Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Book of the Year 2010



Το γνωστό chesscafe.com διεξάγει την καθιερωμένη ψηφοφορία των επισκεπτών για το καλύτερο σκακιστικό βιβλίο της χρονιάς που εκδόθηκε τη χρονιά που πέρασε. Ο πρώτος γύρος της ψηφοφορίας διαρκεί ως τις 17 Ιανουαρίου, στη συνέχεια θα επιλεγούν τα τρία βιβλία που συγκέντρωσαν τις περισσότερες ψήφους για τον τελικό γύρο, που θα διαρκέσει ως τις 31 Ιανουαρίου.

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω κατά πόσο είναι αξιόπιστη η διαδικασία και αν παρεμβαίνουν εμπορικές σκοπιμότητες σε site που ανάμεσα στην πολύ καλή ύλη διαφημίζει και βιβλία, αλλά δεν έχουμε κανένα φανερό λόγο να μην είμαστε καλοπροαίρετοι. Μπορείτε να ψηφίσετε για το βιβλίο της χρονιάς, στέλνοντας email στο bookoftheyear@chesscafe.com.

Ακολουθεί, με αλφαβητική σειρά, ο κατάλογος των υποψηφίων τίτλων για τη διάκριση. Έχω ξεφυλλίσει τα περισσότερα βιβλία, προσωπική γνώμη όμως έχω για το Attacking Manual II του Aagaard (εξαιρετικό, με κάνει να στενοχωριέμαι που δεν μπορώ πια να μελετήσω σκακιστική θεωρία), για το Chess Duels του Seirawan (ο αμερικανός GM είναι ο καλύτερος σκακιστικός παραμυθάς, διαβάζεις με απόλαυση τις ιστορίες που συνοδεύουν τις παρτίδες και την ανάλυση) για το How to Reassess Your Chess, 4th ed. του Jeremy Silman (το βρίσκω, όπως όλα τα έργα του πολυγραφότατου συγγραφέα, κακό βιβλίο) και για το Find the Right Plan (απορώ πως ο Karpov έβαλε την υπογραφή του σε αυτή την κακογραφία). Αν το φέρει η συζήτηση στο χώρο των σχολίων, θα γράψω περισσότερα για την εκτίμησή μου αυτή, το αποφεύγω στο κυρίως κείμενο της ανάρτησης, καθώς δεν είναι ανάρτηση γνώμης, αλλά παρουσίαση.
Θα ήθελα τα δικά σας σχόλια ωστόσο, για τα βιβλία του καταλόγου που γνωρίζετε.

Οι υποψηφιότητες:

Attacking Manual I and Attacking Manual II (Jacob Aagaard)
Boost Your Chess 1: The Fundamentals (Artur Yusupov)
Chess Duels (Yasser Seirawan)
Chess Exam: You vs. Bobby Fischer (Igor Khmelnitsky)
Chess Training Pocket Book, 3rd ed. (Lev Alburt)
Correspondence Chess in Britain and Ireland, 1824-1987 (Tim Harding)
Developing Chess Talent (Karel van Delft & Merijn van Delft)
Diary of a Chess Queen (Alexandra Kosteniuk)
Find the Right Plan with Anatoly Karpov (Anatoly Karpov & Anatoly Matsukevich)
Grandmaster Repertoire 5: The English Opening, Vol.3 (Mihail Marin)
Grandmaster Repertoire 6: The Sicilian Defence (Lubomir Ftacnik)
How to Reassess Your Chess, 4th ed. (Jeremy Silman)
James Mason in America (Joost van Winsen)
Mastering Chess Strategy (Johann Hellsten)
Mastering the Chess Openings Vol. 4 (John Watson)
Nunn's Chess Endings, Volume 1 & Volume 2 (John Nunn)
Studying Chess Made Easy (Andrew Soltis)
The Wonderful Winawer (Viktor Moskalenko)
Why We Lose at Chess (Colin Crouch)

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

«Σκακιστική Ιστορία» στο Art Gallery Café

Σε ένα πλοίο το 1941 εξελίσσεται η «Σκακιστική Ιστορία» του Στέφαν Τσβάιχ, που «ανεβαίνει» φέτος για δεύτερη συνεχή χρονιά στο Art Gallery Café από τη Δευτέρα 10 Ιανουαρίου. Ο Τσβάιχ υποστηρίζει πως το σκάκι είναι «Το μοναδικό παιχνίδι που ανήκει σε όλους του λαούς και σε όλες τις εποχές, και για το οποίο κανείς δεν ξέρει ποιος θεός το έφερε στη γη, για να σκοτώνει την πλήξη, για να οξύνει το πνεύμα και να ευφραίνει την ψυχή...». Η «Σκακιστική Ιστορία» είναι ένας αγώνας μεταξύ ενός παγκόσμιου πρωταθλητή στο σκάκι και ενός αυστριακού εξόριστου, ο οποίος είχε χρησιμοποιήσει το παιχνίδι σαν πνευματικό καταφύγιο την εποχή που ήταν κρατούμενος της Γκεστάπο.

Η σκηνοθεσία είναι του Γιάννη Γιούλη ο οποίος πρωταγωνιστεί μαζί με τους Νίκο Τριανταφυλλόπουλο, Γιάννη Πισκιτζή, Θέμη Καραγιάννη, Βασιλική Ντόριζα. Σκακιστικός σύμβουλος ο Ελισσαίος Βλάχος, γραφιστικά του Νικόλαου Μυλωνά.

Η πρεμιέρα του έργου είναι προγραμματισμένη για τη Δευτέρα 10 Ιανουαρίου στις 21.00 και παραστάσεις θα πραγματοποιηθούν τη Δευτέρα 17 και 31 Ιανουαρίου. .

Πληροφορίες

Art Gallery Café, Ιπποκράτους 1 & Γαληνού, Βούλα
τηλ. 210-8958866
Μουσικά δρώμενα από εναλλασσόμενα μουσικά σύνολα που αναβιώνουν το εγκάρδιο κλίμα των μπουάτ από Τρίτη μέχρι Σάββατο. Οι εκθέσεις λειτουργούν από τις 9 π.μ. μέχρι τις 2 π.μ.
site: http://www.artgallerycafe.gr/



Δυο έλληνες στην Quality Chess

Ο εκδοτικός οίκος Quality Chess που ίδρυσε και διευθύνει ο Jacob Aagaard, μας έχει προσφέρει τα τελευταία χρόνια σκακιστικά βιβλία πολύ υψηλού επιπέδου. Φαίνεται πως πολύ σπάνια περνάει την πόρτα των εκδόσεων κάποιος συγγραφέας που παραδίδει μέτριο έργο. Ενδεικτικά, αναφέρω πως έχει κυκλοφορήσει η εξαιρετική πολύτομη προπονητική σειρά του Artur Yusupov όπως και βιβλία του Mihail Marin, υποδειγματικές επανεκδόσεις κλασσικών τίτλων του Nimzowitsch και του Suetin, καθώς και τα βιβλία του ίδιου του εκδότη, του Aagaard. Στα μέσα Μαρτίου, αναμένεται να κυκλοφορήσει το έργο του πρωταθλητή Ελλάδας Βασίλη Κοτρωνιά «The Grandmaster Battle Manual», 320 σελίδων, όπου, όπως μας πληροφορεί το site της Quality Chess, ο έλληνας γκρανμέτρ μοιράζεται με τους αναγνώστες ό,τι έμαθε σαν παίκτης του 2600+ όλα αυτά τα χρόνια στη διεθνή σκακιέρα. Και αναλύει τον τρόπο που ένας επαγγελματίας σκακιστής γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστικός. Να ευχηθούμε να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο, και φυσικά θα επανέλθουμε με αναλυτική παρουσίαση όταν με το καλό κυκλοφορήσει.

Εδώ, συναντάμε μια μεγάλη έκπληξη. Ο Νίκος Ντίρλης, από την Πάτρα (τον οποίο ίσως γνωρίζετε και από το ιστολόγιο- αφήνει συχνά σχόλια με το ψευδώνυμο ametanoitos), εδώ και κάποιους μήνες εργάζεται μαζί με τον GM Jacob Aagaard για ένα βιβλίο ρεπερτορίου: «The Tarrasch Defence». Δεν συμβαίνει συχνά ένας μη τιτλούχος να γράφει σκακιστικό βιβλίο, ιδίως για το άνοιγμα και ιδιαίτερα σε έναν οίκο όπως η QC. Αυτό μπορεί να δείξει πως με μεθοδική και εξαντλητική δουλειά σε ένα αντικείμενο όλοι μας μπορούμε να κάνουμε έργο που θα εκτιμηθεί σωστά και από τους καλύτερους. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει σε τρεις περίπου μήνες και ο Ντίρλης σκοπεύει να το αφιερώσει στη μνήμη του Νίκου Καραπάνου. Το site της Quality Chess όπου μπορείτε να ενημερωθείτε για τις εκδόσεις και να κατεβάσετε τον κατάλογο του 2011 είναι το http://www.qualitychess.co.uk/

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Πάει και το δωρεάν σχολικό βιβλίο

Η γενική επίθεση του Μνημονίου συνεχίζεται. Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων. "Οταν Έχω Διάβασμα Βαριέμαι". Έτσι δεν παράφραζαν οι παλαιότεροι τα αρχικά του ΟΕΔΒ; Αυτή ήταν η σχέση των παιδιών με το βιβλίο, που παράχθηκε όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, όσο κι αν φαίνεται πολλές φορές πως γινόταν μέσω καταναγκασμών και περιττών πειθαρχοποιήσεων και συστημάτων ελέγχου. Ακόμα και στην περίπτωση που όταν έληγαν οι σχολικές περίοδοι τα βιβλία γίνονταν φύλλο και φτερό και σ' όλα τα σχολεία γύρω γύρω ήταν σαν να έχει χιονίσει σελίδες, ακόμα κι αυτό, ήταν μια κατάσταση που περιέγραφε την τριβή κάθε παιδιού με το βιβλίο, με το εργαλείο της μάθησης, και για τον εκπαιδευτικό και για το παιδί. Ήταν μια σχέση αγάπης και μίσους. Αυτή ήταν η σχέση μας με τη μάθηση, μέσω του δωρεάν βιβλίου που παρείχε ο Οργανισμός, που τώρα καταργείται. Έτσι πολύ απλά, με μια απόφαση της κυβέρνησης. Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου που θα παρουσιάσει σήμερα η Α. Διαμαντοπούλου, "ο βασικός άξονας του νέου σχολείου είναι ο ψηφιακός". "Ο σχεδιασμός, η οργάνωση και ο συντονισμός της παραγωγής και διανομής σχολικών βιβλίων, τόσο σε έντυπη όσο και σε ηλεκτρονική μορφή" είναι πλέον συμπληρωματική δραστηριότητα ενός φορέα που θα λειτουργεί με καθεστώς ιδιωτικού δικαίου!

***Ακολουθεί σχετικό άρθρο της Π. Στεφανάκου από τη σημερινή ΑΥΓΗ:
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=589927

Ολόκληρο τον 20ό αιώνα, το δημόσιο σχολείο, στην Ελλάδα, στηριζόταν σε δύο θεσμούς: στον δάσκαλο και στο δωρεάν σχολικό βιβλίο. Αυτοί οι πυλώνες της εκπαιδευτικής διαδικασίας αποτελούσαν βασική υπόσχεση του κράτους. Συνιστούσαν τη στοιχειώδη κανονικότητα του σχολείου. Αμφισβητήθηκαν μόνον σε εθνικές έκτακτες καταστάσεις, σε πολέμους και καταστροφές.

Χθες ανακοινώθηκε η κατάργηση του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, του γνωστού ΟΕΔΒ με σήμα την κουκουβάγια. Η αρμοδιότητά του να επιμελείται την παραγωγή των σχολικών βιβλίων υπάγεται σε άλλο οργανισμό, ο οποίος, όμως, θα έχει ως πρωταρχική αρμοδιότητά του τη συγκρότηση του ψηφιακού βιβλίου. Στην ουσία, βαδίζουμε προς την κατάργηση του έντυπου σχολικού βιβλίου, προφανώς για λόγους περικοπών του προϋπολογισμού. Η εξέλιξη αυτή επενδύεται ψευδώνυμα με την “πρόοδο” του ψηφιακού βιβλίου. Ποιος μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι η διαδικασία της μάθησης, το διάβασμα και η εμβάθυνση, η μεθυστική σχέση με το βιβλίο, θα αντικατασταθούν αποτελεσματικά από την ηλεκτρονική ροή των πληροφοριών;

Ακόμη και αυτό το “ψηφιακό βιβλίο” θα παράγεται όχι με χρήματα του προϋπολογισμού, αλλά με χρήματα των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Η ιστορία είναι γνωστή. Όπως συνέβη με την ενισχυτική διδασκαλία ή τα προγράμματα ψυχικής υγείας, μόλις τελειώσει η ευρωπαϊκή χορηγία, ουσιαστικά διαλύονται οι δομές.

Το σχολείο δέχεται την επίθεση του Μνημονίου. Η εκπαίδευση θεωρείται πολυδάπανη και περιττή. Άλλο ένα κοινωνικό αγαθό εκδιώκεται από τη σφαίρα του δημόσιου ενδιαφέροντος. Η αρχή έγινε με τη μετατροπή των μονίμων εκπαιδευτικών σε συμβασιούχους.

Ποια αναβάθμιση μπορεί να υπάρξει με σχολεία χωρίς δασκάλους και χωρίς βιβλία; Τι είδους πρόοδος είναι αυτή που αφήνει στον ήδη περιορισμένο οικογενειακό προϋπολογισμό ακόμη μεγαλύτερα βάρη για τη μόρφωση των παιδιών; Σε ποιου είδους εκπαίδευση και καινοτομία αποσκοπούν οι κομπορρημοσύνες των κρατούντων;

Ευχόμαστε να μην επιβεβαιωθούν οι χειρότερες προβλέψεις. Δεν αρκεί, όμως! Αποδεικνύεται ότι η επίθεση σε βάρος του επιπέδου ζωής δεν αφορά μόνο τη συρρίκνωση του εισοδήματος. Επεκτείνεται στην αποχώρηση του κράτους από αυτονόητες, εδώ και έναν αιώνα, δεσμεύσεις του δημόσιου βίου, όπως είναι η δωρεάν παιδεία και υγεία, καθώς και η αξιοβίωτη κοινωνική ασφάλιση.

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Καρλ Μαρξ και Σκάκι

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χρήστου Κεφαλή Σκακιστική Εγκυκλοπαίδεια που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» και αποτελεί μια εξαιρετική πρόταση για δώρο στις γιορτές. Για περισσότερες πληροφορίες, εκδ. Κέδρος, Γενναδίου 3, τηλ. 210-3809712.



Ο ιδρυτής του επιστημονικού σοσιαλισμού ήταν ισχυρός σκακιστής. Στα χρόνια της συγγραφής του Κεφαλαίου στο Λονδίνο συναγωνιζόταν με φίλους του από τους αριστερούς κύκλους. Τακτικός αντίπαλός του ήταν ο διακεκριμένος Γερμανός επαναστάτης Βίλχελμ Λίκμπνεχτ.

