Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

Η μπαλαφάρα των τεσσάρων - Μέρος 3ο


Το 1ο μέρος εδώ:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/blog-post_12.html
Το 2ο μέρος εδώ:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/2_19.html

Κεφάλαιο 3
του Τριαντάφυλλου Σωτηρίου


Στο καφενείο του Τουρκομένη

Είχε σουρουπώσει όταν ο αστυνόμος Μπουλαξίζης ξύπνησε φρέσκος μετά την κινγκ σάιζ σιέστα του. Βγήκε από το μπεκιάρικο δυάρι του να ξεμουδιάσει. Σχεδόν ασυναίσθητα, πήρε τον ηλεκτρικό από τη Βικτώρια και βγήκε Πειραιά.

Διέσχισε την πλατεία Οδησσού, ακροπατώντας ανάμεσα στις απλωμένες πραμάτειες των μαύρων. «Αγορά του Αλ Χαλίλ καταντήσανε το Πόρτο Λεόνε. Πού ’σαι Σκυλίτση!», σκέφτηκε.

Πέρασε την πεζογέφυρα και βγήκε απέναντι, εκεί που δένουν τα βαπόρια. Περπάτησε τα ντόκια προς τον Άγιο Νικόλαο. Εκείνη την ώρα η «Αριάδνη», κατάφωτη, ξεμπουκάριζε. Στο λιμεναρχείο, με σηκωμένη τη σκάλα, βρεχάμενα κόσκινο από τη σκουριά και τον βυζαντινό σταυρό της «Ηπειρωτικής» στο φουγάρο, ξεχειμώνιαζε στην ερημιά του ο σχεδόν μισόν αιώνα μεγαλύτερός της «Ερμής». «Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια», θυμήθηκε τον Πόλυ Κερμανίδη.

Συνέχισε κατά την αντίθετη φορά απ΄ ό,τι το πρωί. Στην Πειραϊκή δεν είδε τον Στέλιο στη συνηθισμένη του θέση. «Θα έχουνε πάει με τον Αντώνη τον βαρκάρη τον σερέτη να τα πιούνε στου Λινάρδου την ταβέρνα», είκασε.

Σ΄ ένα στενό της ενδοχώρας του Πασαλιμανιού, στο καφενείο «Εθνικός 1924», ο χρόνος φαινόταν σταματημένος στη δεκαετία του ’70, όταν η ιστορική ομάδα ήταν στην ακμή της.

Μπήκε. Ηλικιακή σύνθεση ΚΑΠΗ. Στην παρέα που έβλεπε μπάλλα στην επιτοίχια πλάσμα εντόπισε τον Γιάννη Ματζουράνη, πάντα κόσμιο και προσεκτικά ντυμένο, γραβάτα ανυπερθέτως. Κάποιοι έπαιζαν χαρτιά, κάποιοι τάβλι, κάποιοι τον τιμητή των πάντων, ορατών τε και αοράτων, και κάτω από την πολυκαιρισμένη αφίσα του Άγγελου Κρεμμύδα, δύο έπαιζαν σκάκι – ή κάτι παρόμοιο.

Πλησίασε. Παρατήρησε ότι χρησιμοποιούσαν και ζάρι. Σύντομα, ο λευκός Βασιλιάς βρέθηκε σε σαχ, όμως ο παίκτης δεν έκανε κάτι να τον προστατεύσει. Ο αστυνόμος ήξερε ότι δεν μιλούν οι απέξω, έτσι δεν κούνησε τσίνορο. Στην επόμενη κίνηση, βρέθηκε σε σαχ και ο μαύρος Βασιλιάς.

Ο Μπουλαξίζης κατάλαβε. Τα γεροντάκια έπαιζαν σκάκι με ζάρι, παραλλαγή του σκακιού όπου ο πεσσός που θα κινηθεί καθορίζεται από το νούμερο που θα έρθει στο ζάρι, και η παρτίδα τελειώνει όχι με ματ, αλλά με φυσική αιχμαλώτιση του αντίπαλου Βασιλιά.

Οι δύο Βασιλιάδες έμειναν σε σαχ καναδυό κινήσεις ακόμα, ώσπου ο λευκός αιχμαλώτισε τον μαύρο Βασιλιά και τον κράτησε στη γροθιά του σαν σημείο επικράτησης. Ο άλλος είπε: «Αρκετές για σήμερα».

Τους έπιασε κουβέντα για τον Κρητικόπουλο και τον Χατζηιωάννογλου. Οι γέροι, Κώστας και Μάκης συστήθηκαν, άλλο που δεν ήθελαν για ν΄ αρχίσουν να ξεδιπλώνουν τις αναμνήσεις τους. Ήταν απίστευτο τι λεπτομέρειες θυμόντουσαν. Ο ένας μάλιστα, καθώς εξιστορούσε το 3-6 μέσα στη Λεωφόρο το 1987, έκανε τη σκακιέρα γήπεδο και τα κομμάτια παίκτες, και αναπαριστούσε τα γκολ. Ο Μπουλαξίζης παρακολουθούσε με ανυπόκριτο ενδιαφέρον.

Γνωρίζοντας ότι παοκτσήδες και αρειανοί φαντάζουν σταυραδέρφια μπροστά σε ολυμπιακούς και εθνικούς, φρόντισε να στηλιτεύσει τον ολυμπιακό ιμπεριαλισμό, που ανάγκασε τον Εθνικό, αν και όσο υπήρχε το παλιό Καραϊσκάκη το είχε έδρα, να περιφέρεται σαν τσιγγάνος σε όλο το ελ-έι, πριν καταλήξει τελικά στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις του μπέιζμπωλ. «Άκου πειραιώτικη ομάδα με έδρα στο Ελληνικό· σαν να λέμε, να δηλώνει έδρα ο Αργοναύτης τα Μέγαρα», κατέληξε.

Αυτό ήταν. Οι παλιές πειραϊκές ομάδες, πλην Λακεδαιμονίων, βεβαίως βεβαίως, ανεξάρτητα από την κατηγορία που παίζουν, έχουν αλληλοσεβασμό και αλληλεγγύη. Με την αναφορά του στον Αργοναύτη, ο Μπουλαξίζης είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.

