(Από τα «Χρονικά του Περιθωρίου» του Λουίς Σεπούλβεδα, μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Opera)
http://www.operabooks.gr/
Δεν τον γνωρίζω αυτόν τον άντρα που στέκεται στην ακροποταμιά, που παίρνει μια βαθιά εισπνοή και χαμογελά όταν αναγνωρίζει τις ευωδιές που ταξιδεύουν στον αέρα. Δεν τον γνωρίζω αυτόν τον άντρα, αλλά ξέρω πως είναι αδελφός μου.
Αυτός ο άντρας, που ξέρει πως η γύρη πάει όπου φυσάει ο άνεμος, προσβλέποντας στο εύφορο χώμα που την περιμένει, αυτός ο άντρας είναι αδελφός μου.
Και ξέρει πράγματα πολλά ο αδελφός μου. Ξέρει, λόγου χάρη, ότι ένα γραμμάριο γύρη είναι σαν ένα γραμμάριο του εαυτού του, γλυκά προορισμένο για τη σπερματική λάσπη, για το μυστήριο ότι θ' αναδυθεί ολοζώντανο, με τους καρπούς, με τα κλαδιά και με τα παρακλάδια του, με την ωραία ασφάλεια των μεταμορφώσεων, της αναπόφευκτης αρχής και του αναγκαίου τέλους, γιατί το αμετάβλητο ενέχει τον κίνδυνο του αιωνίου, και μόνον οι θεοί έχουν καιρό για την αιωνιότητα.
Αυτός ο άντρας, που σπρώχνει το μονόξυλό του πάνω στην ακτή με την ψιλή άμμο κι ετοιμάζεται να δεχτεί το θαύμα που, κάθε σούρουπο, στη ζούγκλα, ανοίγει τις πόρτες του μυστηρίου, αυτός ο άντρας δεν μπορεί παρά να είναι αδελφός μου.
Αυτός ο άντρας, ενώ το φως της μέρας αντιστέκεται αδύναμα κι αφήνεται να υποταγεί ερωτικά στο σκοτάδι, γλυκοψιθυρίζει στη βάρκα του: «Σε γνώρισα όταν ακόμα ήσουν κλαδί, σε καθάρισα απ' τα χώματα, σε προστάτεψα απ' τον τερμίτη, σε βοήθησα να ορθοποδήσεις, κι όταν σ' έκοψα για να σε κάνω προέκταση μου στο νερό, για κάθε τσεκουριά που σου 'δινα, χάραζα και μια ουλή στα χέρια μου. Μετά, όταν μπήκες στο νερό, σου ορκίστηκα πως μαζί θα συνεχίζαμε το ταξίδι που είχε αρχίσει όταν ακόμα ήσουνα σπόρος. Τον κράτησα τον όρκο μου «είμαστε φίλοι».
Αυτός ο άντρας, ύστερα, κοιτάζει γύρω του και βλέπει πώς αλλάζουν όλα, πώς μεταμορφώνονται ακριβώς όταν ο ήλιος δε θέλει πια να 'ναι σπασμένος σε χιλιάδες χρυσαφένια θρύψαλα που τα παίρνουν τα ποτάμια.
Το δάσος χαμηλώνει το έντονο πράσινο χρώμα του. Το τοοκάν σβήνει τη λάμψη των φτερών του. Οι κόρες του κοατί δεν καθρεφτίζουν πια την αθωότητα των καρπών. Το ακάματο μυρμήγκι διακόπτει τη μεταφορά του κόσμου στη φωλιά του. Το γιακαρέ αποφασίζει ν' ανοίξει τα μάτια για να του δείξει το σκοτάδι τι ήταν αυτό που δεν έβλεπε όταν τα 'χε κλειστά. Το ποτάμι γαληνεύει, ανύποπτο της τρομερής μεγαλοσύνης του.
Αυτός ο άντρας, που απλώνει στην αμμουδιά τα γαλαζοπράσινα φυλαχτά του για να μη φύγει το ποτάμι από τη θέση του, που κοιτάζει το φεγγάρι να ξεπροβάλλει κάπου κάπου από τα σύννεφα, βάφοντας ασημένιες τις δεντροκορφές, αυτός ο άντρας είναι αδελφός μου. Τον ακούω να ψιθυρίζει: «Όλα είναι όπως πρέπει να 'ναι. Η νύχτα δένει τη σάρκα των καρπών, ξυπνά τον πόθο των εντόμων, ηρεμεί τα πουλιά, δροσίζει το δέρμα των ερπετών, προστάζει τις πυγολαμπίδες να χορέψουν. Ναι: όλα είναι όπως πρέπει να 'ναι».