Το σκάκι ταίριαζε στο μαχητικό πνεύμα του Μαρξ και οι αναμετρήσεις με τον Λίκμπνεχτ συχνά κρατούσαν όλο το βράδυ. Ο γιος του Λίκμπνεχτ Καρλ δίνει μια ζωντανή περιγραφή τους: "Ο Μαρξ έπαιρνε το σκάκι πολύ σοβαρά και όταν έχανε ζητούσε επίμονα ρεβάνς. Κάποτε ισχυρίστηκε ότι είχε εφεύρει ένα νέο εντυπωσιακό άνοιγμα. Νίκησε τον Λίκμπνεχτ μερικές φορές, αλλά μετά έχασε. Επέμενε ότι θα έπρεπε να επαναλάβουν την αναμέτρηση το επόμενο πρωί και πέρασε το βράδυ αναλύοντας. Το άλλο πρωί ήταν έτοιμος για μάχη. Μια νίκη τον κατενθουσίασε αλλά μετά ξανάχασε. Πήρε το επόμενο παιγνίδι πολύ ζεστά, συγκεντρώθηκε και κέρδισε πάλι. Ολημερίς το ματς συνεχιζόταν με διακυμάνσεις ώσπου ξαναπήγε μεσάνυχτα. Όταν επιτέλους ο Λίκμπνεχτ κέρδισε δυο διαδοχικά παιγνίδια και σηκώθηκε, θεωρώντας το ματς τελειωμένο, ο Μαρξ προσπάθησε να τον κρατήσει με το ζόρι και μόνο χάρη στη γυναίκα του πείστηκε να βάλει τέρμα στο μαραθώνιο".

Σύμφωνα με τους σκακιστικούς ιστορικούς Μ. Φοξ και Ρ. Τζέιμς, ο Μαρξ ήταν "ο πιο δυνατός φιλόσοφος" που διακρινόταν για την υψηλή επίδοσή του στο σκάκι. Η ακόλουθη παρτίδα του, η μόνη του που σώζεται, παρουσιάζει ενδιαφέρον για το χτίσιμο της θέσης πριν την τελική επίθεση.

Μαρξ-Μέγιερ, 1867 (Γκαμπί του Βασιλιά).

1.ε4 ε5 2.ζ4 εζ4 3.Αγ4 η5 4.Ιζ3 η4 5.0-0 ηζ3 6.Βxζ3 Βζ6 7.ε5 Βχε5 8.δ3 Αθ6 9.Ιγ3 Ιε7 10.Αδ2 Ιβγ6 11.Παε1 Βζ5 12.Ιδ5 Ρδ8 13.Αγ3 Πη8 14.Αζ6 Αη5 15.Αxη5 Βxη5 16.Ιxζ4 Ιε5 17.Βε4 δ6 18.θ4 Βη4 19.Αxζ7 Πζ8 20.Αθ5 Βη7 21.δ4 Ι5γ6 22.γ3 α5 23.Ιε6+ Αxε6 24.Πxζ8+ Βxζ8 25.Βxε6 Πα6 26.Πζ1 Βη7 27.Αη4 Ιβ8 28.Πζ7 1-0.

Ο Ολλανδός γκρανμέτρ Χανς Ρέε εκτιμά πως πρόκειται για "μια παρτίδα για την οποία κανείς μαρξιστής δεν θα έπρεπε να ντρέπεται", εγκωμιάζοντας τον πλούσιο χειρισμό της επίθεσης. Παραθέτει όμως στοιχεία που εγείρουν αμφιβολίες αν η παρτίδα παίχθηκε όντως από τον Μαρξ ή αποδόθηκε λαθεμένα σε αυτόν όταν ανακαλύφθηκε και δημοσιεύθηκε το 1926 σε σοβιετικά περιοδικά.

Σύμφωνα με αυτά, δεν είναι βέβαιο αν ο αναφερόμενος Μαρξ είναι ο ιδρυτής του μαρξισμού ή πρόκειται για συνωνυμία με κάποιο Μαρκ Μαρξ. Για τον αντίπαλο του Μαρξ, πιθανολογείται ισχυρά ότι ήταν ο Γερμανός συνθέτης προβλημάτων Χάινριχ Μέγιερ, που εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο γύρω στα 1870. Κατά άλλη μαρτυρία, του βιογράφου του Μαρξ Φ. Γουίν, η παρτίδα παίχθηκε πράγματι από τον Μαρξ στη διάρκεια επίσκεψής του το 1867 στη Γερμανία, στο σπίτι του Γερμανού μετρ Γκ. Νόιμαν. Το θέμα παραμένει έτσι ανοιχτό για την έρευνα.

(το κείμενο «Επαναστάτες και Σκάκι» υπάρχει online στην ιστοσελίδα της εφημερίδας ΑΥΓΗ http://www.avgi.gr/NavigateActiongo.action?articleID=267662 )

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Έλληνες σκακιστές του 19ου αιώνα



Το βιβλίο «Έλληνες σκακιστές του 19ου αιώνα» είναι προϊόν μακράς έρευνας του Παναγή Σκλαβούνου. Όλα τα στοιχεία για τη σκακιστική δραστηριότητα του Λορέντζου Μαβίλη, το "ελληνικό άνοιγμα" στο σκάκι και γιατί ονομάστηκε έτσι, ποιο είναι το παλιότερο δημοσιευμένο σκακιστικό πρόβλημα Έλληνα συνθέτη, ποιος Έλληνας συνθέτης έγραψε ρέκβιεμ για τον Πολ Μόρφυ, ποιος έστελνε αναλυμένες παρτίδες του και δημοσιεύονταν στο εξωτερικό, ποιος Έλληνας βγήκε δυό φορές μια θέση πίσω από τον Σαμ Λόιντ σε διεθνείς διαγωνισμούς σύνθεσης σκακιστικών προβλημάτων ... και άλλα !
Κυκλοφόρησε σήμερα (28 Νοεμβρίου 2010), που συμπληρώνονται 98 χρόνια από το θάνατο του Λορέντζου Μαβίλη στα βουνά της Ηπείρου και είναι έκδοση του συγγραφέα.

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Καταρίνα Μπλουμ


Η Χαμένη Τιμή της Καταρίνα Μπλουμ (Die verlorene Ehre der Katharina Blum)

Της Φιλοθέης Π. (phi)

Το μικρό αυτό αριστούργημα του Χάινριχ Μπελ, περιγράφει με χιούμορ, ειρωνεία αλλά και τρυφερότητα, μια σύγχρονη εκδοχή «ατίμωσης», που όμως δεν γίνεται παθητικά δεκτή, όπως σε άλλες εποχές, αλλά αντιμετωπίζεται δυναμικά από το θύμα.
Στη Γερμανία του οικονομικού θαύματος αλλά και της αντιτρομοκρατικής υστερίας των μολυβένιων ετών της δεκαετίας του 1970, η Καταρίνα Μπλουμ, μια νεαρή οικιακή βοηθός, πηγαίνει σε ένα αποκριάτικο πάρτι όπου γνωρίζει τον Λούντβιχ Γκαίτεν, καταζητούμενο για «διάφορα εγκλήματα» και κάνει έρωτα μαζί του. Έτσι η Καταρίνα βρίσκεται άξαφνα στο στόχαστρο του κίτρινου Τύπου -που εκπροσωπείται από την ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ. Μετά τη νύχτα αυτή η Καταρίνα Μπλουμ ανακαλύπτει το πρόσωπο ενός σκοτεινού μηχανισμού που μέχρι τότε αγνοούσε. Η κοινή γνώμη δεν θα παραμείνει αμέτοχη στην ηθική και ψυχική εξόντωσή της.
Απελπισμένη από το διασυρμό της, καταφεύγει στη μόνη άμυνα που της απομένει: δολοφονεί τον διεφθαρμένο δημοσιογράφο.
Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1974, στη Γερμανία, πολύ πριν τα ΜΜΕ λάβουν τη μορφή που έχουν σήμερα. Περιγράφει ένα κόσμο ζοφερό, σκοτεινό, όπου ο ένας εκμηδενίζεται, γίνεται έρμαιο στη βούληση, του συστήματος και αυτών που το εκμεταλλεύονται. Δυστυχώς παραμένει ακόμη και σήμερα επίκαιρο, αλλάζουν τα ονόματα, αλλάζουν οι αφορμές, αλλάζουν τα συστήματα και οι πρακτικές. Το πρόβλημα παραμένει. Ο ένας παραμένει ακόμη απροστάτευτος απέναντι στις κάθε είδους εξουσίες, νόμιμες ή παράνομες.

Ο Χάινριχ Μπελ γεννήθηκε στην Κολωνία το 1917, από πατέρα γλύπτη. Άρχισε να δουλεύει σ' ένα βιβλιοπωλείο, κι έπειτα υπηρέτησε στο πεζικό σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Μετά το 1945 έκανε διάφορες δουλειές, και το 1951 έγινε συγγραφέας. Οι πρώτες του νουβέλες μιλούν για την απελπισία των ανθρώπων που έχουν εμπλακεί στον πόλεμο. Τα μεταγενέστερα έργα του, όπως το «Γνωριμία με τη νύχτα» και «Το αφύλαχτο σπίτι», μιλούν για το ηθικό κενό πίσω από το «οικονομικό θαύμα» της μεταπολεμικής Γερμανίας, ενώ «Το ψωμί των πρώτων χρόνων» απεικονίζει τη φτώχεια, το ζόφο και την πείνα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1972. Συγκλονισμένος από την εποχή που έζησε και από όσα η γενιά του είδε άκουσε και βίωσε αποτέλεσε τον πιο εύστοχο σχολιαστή της Γερμανικής ιστορίας κατά το μέσο του αιώνα.

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Εικόνες


Ο Βλαντίμιρο Μοντεσίνος, πρώην αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών του Περού, ο υπ΄αριθμόν ένα καταζητούμενος της Λατινικής Αμερικής, συνελήφθη το 2001 στη Βενεζουέλα. Επικηρυγμένος για 5 εκατομμύρια δολάρια, κατηγορήθηκε για ξέπλυμα χρήματος, λαθρεμπόριο όπλων, εκβιασμό, και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία του απέφεραν προσωπική περιουσία 264 εκατομμυρίων δολαρίων, μοιρασμένη σε τράπεζες ανά τον κόσμο. Για έξι χρόνια το δεξί χέρι του πρώην προέδρου του Περού, Αλμπέρτο Φουτζιμόρι, ο Μοντεσίνος απέφευγε να εμφανίζεται δημοσίως και δρούσε παρασκηνιακά, δωροδοκώντας τη στρατιωτική και δικαστική εξουσία και τα μέσα ενημέρωσης. Ο Μοντεσίνος είχε καταφέρει να διαφύγει από τη χώρα και από τότε καταζητούταν σε διάφορες χώρες, ενώ φήμες τον έφεραν να έχει αλλάξει πρόσωπο με πλαστική εγχείριση, ή ακόμη και να έχει αυτοκτονήσει. Στη φυλακή έγραψε μια σειρά από βιβλία, ένα από αυτά είχε τον τίτλο «Peon de Ajedrez» (Πιόνι του Σκακιού)!


Σιμουλτανέ σε 520 σκακιέρες έδωσε ο 30χρονος γκρανμέτρ Άλικ Γκέρσον στο κέντρο του Τελ Αβίβ, καταρρίπτοντας το προηγούμενο ρεκόρ των 500 σκακιερών που είχε σημειωθεί στο Ιράν και είχε καταχωρηθεί στο βιβλίο Γκίνες. Το σιμουλτανέ έγινε προχθές.

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Ο Μαρξ στο Σόχο


Χάουαρντ Ζιν, η αριστερή φωνή της Αμερικής. Ο ψηλός, ασπρομάλλης καθηγητής, γνωστός ακτιβιστής κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, ανέτρεψε όλα τα στερεότυπα της επίσημης ιστοριογραφίας.

Έγινε ευρύτερα γνωστός με το βιβλίο «Ιστορία του Λαού των ΗΠΑ», όπου ανέδειξε ως κεντρικούς ήρωες της ιστορίας της χώρας όχι τους ιδρυτές της, αλλά τους συνδικαλιστές, τις φεμινίστριες και τους μαχητές για διάφορους σκοπούς.

Εχουν εκδοθεί περισσότερα από 25 βιβλία του. Η «Ιστορία του Λαού των ΗΠΑ» κυκλοφόρησε το 1984 και εξελίχθηκε σε διαχρονικό μπεστ σέλερ, με πωλήσεις που μόνο στις ΗΠΑ έχουν ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Διδάσκεται σε εκατοντάδες πανεπιστήμια και κολέγια των ΗΠΑ και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Οπως ο ίδιος είχε δηλώσει, πρόκειται για μία ιστορία της Αμερικής που έρχεται να φωτίσει, να τεκμηριώσει αλλά και να ανατρέψει τις μέχρι τώρα πληροφορίες μας γι’ αυτήν. Δεν παγιδεύεται στους εθνικούς μύθους της επίσημης ιστορίας, που γράφτηκε από την οπτική γωνία των κυβερνήσεων, των κατακτητών, των διπλωματών και των ηγετών. Ο Ζιν επιλέγει να αφηγηθεί την αμερικανική ιστορία όπως την έζησαν οι γυναίκες, οι εργάτες, οι μαύροι, οι Ινδιάνοι, οι φτωχοί, οι μετανάστες.

Για τον Αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα είχε δηλώσει ότι ο πλανητάρχης είναι μια σκέτη απογοήτευση για τους ανθρώπους που τον ψήφισαν.

Το ελληνικό κοινό γνώρισε τον Ζιν ως θεατρικό συγγραφέα από τον εκπληκτικό μονόλογο «Ο Μαρξ στο Σόχο». Στο έργο ο Αμερικανός ακαδημαϊκός φέρνει σε πρώτο πρόσωπο απέναντι από τον θεατή τον Μαρξ να αναλύει με καθαρότητα τις βασικές γραμμές της ιδεολογίας του.

O Χάουαρντ Ζιν πέθανε 27 Ιανουαρίου 2010 από ανακοπή καρδιάς σε ταξίδι στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας.

(Μίνα Αγγελίνη)

---------------------------------------------
Δεν αναρωτιέστε γιατί νιώθουν την ανάγκη να με ανακηρύσσουν νεκρό, ξανά και ξανά;
Ο Μαρξ, απαυδισμένος από τις επιθέσεις που δέχεται μετά θάνατον, ζητάει από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κόσμου να επιστρέψει στη ζωή για να αποκαταστήσει την αλήθεια.
Φτάνει στο Σόχο και, απευθυνόμενος σε ένα σύγχρονο ακροατήριο, μιλάει σε πρώτο πρόσωπο για τη ζωή του και υπερασπίζεται την επικαιρότητα των ιδεών του.
--------------------------------------------

(Ο Μαρξ στο Σόχο, Μετάφραση: Άρης Λασκαράτος, Εκδόσεις Αιώρα - απόσπασμα)

Φώτα σπιτιών στο βάθος. Ένα φως στο κέντρο της σκηνής φωτίζει ένα χώρο άδειο, εκτός από ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες. 0 Μαρξ μπαίνει φορώντας μαύρη ρεντιγκότα και μαύρο γιλέκο, λευκό πουκάμισο και μαύρο παπιγιόν. Έχει γένια, είναι κοντός. γεμάτος, με μαύρο μουστάκι και μαλλιά που γκριζάρουν. Φοράει γυαλιά με μεταλλικό σκελετό και κρατάει ένα σακίδιο. Κοντοστέκεται, περπατάει μέχρι την άκρη της σκηνής, κοιτάζει το ακροατήριο. Δείχνει ικανοποιημένος. λίγο έκπληκτος.

-Δόξα τω Θεώ, κοινό!

Βγάζει τις προμήθειές του από τo σακίδιο: μερικά βιβλία, εφημερίδες, ένα μπουκάλι μπίρα, ένα ποτήρι. Κάνει στροφή και περπατάει προς το κέντρο της σκηνής.

-Ευχαριστώ που ήρθατε. Δεν ακούσατε όλους αυτούς τους ηλίθιους που έλεγαν ότι ο Μαρξ είναι νεκρός. Ε, δηλαδή, είμαι... και δεν είμαι. Είναι θέμα διαλεκτικής.

Δεν έχει πρόβλημα να διακωμωδεί τον εαυτό του και τις ιδέες του. Ίσως έγινε πιο ήπιος με το πέρασμα των χρόνων. Αλλά πάνω που λες ότι ο Μαρξ μαλάκωσε, έρχονται ξεσπάσματα θυμού.