Όταν τελείωσαν και τη διήγηση της ιστορίας με τους ούγγρους επί Καρέλλα, θεώρησε τη στιγμή κατάλληλη και πέταξε: «Ενδιαφέρον αυτό που παίζατε. Παίζουν και άλλοι αυτό το παιχνίδι;»

«Συστηματικά, εμείς. Τον τελευταίο καιρό έχουν σκάσει μύτη και άλλοι δύο, έρχονται πακέτο, δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, όλοι Διόσκουρους τους λένε. Σήμερα δεν είναι εδώ, εμφανίζονται στη χάση και στη βρέξη, έχουμε συμπέσει καναδυό φορές», είπε ο Κώστας. «Οι τέσσερίς μας παίζουμε μόνο παραλλαγές, κάθε παρτίδα και διαφορετική. Περιστασιακά δοκιμάζουν και άλλοι, όμως τα βρίσκουν μπαστούνια και ξαναγυρνάνε στο ορθόδοξο, που προσωπικά το βρίσκω περιορισμένο και παρωχημένο, ή την άλλη αηδία, το προοδευτικό. Είπα προοδευτικό και θυμήθηκα: Σάματις και η Προοδευτική, λίγες φορές έχει παίξει τα εντός έδρας της στο Πέραμα; Που λες, εμένα μού αρέσει αυτό με τους εφτά Ίππους και το άλλο με τον Σκίουρο· είμαι της στρατηγικής, όπως καταλαβαίνεις. Του Μάκη από δω, που είναι και λίγο καλλιτέχνης, ζωγραφίζει και κάτι αμπστρέ, αλαφροΐσκιωτος να πούμε, του αρέσει η Αλίκη. Αν έρθουμε στο κέφι, να, τις προάλλες που φέραμε ισοπαλία στην Καλαμάτα, παίζουμε και μανσούβα, δεν ξέρω αν έχεις υπόψη σου».

«Επινόηση του Μανάκου».

«Ακριβώς. Κάποτε περνούσε συχνά, τώρα έχει να φανεί… στάσου να δεις… Μάκη, πότε σταμάτησε ο Μπατσινίλας; Κεφαλοσφαιριστής αυτός μια φορά… Από τότε. Αλλά, πού τα ξέρεις αυτά εσύ; Πρέπει να παίζεις σε σύλλογο… Μη μου πεις στο Μοσχάτο ή στον Κρυστάλλη;», είπε ο Κώστας, με ύφος σαν να ρωτούσε «δεν πιστεύω να παίρνεις ουσίες;»

«Όχι». Η άμεση και κατηγορηματική απάντηση του Μπουλαξίζη φάνηκε να καθησυχάζει τα γερόντια. «Παίζω από μικρός, ερασιτεχνικά, και διαβάζω πού και πού τις σκακιστικές στήλες στις εφημερίδες. Δεν τα καταφέρνω άσχημα και με τα προβλήματα. Σαν έφηβος, μένω Γκύζη ξέρετε, σύχναζα στον Παναθηναϊκό, επί Αναστασόπουλου και Μπουλαχάνη. Δεν έπαιζα, έβλεπα μόνο, αυτοί παίζανε βίδο, κι εμένα δε μου περίσσευαν τότε. Σαν φοιτητής περνούσα και από την ΕΦΕΤ, είχα κόψει και κάτι ισοπαλίες από τον κύριο Λοβέρδο, και μια φορά κέρδισα και τον κύριο Κονταρίνη, σε φιλικές παρτίδες, εννοείται. Δελτίο σε σύλλογο όμως, όχι, δεν έχω».

Η εμπιστοσύνη των γεράκων, που προσωρινά είχε κλονιστεί, αποκαταστάθηκε και ενισχύθηκε. Το Μοσχάτο και ο Κρυστάλλης είναι γιάφκες ολυμπιακών, και στα μάτια των εθνικών, οι παναθηναϊκοί είναι σύμμαχοι. Ο εχθρός του εχθρού μου, και τα λοιπά, και τα λοιπά.

«Είπα κι εγώ· καλά σε είχα καρατάρει από την αρχή για δερβισόπαιδο. Κάτσε να φωνάξουμε και τον μαγαζάτορα, που μας ξέρει όλους έναν-έναν. Στέλιο!».

Ένας γιγαντόσωμος και ασυνήθιστα ευθυτενής, για την ηλικία του, τύπος ξεπρόβαλε από το ψυγείο-βιτρίνα στο βάθος της αίθουσας και, διασχίζοντας με ανοιχτά βήματα το μαρμάρινο δάπεδο με τα θαμπά εναλλάξ άσπρα και μαύρα τετράγωνα, πλησίασε στο τραπέζι τους. Ο Μπουλαξίζης δεν ήξερε ότι είχε μπροστά του τον θρυλικό τερματοφύλακα, που σαράντα χρόνια πριν είχε παίξει και στην Εθνική· ούτε όμως εκείνοι γνώριζαν ότι είναι αστυνομικός. Μπαλεγιέ.

«Στέλιο, ο νεαρός από δω, Πέτρος τ΄ όνομα, είναι συμπαθών», έκανε τις συστάσεις ο Κώστας. «Ρωτάει για τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη».

Νεαρός; Εμ βέβαια, μπροστά τους, αν και πενηντάρης, φαινόταν τζόβενο. Ο νεώτερος εκεί μέσα είχε προλάβει αρχιεπίσκοπο τον Δαμασκηνό, και όσο για τον μεγαλύτερο, μπορεί και να ήταν συμπολεμιστής του Παύλου Μελά.

Μίλησαν για λίγο. Ο αστυνόμος κατέγραφε στη μνήμη του τις πληροφορίες που τεχνηέντως αποσπούσε. Έστρεψε πάλι την κουβέντα στη μπάλλα και τον παλιό Πειραιά, έμεινε λίγο ακόμα για να μην κινήσει υποψίες, και χαιρέτησε, αφήνοντας τον πληθωρικό Κώστα, τον λιγομίλητο Μάκη και τα άλλα γεροντάκια στη χρονοκάψουλά τους, στο καφενείο του Τουρκομένη.


