεν χρειαζόταν να έχεις διδακτορικό στη σύγχρονη ιστορία της Πολωνίας· επιπλέον, ο ίδιος στις συνεντεύξεις του έμοιαζε με...κανονικό άνθρωπο· το επαληθεύσαμε και από κοντά σε μια παρουσίασή του στο «Παλλάς» της Βουκουρεστίου με την ευκαιρία της προβολής των «Δεσποινίδων από το Βίλκο», το 1979.

(συνεχίζεται)

καλοπροαίρετος είπε...

(Μέρος 2/2)

Από τον «Θίασο» θυμάμαι:

. Τα φαινομενικά ξεκάρφωτα τραγούδια, εμβατήρια, αποσπάσματα από εφημερίδες, πολιτικά συνθήματα κλπ.
. Τον διάλογο: - Τι κάνεις πατέρα; - Σαπίζω!
. Τον Παχή να λέει: -Εγώ ήρθα από τη θάλασσα, από την Ιωνία. Εσείς από πού ήρθατε; μπροστά στο γερμανικό απόσπασμα
. την Κοταμανίδου με τον φαλαγγίτη και τη Βασιλείου με τον λαδέμπορα
. Την Κοταμανίδου, πεσμένη καταγής, μόλις έχει τελειώσει η λήψη μιας σκηνής και, ω του σουρρεαλισμού, να σηκώνεται, να αφαιρεί το μακιγιάζ της μ΄ ένα μαντήλι και να αρχίζει, με πρόσωπο στον φακό, τη μακρά διήγησή της· και άλλες τέτοιες αφηγήσεις των ηθοποιών με πρόσωπο στον φακό, χωρίς αλλαγή πλάνου από την κυρίως ταινία
. Την άγνωστή μου, τότε, λέξη εταλονάζ στους τίτλους

Ασφυκτική ταινία. Τοπία, χώροι, άνθρωποι, περιστάσεις, μια μουντίλα όλα, ένα ψυχοπλάκωμα, μια στρευγεδών. Εξοντωτικές παύσεις, ατέλειωτα μακρινά πλάνα, ακινησία, και η αίσθηση ενοχής του θεατή: τώρα, γιατί δεν καταλαβαίνω τίποτα; για να φταίει η ταινία, αποκλείεται· ο Ραφαηλίδης, ο Μπακογιαννόπουλος και ο Δανίκας την έχουν φλομώσει στα αστεράκια· άρα φταίω εγώ, ο ακαλλιέργητος και ανιστόρητος. Και τι να πω στην παρέα; θα με περάσουν για κοθώνι. Επομένως: Καλά, μεγάλε, τέτοιον εσωτερικό ρυθμό, τέτοια ανατροπή της γραμμικής αφήγησης, δεν έχω ξαναδεί· ο δε Καζάν, Κατράκης στα καλύτερά του. Tέτοια «αυθόρμητα» και «ειλικρινή». Στην παραμύθα όλοι...

Ο κινηματογράφος είναι πάνω απ΄ όλα τέχνη, και μάλιστα λαϊκή τέχνη. Πρέπει, και μπορεί, και επιβάλλεται, να χρησιμοποιεί γλώσσα καταληπτή από τον κόσμο· ο σκηνοθέτης, αν είναι μαγγιώρος, μπορεί να αναπτύξει και τα πιο δύσκολα θέματα με κατανοητό τρόπο, χωρίς να κάνει εκπτώσεις στα σημεία που θέλει να τονίσει και στα μηνύματα που θέλει να περάσει, και η ταινία να είναι έργο τέχνης· αλλιώς, εκφυλίζεται σε ένα ερμητικά εστετίστικο δημιούργημα.

Μολαταύτα, ο «Θίασος» είναι αναντίρρητα η κορυφαία ταινία του ΝΕΚ. Όλου του ελληνικού κινηματογράφου, συζητήσιμο· έχει Κούνδουρο, Κακογιάννη και Τζαβέλλα να αντιπαλέψει.

Είχα δει τον «Θίασο» γυμνασιόπαις, τη χρονιά που βγήκε (χειμώνας 1975-76), στον «Δαναό» στην Κηφισίας· με πήγε περίπου σέρνοντας ψαγμένος κουλτουριάρης φίλος. Τέσσερις πλήρεις ώρες· έμπαινες ημέρα και ξυρισμένος και έβγαινες νύχτα και με γένεια.

(Αμ πώς, μονοπώλιο την έχει ο Αγγελόπουλος την κυκλική αφήγηση και τα δεκάλεπτα πανοραμικά πλάνα 360 μοιρών;)

espectador είπε...

Ο "Θιασος" απετελεσε για ενα κοσμο που εβγαινε απο το σκοταδι της 7ετιας μια ανασα οχι μονο αισθητικη αλλα κυριως πολιτικη. Η προσωπικη ματια ενος αριστερου πανω στα γεγονοτα της προσφατης ελληνικης ιστοριας, που εγινε αντικειμενο παγκοσμιας προσοχης. Η συνηθισμενη κατηγορια εναντιον του "αργου" και "χωρις συναισθημα" Αγγελοπουλου ειναι δικαιολογημενη σε ενα βαθμο απο ανθρωπους που θεωρουν τον κινηματογραφο συνεχεια του πασατεμπο η προεκταση εικονογραφημενης "αναπαραστασης" μυθων και τυποποιημενων σεναριων που θετουν ενωπιον των θεατων αναγνωρισιμα κλισε. Ο χρονος και ο τροπος σε ολο του το μεγαλειο στον Θιασο αδυνατει να μπει σ αυτους που βιωματικα ανηκουν σε αλλο τροπο σκεψης. Ακομη και σημερα βλεπω σκηνες του και ο χρονος που περασε κυριως απο πανω μου δεν φαινεται να εχει αντικτυπο στον Θιασο.