-Ίσως αναρωτιέστε πώς έφτασα εδώ... χαμογελάει πονηρά... πήρα τη συγκοινωνία.

Η προφορά του είναι ελαφρά βρετανική, απροσδιόριστα ευρωπαϊκή, χωρίς καμια έντονη απόχρωση, σίγουρα όμως όχι αμερικάνικη.

-Εγώ δεν ήθελα να βρεθώ εδώ... Εγώ ζήτησα να γυρίσω στο Σόχο του Λονδίνου. Εκεί που έζησα. Αλλά... ένα μπλέξιμο της γραφειοκρατίας και βρέθηκα εδώ, στο Σόχο της Νέας Υόρκης...

Αναστενάζει.

-Βέβαια, πάντα ήθελα να επισκεφτώ τη Νέα Υόρκη.

Ρίχνει μπίρα στο ποτήρι του, πίνει μια γουλιά, το αφήνει στο τραπέζι. Η διάθεσή του αλλάζει.

- Αναρωτιέστε γιατί επέστρεψα;

Δείχνει κάπως θυμωμένος.

-Μα για να αποκαταστήσω την υπόληψή μου.

Σωπαίνει.

-Διάβαζα τις εφημερίδες σας... Παίρνει στα χέρια του μια εφημερίδα. Όλες διακηρύσσουν ότι οι ιδέες μου έχουν πεθάνει! Τα γνωστά. Αυτοί οι παλιάτσοι το λένε πάνω από εκατό χρόνια τώρα, αλλά δεν αναρωτιέστε τι μανία είναι αυτή να με ανακηρύσσουν νεκρό ξανά και ξανά;
Κι εγώ είπα, ως εδώ. Ζήτησα να επιστρέψω, έστω για λίγο. Βλέπετε, υπάρχουν κανόνες εκεί πάνω. Είπαμε: γραφειοκρατία. Επιτρέπεται να διαβάζεις, ακόμα και να βλέπεις τους ανθρώπους, αλλά όχι να ταξιδεύεις. Φυσικά, διαμαρτυρήθηκα. Και είχα αρκετή συμπαράσταση... Ο Σωκράτης, παραδείγματος χάριν, τους είπε: «Ζωή χωρίς ταξίδια δεν αξίζει να τη ζεις». Ο Γκάντι έκανε απεργία πείνας. Η Mother Jones απείλησε ότι θα κάνει πικετοφορία. Ο Μαρκ Τουέιν με υπερασπίστηκε, με το δικό του παράξενο τρόπο. Ο Βούδας έψαλε: Ωμμμμμ! Οι υπόλοιποι σιώπησαν. Θεέ μου, πεθαμένοι άνθρωποι, τι είχαν να φοβηθούν;
Ακόμα και εκεί πάνω, ταραξία με θεωρούν. Ευτυχώς, όμως, η διαμαρτυρία έπιασε τόπο! «Εντάξει, πήγαινε», είπαν, «έχεις μια ώρα στη διάθεση σου να εκθέσεις τις απόψεις σου. Και πρόσεχε: όχι φασαρίες!» Πιστεύουν πραγματικά στην ελευθερία του λόγου, αλλά μέχρις ενός σημείου...

Χασκογελάει.

-Είναι, βλέπετε, νεοφιλελεύθεροι.
Λοιπόν, μπορείτε να διαδώσετε τα νέα: Ο Μαρξ γύρισε! Για λίγο. Αλλά πρώτα να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Δεν είμαι μαρξιστής. Γελάει. To είπα κάποτε στον Πίπερ και κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Πίνει μια γουλια μπίρα. Πρέπει να σας μιλήσω για τον Πίπερ.
Ζούσαμε στο Λονδίνο, η Τζένη, εγώ και τα παιδιά. Είχαμε δυο σκύλους, τρεις γάτες και δύο πουλιά. 'Ισα που τα φέρναμε βόλτα. Είχαμε ένα διαμέρισμα στον οδό Ντιν, εκεί όπου κατέληγαν οι υπόνομοι της πόλης. Βρεθήκαμε στο Λονδίνο γιατί με είχαν διώξει από τη Ρηνανία, μάλιστα κύριε, από τον τόπο που γεννήθηκα.

-Είχα κάνει πολύ επικίνδυνα πράγματα. 'Ημουνα συντάκτης της εφημερίδας Die Rheinische Zeitung. Διόλου επαναστατικό έντυπο. Αλλά, τελικά, δεν υπάρχει πιο επαναστατική πράξη από το να λες την αλήθεια.

-Εκείνο τον καιρό στη Ρηνανία, η αστυνομία συνελάμβανε φτωχούς ανθρώπους με την κατηγορία ότι μάζευαν καυσόξυλα από τις ιδιοκτησίες των πλουσίων. 'Εγραψα ένα άρθρο για να διαμαρτυρηθώ. Προσπάθησαν να λογοκρίνουν την εφημερίδα. Στο επόμενο άρθρο έγραψα ότι δεν υπάρχει ελευθερία του τύπου στη Γερμανία. Αποφάσισαν να με δικαιώσουν: Έκλεισαν την εφημερίδα. Τότε, λοιπόν, γίναμε ριζοσπαστικοί - έτσι δεν γίνεται συνήθως; To τελευταίο φύλλο της εφημερίδας κυκλοφόρησε με έναν πηχιαίο τίτλο με κόκκινο μελάνι: «Επανάσταση!» Αυτό ενόχλησε τις αρχές και με διώξανε από τη Ρηνανία.

-Έτσι πήγα στο Παρίσι. Εκεί δεν πάνε οι εξόριστοι; Πού αλλού μπορείς να περάσεις όλη τη νύχτα σ' ένα καφέ διηγούμενος πόσο επαναστάτης ήσουνα στην πατρίδα σου; Ναι, ένας εξόριστος που σέβεται τον εαυτό του, πάει στο Παρίσι.
To Παρίσι ήταν για μας μήνας του μέλιτος. Η Τζένη βρήκε ένα μτκροσκοπικό διαμέρισμα στο Καρτιέ Λατέν. Ονειρεμένοι μήνες. Αλλά η γερμανική αστυνομία είχε ενημερώσει την αστυνομία του Παρισιού. Φαίνεται πως η αστυνομία αναπτύσσει διεθνιστική συνείδηση γρηγορότερα από τους προλετάριους... 'Ετσι, μ' έδιωξαν και από το Παρίσι. Πήγαμε στο Βέλγιο. Μας έδιωξαν κι από κει. Και πήγαμε στο Λονδίνο, όπου φτάνουν πρόσφυγες από ολόκληρο τον κόσμο. Οι Άγγλοι έχουν μια αξιοθαύμαστη ανεκτικότητα. Και πόσο υπερηφανευονται γι' αυτήν...

Βήχει. κάτι που θα κάνει αρκετές φορές. Κουνάει το κεφάλι του.

-Οι γιατροί είπαν ότι ο βήχας θα περάσει σε λίγες ερδομάδες. Αυτό Tο είπαν το 1858...
Σας έλεγα όμως για τον Πίπερ. Εκείνη την εποχή στο Λονδίνο, περνουσαν από το σπίτι μας όλοι οι πολιτικοί πράσφυγες από την ηπειρωτική Ευρώπη. Ο Πίπερ ήταν ένας απ' αυτούς. Στριφογύριζε γύρω μου σαν σφήκα. 'Ηταν ένας κόλακας, ένας γλείφτης. Στεκόταν απέναντί μου, στα δεκαπέντε εκατοστά, για να μην μπορώ να ξεφύγω, και απήγγελλε αποσπάσματα από τα κείμενά μου. Του έλεγα: «Πίπερ, σε παρακαλώ, σταμάτα να μου λες τι έχω γράψει!»
Είχε το θράσος να λέει, νομίζοντας ότι θα χαιρόμουνα, πως θα μετέφραζε To Κεφάλαιο στα αγγλικά. Χα! Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να αρθρώσει μια πρόταση στα αγγλικά χωρίς να κατακρεουργήσει τη γλώσσα. Τα αγγλικά είναι όμορφη γλώσσα. Είναι η γλώσσα του Σαίξπηρ. Αν ο Σαίξπηρ άκσυγε τον Πίπερ να λέει μία μόνο φράση στα αγγλικά, θα αυτοκτονούσε.

-Αλλά η Τζένη τον λυπόταν και αρκετά συχνά τον προσκαλούσε στα οικογενειακά μας δείπνα. Ένα βράδυ, ο Πίπερ μας ανακοίνωσε τη σύσταση της Μαρξιστικής Εταιρείας του Λονδίνου.

-«Μαρξιστική Εταιρεία;» έκανα. «Τι είναι αυτό;» «Συναντιόμαστε», λέει, «μια φορά την εβδομάδα και συζητάμε ένα από τα κείμενά σου. To διαβάζουμε φωναχτά και το μελετούμε πρόταση προς πρόταση. Γι' αυτό αυτοαποκαλούμαστε μαρξιστές - πιστεύουμε με όλη μας την καρδιά σε όλα όσα έχεις γράψει».

«Με όλη σας την καρδιά, σε όλα όσα έχω γράψει;

«Ναι! Και θα ήταν υμή μας, Χερ Ντόκτορ Μαρξ -έτσι με φώναζε: Χερ Ντόκτορ Μαρξ - αν ερχόσουν να μιλήσεις στην επόμενη συνάντηση της Μαρξιστικής Εταιρείας».

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό». «Γιατί;» ρώτησε.

«Γιατί εγώ δεν είμαι μαρξιστής». Γελάει, με την καρδιά του. Δεν μ' ενοχλούσαν τα κακά αγγλικά του. Ούτε τα δικά μου ηταν άψογα. Ηταν ο τρόπος που σκεφτόταν. Μ' έκανε να ντρέπομαι, ήταν ένας δορυφόρος σε τροχιά γύρω από τα λόγια μου, τα οποία αναμετάδιδε στον κόσμο, αφού πρώτα τα διαστρέβλωνε. Και μετά υπερασπιζόταν τις διαστρεβλώσεις αυτές με φανατισμό, καταγγέλλοντας όποιον έδινε διαφορετική ερμηνεία.

[...]

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Ο Ραούλ

Το βιβλίο The KGB Plays Chess κυκλοφόρησε στη Μόσχα το 2009 και μεταφράστηκε πρόσφατα στα αγγλικά από τις εκδόσεις Russell Enterprises. Περιέχει μαρτυρίες των γκρανμέτρ Μπόρις Γκούλκο και Βίκτορ Κορτσνόι, του δημοσιογράφου Γιούρι Φελσίνσκι καθώς και του απόστρατου αξιωματικού της KGB Βλαντιμίρ Ποπόβ, αλλά και κάποια έγγραφα στα οποία ο Ανατόλι Κάρποβ σκιαγραφείται να παίζει ιδιαίτερα δύσοσμο ρόλο την εποχή της σκακιστικής του κυριαρχίας. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν πως ο 12ος παγκόσμιος πρωταθλητής ήταν πράκτορας της διαβόητης μυστικής υπηρεσίας KGB και έφερε το κωδικό όνομα Ραούλ. Χρησιμοποίησε τη δύναμή του στη Σοβιετική Ένωση για να διατηρήσει τον σκακιστικό τίτλο του. Στο βιβλίο, σύμφωνα με τον Άρνε Μολ ο οποίος το παρουσιάζει εκτενώς στα ChessVibes, φαίνεται πως απουσιάζει εξαντλητική τεκμηρίωση (ειδικά στο πρώτο μέρος που έχει γραφτεί από τον Γκούλκο), η οποία είναι προφανώς απαραίτητη όταν παρουσιάζονται τόσο ευαίσθητες ιστορικές πληροφορίες. Πάντως το κλίμα της εποχής, που είναι σχετικά άγνωστο ακόμα και στις νέες γενιές των Ρώσων, αποτυπώνεται στις σελίδες, γράφει ο Μολ. Από την άλλη μεριά, παρουσιάζονται δεκάδες προσωπικές ιστορίες σκακιστών που έπεσαν σε δυσμένεια, οι οποίες είναι επιβεβαιωμένες από ετερόκλητες πηγές στη διάρκεια των χρόνων που μεσολάβησαν και έτσι δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητηθεί η αυθεντικότητά τους. Σημαντικές ιστορικές μαρτυρίες ή ελαφρύ κατασκοπικό ανάγνωσμα; Περισσότερο φως στο ερώτημα όταν το βιβλίο έρθει στα χέρια μας.
The KGB Plays Chess: η βιβλιοπαρουσίαση του Arne Moll στο
http://www.chessvibes.com/reviews/review-the-kgb-plays-chess/#more-30241

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Η σκιά του εαυτού μας


Η σκιά του εαυτού μας
του Λουίς Σεπούλβεδα
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις opera http://www.operabooks.gr/

Πρώτο κεφάλαιο:
«Σʼ εμάς τους γέρους τι μας έχει μείνει πια; Μόνο ο Καρλίτος Σαντάνα» σκέφτηκε ο βετεράνος και θυμήθηκε έναν άλλο ηλικιωμένο που, πριν από σαράντα χρόνια, είχε την ίδια σκέψη. το μόνο που διέφερε, ήταν το επώνυμο, καθώς και το γεγονός ότι το είχε πει ενώ έβαζε να πιει ένα ποτήρι κρασί.

«Σʼ εμάς τους γέρους τι μας έχει μείνει πια; Μόνο ο Καρλίτος Γαρδέλ — στην υγειά σου, Morocho» είχε αναστενάξει τότε ο παππούς του, κοιτάζοντας με νοσταλγία το ρουμπινένιο χρώμα του κρασιού.

«Αυτό ήταν όλο» θυμήθηκε ο βετεράνος. «Την άλλη μέρα, ο παππούς τίναξε τα μυαλά του στον αέρα μʼ ένα τριανταοχτάρι Smith and Wesson, το ίδιο σιδερικό που το ʼχω φυλάξει τόσες δεκαετίες πεντακάθαρο και λαδωμένο, με τις έξι σφαίρες του στη θαλάμη, τυλιγμένο σʼ ένα μαυροκόκκινο βελούδινο πανί, άτρωτο απʼ την υγρασία, τους σκώρους και τη λήθη.»

Έτσι το ʼχε πάρει κι ο παππούς απʼ τον Φρανθίσκο Ασκάσο, σʼ ένα μπαρ της οδού Σαν Διέγο, ένα βροχερό πρωινό που σε όλα τα ημερολόγια του κόσμου ήταν σημειωμένο ως 16 Ιουλίου 1925. Δίπλα του, εκτός απʼ τον Ασκάσο, ήταν κι άλλοι δύο άνδρες: ο Γρεγόριο Χοβέρ και ο Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι, που κακολογούσε το χιλιάνικο κρασί, θεωρώντας το πολύ τραχύ, στυφό ή αψύ.

«Καλωσόρισες στους Εκδικητές» άκουσε να του λέει ο Ντουρούτι, κι όταν τσούγκρισαν τα ποτήρια τους, ο Χοβέρ του συνέστησε να προσέχει το περίστροφο, γιατί ήταν ιστορικό: με το ίδιο όπλο είχαν σκοτώσει τον Χουάν Σολδεβίλα ι Ρομέρο, αρχιεπίσκοπο της Θαραγόσας, το 1923.

«Σαν τα μάτια μου» αποκρίθηκε ο παππούς που, εκείνη την εποχή, ήταν τριάντα χρονών, λεγόταν Πέδρο Νολάσκο Αράτια κι ήταν εργάτης στο τυπογραφείο Alborada, ειδικευμένο στα καλαντάρια, στα κτηνιατρικά αλμανάκ και στα στιχάκια που θρηνούσαν φανταστικούς έρωτες.

Τέλειωσαν το κρασί, πλήρωσαν και πήραν ένα ταξί που τους πήγε ώς το κατάστημα της Banco de Chile στο Ματαδέρο.