Ιβέκο εναντίον Πλύμουθ

Ο ψυχρός νυχτερινός αέρας βοηθούσε τον Μπουλαξίζη να τακτοποιήσει τις σκέψεις του. Θυμήθηκε ότι ένας μυστήριος που είχαν οδηγήσει στην Ασφάλεια να τους παίξει πιάνο επειδή πουλούσε στον υπόγειο της Ομόνοιας ατελώνιστα ξένα περιθωριακά σκακιστικά περιοδικά, λαθραίες φωτοτυπίες σημειώσεων επωνύμων προπονητών και τράπουλες με σκακίστριες πρώην σοσιαλιστικών χωρών σε ακατονόμαστες πόζες, είχε σπάσει στην ανάκριση και είχε ομολογήσει ότι σε μερικούς συλλόγους, τους είχε κατονομάσει κιόλας, το φυτευτό έχει εκτοπίσει πλήρως το ορθόδοξο.

«Έπρεπε να το έχω φανταστεί από την πρώτη στιγμή», αυτομέμφθηκε ο Μπουλαξίζης. Ο ίδιος δεν έλεγε και ξανάλεγε στους συνεργάτες του ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο; Αυτός δεν έφερνε σαν παράδειγμα ότι κάτι που κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια δεν είναι αναγκαστικά γάτα, αλλά μπορεί να είναι και σκύλος που ξέρει ξένες γλώσσες; Πώς λοιπόν είχε θεωρήσει δεδομένο ότι στο εντευκτήριο, τη νύχτα του φόνου, στη σκακιέρα του φόνου, παιζόταν ορθόδοξο σκάκι και όχι μία από τις ένα σωρό παραλλαγές του; Πώς δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι, εκτός από το αγωνιστικό, υπάρχει και το καλλιτεχνικό σκάκι; Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουώτσον.

Κόντευε να φτάσει στην κορυφή του λοφίσκου. Από εκεί, μια κατηφόρα και θα βρισκόταν στην Καστέλλα.

Δεν πολυήξερε από αμάξια, δεν είχε άλλωστε δικό του. Μολαταύτα, κάποια όπως η παλιομοδίτικη κούρσα που φάνηκε από απέναντι, με τα φώτα στη χαμηλή σκάλα και μοναδικό επιβάτη τον οδηγό της, τα βλέπεις μια φορά και τα θυμάσαι για πάντα. Ναι, το είχε ξαναδεί πρόσφατα. Πού και πότε όμως;

Μα βέβαια. Δεν είχε κλείσει καν εικοσιτετράωρο. Είχε δει μόνο το μπροστινό μισό, που ξεμύτιζε από το απέναντι κάθετο στενό της Παλαμήδη 64, και σκεπασμένο με κουκούλα, που κάλυπτε το καμπανιστό αχνό ροδακινί χρώμα του, όχι όμως και το ανοικονόμητο σουλούπι του. Και, φυσικά, τα συμμετρικά εξογκώματα κάτω από την κουκούλα ανταποκρίνονταν στα οξυκόρυφα φρύδια των φαναριών του. Μπίνγκοου!

Ο δημοτικός φωτισμός ήταν λιγοστός, όμως ο Μπουλαξίζης σαν να διέκρινε, περισσότερο διαισθάνθηκε, ότι ο οδηγός θορυβήθηκε όταν διασταυρώθηκαν αστραπιαία τα βλέμματά τους καθώς το αμάξι περνούσε από μπροστά του. Η πίσω πινακίδα ήταν επιμελώς σκεπασμένη με ξεραμένη λάσπη και δεν διαβαζόταν. Πρόλαβε να δει τη μάρκα της κούρσας που επιτάχυνε και απομακρυνόταν: Plymouth.

Δεν περνούσε κανένα ταξί. «Τα πρόστυχα· όταν τα θέλεις, δεν τα βρίσκεις», σκέφτηκε. «Τελικά, μάλλον πρέπει να πάρω το Μιραφιόρι του Χαρίτου τώρα που βγαίνει στη σύνταξη και θ΄ αγοράσει καινούργιο με το εφάπαξ».

Το μοναδικό τροχοφόρο στη γύρα ήταν το τοπικό αστικό, που ανέβαινε τη λεωφόρο αγκομαχώντας σαν χωματουργικό βαρέως τύπου και φλομώνοντας τη φιλήσυχη και αραιοκατοικημένη γειτονιά του Προφήτη Ηλία με υπολείμματα ατελούς καύσης ντήζελ. Ο αριθμός 915 στο κούτελό του ερχόταν σε αντίφαση με τη διαδρομή ΚΟΡΩΠΙ – ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ που διατεινόταν ότι εκτελούσε. «Πληγή του Φαραώ αυτοί οι συνδικαλιστές. Έχουν διαβρώσει τα πάντα. Πλήρης ασυδοσία», γκρίνιαξε από μέσα του.

Στάθηκε στη μέση του δρόμου και ανέτεινε το δεξί του χέρι. Καθώς το μινιμπάς τροχοπεδούσε μπροστά του με στριγγό ήχο κιμωλίας που σύρεται σε μαυροπίνακα, τα φώτα του ανέδειξαν τη στίλβη του μεταλλικού αστυνομικού σήματος στο πορτοφόλι που κρατούσε προτεταμένο με το αριστερό.

Ο Μπουλ ανέβηκε τροχάδην από τη μπροστινή πόρτα. Μόνο ο «Άγγελος» του Τερλέγκα, που διαχεόταν καψούρης μέσα από τα ακουστικά του iPod του οδηγού, φάτσα κρασοπατέρα με βλεφαρόπτωση, κινητό-σκουλαρίκι, γυαλιά ηλίου στις δέκα το βράδυ κατεβασμένα σαν πενς-νε, το δεξί πόδι στο ταμπλώ, τα μπατζάκια ανεβασμένα σε ύψος μακριάς βερμούδας, πλήγωνε τη σιωπή.

«Να σου εξηγήσω, αρχηγέ...»

«Οκέι, λίσεν απ. Αστυνόμος Μπουλαξίζης του Εγκληματολογικού. Αν η πλώρη σου απομακρυνθεί από τον πίσω προφυλακτήρα αυτής της μαούνας περισσότερο από μια χεριά του Φελπς, θα θυμηθώ ότι έχεις παραβιάσει τα μισά άρθρα του ΚΟΚ και κάμποσα του Ποινικού. Ξέρεις το παιχνίδι: τρέχεις και σε κυνηγώ, αν σε πιάσω και λοιπά. Ε, είμαστε στην τελευταία πίστα. Αμόλα καλούμπα».