Σκαρφαλωμένο στον πέτρινο βωμό του και κουλουριασμένο πάνω στο καταραμένο του σώμα, το ανακόντα υψώνει το κεφάλι για να κοιτάξει τον ουρανό, μ' εκείνη την αφέλεια των ανίατα ισχυρών. Τα κίτρινα μάτια του είναι δυο πετράδια που λείπουν, αδιάφορα στο σούρσιμο του αίλουρου που, με το μάτι μαύρο από την πείνα, έχει βγει παγανιά, αδιάφορα στο αεράκι που, αυτή την εποχή της ξηρασίας, μεταφέρει τη γύρη ως τα ξέφωτα που έχει ανοίξει το μεγαλείο ή η μικρότητα των ανθρώπων, ή η ηλεκτρική αναλγησία του κεραυνού.
Αυτός ο άντρας, που τώρα σκορπίζει στην άμμο τους σπόρους κάθε πράγματος που φυτρώνει στον τόπο του, για να πλαγιάσει πάνω τους το κουρασμένο του κορμί, αυτός ο άντρας είναι αναπόφευκτα αδελφός μου.
Σκληροί είναι οι σπόροι του κουσκοολί, μα θα οδηγήσουν ως τα όνειρα του όλα τα ανυπόμονα στόματα που θα δεχτούν την πικρόγλυκη γεύση του τον καιρό της αγάπης. Ξινοί είναι οι σπόροι του ατσιότε, μα η κόκκινη σάρκα του θα κοσμήσει τα κεφάλια και τα σώματα των εκλεκτών γυναικών. Αιχμηροί είναι οι σπόροι της γιαοοάσκα, ίσως γιατί έτσι κρύβουν τη γλύκα του χυμού που παράγουν και που, άμα τον πιεις σε ασκητήριο γέροντα σοφού, διαλύει τις αμφιβολίες, όχι δίνοντας απαντήσεις, αλλά εμπλουτίζοντας την άγνοια της καρδιάς.
Σε ψηλό κλαρί ανεβασμένα για να φυλάγονται απ' το πούμα, τα πιθηκάκια τινάζονται όταν βλέπουν ένα φως από μακριά. Είναι αυτός ο άντρας, ο αδελφός μου, που έχει ανάψει μια φωτιά και με καλεί να μοιραστούμε τα καλά του, ενόσω ψιθυρίζει: «Όλα είναι όπως πρέπει να 'ναι. Η φωτιά τραβάει τα έντομα. Ο ιαγουάρος και ο μυρμηγκοφάγος παρακολουθούν από μακριά. Το περεσόσο και η σαύρα κάνουν να ζυγώσουν. Ο σκαραβαίος και η σαρανταποδαρούσα αποκοιμιούνται μες στις φυλλωσιές. Οι γλώσσες της φωτιάς λένε πως το ξύλο δεν κρατάει κακία. Ναι: όλα είναι όπως πρέπει να 'ναι».
Αυτός ο άντρας, ο αδελφός μου, μου λέει πως πρέπει να φέρω τα πόδια μου κοντά στην πυρά και να τα μαλάξω με χλιαρή στάχτη για να τα ανακουφίσω απ' την οδοιπορία. Το μισοσκόταδο δε μου επιτρέπει να δω τα τατουάζ του και τα σχέδια που έχει ζωγραφίσει στο πρόσωπο του, αλλά η ζούγκλα γνωρίζει την ευγένεια της φυλής του, τη θέση του στην ιεραρχία όπως τη μαρτυρούν τα στολίδια του.
Έτσι, μέσα στη νύχτα, είναι απλώς ένας άντρας· ένας άντρας της ζούγκλας που κοιτάζει το φεγγάρι, τ' αστέρια, τα σύννεφα που περνάνε, ενώ ακούει κι αναγνωρίζει κάθε ήχο που βγαίνει απ' τις συστάδες: την ανατριχιαστική στριγκλιά που βγάζει το πιθηκάκι όταν πέφτει στα νύχια του αίλουρου, τη μονότονη τηλεγραφία των γρύλλων, το βαρύ ρουθούνισμα του αγριόχοιρου, το σύριγμα του κροταλία που καταριέται τη φαρμακερή μοναξιά του, τα κουρασμένα βήματα της χελώνας που έρχεται να ξεγεννήσει στην αμμουδιά, την ήσυχη αναπνοή των παπαγάλων που τους βούβανε το σκοτάδι.
Έτσι, αργά αργά, αποκοιμιέται, χαρούμενος που είναι κομμάτι αυτής της νύχτας, αυτού του μυστηρίου που τον αδελφώνει με την κάμπια και το ξύλο που τρίζει καθώς τσιτώνονται τα αιωνόβια νεύρα ενός ομπού.
Τον κοιτάζω να κοιμάται, και νιώθω την ευτυχία του να μοιράζομαι το γαλήνιο μυστήριο που χαράζει το όριο ανάμεσα στα επίμονα ερωτήματα της ζωής και την οριστική απάντηση του θανάτου [...]