Αυτή ήταν η πρώτη ληστεία Τράπεζας στην ιστορία του Σαντιάγο. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, οι τέσσερις άνδρες μπήκαν με το κεφάλι ακάλυπτο, κλείδωσαν τη μοναδική πόρτα, έβγαλαν τα όπλα, κι ο Ντουρούτι, με φωνή αντάξια ηθοποιού σε ραδιοφωνικό σίριαλ, είπε: «Αυτό είναι ληστεία, αλλά εμείς δεν είμαστε κλέφτες. οι κεφαλαιοκράτες συνασπίζονται για να εκμεταλλεύονται τους λαούς όλου του κόσμου, κι είναι δίκαιο να τους χτυπάμε εκεί που δεν το περιμένουν. Τα χρήματα που θα σηκώσουμε, θα χαρίσουν ευτυχία στους κολασμένους της Γης. Ζήτω η αναρχία!».

Την επομένη, η εφημερίδα «Última Hora» δημοσίευσε μια συνέντευξη του Λουίς Αλμπέρτο Φιγκερόα, ταμία τής Τράπεζας που είχε χτυπηθεί, κι ο υπάλληλος, που είχε γίνει διάσημος απʼ τη μια μέρα στην άλλη, δήλωσε πως πράγματι οι ληστές ήταν τέσσερις, όλοι οπλισμένοι, αλλά εκείνος δε φοβήθηκε ούτε μία στιγμή, γιατί εκείνοι οι τύποι τού είχαν εμπνεύσει περισσότερη εμπιστοσύνη απʼ ό,τι οι τακτικοί πελάτες της Τράπεζας, και η κυρία Ρόσα Ελβίρα Κάρκαμο, ιδιοκτήτρια ενός κρεοπωλείου στο Ματαδέρο, είπε πως οι τέσσερις άνδρες πέρασαν μπροστά απʼ το μαγαζί της καμιά δεκαριά λεπτά μετά τη ληστεία, ακριβώς τη στιγμή που εκείνη άπλωνε στη βιτρίνα μια πλεξούδα με φρεσκοψημένα χωριάτικα λουκάνικα. Οι τρεις μιλούσαν σαν Ισπανοί, δήλωσε κατηγορηματικά η κυρία Κάρκαμο, κι ο ένας μόνο σαν Χιλιάνος. Ο πιο ψηλός από τους Ισπανούς —ο Ντουρούτι, σύμφωνα με μια φωτογραφία που έδωσε στη δημοσιότητα η αργεντινή αστυνομία—, με το που είδε τα λουκάνικα, είπε τι υπέροχα που είναι, κι ο Χιλιάνος τού είπε πως στη Χιλή τα λένε «prietas» κι ότι μαζί μʼ έναν πολύ πικάντικο πουρέ από πατάτες είναι να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Αγόρασαν δύο κιλά και, για να πληρώσουν, έβγαλαν λεφτά από μια τσάντα που μέσα της, κατά τα λεγόμενα της κυρίας Κάρκαμο, υπήρχαν πιο πολλά λεφτά απʼ όσα ένας νοικοκύρης μπορεί να κερδίσει από μια έντιμη δουλειά.

Ένας άλλος μάρτυρας που είχε πέσει πάνω τους, ο νεαρός ποιητής Κάρλος Ντίας Λογιόλα, που υπέγραφε τους στίχους του με το ψευδώνυμο Πάμπλο ντε Ρόκα, καθημερινός επισκέπτης του Ματαδέρο, πρόσθεσε: «Ψώνισαν κι απομακρύνθηκαν ανάμεσα στο πλήθος που εκθείαζε τις χοιρινές μπριζόλες ψημένες αλά χιλιάνικα, τα αποχαυνωτικά λουκάνικα του χιλιομέτρου, τις απολύτως βαγκνερικές πλεξούδες των εντοσθίων, τα μαστάρια μες στου μαϊντανού τις τσιριμόνιες, και τα αμελέτητα, τρανή απόδειξη της λεβεντιάς των ταύρων τού Οσόρνο».

Αξίζει να σημειωθεί ότι ένας άλλος ποιητής, ο Ρικάρδο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο, πιο γνωστός ως Πάμπλο Νερούδα στα μποέμικα στέκια της εποχής, διάβασε αυτές τις δηλώσεις και, με μια διάπυρη επιστολή που απηύθυνε στον διευθυντή της «Última Hora», επέκρινε τον βάρδο από το Λικαντέν για την καταφανή περιφρόνησή του προς τα μαστάρια: «Έτσι όπως τα στήθη μιας κυρίας δεν αξίζουν την προσβολή ενός γαντοφορεμένου χεριού, έτσι και τα μαστάρια δεν πρέπει να πικραίνονται ανάμεσα στους μαϊντανούς, μια και δεν υπάρχει τίποτα πιο ευγενές και αισθησιακό απʼ την ευωδιαστή αγκαλιά του σέλινου».

Στην ίδια εφημερίδα, ο τότε Διευθυντής της Αστυνομίας, Μάρκο Αντόνιο Σαλαμπέρι, δήλωνε κατάπληκτος για το γεγονός ότι οι κακοποιοί, αφού είχαν διαπράξει ένα αποτρόπαιο έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας, απομακρύνθηκαν με τα πόδια, με την ίδια φυσικότητα με την οποία ένας πιστός αποχωρεί από τον καθημερινό του εκκλησιασμό. Ευχήθηκε την ταχεία σύλληψη των ληστών και, ταυτόχρονα, εξέφρασε τον προβληματισμό του για ένα έγκλημα πρωτοφανές σε μια χώρα φιλειρηνική και νομοταγή.

«Οπότε, είμαι εγγονός πιονιέρου» σκέφτηκε ο βετεράνος και, πριν βγει από το σπίτι, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Φορούσε μαύρα απʼ την κορφή ώς τα νύχια, το δε σακάκι ήταν φαρδύ και δεν πρόδιδε τον όγκο του περιστρόφου κάτω απʼ την αριστερή μασχάλη. Στις τσέπες του είχε μόνο κάτι κέρματα κι ένα φύλλο από σημειωματάριο με έναν αριθμό τηλεφώνου.

«Είμαστε η σκιά του εαυτού μας, και θα υπάρχουμε όσο θα υπάρχει φως» μουρμούρισε πριν κλείσει πίσω του την πόρτα.


Ο Luis Sepulveda (Λουίς Σεπούλβεδα) γεννήθηκε το 1949 στο Ovalle, στο βορρά της Χιλής. Συμμετείχε σε φοιτητικές και συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στο στρατοκρατικό καθεστώς της χώρας του, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση είκοσι οκτώ ετών. Μετά από δυόμισι χρόνια εγκλεισμού του στη φυλακή, και με παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας, αποφυλακίστηκε, αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον τόπο του.
Έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα, δημιούργησε θεατρικές ομάδες στο Περού, το Εκουαδόρ και την Κολομβία και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία.
Έζησε έξι μήνες στον Αμαζόνιο με τους ινδιάνους Σουάρ και αποκόμισε εμπειρίες που άλλαξαν την αντίληψή του για τον κόσμο και του πρόσφεραν το υλικό για το πρώτο του μυθιστόρημα: «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» (opera, 1993).
Στρατεύτηκε στο διεθνές τάγμα «Σιμόν Μπολίβαρ» και συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα της Νικαράγουας. Το 1980 εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη και συνδέθηκε με την οικολογική οργάνωση Greenpeace. Ταξίδεψε σ' όλον τον κόσμο.
Του απονεμήθηκαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν: «Ο κόσμος του τέλους του κόσμου» (opera, 1994), «Όνομα ταυρομάχου» (opera, 1995), «Patagonia express» (opera, 1996),
«Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει» (opera, 1997), «Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer» (opera, 1997), «Hot Line» (opera 1998), «Αν δεν έχεις πού να κλάψεις»
(opera 1998), «Χρονικά του Περιθωρίου».

Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

Ρωσο-ελληνικό λεξικό σκακιστικών όρων



Πώς ξεκίνησε

Υπέθεσα κάποια στιγμή ότι η λίστα Swadesh (1) θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πυρήνας για μια πρωτότυπη μέθοδο σταδιακού χτισίματος λεξιλογίου -επιδόμηση τη βάφτισα-, αλλά και εκμάθησης γραμματικής και συντακτικού σε οποιαδήποτε δεδομένη γλώσσα. Παράλληλα, από καιρό λογάριαζα να ξεσκονίσω τα ρωσικά μου, τα οποία είχα αυτοδιδαχτεί στα μαθητικά μου χρόνια, έκτοτε όμως, ελλείψει πρακτικής εξάσκησης και συστηματικών επαναλήψεων, τα είχα σχεδόν ξεχάσει. Βάλθηκα λοιπόν να δοκιμάσω την αξία ή απαξία της υπόθεσης αυτής στην πράξη με όχημα τη ρωσική γλώσσα.

(1) Ο αμερικανός γλωσσολόγος και ανθρωπολόγος Morris Swadesh (1909-1967) συνέταξε έναν κατάλογο με 100 (και έναν διευρυμένο με 200) βασικές έννοιες για τις οποίες όλες οι γλώσσες, ανεξάρτητα από πολιτισμικές διαφορές, έχουν μεγάλες πιθανότητες να διαθέτουν λέξη, και παράλληλα έχουν τις λιγότερες πιθανότητες να την έχουν δανειστεί από άλλες γλώσσες. Χρησιμοποιώντας αυτόν τον κατάλογο, οι γλωσσοχρονολόγοι [υποτίθεται ότι, πίστεψαν ότι] μπορούν να υπολογίσουν κατά προσέγγιση τον χρόνο που παρήλθε από τον διαχωρισμό δύο συσχετιζόμενων γλωσσών (παρόμοια με τον Ανθρακα-14 με τον οποίον υπολογίζεται η ηλικία αρχαιολογικών ευρημάτων -μόνο που αυτός αλλάζει με σταθερό ρυθμό, ενώ οι γλώσσες όχι).

Πώς σχηματοποιήθηκε

Κατά την επιδόμηση της λίστας Swadesh στα ρωσικά, όταν ο αρχικός πυρήνας είχε υποστεί πολυάριθμες σχάσεις και το εξαγόμενο είχε πια δεκα-, σε μερικές περιπτώσεις και εικοσι-, πλασιαστεί, παρατήρησα ότι δυσανάλογα πολλά λήμματα και παραδείγματα προέρχονταν από τον σκακιστικό χώρο. Τα αυτονόμησα, και συνέχισα να δουλεύω τα δύο κομμάτια χωριστά και παράλληλα, με σαφή έμφαση στο νεοπαγές.


Πώς αποκρυσταλλώθηκε

Στην αρχή, ο κατάλογος των σχετικών με το σκάκι λημμάτων ήταν αλφαβητικός. Μετά σκέφτηκα ότι θα ήταν λειτουργικότερο να λάβει τη μορφή δομημένων ενοτήτων ομοειδών λημμάτων. Προς στιγμήν, σκέφτηκα να περιλάβω και καταλόγους βασικών λέξεων γενικής χρήσης, π.χ. αντωνυμίες, αριθμητικά κ.τ.τ., καθώς και κλιτικά παραδείγματα. Αμφιταλαντεύτηκα· για καταλογογράφηση καμιάς εκατοντάδας σκακιστικών λέξεων και φράσεων ξεκίνησα, προς Ξαβιέ ντε Μπουζ όδευα. Κατέληξα να παραθέσω ενδεικτικά την κλίση μερικών σκακιστικών λέξεων, όπως το ρήμα «κερδίζω», τα ουσιαστικά «ίππος» και «πιόνι», το επίθετο «σκακιστικός», κ.ο.κ. -στα ρωσικά τους αντίστοιχα, εννοείται-, χωρίς θεωρητικές επεξηγήσεις (π.χ. συντελικά και εξακολουθητικά ρήματα). Επίσης, η ενότητα του καλλιτεχνικού σκακιού πλατειάζει με επεξηγήσεις όρων· αποφάσισα να μην τις απαλείψω. Το αποτέλεσμα είναι το «Δομημένο».


Τι θα το κάνω

Τρεις εκδοχές: έντυπη έκδοση, κλείδωμα στο συρτάρι, δωρεάν παραχώρηση. Η πρώτη, πολλή φασαρία για το τίποτα, ίσως λίγες εκατοντάδες ευρώ διάφορο, και αν. Η δεύτερη, ντεμοντέ, και επιπλέον ενάντια στο αγαπημένο μου ρητό με την κεκρυμμένη σοφία και τον αφανή θησαυρό. Βέβαια, σοφία και θησαυρό δεν το λες, δεν είναι όμως και ανάξιο λόγου. Άρα, δωρεάν παραχώρηση.


Πού θα το παραχωρήσω – και γιατί

Με την εξάπλωση του διαδικτύου, μια εργασία όπως αυτή, μικρή πρακτική αξία έχει για τους σκακιστές· ίσως έχει για τους ασχολούμενους με τη γλώσσα. Τότε, γιατί δεν το παραχωρώ σε κάποιον σχετικό ιστότοπο; Ο λόγος είναι απλός. Εδώ και τρία σχεδόν χρόνια, η φωτεινή και φιλόξενη αυτή γωνιά του κυβερνοχώρου είναι, για λόγους που παρέλκει να επαναληφθούν, η οικοσελίδα μου και το σταθερό στέκι μου. Επιπλέον, είναι η αφορμή που, εκεί που ως μαθητής έγραφα εκθέσεις-τηλεγραφήματα, απολύτως άχρωμα και τετριμμένα, έφτασα να γράφω αναρτήσεις-ποταμούς, ως και διηγήματα, με κάποια δομή, συνοχή, πολυπλοκότητα και φαντασία· μέχρι και διακριτό προσωπικό ύφος διαμόρφωσα. Θεωρώ λοιπόν ότι, αυτοδίκαια, η πρώτη δημοσίευση αυτού του κειμένου ανήκει στο παρόν ιστολόγιο, στο ιστολόγιό μας.


Μια πρωτοτυπία

Πολλά λογοτεχνικά έργα, αλλά και άλλες μορφές λόγου, έχουν δημοσιευτεί με ψευδώνυμο· λεξικά, φαντάζομαι, όχι, ή όχι πολλά. Και πάντως, το «Δομημένο» είναι μάλλον το πρώτο λεξικό που δημοσιεύεται με... εξισπανορωσισμένο ψευδώνυμο ψευδωνύμου.


Κι ύστερα;

Ακόμα δεν στέγνωσε το μελάνι, και ήδη έχω εντοπίσει ατέλειες και σημεία που επιδέχονται βελτίωση. Όσο διατηρείται το ενδιαφέρον μου και βρίσκω υλικό, θα συνεχίσω, για δική μου ευχαρίστηση και χρήση, να επεξεργάζομαι το «Δομημένο». Αν σε κάποια φάση κρίνω ότι το αποτέλεσμα είναι σημαντικά βελτιωμένο σε σχέση με την παρούσα έκδοση, θα το δώσω για δημοσίευση· αυτόδηλο πού.