«Τώρα ξηγιέσαι και πολύ μερακλαντάν, κυρ-αστυνόμε. Μην το βλέπεις έτσι κουτσομούρικο, χοτ ροντ τόχω κάνει· κινητήρα και πλαίσιο τάχω πειράξει, και στην πιάτσα με φωνάζουνε Άυρτον. Άστο πάνω μου».

Και σανίδωσε. Οι λιγοστοί επιβάτες, ένα ζευγάρι μπεζ αλλοδαπών στη γαλαρία και μια γιαγιά με λιλά μαλλί στη μονή θέση πίσω από τον οδηγό, αισθάνθηκαν στα γερά τα τζι που αναπτύχθηκαν, και που δεν θα ήταν λιγότερα αν το Ιβέκο ήταν Τσέσσνα που τροχοδρομούσε για απογείωση. Η παράδοξη καταδίωξη άρχιζε.

Η Πλύμουθ χρονοτριβούσε καθώς ελισσόταν να χωρέσει από τα στενά. Το μινιμπάς, με τον οδηγό να το σαλαγάει με αλλεπάλληλα «Ώααα!» και παίρνοντας σβάρνα φανάρια και καθρέφτες από ανύποπτα παρκαρισμένα γιωταχί, όλο και μίκραινε την απόσταση.

Στρίβοντας σε μια γωνία και προσπαθώντας να παρακάμψει έναν δημοτικό κάδο που έχασκε αμέριμνα στη μέση, η Πλύμουθ πήρε παραμάζωμα ένα προστατευτικό πλαστικό δίχτυ και έπεσε με τη δεξιά πλευρά σε κάτι έργα. «Τον οτέ σας, παλιορούκουνες!» γρύλλισε ο οδηγός της. Άδικη μομφή: το όρυγμα ήταν της ΔΕΗ· ο ΟΤΕ δεν περιφράσσει τα χαντάκια που ανοίγει με πλαστικά δίχτυα, παρά τα καλύπτει με κάτι μισοσαπισμένες ξυλοπαλέττες, και βαρδάτε από μπρος. Πήρε τον χαρτοφύλακά του από το πορτ μπαγκάζ και άρχισε να τρέχει την ανηφόρα.

Πριν καλά καλά ο λεωφορειατζής κλειδώσει το αυτόματο κιβώτιο στη θέση P, ο Πιτ Μπουλ είχε ξεχυθεί πίσω από τον φυγάδα. Ο ραλλίστας οασίτης έβαλε στέκα τα περιπτερέιμπαν, άχνισε και μετά γυάλισε στο μανίκι του το φω ρουμπίνι-κοτρώνα στο δαχτυλίδι του, και ανέβασε και τα δύο πόδια στο ταμπλώ. «Ήταν ένα κομμάτι κέικ, κούκλα», μονολόγησε αυτάρεσκα στρίβοντας ένα γάρο. Οι συμπατριώτες του Ανάντ και της Κονέρου, με τη χαρακτηριστική γαλήνη και αταραξία της υποηπείρου τους, αποβιβάζονταν με τάξη και χωρίς να βιάζονται, ενώ η γιαγιά έκανε μετάνοιες κάτω από τα καθίσματα για να μαζέψει μια κονσέρβα γατοτροφής που είχε πέσει από τα ψώνια της.

Διώκτης και διωκόμενος απείχαν πια ελάχιστα. Όταν ο άλλος μπήκε σ΄ ένα σκοτεινό αδιέξοδο, ο Πιτ Μπουλ φόρεσε την πιο ψαρωτική φωνή του και γάβγισε: «Στάσου, μύγδαλα!»

Τα λίγα δευτερόλεπτα της ολιγωρίας που διαδέχθηκε τον αιφνιδιασμό του φυγάδα άρκεσαν στον αστυνόμο για να τον εξουδετερώσει με λαβές πολεμικών τεχνών και να τον ακινητοποιήσει με το πρόσωπο στον τοίχο ενός καταρρέοντος νεοκλασσικού. Τα σμαραγδένια μάτια μιας κατάμαυρης γάτας καταύγασαν καλειδοσκοπικά στο σκοτάδι καθώς απομακρυνόταν ενοχλημένη από τα χαλάσματα. Η στιλπνή γούνα της άγγιξε τον σχεδόν ισομεγέθη της ποντικό, που συνέχισε απτόητος να γευματίζει οικογενειακώς στον γήλοφο των σκουπιδιών. Το φεγγάρι ψηλά έψαχνε να βρει τον αγαπημένο της Νατάσας Θεοδωρίδου για να του πει πως δεν θ΄ αντέξει, δεν θα ζήσει – η Νατάσα, όχι το φεγγάρι, που μετά είχε να κάνει και τα θελήματα του Τερζή, της Γλυκερίας, και πάει λέγοντας.

«Για να δούμε τι έχουμε εδώ... Αχά, ένα Σμιθ εντ Γουέσσον. Κομψοτέχνημα, δεν φτιάχνουν τέτοια πια. Θα σού το δανειστώ γι΄ απόψε, αν δεν έχεις αντίρρηση. Και, σε παρακαλώ, ένωσε τους καρπούς σου στην πλάτη... Ευχαριστώ. Τώρα μπορείς να γυρίσεις. Για έλα λίγο πιο κοντά στο φως, να δούμε τα μούτρα σου... Μπα, μπα, μπα, για δες ποιος είναι!...»

--- τέλος κεφαλαίου 3 ---

20 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δεν ξερω αν οφειλεται στις αναφορες στη δεκαετια του '70,αλλα διαβαζοντας το σημερινο κειμενο,ξαναθυμηθηκα την εποχη που μειρακιο ακομα,περιμενα με αγωνια ποτε θα κρεμασει ο περιπτερας το καινουργιο τευχος του Μικρου Σεριφη..Να ειστε καλα

Ανώνυμος είπε...

Μια μαύρη Φόρντ, μοντέλο του' 23
φτάνει λαμπρή, στη μικρή μας τη πλατεία.
Είχε αριθμό που τέλειωνε στα τρία
κι εγώ ήμουν μόλις μικρή
στα δεκατρία.