ΒΑ τεταρτοσφαίριο, Ιούλιος 2010

Σαλβαδόρ Ρόζανωφ

aka Τριαντάφυλλος Σωτηρίου


***
Κατεβάστε το δομημένο ρωσο-ελληνικό λεξικό σκακιστικών όρων http://www.mediafire.com/?fg3zc37y18lkyp7

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

Η Βαριάντα του Λίνεμπουργκ

Ένα πολύ ενδιαφέρον και εκτενές κείμενο του Νίκου Σαραντάκου που περιέχει μεταφραστικές παρατηρήσεις για το βιβλίο Η Βαριάντα του Λίνεμπουργκ του Ιταλού Πάολο Μαουρένσιγκ (εκδόσεις Κέδρος, μετάφραση Γιώργος Κασαπίδης). Ο Ν.Σ. γράφει στην αρχή: «Το σκάκι έχει μεγάλο κύρος και γόητρο στη λογοτεχνία· υπάρχουν πολλά μυθιστορήματα με θέμα τους το παιχνίδι με τα 64 τετράγωνα. Εγώ πριν από πολλά χρόνια άφησα αυτή την ένδοξη παρέα για να ασχοληθώ με ένα άλλο πνευματικό άθλημα που είναι σταμπαρισμένο με τη ρετσινιά της αριστοκρατίας και του τζόγου, για το οποίο ελάχιστα λογοτεχνικά έργα έχουν γραφτεί, αλλά σαν τον προδότη που γυρνάει στα λημέρια που παράτησε μ’ αρέσει να ασχολούμαι εξωσκακιστικά με το σκάκι κι αυτός ήταν ο λόγος που πήρα να διαβάσω τη Βαριάντα του Λίνεμπουργκ». Διαβάστε τη συνέχεια του κειμένου εδώ και συμπληρώστε αν θέλετε στα εκεί σχόλια έναν καλό και συνοπτικό ορισμό της βαριάντας.

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Το ποτάμι του χρόνου

Σκακιστικό εξώφυλλο στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Igor Novikov «Το ποτάμι του χρόνου» (Εκδότης: Τραυλός Π., Μετάφραση: Θεοφάνης Γραμμένος). Μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν; Η απάντηση στο καταπληκτικό αυτό ερώτημα μπορεί να βρεθεί στα τελευταία κεφάλαια αυτού του βιβλίου. Διερευνώντας την ιστορία της μελέτης του χρόνου, από τους αρχαίους Έλληνες μέχρι σήμερα, το βιβλίο λαμβάνει υπόψη του όλες τις προσωπικότητες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση των απόψεών μας σχετικά με το χρόνο, παρουσιάζοντάς τες στις ανθρώπινες διαστάσεις τους και στο πλαίσιο της εποχής και των αγώνων τους: από τους αρχαίους, μέχρι τους σπουδαίους ρώσους και δυτικούς φυσικούς με τους οποίους ο συγγραφέας είχε προσωπική σχέση. Ο Ρώσος Igor D. Novikov είναι καθηγητής αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης και Διευθυντής του Κέντρου Θεωρητικής Αστροφυσικής επίσης στην Κοπεγχάγη. Διατέλεσε επικεφαλής του τομέα σχετικιστικής αστροφυσικής στο Ινστιτούτο Ερευνών του Διαστήματος στη Μόσχα.

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Βιβλίο για τον Νίκο Καραπάνο

Από την επόμενη εβδομάδα θα διατίθεται το βιβλίο «Νίκος Καραπάνος 1966-2009, ένας φίλος έφυγε» το οποίο έγραψε (προσφορά στη μνήμη του φίλου του) ο Στράτος Γρίβας με την ευγενική συνεργασία των Viktor Bologan, Αντώνη Βραγοτέρη, Σπύρου Ιλαντζή, Δημήτρη Καναβαράκη, Ελπίδας Καραπάνου, Δρόσου Κραβαρτόγιαννου, Αλέξανδρου Κυριακίδη, Ιωάννας Λαζογεώργου, Θύμιου Μαγκλάρα, Παναγιώτη Μεγαλιού, Γιώργου Μιχαηλίδη, Νίκου Ντίρλη, Κώστα Παπακωνσταντίνου, Μαρίας Πετσετίδη, Διονυσίας & Χριστίνας Πολύζου, Έφης Σαλταμάρα, Κώστα Σιέμπου, Ανδρέα & Ιορδάνη Σπηλιόπουλου, Νικόλα Σφήκα και Γιώργου Τσουνή.

Το βιβλίο αποτελείται από 64 σελίδες και τιμάται 10 ευρώ έκαστο. Η πρώτη έκδοση πραγματοποιήθηκε χάρη στη χορηγία του τυπογραφείου του Γιώργου Μιχαηλίδη και της Έφης Σαλταμάρα σε 1.000 αντίτυπα. Από αυτά, 50 θα δοθούν στην μητέρα του, και τα υπόλοιπα 950 θα πωληθούν, με όλα τα έσοδα να κατατίθενται σε τραπεζικό λογαριασμό της μητέρας του (Εθνική Τράπεζα: 817 / 757453-34), για την αγορά και συντήρηση του τάφου.

Στην Αθήνα το βιβλίο θα διατίθεται από το κατάστημα «Κάισσα» (Ιπποκράτους & Καλλιδρομίου - τηλ. 210-3606488) και τα γραφεία της Ε.Σ.Ο. (κ. Ηλία Λάγγαρη - Συγγρού 25 - 4ος όροφος - τηλ. 210-9220972) και ειδικά κατά τη διάρκεια του Διασυλλογικού Πρωταθλήματος Α’ Εθνικής Κατηγορίας, στο χώρο των αγώνων. Όσοι ενδιαφέρονται να βοηθήσουν στη διάθεσή του εκτός Αθηνών (ή ακόμα και στην Αθήνα) και γενικά να βοηθήσουν την αφιλοκερδή αυτή προσπάθεια, παρακαλούνται να επικοινωνήσουν με την κ. Έφη Σαλταμάρα (τηλ. 6944-914867).

«Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή»


Το κείμενο που ακολουθεί είναι –με ελάχιστες τροποποιήσεις- αυτό που διαβάστηκε στην εκδήλωση για το Νίκο Καββαδία, που διοργάνωσε το 4ο Γυμνάσιο Πετρούπολης στο θέατρο Πέτρας την Παρασκευή 25/6/2010 με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή.

Στην εκδήλωση, η οποία («και με τη βοήθεια του καιρού...» που γράφει και ο Καββαδίας ) είχε αρκετή επιτυχία, συμμετείχαν περισσότεροι από 40 μαθητές, είτε απαγγέλλοντας ποιήματα και διαβάζοντας κείμενα, είτε τραγουδώντας, είτε παίζοντας μουσικά όργανα. Τα παιδιά ήρθαν σε επαφή με το έργο του Καββαδία, το οποίο πρακτικά τους ήταν άγνωστο, έμαθαν καινούρια πράγματα για τη θάλασσα και τους ναυτικούς, διασκέδασαν αλλά και έμαθαν να εργάζονται συλλογικά, με πειθαρχία και συνέπεια καθώς αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί το, κατά γενική ομολογία, όμορφο αποτέλεσμα της παράστασης. Και αυτό ήταν ίσως το μεγαλύτερο όφελος από όλη αυτή τη διαδικασία η οποία διήρκησε τρεις μήνες.

Αν και δεν είναι ίσως σωστό να ευλογεί κανείς τα γένια του, από την άλλη καλό είναι να αποδίδονται τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Έτσι πέρα από την προσπάθεια των παιδιών χωρίς την οποία δε θα υπήρχε η παράσταση, σημαντική ήταν και η συνεισφορά των καθηγητών που καταπιάστηκαν με την εκδήλωση. Ο λόγος για τις δύο φιλολόγους, τις κ.κ. Δέσποινα Κλαδίτου και Δήμητρα Παπαδοπούλου, που ανέλαβαν την επιλογή των κειμένων και των ποιημάτων, τη διδασκαλία της απαγγελίας τους και τη σκηνοθεσία και το συντονισμό της εκδήλωσης, αλλά και για το μουσικό του σχολείου κ. Ηλία Παπιώτη, ο οποίος ανέλαβε τη μουσική επιμέλεια και τη μουσική διδασκαλία της χορωδίας και δώδεκα ακόμη ανθρώπων που έπαιξαν διάφορα μουσικά όργανα (κιθάρες, όμποε, κλαρίνο, φλάουτο, βιολί, ντραμς, αρμόνιο, ακορντεόν και πιάνο)! Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στη συμβολή του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων του σχολείου που με επικεφαλής τον ιδιαίτερα δραστήριο και ικανό πρόεδρό του κ. Βαγγέλη Παρασκευόπουλο ανέλαβε κάθε λεπτομέρεια. Τέλος, ο υποφαινόμενος ανέλαβε την τεχνική και πληροφορική υποστήριξη της παράστασης αλλά επί το πλείστον έκανε απλά το κέφι του παίζοντας πιάνο και τραγουδώντας.

Το κείμενο της παράστασης, ακριβώς επειδή διαβάστηκε στην παράσταση, έχει κάποια χαρακτηριστικά προφορικού λόγου και καταβλήθηκε προσπάθεια αφενός να δώσει αρκετή πληροφορία για τον Καββαδία και το έργο του, αφετέρου να μην είναι ιδιαίτερα «βαρύ» και κουραστικό για τους ακροατές. Τα σχόλια μετά την παράσταση έδειξαν ότι μάλλον τα κατάφερε. Στην παράσταση, φυσικά, ανάμεσα στις ενότητες του κειμένου παρεμβάλλονταν τα ποιήματα, τα κείμενα και τα τραγούδια. Ελπίζω ότι έστω και χωρίς αυτά οι αναγνώστες του ιστολογίου θα το βρουν ενδιαφέρον. Κάθε σχόλιο, φυσικά, ευπρόσδεκτο.

Δημήτρης Σκυριανόγλου

Υ.Γ. Περιλαμβάνεται ένα μόνο από τα κείμενα του Καββαδία που διαβάστηκαν στην παράσταση. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από τη «Βάρδια». Η κ. Δέσποινα Κλαδίτου, η οποία έγραψε το κείμενο, το θεώρησε ως μια καλή προσθήκη, αφενός γιατί το απόσπασμα είναι πολύ όμορφο και, αφετέρου, επειδή είναι αντιπροσωπευτικό της πεζογραφίας του Καββαδία, ένα κομμάτι του έργου του που δεν ευρέως γνωστό.

--------------------------------------------------------------------------------------

4ο Γυμνάσιο Πετρούπολης

Αφιέρωμα στο Νίκο Καββαδία
Βραδιά Ποίησης και Μουσικής για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του

Θέατρο Πέτρας, 25/6/2010

Κείμενο: Δέσποινα Κλαδίτου (φιλόλογος)

Πρόλογος

Η θάλασσα πάντα παρείχε τροφή για τα όνειρα των ανθρώπων. Η απέραντη αυτή ζωντανή υδάτινη έκταση δημιουργεί και καταστρέφει, διαμορφώνει και διαβρώνει. Σκάβει τα βράχια, σχηματίζει ακρωτήρια και διαποτίζει τη γλώσσα και τη σκέψη των λαών που ζουν κοντά της.
Πέρασμα για ανθρώπους, αγαθά, ιδέες και όνειρα, πολύμορφη, παντοδύναμη, κυριάρχησε στην ψυχή του Νίκου Καββαδία, του ποιητή που έγινε ναυτικός. Διαπέρασε με την αρμύρα της τη ζωή και το έργο του. Αποτέλεσε για αυτόν ένα απέραντο δρόμο για την απόδραση της ψυχής του, υπήρξε οδός, δίοδος και διέξοδος μαζί.
Η θάλασσα των ποιημάτων του είναι μια θάλασσα σκοτεινή, μυθική, που απλώνει τους θρύλους και την ομίχλη της ως εκεί που η αλήθεια και το παραμύθι συγχέονται. Είναι η Γυναίκα-Θάλασσα που χορεύει μοιραία "πάνω στο φτερό του καρχαρία".
Είναι όμως και η θάλασσα του μόχθου και της εργασίας των ανθρώπων που τη διαπλέουν. Κι ο Καββαδίας τη διασχίζει μαζί τους, μέσα σε καράβια γεμάτα πάθη, ανεκπλήρωτα όνειρα, κακουχίες, αρρώστιες και θάνατο, ανάμεσα σε σκουριασμένες λαμαρίνες και σκοτεινά αμπάρια με έντονη τη μυρωδιά του ψαρόλαδου. Ταξιδεύει και γράφει. Γίνεται ο ποιητής-ναύτης, ένας Οδυσσέας που δεν σκοπεύει να γυρίσει στην Ιθάκη. Γίνεται ο ασυρματιστής που στέλνει ποιήματα-ειδήσεις από τόπους χιμαιρικούς. Αυτό που εκφράζεται έντονα στο έργο του Νίκου Καββαδία είναι η περιπλάνηση μιας ανήσυχης ψυχής.


Ταξιδεύοντας με το «Lydia» στα Cocos Islands.

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Μαντζουρίας, στην περιοχή του Χαρμπίν, που τότε το κατείχε ο τσαρικός στρατός. Οι γονείς του ήταν Κεφαλλονίτες και βρέθηκαν σ’ αυτή τη μακρινή περιοχή λόγω των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του πατέρα. Εκεί γεννήθηκαν τα τρία πρώτα παιδιά της οικογένειας.
Το 1914, με την έκρηξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, η οικογένεια επέστρεψε στον τόπο καταγωγής της. Εγκαταστάθηκε στο Αργοστόλι, το οποίο είχε αρχίσει να ταράζεται από τον απόηχο του πολέμου. Υδροπλάνα, οπλιταγωγά, ατμάκατοι πηγαινοέρχονταν στο λιμάνι. Ο μικρός Κόλλιας, όπως τον έλεγαν οι φίλοι του, εντυπωσιαζόταν από τους ξένους στρατιώτες και τις στολές τους και τους πλησίαζε για να κάνει φιλίες μαζί τους.

Πολύ σύντομα ο πατέρας επέστρεψε στη Ρωσία για να τακτοποιήσει τις επιχειρήσεις του και εκεί αποκλείστηκε για εφτά ολόκληρα χρόνια. Τα παιδιά απόμεινα ξαφνιασμένα στο Αργοστόλι, προσπαθώντας να προσαρμοστούν. Η μικρή επαρχιακή πόλη φαντάζει πνιγηρή στα μάτια του μικρού Κόλλια. Στην ψυχή του ευαίσθητου και ευφάνταστου παιδιού γεννιέται η ανάγκη του ανοιχτού πελάγους και των οριζόντων που θα το συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή.

Το 1921 ο πατέρας του επέστρεψε στην Ελλάδα ταλαιπωρημένος. Είχε διωχθεί, είχε φυλακιστεί και είχε καταστραφεί οικονομικά. Τα νεύρα του είχαν κλονιστεί από τις κακουχίες και ένιωθε ξένος προς την ελληνική πραγματικότητα. Είχε γίνει αρκετά ευέξαπτος, ιδιότροπος και αυστηρός προς τα παιδιά του, απ’ τα οποία είχε υπερβολικές απαιτήσεις. Απ’ την άλλη, παρά την οικονομική στενότητα, φρόντιζε για τη μόρφωση των παιδιών του, στα οποία αγόραζε όσα βιβλία ήθελαν και τα συνόδευε στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Η μητέρα στήριζε πάντα με την αγάπη της τα παιδιά και φρόντιζε να διατηρεί ένα ζεστό σπιτικό.
Με την επιστροφή του πατέρα στην Ελλάδα, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά, όπου γεννιέται το τέταρτο παιδί. Εκεί τελείωσε το δημοτικό ο Νίκος Καββαδίας. Συμμαθητής με το Γιάννη Τσαρούχη, ανέπτυξε μια ιδιαίτερη αγάπη για τη ζωγραφική, η οποία γίνεται εμφανής στο έργο του, με το πλήθος αναφορών σε ζωγράφους και έργα ζωγραφικής.
Τότε εκδήλωσε για πρώτη φορά την κλίση του προς το γράψιμο, συντάσσοντας και εκδίδοντας τρία τεύχη ενός σατιρικού φυλλαδίου. Γράφει επίσης στη «Διάπλαση των Παίδων» με ψευδώνυμο «Ο μικρός ποιητής». Διαβάζει βιβλία του Βερν και περιπέτειες που εξάπτουν τη ζωηρή φαντασία του.

Εκείνα τα χρόνια ήταν απ’ τα δυσκολότερα που γνώρισε η Ελλάδα. Η μικρασιατική καταστροφή του 1922 σηματοδότησε μια σειρά από δυσάρεστες εξελίξεις. Οι Έλληνες αντί για την αναγέννηση που προσδοκούσαν, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια μεγάλη συμφορά. Οι αλλεπάλληλες πολιτικές κρίσεις δημιουργούν μια χαώδη κατάσταση, καθώς οι κυβερνήσεις διαδέχονται η μία την άλλη, ανάμεσα σε στρατιωτικά κινήματα και το δικτατορικό καθεστώς που επέβαλε ο Πάγκαλος το 1925. Η οικονομία τη Ελλάδας επιδεινώνεται, αφού πολλοί πόροι της είχαν διατεθεί στον πόλεμο, ενώ η κατακόρυφη μείωση των μισθών οδηγεί σε μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις, που καταστέλλονται βίαια. Κι όλα αυτά ενώ παρουσιάζεται επιτακτική η ανάγκη στέγασης των προσφύγων, οι οποίοι ζουν σε άθλια οικήματα στους προσφυγικού συνοικισμούς και προσπαθούν με χίλιες δυσκολίες να ενταχθούν στην τοπική κοινωνία.
Όλα αυτά δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την ψυχή του νεαρού Καββαδία, που γίνεται πολύ ευαίσθητη απέναντι στην ανθρώπινη δυστυχία. «Αγαπάω ό,τι είναι θλιμμένο στον κόσμο…» γράφει σε ένα πρωτόλειο ποίημά του που δημοσίευσε στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας το 1928 με το ψευδώνυμο «Πέτρος Βαλχάλας».

Στο γυμνάσιο ο Νίκος Καββαδίας ήταν συμμαθητής με το γιο του Παύλου Νιρβάνα. Η γνωριμία του με το συγγραφέα, που ήταν και γιατρός του Πολεμικού Ναυτικού υπήρξε καθοριστική για τη ζωή του. Μια στενή φιλία αναπτύσσεται ανάμεσα στον ηλικιωμένο συγγραφέα και το νεαρό μαθητή, που ονειρεύεται πια να γίνει εκτός από ποιητής και γιατρός.
Τελειώνοντας το γυμνάσιο δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, ενώ παράλληλα αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα περιοδικά, αρχικά με το ψευδώνυμο «Πέτρος Βαλχάλας» κι αργότερα με το πραγματικό του όνομα.
Η αγάπη για τη θάλασσα και η ανάγκη της φυγής κυριαρχούν ήδη σε αυτά τα ποιήματα, ενώ οι επιρροές από το Μπωντλέρ, το Ρεμπώ, τον Ουράνη και τον Καρυωτάκη είναι εμφανείς.

Το 1929 ο πατέρας του πεθαίνει από καρκίνο κι ο ποιητής αναγκάζεται να διακόψει τις σπουδές του στην Ιατρική και να εργαστεί σε ένα ναυτικό γραφείο. Ο μικρός του αδερφός είχε ήδη μπαρκάρει κι αργότερα έγινε καπετάνιος σε φορτηγά. Ο Νίκος Καββαδίας βγάζει κι εκείνος ναυτικό φυλλάδιο και σύντομα μπαρκάρει για πρώτη φορά.

Το μαραμπού είναι ένα πουλί των τροπικών χωρών, που θεωρείται καταραμένο και φορέας κακών οιωνών στις χώρες που ζει. Το όνομά του είχε διαλέξει ο Νίκος Καββαδίας για να συμβολίσει τον εαυτό του στα είκοσί του χρόνια. Αυτό το όνομα έδωσε και στην πρώτη του ποιητική συλλογή, που όταν εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1933, κατενθουσίασε το κοινό και εντυπωσίασε τους κριτικούς. Ο ποιητής ήταν τότε μόλις 23 χρονών.
Μέσα από τα ποιήματα του Μαραμπού ο Καββαδίας αφηγείται ναυτικές ιστορίες με μια γλώσσα γοητευτική, γεμάτη ρυθμό. Οι στίχοι μας ταξιδεύουν σε χώρες εξωτικές, όπου θα γνωριστούμε με παράξενους ανθρώπους και θα αγοράσουμε απ’ αυτούς αντικείμενα με μαγικές ιδιότητες.

Οι εμπειρίες από τα πρώτα του ταξίδια αποτελούν το βιωματικό και κατά συνέπεια το ποιητικό του υλικό. Οι συνήθειες των ναυτικών, η ζωή τους στα φορτηγά πλοία με τα οποία ταξίδευε τότε.
Εκεί οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ πιο σκληρές απ’ ότι στα επιβατικά. Τα ταξίδια με τα φορτηγά διαρκούν πολύ, αφού τα πλοία αυτά είναι βραδυκίνητα. Τα μέλη του πληρώματος συμβιώνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται ουσιαστικές σχέσεις ανάμεσά τους.

Όταν τα φορτηγά πιάνουν λιμάνι το πλήρωμα γνωρίζεται με τους ανθρώπους που ζουν σε αυτό. Τους ανθρώπους των λιμανιών μας συστήνει επίσης ο Καββαδίας με το «Μαραμπού». Κυρίως τους παράξενους, τους ιδιόρρυθμους ή αυτούς που χτυπήθηκαν ξαφνικά και ανεξήγητα απ’ τη μοίρα και το απρόοπτο, όπως ο πλοίαρχος Φλέτσερ, που η ζωή του έγινε συντρίμμια μαζί με το καράβι του από έναν λανθασμένο υπολογισμό στον εξάντα. Και πάνω απ’ όλους στέκονται, νικήτριες, οι δύο κυρίαρχες δυνάμεις του κόσμου: ο έρωτας κι ο θάνατος.

«Σκοπός είναι να ‘χεις ταλέντο ανθρώπου» είχε πει κάποτε ο ποιητής σε φιλική του παρέα. Εκείνος φαίνεται πως το διέθετε. Η βαθιά ανθρωπιά του αποκαλύπτεται μέσα απ’ τη στάση του προς τους ανθρώπους του περιθωρίου. Οι κοινές γυναίκες των λιμανιών και οι εξαρτημένοι, αυτοκαταστροφικοί άνθρωποι συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον του. Άνθρωποι βασανισμένοι, τσακισμένοι απ’ τη ζωή, που τέθηκαν στο περιθώριο παραδομένοι στα πάθη τους. Ο ποιητής προσπαθεί να τους κατανοήσει, παρακολουθεί με συμπάθεια τις ακραίες συμπεριφορές τους, μας διηγείται τις ιστορίες τους.

Το 1934 η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Στο σπίτι τους συγκεντρώνονται λογοτέχνες, ζωγράφοι, ηθοποιοί, με τους οποίους ο ποιητής δημιουργεί σχέσεις φιλίας που θα διαρκέσουν στο μέλλον, παρά τις πολύμηνες απουσίες του στα καράβια.
Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή ενώ, αργότερα, το 1953 θα πάρει και το δίπλωμα του ασυρματιστή Α’. Μ’ αυτή την ειδικότητα θα ταξιδέψει τα επόμενα χρόνια σ’ όλο τον κόσμο.
Πριν πραγματοποιήσει όμως τα καινούρια του ταξίδια, ήρθε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Υπηρέτησε στην Αλβανία, όπου εμπνεύστηκε το αφήγημά του με τίτλο «Στο άλογό μου». Στα χρόνια της Κατοχής ο Καββαδίας έμεινε στην Αθήνα και πήρε μέρος στην Αντίσταση, μέσα από τις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.
Το Δεκέμβριο του 1943 δημοσίευσε στο παράνομο περιοδικό «Πρωτοπόροι» ένα ποίημα με τίτλο «Αθήνα 1943». Χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Ταπεινός».

Μετά την αποχώρηση του στρατού κατοχής ο Καββαδίας μπαρκάρει και πάλι. Από τότε θα ταξιδεύει αδιάκοπα, ως το τέλος της ζωής του.

Πούσι σημαίνει ομίχλη, καταχνιά. Σαν αυτή που απλώνεται συχνά στη θάλασσα και δυσκολεύει την πορεία των ναυτικών. Σαν αυτή που θολώνει το νου του τιμονιέρη στις ατέλειωτες, μοναχικές ώρες της βάρδιας.
Τότε που ο χρόνος κυλά αργά, βασανιστικά, ενώ η νύστα κι η μοναξιά αποσυντονίζουν το μυαλό κι ανοίγουν την πόρτα στις αναμνήσεις. Κι αυτές έρχονται κυρίαρχες, άλλοτε απρόσκλητες, άλλοτε ηθελημένες, έρχονται και φεύγουν. Φίλοι απ’ το παρόν και το παρελθόν, σύντροφοι ναυτικοί, πρόσωπα οικεία ή ξένα, στοιχειώνουν για λίγο την τιμονιέρα κι ύστερα χάνονται στο πούσι. Ο ναύτης-ποιητής τους μιλά για τις σκέψεις του. Σκέψεις σκόρπιες, ανεξέλεγκτες.
Στιγμιότυπα ασύνδετα απ’ τη ζωή στα καράβια, ιστορίες ναυτικών κι επιβατών, μνήμες απ’ τα λιμάνια ή από διαβάσματα βιβλίων, όλα μαζί μπερδεύονται, συγχέονται.
Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία έχει τίτλο «Πούσι» και κυκλοφόρησε το 1947.
Με το «Πούσι» ο ποιητής απευθύνεται στο ναυτικό που όλοι κρύβουμε μέσα μας, έτοιμο να σαλπάρει με την πρώτη ευκαιρία. Γι’ αυτό και μας μιλά με τη γλώσσα τη ναυτική, όπως θα μιλούσε σε παλιούς συναδέλφους του.

Στο «Πούσι» ο Καββαδίας αποτυπώνει τη ρεαλιστική πλευρά της ναυτικής ζωής που ο ίδιος έζησε για πολλά χρόνια. Φροντίζει, ωστόσο, να μη τη απογυμνώσει απ’ το ποιητικό και φανταστικό στοιχείο.
Οι σύντροφοί του ναυτικοί, άυπνοι απ’ τις πολύωρες βάρδιες, καταπονημένοι απ’ τις τροπικές αρρώστιες και το κατράμι που τους δηλητηριάζει, μασούν βοτάνια για τον πυρετό της μαλάριας.
Πιο πολύ τους αρρωσταίνει όμως η μοναξιά, η νοσταλγία, η έλλειψη αγαπημένων προσώπων. Σκυφτοί στο χάρτη, ελέγχουν την πορεία της ζωής τους, τη μετρούν «καρτίνι με καρτίνι». Συχνά αναρωτιούνται μήπως έχουν πάρει λάθος δρόμο, αν «είναι ο μπούσουλας που στρέφει ή το καράβι». Τελικά η λαμαρίνα γύρω τους κυριαρχεί κι «όλα τα σβήνει».

Όμως η σκληρή αυτή ζωή των ναυτικών εντάσσεται σε μια θάλασσα μυθική, ονειρική, όπου όλα είναι δυνατά. Παντοδύναμη η φαντασία του ποιητή, πλάθει τη δική της πραγματικότητα με εικόνες δυνατές: μικροί θεοί των Ίνκας βουτούν στο γαλανό Αιγαίο μαζί με την ξύλινη γοργόνα της πλώρης. Άλογα από πίνακες του Σαγκάλ καλπάζουν πάνω στους ναυτικούς χάρτες του καπετάνιου και πάνω στις σκαλιέρες κάθονται δώδεκα σειρήνες, παρέα με τα θαλάσσια πουλιά.

Ελεύθερο πνεύμα ο ποιητής, δεν ήταν δυνατόν να μη συγκινηθεί από τους ανθρώπους που διψούσαν για λευτεριά και την υπερασπίστηκαν, ιδιαίτερα αν οι άνθρωποι αυτοί ήταν και ποιητές. Το 1936 δολοφονήθηκε έξω απ’ τη Γρανάδα, από το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο, ο Ισπανός ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ο Καββαδίας συγκλονισμένος έγραψε γι’ αυτόν το ομώνυμο ποίημα.


Στη Μασσαλία γύρω στο 1950.

Το 1954 ο Καββαδίας εκδίδει τη «Βάρδια» ένα πεζογράφημα με ποιητικά στοιχεία, με το οποίο μας αφηγείται την ιστορία ενός ταξιδιού: Ένα παμπάλαιο, σαραβαλιασμένο φορτηγό πλοίο, ο «Πυθέας», πλέει στη θάλασσα της Κίνας με προορισμό το Σαντούν. Οι κεντρικοί ήρωές του αφηγήματος είναι τα μέλη του πληρώματος, που συνομιλούν τις ώρες της βάρδιας τους με την απλή και πολλές φορές ωμή γλώσσα των ναυτικών. Οι άνθρωποι αυτοί εξομολογούνται, νοσταλγούν, θυμούνται. Θεωρούν τη ζωή τους κατάρα, απ’ την άλλη όμως δεν υπάρχει γι’ αυτούς χειρότερη δυστυχία απ’ τη ζωή στη στεριά. Πλήθος χαρακτήρων περνούν απ’ τη «Βάρδια» μέσα απ’ τις αφηγήσεις των κεντρικών προσώπων. Ναυτικοί, επιβάτες περαστικοί, όλοι γνώριμοι απ’ τις προηγούμενες ποιητικές συλλογές.

Το 1957 πεθαίνει ξαφνικά στην Ιαπωνία ο αδερφός τους Αργύρης, ενώ το 1965 πεθαίνει η μητέρα του, η αγέρωχη Κεφαλονίτισσα της «Βάρδιας» που της τραγούδησε «Βίρα Κεφαλονίτισσα και μάνα το καντήλι». Η παρουσία της μάνας είναι έντονη στο έργο του Καββαδία. Η μάνα δεν θέλει να ταξιδεύει ο γιός της, κλαίει κρυφά όταν εκείνος φεύγει και δε θα φάει ποτέ ξανά ψάρι, αν πάρει το πικρό μαντάτο του χαμού του. Ο ναυτικός τη σκέφτεται συχνά και δεν ορκίζεται σχεδόν ποτέ στο όνομά της.

Η άλλη μορφή που διατρέχει το έργο του Καββαδία είναι η γυναίκα, πολύμορφη και σαγηνευτική, ακριβώς όπως η θάλασσα. Ιδιότροπη η θάλασσα, άλλοτε αγριεύει και παιδεύει κι άλλοτε γίνεται ήρεμη, γαλήνια, όπως και η γυναίκα. Πότε ανταριασμένη, πότε λιμάνι ασφαλές, πότε γνώριμη αγαπημένη, πότε Άδης σκοτεινός η θάλασσα συγχέεται με τη γυναίκα και τελικά παίρνει τη θέση της. Στη «Βάρδια» ακόμα και τα καράβια είναι ζωντανά, έχουν ψυχή. Κάποιο μάλιστα μεταμορφώνεται στην πιο ποθητή γυναίκα.


Καράβι (απόσπασμα από τη «Βάρδια»).