Αχ τι κακό, άχ τι κακό!
Μέσα στη Φόρντ ένα βράδυ μαγικό!
Αχ τι κακό, άχ τι κακό!
Έχασα κάτι που το είχα φυλαχτό.

Πάλι ξανά, μες στη μικρή πλατεία,
φτάνει η Φόρντ που τελείωνε στα τρία!
Εγώ είχα γίνει μια μικρή κυρία
και μου ζητάει μια καινούργια ιστορία.

Ανώνυμος είπε...

Εξοχο!! Αν και στην αλλη ακρη της Ελλαδας-χαμπαρι απο Πειραια, οχι ομως και απο Εθνικο-γεμισα νοσταλγια.
Ποτε ειναι παλι η σειρα σας?

Ανώνυμος είπε...

να 'ναι που είμαι τρυφερούδι γεννημένο το 75;

να 'ναι που δεν παίζω σκάκι;

να 'ναι που κάπως μου 'ρθε το άι ποντ σε συνδυασμό με το πενς-νε;

να 'ναι που μόλις είδα το "Λίσεν απ" σκέφτηκα: α) σέβεν απ και β) πουτ δε κοτς ντάουν;

να ναι που γουστάρω μονταλμπάν και καμιλέρι;

πού είναι η μπάλα; οεο????????????

Νίκος Σαραντάκος είπε...

Πολύ ωραίο, δεν είναι κακό πράγμα η νοσταλγία!

dmast είπε...

Αυτό με τους εφτά ίππους και το σκίουρο, ήταν κορυφαίο!

Ανώνυμος είπε...

Εγώ το βρήκα υπερβολικά μεγάλο σε έκταση και υπερβολικά διανθισμένο...Σαν να ξεφεύγει πολύ από τη γραμμή των δύο προηγούμενων...αλλά εντάξει...

Ανώνυμος είπε...

Μοιαζει να θελει να δυσκολεψει το κειμενο του γατου που ερχεται σαν τεταρτος παικτης στο chaturanga αλλα γραφει παρα πολυ καλα.

Κι αυτη η συναντηση με ποιο -γνωστο-προσωπο προκυπτει στα καλα καθουμενα αφου δευτερευοντα προσωπα περα απο τον λεσχιαρχη με τα πατομπουκαλα δεν εχει περιγραφει αλλο.

Η Αριαδνη κανει ακομα δρομολογια?
Νομιζα οτι εχει αποσυρθει.

Η συνεχεια επι της οθονης.

Ανώνυμος είπε...

τρομερος συνδυασμος ξερολιασης και βερμπαλισμου χωρις καμια ουσιαστικη προωθηση της πλοκης. Και στο κατω κατω ο εθνικος ας προσεχε να μην προσκοληθει στον κοκκαλη

καλοπροαίρετος είπε...

Σκέψεις για, και με αφορμή, το κεφάλαιο 3 του Μ4

Σχετικά με σημεία που επισήμαναν επισκέπτες:

(1) Για το υπερβολικά μεγάλο που αιτιάται ένας φίλος: τα τρία κεφάλαια είναι περίπου 1.200, 1.400 και 2.200 λέξεις αντίστοιχα. Αν ο ιστολογιογράφος έθετε θέμα έκτασης και χώρου, που δεν έθεσε, θα το πύκνωνα εύκολα στα 2/3, παρ΄ότι πιστεύω ότι ήδη είναι αρκετά σφιχτό. Επίσης, θα μπορούσα να έστελνα απλώς το ένα από τα δύο υποκεφάλαια: και τα δύο προάγουν τον μύθο. Δεν χρειάστηκε.

(2) Για το υπερβολικά διανθισμένο που αιτιάται ο ίδιος φίλος, ενημερώνω ότι επιδίωξα να έχει εξαντλητικά πολλές λεπτομέρειες, αλλά εντούτοις να έχει γοργή ροή και να κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Για τον ίδιο λόγο, απέφυγα τις εξεζητημένες λέξεις που συχνά χρησιμοποιώ. Να, νωρίς νωρίς, εκεί που ήθελα να αποδώσω το ότι η «Αριάδνη» είναι φωτισμένη, μού ήρθε το πανέμορφο επίθετο κλυτοφεγγής, που δίπλα στο ξεμπουκάριζε της ναυτικής ιδιολέκτου θα έκανε, πιστεύω, ωραία εντύπωση. Είπα άσε, να βάλω κάτι απλούστερο, πλησιφαής ας πούμε. Τελικά, λέω KISS, δηλαδή keep it simple, stupid, έβαλα κατάφωτη και έληξε το θέμα. Το ίδιο έκανα και σε όλο το κείμενο. Βέβαια, από την άλλη, επιδίωξα να παραχώσω διάφορα στερεότυπα του είδους και να μιμηθώ φράσεις και συντάξεις των πατριαρχών των αστυνομικών ιστοριών. Τέλος, ως προς τη χιουμοριστική πλευρά που ξεκίνησε ο Παναγιώτης και ακολούθησε ο Ελισσαίος, πιστεύω ότι αξιοποίησα το εύρημα με τον Στέλιο τον μπεκρή του Ελισσαίου, και ότι η προτροπή του Βόγλη στην τουρίστρια στο «Κορίτσια στον ήλιο» δένει στο σημείο που την έθεσα χωρίς να χάνει σε σουρρεαλισμό.