Να 'τανε, λέει, μια γυναίκα βαφτισμένη στο ψαρόλαδο. Βαμμένα τα βρεχάμενά της μοράβια. Καλαφατισμένη με πίσσα. Το σάλιο της αλμυρό. Τα μαλλιά της φύκια, πλοκάμια τα χέρια της. Νερένια τα μάτια της, τα ποδάρια της... όχι να μην έχει! Έτσι, σαν εκείνη στη γυάλα του Ακουάριουμ, στην... Όχι. Πουθενά. Μονάχα στον ύπνο μου. Να τη λένε Θαλασσινή. Να μιλάει τη γλώσσα που μιλάνε τα ψάρια.
Τα ποδάρια της μηχανής σταματήσανε. Ένα μάτσο σίδερα λαδωμένα. Να τρακαίρναμε... Να πέφταμε όξω... Τα πάμε τα καράβια ή μας πάνε; Τα λένε «σίδερα», λαμαρίνες... Υπάρχουν καράβια μ’ αρσενικό όνομα κι είναι θηλυκά, και το ανάποδο. Είναι κάτι άλλα, που σε μισούν απ' την πρώτη στιγμή που πατάς το ποδάρι σου απάνω τους, σε διώχνουν, σε σπρώχνουν, σκοντάφτεις στους αυλούς, στα κρουζέτα, κι άλλα που σε θέλουνε, σε κάνουνε βίδα τους, καρφί και σκαρμό τους.
Σταντάρδο. Σίδερα. Χαρά στο πράμα! Να βάλεις μια δεκάρα στην μπάντα και να τα μουτζώσεις για πάντα. Να μην κατεβαίνεις στο γιαλό. Να μην τα θυμάσαι... Όμως, ποιος είδε πιο ανοιχτές πληγές απ' αυτές της σκουριάς στα πλευρά τους ή της παλιωμένης μοράβιας; Ποιος άκουσε πιο ανθρώπινο κλάμα από τούτο της τσιμινιέρας που μαρκαλίζει την ομίχλη, ή από κείνο που λαχαίνει σε θύελλα, χωρίς κανένα χέρι να σύρει το σύρμα της σφυρίχτρας; Να σκούζει μοναχή της, καθώς παντρεύεται με τον άνεμο..
Δυο μάτια. Πράσινο το ‘να. Σμαράγδι. Τα’ άλλο κόκκινο, ρουμπίνι. Τα λένε πλευρικά. Φώτα γραμμής. Είναι μάτια. Τα καράβια δεν τα πάμε. Μας πάνε.


Το 1967, ένα μήνα πριν το πραξικόπημα της χούντας, ο Καββαδίας δημοσιεύει στο περιοδικό «Πανσπουδαστική» ένα επιγραμματικό ποίημα, αφιερωμένο στους φοιτητικούς αγώνες της εποχής εκείνης.
Η πρωτοχρονιά του 1975 τον βρίσκει στην Αθήνα, ξέμπαρκο, να δουλεύει πυρετωδώς κάποια ποιήματα του, καινούρια και παλιά, προκειμένου να εκδώσει καινούριο βιβλίο. Τον προλαβαίνει όμως ο θάνατος.
Στις 10 Φεβρουαρίου 1975, πεθαίνει σε μια κλινική των Αθηνών από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο Κόλιας ονειρευόταν πάντα να τον βρει ο θάνατος στα καθαρά νερά του ωκεανού, εκεί που τον περίμενε ο καρχαρίας του, αφού κάθε ναύτη τον περιμένει ο δικός του καρχαρίας. Τελικά όμως του συνέβη αυτό που τόσο πολύ φοβόταν. Πέθανε στη στεριά.

Μετά το θάνατό του εκδόθηκε η τρίτη ποιητική συλλογή του, το «Τραβέρσο».
Τραβέρσο σημαίνει πορεία κόντρα στον καιρό.
Είναι η πορεία που παίρνουν τα καράβια όταν η θαλασσοταραχή είναι σφοδρή και κάθε άλλη πλεύση είναι επικίνδυνη. Με τις μηχανές σε πλήρη ισχύ, κόντρα στον άνεμο και το κύμα, το καράβι δοκιμάζεται, κι αν το σκαρί είναι γέρικο, νιώθεις το τρίξιμο στους σκουριασμένους αρμούς.
Ο ναύτης δεν είναι πια νέος. Το κορμί του, εξουθενωμένο απ’ τις τέσσερις δεκαετίες στη θάλασσα, θέλει να ξεκουραστεί, η ψυχή όμως δε λέει να το βάλει κάτω.
Ανυπόταχτη, γυρεύει πάλι να σαλπάρει.
Τρεις μέρες πριν φύγει οριστικά από τον κόσμο τούτο ο Νίκος Καββαδίας, απελευθερώνει όλο το παράπονο, το κρυφό μαράζι της ψυχής τους, στο ποίημα με τίτλο «Πικρία»

Στην ποίηση του Καββαδία είναι αισθητή η απουσία του αληθινού, ιδανικού έρωτα. Ο έρωτας δεν έρχεται γι’ αυτόν, γιατί ο ίδιος τον αρνείται.
Κι όταν κάνει την εμφάνισή του κάποτε, αργά στη ζωή του, τον διώχνει, αρνείται να τον δεχτεί. Κι έτσι μένει τελικά ένα ανεκπλήρωτο όνειρο, που παίρνει τη μορφή μιας άπιαστης τσιγγάνας μ’ ένα μυστηριώδες όνομα: Φάτα Μοργκάνα.

Επίλογος

Το ταξίδι με τους στίχους του Νίκου Καββαδία ήταν συναρπαστικό.
Διαβάσαμε τα ποιήματά του και σκίσαμε μαζί του τη γραμμή των οριζόντων. Ανοιχτήκαμε σ’ άγνωστες θάλασσες και φτάσαμε σε χώρες μακρινές.
Λαθρεπιβάτες στον παράξενο κόσμο του, αράξαμε σε εξωτικά λιμάνια και γνωρίσαμε αλλιώτικους ανθρώπους. Ενωθήκαμε με το τσούρμο του καραβιού και μιλήσαμε μαζί τους στη δική τους, ανεπιτήδευτη γλώσσα. Και μέσα απ’ τις κουβέντες μας, δοκιμάσαμε κι ένα άλλο ταξίδι: πλεύσαμε για λίγο σε μια άλλη, απέραντη, στην πιο ανεξερεύνητη θάλασσα του κόσμου: την ανθρώπινη ψυχή.
Και νιώσαμε μεγάλη χαρά που κάναμε το ταξίδι αυτό παρέα μ’ έναν ποιητή που είχε κι ένα άλλο, σπάνιο ταλέντο: το ταλέντο του ανθρώπου.

Πηγές:

• Τζένια Καββαδία, «Σύντομο βιογραφικό» στο βιβλίο «Του Πολέμου», εκδ. Άγρα 1987.
• Δημήτρης Καλοκύρης, «Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου, Νίκος Καββαδίας», εκδ. Άγρα 2004.
• Περιοδικό «η λέξη», τεύχος 202, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2009.

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Προπονητικοί διάλογοι



Σκέψεις για την αποδοτικότερη μελέτη σκακιστικού υλικού

του Ηλία Κουρκουνάκη

Παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της πληροφορικής, το σκακιστικό βιβλίο γνωρίζει απροσδόκητη ανάπτυξη στις αρχές του 21ου αιώνα. Ενώ θα περίμενε κανείς ότι η πλειοψηφία των φιλόδοξων σκακιστών θα έδινε πολύ μεγαλύτερο βάρος σε υλικό που βρίσκεται σε ηλεκτρονική μορφή, αυτό συνδυάζεται με την μελέτη ή τουλάχιστον με την αγορά περισσότερων βιβλίων από κάθε άλλη περίοδο στην ιστορία του σκακιού.

Η συγκεκριμένη τάση δεν φαίνεται να οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι σήμερα ασχολούνται πολύ περισσότεροι άνθρωποι με το σκάκι. Πιθανότατα, η πλειοψηφία των σκακιστών αντιλαμβάνεται ότι η ποιοτική επιλογή υλικού που κάνουν οι σύγχρονοι καλοί συγγραφείς επιλύει για λογαριασμό των αναγνωστών το πρόβλημα που δημιουργεί ο τεράστιος όγκος πληροφοριών που είναι διαθέσιμες σε ηλεκτρονική μορφή. Επίσης σημαντική παράμετρο αποτελεί η ευκολία που προσφέρει το Διαδίκτυο στην άμεση διάδοση και παραγγελία κάθε νέας έκδοσης σε ολόκληρη την υδρόγειο.

Παλιότερα, ο Polugaevsky είχε ισχυριστεί ότι λιγότερο από το 1% των σκακιστικών βιβλίων έχουν επάρκεια ποιότητας. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η άποψη ότι δεν υπάρχουν καλά και κακά βιβλία, μόνο καλοί και κακοί αναγνώστες. Ως συνήθως, η αλήθεια βρίσκεται κάπου ανάμεσα: ένα σκακιστικό βιβλίο πρέπει να διευκολύνει τον αναγνώστη να επιτύχει τους στόχους που περιγράφονται στον τίτλο και στον πρόλογό του, δηλαδή να έχει γραφτεί με τρόπο που ευνοεί την δημιουργική σκέψη (και να μην περιορίζεται στο σερβίρισμα εύπεπτων συνταγών χωρίς ουσία), ενώ συγχρόνως θα απαιτεί από τον αναγνώστη να επενδύσει χρόνο και κόπο για να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Ένα καλά οργανωμένο βιβλίο επιτρέπει την κατανόηση σε βάθος, ιδιαίτερα ζητημάτων που η ανάπτυξή τους απαιτεί περισσότερο κείμενο παρά εικόνες. Οι ασχολίαστες σκακιστικές εικόνες (σε μορφή διαγραμμάτων) βρίσκονται εύκολα πια σε ηλεκτρονική μορφή και η μεταφορά τους σε έντυπη έχει μοναδικό όφελος μια σειρά παρουσίασης σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια, π.χ. αυξανόμενη δυσκολία σε δοσμένο θέμα.

Τα πιο χρήσιμα σύγχρονα σκακιστικά βιβλία συνδυάζουν προσεκτικά επιλεγμένη ύλη με κατάλληλο σχολιασμό. Η καταλληλότητα του σχολιασμού προσδιορίζεται όχι μόνο από την αντικειμενική ορθότητα της σκακιστικής ανάλυσης, αλλά και από την εκπαιδευτική αρχή ότι η αφομοίωση της ύλης είναι σκόπιμο να γίνεται σταδιακά και μέσω επαναλήψεων που επιτρέπουν προοδευτική εμβάθυνση σε κάθε θέμα.

Τα σκακιστικά σχόλια είναι καλύτερα όταν μπορούν να μελετηθούν σε διάφορα επίπεδα, ανάλογα με τις ικανότητες των αναγνωστών. Επομένως, ένα καλό βιβλίο διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται σε ρυθμούς προσαρμοσμένους στις ευρύτερες συνθήκες ζωής κάθε αναγνώστη: μαθητικές ή επαγγελματικές υποχρεώσεις, διαθέσιμος ελεύθερος χρόνος, κλπ. Όπως συμβαίνει και σε άλλες δραστηριότητες, έτσι και στο σκάκι η περιοδική μελέτη είναι προτιμότερη από την εντατική σε μικρό χρονικό διάστημα.

Η κατανόηση μιας θέσης ή παρτίδας από έναν επιμελή σχολιαστή επήλθε σταδιακά και με επαναλήψεις, οπότε θα ήταν εξωπραγματικό να περιμένουμε ότι θα φτάσουμε σε επαρκές βάθος με την πρώτη ανάγνωση, εκτός αν πρόκειται για θέματα που ήδη γνωρίζουμε. Δηλαδή, είναι πολύ πιο παραγωγικό να μελετήσουμε το ίδιο θέμα όσες φορές χρειάζεται για να νιώσουμε ότι εμβαθύναμε σε ικανοποιητικό βαθμό, παρά να διαβάσουμε επιφανειακά πολλά διαφορετικά θέματα. Ουσιαστικά, δεν περνάμε ποτέ από το ίδιο ποτάμι δυο φορές, αφού σε κάθε νέα μελέτη του ίδιου θέματος βρισκόμαστε σε ανώτερο επίπεδο κατανόησής του.

Η μέθοδος της γρήγορης επισκόπησης θέσεων αποδίδει μόνο όταν ενδιαφερόμαστε να αφομοιώσουμε συγκεκριμένα μοτίβα και θέλουμε να εντυπώσουμε στο μυαλό μας πολλές παραλλαγές της ίδιας εικόνας. Κάτι τέτοιο ίσως έχει νόημα όταν ερχόμαστε σε επαφή με κάποιες ιδέες για πρώτη φορά, ιδίως θέματα τακτικής, ώστε αξίζει να δοθεί προσωρινά προτεραιότητα στην οπτική εξοικείωση με το συγκεκριμένο μοτίβο. Σύντομα όμως θα πρέπει να δοθεί περισσότερη σημασία, χρόνος και ενέργεια στην ποιότητα ανάλυσης των θέσεων που θα εξετάσουμε, παρά στον αριθμό τους. Η ποιότητα αυτή συνήθως βρίσκεται στην ανάδειξη επί μέρους παραμέτρων ή λεπτομερειών που καθιστούν ένα μοτίβο λειτουργικό, υπερτερώντας άλλων στοιχείων της θέσης, ενώ σε άλλες φαινομενικά παρόμοιες θέσεις συμβαίνει το αντίθετο. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για ζητήματα στρατηγικής, όπου η κατανόηση σε βάθος αποδίδει συγκριτικά πολύ παραπάνω, καθώς και για τις σημαντικότερες ιδέες και θέσεις των φινάλε.

Ας προσθέσω εδώ ότι τα σκακιστικά βιβλία δεν είναι απαραίτητο να μελετώνται στο σύνολό τους (κάτι που ισχύει πολύ περισσότερο για περιοδικά), ούτε οπωσδήποτε με την σειρά παρουσίασης του υλικού που επέλεξε ο συγγραφέας. Τα περισσότερα έχουν γραφτεί στοχεύοντας σε διάφορα επίπεδα δυναμικότητας αναγνωστών και πρέπει να αντιμετωπίζονται ανάλογα.

Σε περίπτωση που η σκακιστική μελέτη γίνεται περισσότερο σκοπεύοντας στη βελτίωση του αγωνιστικού μας επιπέδου και λιγότερο στην αισθητική μας ευχαρίστηση, οι θεωρητικές γνώσεις πρέπει να συνδυαστούν με πρακτική εφαρμογή. Προς αυτή την κατεύθυνση, πιο χρήσιμα από προπονητική σκοπιά είναι όσα βιβλία εμπεριέχουν ασκήσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, πρέπει να γίνεται προσπάθεια από τον αναγνώστη να μετατραπεί οποιοδήποτε κείμενο σε προπονητικό υλικό με την διατύπωση κατάλληλων ερωτήσεων.

Για παράδειγμα, μελετώντας μια συλλογή παρτίδων μπορούμε να έχουμε σκεπάσει τις επόμενες κινήσεις με αδιαφανές κάλυμμα και να προσπαθούμε να προβλέψουμε τις επιλογές ενός από τους δύο παίκτες (ή και των δύο). Στη συνέχεια, μελετώντας και τα σχόλια μπορούμε να συγκρίνουμε τις σκέψεις που κάναμε με αυτές που διατυπώνονται από τον σχολιαστή. Επιπροσθέτως, τα συμπεράσματά μας μπορούν να ελεγχθούν με την βοήθεια ενός ισχυρότερου παίκτη ή προπονητή.

Γενικά, στην μελέτη σκακιστικών βιβλίων δεν πρέπει να περιοριζόμαστε στις επιλογές του συγγραφέα, αλλά επιπλέον να δημιουργούμε δικά μας νέα ερωτήματα. Μια σωστή ερώτηση θα οδηγήσει σε εξαιρετικά ωφέλιμες απαντήσεις ή, ακόμα καλύτερα, σε νέες ερωτήσεις. Ο δραστήριος και παραγωγικός μελετητής κερδίζει πολύ περισσότερα από τον παθητικό αποδέκτη.

Ακόμα, όπως μετά από κάθε παρτίδα προσπαθούμε να εντοπίσουμε τόσο τα λάθη μας όσο και τις σωστές μας ενέργειες, έτσι και σε προπονητικές δράσεις η ποιοτική μας εξέλιξη εξαρτάται από δημιουργική αυτοκριτική και την ανασκόπηση της πορείας μας σε τακτά χρονικά διαστήματα. Ειδικά όσον αφορά στη μελέτη βιβλίων, η ολοκλήρωσή της πρέπει να συμπεριλαμβάνει την καταγραφή των νέων γνώσεων ή ικανοτήτων που αποκομίσαμε από την μελέτη. Τι μάθαμε που δεν ξέραμε πριν από την ανάγνωση ενός βιβλίου; Τι μπορούμε να κάνουμε καλύτερα στην πράξη;

Τέλος, η σκακιστική μελέτη είναι χρήσιμο να συμπεριλαμβάνει όλους τους τομείς του σκακιού: άνοιγμα, στρατηγική, τακτική, φινάλε, θέματα ιστορικής εξέλιξης της σκακιστικής θεωρίας, ζητήματα ψυχολογίας και ίσως μερικά άλλα με μικρότερες πρακτικές εφαρμογές. Έτσι θα καλλιεργήσουμε μια ολοκληρωμένη σκακιστική προσωπικότητα, χωρίς μεγάλα κενά ή αδυναμίες. Στην επιλογή της κατάλληλης θεματολογίας και βιβλιογραφίας μπορούν να μας βοηθήσουν έμπειρα μέλη του συλλόγου μας και προπονητές.

Εν κατακλείδι, αυτοί που αποφεύγουν την επένδυση ενέργειας στην μόρφωσή τους, προφανώς αγνοούν το κόστος της αμορφωσιάς. Καλή μελέτη!


ΥΓ.: Τώρα, όποιος θέλει, μπορεί να ξαναδιαβάσει το κείμενο :)

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Μια παρτίδα σκάκι

Αννίβας Αννίβα Αρνέλλος: Μια παρτίδα σκάκι - Εκδόσεις Τυπωθήτω, 2002 Στενή η σχέση του Αννίβα με το σκάκι, όπως φροντίζει να μας θυμίσει ο συγγραφέας: «Κατά κοινή ομολογία ο Αννίβας υπήρξε ο πρώτος μοντέρνος μετρ. Με την καθοριστική του κλίση για συνδυασμούς άνοιξε τον δρόμο στο μοντέρνο σκάκι...», σύμφωνα με έναν από τους πολλούς ξένους θεωρητικούς του ζατρικίου που διακοσμούν με τις ρήσεις τους το μυθιστόρημα. Γι' αυτό άλλωστε και η ερωτική ιστορία του βιβλίου δεν διαδραματίζεται ως η τυχούσα παρτίδα σκάκι αλλά παρακολουθεί την εξέλιξη μιας παρτίδας που άφησε εποχή: το «αθάνατο παιχνίδι» μεταξύ του Αδόλφου Αντερσεν και του Λεονέλ Κηζερίτσκυ κατά τους πρώτους διεθνείς αγώνες ζατρικίου στο Λονδίνο, το 1851. Αντί λοιπόν άλλης εισαγωγής, το μυθιστόρημα έχει ως πλαίσιο την εν λόγω παρτίδα, που παρατίθεται στην πρώτη σελίδα, με τον συνήθη κωδικό τρόπο αναγραφής. Πλαίσιο και ταυτόχρονα σκελετό, αφού προβλέπονται τόσα κεφάλαια όσες και οι κινήσεις της συγκεκριμένης παρτίδας, ήτοι 23, και σε καθένα από αυτά προτάσσεται σε σκίτσο η σκακιέρα με τα πιόνια κατά την εν εξελίξει κίνηση. Οπως και μια παρτίδα, το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη: το άνοιγμα, το μεσαίο στάδιο, που εκκινεί, ως συνήθως, με την όγδοη κίνηση, και το φινάλε. Παλαιομοδίτης ο συγγραφέας, δίνει τα λευκά πιόνια στον Αννίβα, θεωρώντας ότι η πρώτη κίνηση στον έρωτα ανήκει στον άνδρα. Πάντως η Ελίζα του μυθιστορήματος είναι μια χειραφετημένη δικηγόρος που διαλογίζεται και εκφράζεται ως διανοούμενη, συγγενική ως προς το πολύπλοκον της ψυχοσύνθεσης με τις πρόσφατες Πηνελόπες της Αγγέλας Καστρινάκη. Επιπροσθέτως, η αφήγηση εμπλουτίζεται με τη σκακιστική ορολογία και φρασεολογία, οπότε αντί για τετριμμένες λέξεις όπως λ.χ. δέλεαρ ή χωρισμός γίνεται λόγος για γκαμπί και ματ.
Από παρουσίαση του βιβλίου στην εφημερίδα ΒΗΜΑ
Διαβάστε περισσότερα:
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=47&artid=145557&dt=15/09/2002#ixzz0qqTosGUR

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

I Play Against Pieces

Ο σπουδαιότερος σκακιστής που ανέδειξε η Σερβία, ο 87χρονος σήμερα Σβέτοζαρ Γκλίγκοριτς σε ένα βιβλίο με 130 παρτίδες του και βιογραφικά στοιχεία. Ο τίτλος προέρχεται από συνέντευξη που είχε δώσει ο Σέρβος γκρανμέτρ σε ρωσικό περιοδικό, ήταν η απάντηση στην ερώτηση "πώς σκεφτόταν στη διάρκεια της παρτίδας". Ο δημοσιογράφος συμπλήρωσε τότε: "poor pieces...". Ο Γκλίγκοριτς, ζωντανός μύθος στη χώρα του, σχολιάζει με λαμπρό τρόπο τις παρτίδες του χωρίς να κουράζει με μακρεπίμακρες αναλύσεις, όταν αυτές δεν χρειάζονται. Οι παρτίδες είναι ταξινομημένες κατά άνοιγμα και όχι κατά χρονολογία όπως συνηθίζεται στις περισσότερες βιογραφικές συλλογές. Η ηρεμία του χαρακτήρα του αντανακλάται και στο κείμενο, ο συγγραφέας αποφεύγει τις θερμές κρίσεις και τα διθυραμβικά σχόλια στις σπουδαίες κινήσεις. Ο αναγνώστης θα δει νίκες εναντίον του Φίσερ, του Μποτβίνικ, του Σμίσλοβ, του Ταλ και άλλων κορυφαίων παικτών του 20ού αιώνα. Μικρή απογοήτευση μόνο ότι οι ιστορίες από τη ζωή του 12 φορές πρωταθλητή Γιουγκοσλαβίας, του παρτιζάνου του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, κατέχουν συγκριτικά μικρό μέρος της ύλης,
Svetozar Gligoric: I Play Against Pieces (Batsford, 2002)
Σύνδεσμος στο
amazon

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Ο Μανουέλ στο ημίχρονο του Μουντιάλ


Πίσω από τη «βιτρίνα» των σύγχρονων γηπέδων και της διεθνούς αφρόκρεμας του ποδοσφαίρου η καθημερινή ζωή στις παραγκουπόλεις του Γιοχάνεσμπουργκ παραμένει αδυσώπητα σκληρή. Το μαρτυρεί η (χθεσινή) φωτογραφία σε χρονική απόσταση αναπνοής από την έναρξη, την Παρασκευή, του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Νότια Αφρική. (Reuters/Daniel Munoz) . Στη σημερινή ανάρτηση ακολουθούν μερικά αποσπάσματα από τα βιβλία του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν «Ο σέντερ φορ δολοφονήθηκε το σούρουπο» και «Ποδόσφαιρο: μια θρησκεία σε αναζήτηση θεού» (κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο). Ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, ορκισμένος οπαδός ο ίδιος της Μπαρτσελόνα, αναλαμβάνει να μας εξηγήσει με τη γνωστή ειρωνεία του πώς τα γήπεδα έγιναν καθεδρικοί ναοί, όπου οι οπαδοί «λατρεύουν» τα χρώματα της αγαπημένης τους ομάδας, πώς οι ομάδες έχουν καταλήξει να αντιπροσωπεύουν τα πατριωτικά μας αποθέματα.

"Η Μπάρτσα, κάτι περισσότερο από μία ποδοσφαιρική ομάδα: Για να το καταλάβει κάποιος ξένος θα πρέπει να πάει πίσω στην εποχή του Αδάμ και της Εύας, στις ιστορικές κακοτυχίες της Καταλονίας που από τον 17ο αιώνα βρίσκεται σε διαρκή εμφύλιο πόλεμο, ένοπλο ή μεταφορικό, με το ισπανικό κράτος. Τη δεκαετία του ΄20, το πρώτο γήπεδο της Μπάρτσα, Λες Κορτς, έκλεισε από το δικτάτορα Πρίμο ντε Ριβέρα γιατί οι θεατές σφύριξαν το βασιλικό εμβατήριο και στις πρώτες μέρες του εμφυλίου εκτελέστηκε ο πρόεδρός της Σουνιόλ από ένα φρανκικό απόσπασμα. Με το που τελείωσε ο εμφύλιος οι φρανκικές δυνάμεις κατοχής θέλησαν να μετατρέψουν το Λες Κορτς σε αποθήκη για άρματα μάχης, μετά θέλησαν να αλλάξουν το όνομα σε "Ισπανία" και τέλος έλεγχαν ποιος γινόταν πρόεδρος. Έπρεπε να είναι είτε δηλωμένος φρανκικός, είτε αποδεκτός από το καθεστώς. Μπροστά στην ολοκληρωτική απαγόρευση της συμμετοχής σε πολιτικές οργανώσεις, πολλοί καταλανοί έγιναν μέλη της Μπάρτσα και στο γήπεδο ήταν που άρχισαν να εμφανίζονται οι καταλανικές σημαίες και να ακούγονται ύμνοι που ήταν απαγορευμένοι. Η σημερινή διοίκηση της Μπαρτσελόνα, υπό την προεδρία ενός κατασκευαστή έργων που πλούτισε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, βάλθηκε να πολεμήσει την ιδέα ότι η Μπάρτσα είναι κάτι περισσότερο από ποδοσφαιρική ομάδα, αλλά δεν μπόρεσε να ξεριζώσει από το λαό αυτή την πεποίθηση."

"Πλάι στο μεγάλο στάδιο υψώνονταν οι υπόλοιπες αθλητικές εγκαταστάσεις του ισχυρού συλλόγου, αν και κανείς δεν είχε μπορέσει να απομακρύνει αποκεί το νεκροταφείο μιας άλλοτε σημαντικής πολιτειούλας, που σήμερα την είχε καταπιεί η μεγάλη Βαρκελώνη. Στο μυαλό του Καρβάλιο στριφογύρισε η θύμηση ότι σ΄ εκείνο το νεκροταφείο ήταν θαμμένη μια παλιά δόξα της ίδιας ομάδας... Ο ποδοσφαιριστής είχε ζητήσει να τον θάψουν εκεί, γιατί έτσι, όταν πια δεν θα μπορούσε να βλέπει τα γκολ στο γήπεδο, θα μπορούσε τουλάχιστον να τα μαντεύει από το μνήμα, ακούγοντας τις κραυγές του πλήθους. Πιθανώς να μπορείς ν΄ ακούς τα γκολ, αλλά πώς ξέρεις ποιος τα βάζει; Ο Καρβάλιο στεκόταν εκεί, μπροστά στην καγκελόπορτα του νεκροταφείου, σε έναν βουβό διάλογο με την παλιά δόξα, κομμάτι κολάζ των παιδικών του χρόνων, όταν η εικόνα του αναπαραγόταν σαν διαφήμιση στις αφίσες που ανάγγελλαν το ματς της Κυριακής και ήταν κολλημένες πίσω από τις τζαμαρίες των πιο πολυσύχναστων καταστημάτων του δρόμου...
"Τα σημερινά γκολ τα έβαλε ο Μόρτιμερ" είπε ο Καρβάλιο με δυνατή φωνή μπροστά στη καγκελόπορτα και στάθηκε προσμένοντας μια πιθανή απάντηση. Άδικα."

"Είναι δύσκολο να εξηγήσεις στον αμερικάνο θεατή ότι ένα σημαντικό κομμάτι της ευχαρίστησης που προκαλεί η επαφή μέσω του ποδοσφαίρου εξαρτάται από τη σαδομαζοχιστική σχέση ανάμεσα σε θεατές και παίκτες, διαιτητές, παράγοντες. Ίσως να είναι ακόμα πρόωρο να τους μυήσεις στη θεϊκή χαρά που νιώθουν κάποιοι οπαδοί και παίκτες όταν κάποιος σπάει το πόδι ενός αντιπάλου, γεγονός που τους επιτρέπει ύστερα να λυπηθούν, να έχουν τύψεις συνείδησης και να συμπαθήσουν πολύ περισσότερο το θύμα από όταν είχε και τα δύο του πόδια σε εξαιρετική κατάσταση. Βέβαια, σε καμία περίπτωση το ποδόσφαιρο δεν είναι μια σχολή αποτυχημένων δολοφόνων όπως το χόκεϊ επί πάγου, σύμφωνα με την αντίληψη Αμερικάνων και Καναδών. Οι αμερικάνοι θεατές είδαν μόνο την πολιτισμένη και ευγενή πλευρά ενός τόσο πανούργου αθλήματος και, παρόλα αυτά, εξακολουθούν να είναι επιφυλακτικοί. Δεν το βλέπουν ακόμη ως μια προσφορά θεάματος που μπορεί να τους συγκινήσει. Αν καμιά φορά μπουν και αυτοί στην παγκόσμια επιχείρηση του ποδοσφαίρου, θα φτάσει η στιγμή να τους αποκαλύψουμε την αλήθεια: ότι ο Μαραντόνα είχε σχεδόν το ελεύθερο για να παίρνει ναρκωτικά, ότι η επιθυμία να σκοτώσεις κάποιο ποδοσφαιριστή δεν είναι αποκλειστικά κολομβιανή, ότι στο ποδόσφαιρο οι αγκώνες έχουν την ίδια σπουδαιότητα με το κεφάλι ή τα πόδια και ότι πρώτο πράγμα που μαθαίνει ένας ξένος παίκτης σε οποιαδήποτε χώρα είναι να φωνάζει στη γλώσσα της το διαιτητή μαλάκα. Αλλά έτσι και ενσωματωθούν κάποια μέρα, την ίδια στιγμή που θα ανακαλύπτουν το διπλό πρόσωπο αυτού του αθλήματος, οι Αμερικάνοι θα αποφέρουν τόσα χρήματα σε αυτή την επιχείρηση, που θα είναι σε θέση να αλλάξουν τους κανόνες του σύμφωνα με τις επιθυμίες τους. Άρα οι εραστές του ποδοσφαίρου θα έπρεπε μάλλον να προσεύχονται στους μικρούς θεούς τους ώστε το ποδόσφαιρο να παραμείνει ένα άθλημα για όχι και τόσο ανεπτυγμένους λαούς όπως οι Αμερικάνοι".

Ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1939 κι έζησε έντονα τη βαρβαρότητα της δικτατορίας του Φράνκο. Στο έργο του, ακόμα και στα αστυνομικά του μυθιστορήματα, παραμονεύουν, σε δεύτερο πλάνο, οι ιδέες του, οι ανησυχίες του για το μέλλον, όχι μόνο της Ισπανίας αλλά και όλου του κόσμου. Έφυγε ξαφνικά, τον Οκτώβριο του 2003, περιμένοντας μία πτήση στο αεροδρόμιο της Μπανγκόκ. Ο πρόωρος θάνατός του άφησε ορφανό τον διασημότερο ήρωά του, τον ιδιόρρυθμο ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο, ο οποίος πρωταγωνιστεί στα αστυνομικά του μυθιστορήματα που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία διεθνώς. Εκτός από τα βιβλία της σειράς Πέπε Καρβάλιο, ο Μονταλμπάν δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα και δοκίμια.

(τα αποσπάσματα από τα έργα του Μονταλμπάν δημοσιεύτηκαν στο τεύχος 38 του περιοδικού "Υποβρύχιο". Η φωτογραφία του Γιοχάνεσμπουργκ προέρχεται από το σημερινό "Βήμα").