(3) Για το ότι το πρόσωπο που συναντά και ακινητοποιεί ο Μπουλ είναι αναγκαστικά κάποιο από τα πρόσωπα που παρέλασαν μέχρι στιγμής, θα χρησιμοποιήσω το μότο που βάζω στο στόμα του ιδίου του Μπουλ, ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο, και ότι ό,τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια, και λοιπά. Το ότι είναι γνωστό στον ίδιο·τον Μπουλ, δεν συνεπάγεται ότι είναι (ακόμα) γνωστό στον αναγνώστη. Για να φέρω μια συμβατική και ελάχιστα ευφάνταστη εκδοχή, ο φυγάς που ο Μπουλ ακινητοποίησε –και όχι αναγκαστικά συνέλαβε· είπαμε, τίποτα δεν είναι αυτονόητο· μπορεί στην πρώτη παράγραφο του επόμενου κεφαλαίου, με τη βοήθεια αφανούς συνεργού ή άλλου αναπάντεχου συμβάντος, να διαφύγει, και ο Μπουλ να μείνει μόνο με τον μυστηριώδη χαρτοφύλακα, ή και χωρίς αυτόν· χιλιάδες εκδοχές– μπορεί να είναι κάποιος προβλεμίστας ή λύτης, υπαρκτό ή φανταστικό πρόσωπο. Για να φέρω μια ακραία και τραβηγμένη έως φωσκολισμού εκδοχή, μπορεί να είναι κάποιος καταζητούμενος από άλλο έγκλημα, που από τις εξελίξεις θα προκύψει συσχετισμός του με την υπόθεση του τάντεμ μας, και το τέταρτο κεφάλαιο να είναι διήγημα μέσα στο διήγημα. Και εδώ ο επόμενος έχει ευρύ πεδίο να προχωρήσει όπως κρίνει. Έμπνευση και φαντασία να υπάρχει.

(4) Για το ότι δεν προωθεί την πλοκή, πιστεύω ότι έχει αρκετά, για την έκτασή του, εμφανή νέα στοιχεία: σε πρόσωπα, τους Διόσκουρους και τον άγνωστο με την Πλύμουθ που καταδιώκει και ακινητοποιεί ο Μπουλ· σε εύρος πεδίου, το άνοιγμα στις παραλλαγές του αγωνιστικού σκακιού και στο καλλιτεχνικό σκάκι· σε ίχνη, στο περιεχόμενο του χαρτοφύλακα. Κάπως έτσι, νομίζω, ήταν και η μεθοδολογία των παλαιών αστυνομικών ιστοριών: κάποια λογοτεχνίζοντα γύρω-γύρω για να περιγράφεται η ατμόσφαιρα ή να επιτείνεται ή εκτονώνεται η ένταση, κάποιες επισκέψεις σε φαινομενικά άσχετα μέρη, κάποιες συνομιλίες με φαινομενικά άσχετους ανθρώπους, και στο τέλος, μετά από ένα κεφάλαιο, να μια ψηφίδα. Έτσι πάει: ψηφίδα προς ψηφίδα, στοιχείο προς στοιχείο. Πιστεύω λοιπόν ότι τα νέα στοιχεία προστίθενται με τη βέλτιστη ταχύτητα. Ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε μόνο στα 3/8 του γραφήματος, και υπάρχει ακόμα περιθώριο να περιπλέκεται η κατάσταση με την ανακάλυψη νέων στοιχείων και ιχνών, και με την προσθήκη –με μέτρο πάντως– νέων προσώπων. Λογικά, από τα 6/8 πρέπει να αρχίσει να ξεκαθαρίζει το τοπίο.

(5) Για το ότι μοιάζει να θέλει να δυσκολέψει τον επόμενο: παρ΄ότι, όπως ξανααναφέρθηκε, στην εισαγωγή του αυθεντικού Μ4 (1958), ο εκδότης σημειώνει ότι παρατηρείται «επινόηση περίπλοκων καταστάσεων και μυστηρίων – όχι τόσο, υποψιάζεται κανείς, για να κινηθεί το ενδιαφέρον των αναγνωστών, όσο κυρίως για να δούμε πώς θα ξεμπλέξει από τις κακοτοπιές ο φίλος συγγραφέας που ακολουθεί», δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου. Αντίθετα, πιστεύω ότι οι ψηφίδες που προσέθεσα και που ανέφερα πιο πάνω, καθώς και η μη προσθήκη νέων χώρων, αφήνουν πολλούς βαθμούς ελευθερίας στον επόμενο.

(6) Ούτε συμφωνώ ότι δεν έχουν περιγραφεί αρκετά δευτερεύοντα πρόσωπα. Ας θυμηθούμε για αρχή ότι στις παραδοσιακές αστυνομικές ιστορίες, εκτός από τα πρόσωπα που προορίζονται να παίξουν πρωταγωνιστικό ή υποστηρικτικό ρόλο στην ιστορία, εμφανίζονται και πολυάριθμα πρόσωπα που απλώς παρέχουν μια πληροφορία, ένα ίχνος, μία ένδειξη και εξαφανίζονται. Για να μείνω μόνο στο τρίτο κεφάλαιο, στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι περίφημοι Διόσκουροι, δύο χαρακτήρες-μπαλαντέρ, σαφώς προορισμένοι για καταλύτες στη συνέχεια, και στη δεύτερη δύο πρόσωπα με μεγάλο, ομιλούντα ρόλο –Κώστας, λεωφορειατζής– και δύο ακόμα αναγνωρίσιμοι χαρακτήρες –Μάκης και Στέλιος–, που και αυτοί ακόμα, ανάλογα με τη φαντασία των επόμενων, μπορούν να ξαναεμφανιστούν. Και μην αμφιβάλλετε ότι, αν η πλοκή μέχρι να ξανάρθει η σειρά μου (22 Νοεμβρίου) το επιτρέπει και αν δεν με έχουν προλάβει άλλοι, θα φέρω πάλι στο προσκήνιο το ζευγάρι των ινδών του Ιβέκο, μπορεί και συμπατριωτών τους από τα ινδομάγαζα στου Βρυώνη και στην τέως Τρούμπα, ίσως και τη γιαγιά με το λιλά μαλλί, αν όχι και ομήλικες και ομοτράπεζές της στα σουαρέ για κουμκάν που διοργανώνουν :-)

(7) Τώρα, με την «Αριάδνη» που δεν κάνει πια δρομολόγια: με αυτό το όνομα έχουν κατά καιρούς περάσει τέσσερα πλοία από τις Μινωικές. Η τελευταία πέρασε και από τη Χελλένικ· τώρα, με τα σινιάλα της ΑΝΕΚ πλέον, κάνει Ιταλία· σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για βάπορα ολκής. Αν καμία από τις δύο προηγούμενες «Αριάδνες» -η του 2001 είναι πλέον “Mega Express III” και η του 2002 “Moby Tommy”, και έχει ζωγραφισμένους στα πλευρά της τον Σιλβέστρο και τον Τουήτυ :-)· καρακιτσαριό– δεν έχει αποπλεύσει κάποιον από τους πρόσφατους Οκτωβρίους –Οκτώβριο βάζει ως χρόνο της δράσης ο Παναγιώτης, και μάλιστα όχι πολύ μακριά στο παρελθόν, αφού κάπου εμφανίζεται ένα κινητό τηλέφωνο– από Πειραιά, ε, διαβάστε αντ’ αυτής «Έλυρος» και λύθηκε :-)

Σαν γενική παρατήρηση: Προσωπικά, δεν ζητώ επιείκεια στις κρίσεις, απλώς υπενθυμίζω ότι το αρχικό Μ4 ήταν πετυχημένο γιατί, πρώτον, ήταν κάτι πρωτόφαντο για την εποχή, και δεύτερον και κυριότερο, οι τέσσερις ήσαν αυτοί που ήσαν· υπενθυμίζω επίσης ότι ανάλογα επιχειρήματα απέτυχαν. Το δικό μας, δείτε και τον τίτλο, δεν είναι παρά ένα πείραμα, όχι χωρίς παιγνιώδη διάθεση, πιο πολύ από περιέργεια, από κάποιους όχι κατ΄ επάγγελμα συγγραφείς, με πολύ διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες και προσλαμβάνουσες και με διαφορετικά στυλ γραφής.

Τελειώνοντας, μια προσωπική εμπειρία από αυτή μου τη συγγραφική απόπειρα.

Ένας συγγραφέας έλεγε ότι –το μεταφέρω στο περίπου και με δικά μου λόγια, δεν θυμάμαι τα δικά του κατά λέξη–, κάποια στιγμή, οι χαρακτήρες ενός λογοτεχνήματος αυτονομούνται και κάνουν του κεφαλιού τους, ερήμην του συγγραφέα. Με τη δοκησισοφία που με κατατρύχει έσπευσα να το χαρακτηρίσω εξυπνάδα για εντυπωσιασμό των αδαών και το κατέταξα στην ίδια χορεία με ηθοποιούς που λένε ότι, για να παίξουν, π.χ., τον ρόλο του φορτηγατζή, συναναστράφηκαν, λέει, για μήνες επαγγελματίες, σύχναζαν, ξαναλέει, σε εστιατόρια και μοτέλ της εθνικής που ήσαν στέκια φορτηγατζήδων κ.τ.ό., και έλεγα σε ποιον τα πουλάνε αυτά. Επίσης, μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα χλεύαζα χασομέρη και άεργο όποιον δήλωνε συγγραφέας. Τώρα, έχοντας βιώσει το ζήτημα από τα μέσα, καταθέτω ότι όλοι οι χαρακτήρες του σύντομου αυτού γραφήματος έκαναν απολύτως του κεφαλιού τους, με εμένα ενεό και έκθαμβο θεατή, ότι, χωρίς να το συνειδητοποιήσω ή επιδιώξω, ήμουν κι εγώ στο καφενείο του Τουρκομένη, μπορώ να σας περιγράψω κάθε του γωνία, ότι ήμουν κι εγώ στο Ιβέκο την ώρα της καταδίωξης, με είχαν μάλιστα κόψει φέτες οι ματάρες της μικροκαμωμένης ινδής στο πίσω κάθισμα, και ότι αυτές οι 2.200 λέξεις συμπυκνώνουν δυσανάλογα πολύ χρόνο και ενέργεια. Στο εξής λοιπόν, θα υποστηρίζω ότι οι συγγραφείς –οι αληθινοί εννοείται, όχι οι δήθεν– όχι μόνο δεν είναι τεμπέληδες, αλλά πρέπει να κολλάνε βαρέα και ανθυγιεινά :-)

Ανώνυμος είπε...

Μην πυροβολείτε τους καλοπροαίρετους...

... είναι είδος προς εξαφάνιση

Αγαπητοί συνιστοτοπίτες, ζητώ συγνώμη για την εξαφάνισή μου αλλά εδώ στην Κρήτη κυκλοφορώ με το ψευδώνυμο Τζων Αυλακιώτης.
Ακόμη και τώρα που γράφω, ουσιαστικά παραμελώ τα καθήκοντά μου ως επικεφαλής διαιτητής (έχω καθήσει πάνω στο κεφάλι του Σάββα Κυριάκου) της Ολυμπιάδας Τυφλών Σκακιστών. Πολλά ενδιαφέροντα είδα στο ιστολόγιο του Γάτου, παρελάσεις, επελάσεις, ναγελάσεις και παρότι με 'τρωγε το θυμικό μου, ο πανδαμάτωρ (θεομήτωρ, κάπως έτσι νομίζω ότι είναι)λειτουργούσε απαγορευτικά σε κάθε είδους κανονιστική παρέκλιση (δύο κ;).

Έτσι, αφού πρώτα άφησα τους αναγνώστες να μειώσουν το έργο του Καλοπροαίρετου, τώρα ως μεγαλόψυχη νυφίτσα έρχομαι να τον υποστηρίξω.

Καλοπροαίρετε μην μασάς, μόνο όσοι έχουν ψάλλει τις επιφυλίδες του Παρασκευά στον Φίλαθλο, μπορούν να καταλάβουν το μεγαλείο της πένας σου.

Εν γένει, πετάχτε μας ντομάτες (αν το βαστάει η τσέπη σας) όχι πέτρες.

Για κλείσιμο αντιγράφω μια μικρή αγγελία από το εξαιρετικό περιοδικό Φαρφουλάς, στο οποίο υπάρχει και πολύ ωραίο αφιέρωμα για τον Δημοσθένη Βουτυρά και το έργο του. Το αφιέρωμα, μάλιστα έχει επιμεληθεί πατέρας νεαρού σκακιστή της Αττικής που έχει αφιερωθεί στη μελέτη και ανάδειξη του έργου του Βουτυρά.

Η αγγελία:

"Λογοτέχνης ζητεί λόγο να κάνει τέχνη."


@Καλοπροαίρετο
Οι μέλλοντες ιστορικοί της παραλογοτεχνίας (λογοτεχνία από συγγραφείς με ειδικές πένες) θα αποκαλύψουν ότι αρκετοί ανώμυμοι ήταν μισθοφόροι του Παναγιώτη και δικοί μου.
Επίσης, δηλαδή εγώ που είμαι ηθοποιός (λέμε τώρα), αν θέλω να παίξω το ρόλο ενός καλοπροαίρετου, πρέπει να περάσω καμπόσους μήνες κοντά σου;

καλοπροαίρετος είπε...

Μην πυροβολείτε τον σκακίστα, αφήστε τον να ανέβει στην πίστα

@ Ελισσαίος:

Άσε, το μάθαμε το πραγματικό σου όνομα, κύριε Τζων Αυλακιώτη: είσαι ο Γιάννης Τουφεξής. Ωραία, και ο Παναγιώτης είναι ο Κώστας Ανέστης, ο Γάτος ο Χάρης Δελαγραμμάτικας, και εγώ ο Ιορδάνης Ράμογλου. Αν βρούμε και κάποια να κάνει τη Βάλια, είμαστε έτοιμοι να το ανεβάσουμε :-)

Δεν είναι πανδαμάτωρ, προγάστωρ είναι. Και δεν είναι θεομήτωρ, παντολέτωρ είναι. Χρόνος-Κρόνος…

Δηλαδή, Μην πυροβολείτε τον σκακίστα, αφήστε τον να ανέβει στην πίστα (το σκακίστας κατά το αρριβίστας, πασιφίστας, τριπλουνίστας κ.τ.ό.), έτσι; Ευχαριστώ για την υποστήριξη, αλλά ο ίδιος δεν ζήτησα επιείκεια. Αν οι επισκέπτες-αναγνώστες, επειδή είμαι τρίτος στη σειρά, με συγκρίνουν με τον τρίτο του Μ4 του ’58 ή με τον τρίτο του Μ4 του ’98, τιμή μου, αν και, λογοτεχνικώς, ούτε τα κορδόνια του Τερζάκη και του Σουρούνη δεν είμαι άξιος να δέσω. Έπειτα, έχοντας, λόγω ηλικίας, βαπτιστεί στα νάματα του Τζαίημς Τσαίηζ και του Ρεξ Στάουτ, σε αυτών τα βήματα επιχείρησα, πνευστιών και ασπαίρων, να πορευθώ. Αν ήθελα να γράψω κάτι σε Μονταλμπάν και Καμιλιέρι, γιατί όχι Μάρκαρη και Παυλιώτη, θα μπορούσα, και θα ήταν και ευκολότερο (και ρηχότερο), όμως πιστεύω ότι θα ήταν εκτός πνεύματος των δύο πρώτων κεφαλαίων.

Και: όχι βέβαια, δεν χρειάζεται να μαθητεύσεις πλάι μου. Παρατηρώ ότι, με τις σπουδές δι’ αλληλογραφίας, έχεις ήδη μπει αρκετά στην ψυχοσύνθεσή μου. Αλλά… για στάσου… τι το χρειάζεσαι; σκοπεύεις να υποδυθείς τον Илья Ильич Телегин στον Дядя Ваня του Чехов; (Αμ δεν την ξαναπατάω εγώ: όλα τα ρωσσικά ονόματα θα τα γράφω στο εξής στο κυριλλικό, και άσε τους άλλους να ψάχνουν πώς προφέρονται και πού τονίζονται.)

Ανώνυμος είπε...

Εμένα μου άρεσε ΠΟΛΥ το κείμενο:))) Να είστε καλά για τον κόπο σας, όλοι.

melen είπε...

είναι πολύ ωραία η μπαλαφάρα σας..
και,άσχετο μεν αλλά δεν μπορώ να μην το πω
χάρηκα πολύ που διάβασα εδώ μέσα για τον Φαρφουλά και την προσπάθεια που γίνεται να εκδοθούν τα άπαντα του δ.βουτηρά.
Ζήτω και πάλι ζήτω
(@ ελισσαίος
για έκτακτες περιστάσεις υπάρχουν και τα άρβυλα του Μπαλάφα..)

Ανώνυμος είπε...

@Ελισσαιε συγχαρητηρια για το διπλωμα διαιτησιας.

Ανώνυμος είπε...

Ωπα! Μας πιάσανε

@Melen

Δεν ξέρω πως σελεν αλλά γνωρίζεις πολλά. Εντάξει λοιπόν. Θα είμαι στην πρόβα της Πέμπτης.

@Ανώνυμος

Ευχαριστώ για τα συγχαρητήρια. Πραγματικά θεωρώ πολύ τιμητικό τον τίτλο του IBCA Arbiter, κυρίως επειδή με εντυπωσίασε θετικά η κοινότητα των τυφλών σκακιστών. Θα προσπαθήσω να αναφερθώ εκτενέστερα σ' αυτό στο αντίστοιχο ποστ του γάτου. Αναφέρθηκε σε δελτίου τύπου και το έμαθες; ή βρίσκεσαι κάπου κοντά; Μπρρρρρρρ!! they live among us!

Ανώνυμος είπε...

@Κυταξτε το link αυτο.
http://www.patris.gr/articles/144089/

Ανώνυμος είπε...

Τα απαντα του Βουτυρα δεν εχουν εκδοθει απο τις εκδοσεις Σταχυ?

Ανώνυμος είπε...

@ espectador

Η έκδοση που έχω υπόψη μου είναι από τις εκδόσεις Δελφίνι. Έχουν εκδοθεί μέχρι στιγμής πέντε πολυσέλιδοι τόμοι με εισαγωγή και επιμέλεια του Βάσια Τσοκόπουλου. Οι εκδόσεις ΣΤΑΧΥ εμπλέκονται με κάποιο τρόπο αλλά δεν γνωρίζω ακριβώς πως. Πάντως στις αρχικές σελίδες αναφέρεται: "Η έκδοση αυτή πραγματοποιείται χάρη και στη συμβολή των εκδόσεων Στάχυ".

@Melen

Προδώθηκα. Άλλο εννοούσες, άλλο κατάλαβα. Ελπίζω τα άρβυλα του Μπαλάφα να είναι καλοφόρετα πριν τα αμολήσω σε κανά κεφάλι. Καλό μήνα!

melen είπε...

@ελισσαίος
καλό μήνα
και καλές πρόβες!