Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μπαλαφαρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μπαλαφαρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

Η μπαλαφάρα των τεσσάρων - Μέρος 8ο


Το 1ο μέρος:http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/blog-post_12.html
Το 2ο μέρος:http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/2_19.html
Το 3ο μέρος:http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/3_26.html
Το 4ο μέρος:http://skakistiko.blogspot.com/2008/11/4.html
Το 5ο μέρος:http://skakistiko.blogspot.com/2008/11/5.html
Το 6ο μέρος:http://skakistiko.blogspot.com/2008/11/6.html
Το 7ο μέρος:http://skakistiko.blogspot.com/2008/11/7.html

ΜΕΡΟΣ 8ο (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)
Του Παναγιώτη Κονιδάρη

«Το ‘πιασες;» ρώτησε ο Μπουλαξίζης το συνάδελφό του Παύλο. Αυτός αρκέστηκε στην οικεία του κίνηση του κλεισίματος του ματιού για να τον βεβαιώσει πως ξέρει τη δουλειά του. Ο αστυνόμος μπήκε στο θάλαμο των δύο Σκούρων. Ήταν κλινήρεις και τους είχαν περάσει ορούς. Τα πρόσωπά τους έφεραν μώλωπες και γρατσουνιές, τόσο που να μοιάζουν υπερβολικά, πραγματικοί Διόσκουροι ,αν και καμία Ωραία Ελένη δε θα μπορούσε να είναι αδερφή τους (κι εδώ που τα λέμε, καμία ωραία δε θα μπορούσε να είναι αδερφή τους).

Μετά τις αρχικές συστάσεις ο Πητ Μπουλ πέρασε κατευθείαν στο ψητό.

«Σας έχουν ήδη απαγγελθεί κατηγορίες για παράνομη διακίνηση πολύτιμων λίθων. Ο ανακριτής είναι αυτός των Χλωρών, ξέρετε. Αμείλικτος. Θα σας κάνει να τα ξεράσετε όλα, αν δε το έχετε κάνει ήδη. Θα σας λιώσει. Γι’ αυτό έτρεξα να σας συναντήσω. Μερικές πληροφορίες που θα μου δώσετε θα σας βοηθήσουν να πέσετε στα μαλακά».

Ο ένας από τους δύο Σκούρους κοιτούσε φοβισμένα, μια τον αστυνόμο και μια τον αδερφό του. Μετά έκλεισε τα μάτια και έκανε τον ψόφιο κοριό (με ιδιαίτερη επιτυχία ομολογουμένως). Ο άλλος παρέμενε ψύχραιμος –ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε- και χαμογελούσε όσο του επέτρεπαν οι πολλαπλές αμυχές.

«Και τι έχουμε να κερδίσουμε;» ρώτησε, τάχα αδιάφορα, ο χαμογελαστός.

«Το να μη σας φορτώσω τη βομβιστική επίθεση και ένα φόνο που δεν κάνατε. Νομίζω είναι δίκαιη ανταλλαγή» τόνισε ο συνομιλητής τους.

«Χα! Τώρα ανατρίχιασα. Πολύ σκληρός μπάτσος, ε; Εσύ τώρα είσαι, σα να πούμε ο κακός. Σε λίγο θα μπει και ο φιλικός μπάτσος που θα μας καλοπιάσει; Αν δεν πονούσα παντού θα είχα ξεκαρδιστεί στα γέλια!».

Εκείνη την ώρα μπήκε στην αίθουσα ο Παύλος.

«Α! Να και ο καλός μπάτσος!» πέταξε ο προπέτης Σκούρος. Ο Μπουλαξίζης τράβηξε με δύναμη μια κλωτσιά στο πόδι του κρεβατιού και ο άντρας έσκουξε από τον πόνο που του προκάλεσε το τράνταγμα.

«Μην απομακρυνθείς! Επιστρέφω αμέσως!» ούρλιαξε ο Πητ Μπουλ στο Σκούρο, κυριολεκτικά εκτός εαυτού, πριν βγει σα σίφουνας από το θάλαμο και βροντήξει την πόρτα πίσω του. Όταν επέστρεψε μετά από πέντε λεπτά κρατούσε μια θηριώδη σύριγγα των 50cc, γεμάτη με ένα πράσινο υγρό.

«Η θειογλυκοζονουριχαιμία θα σας βοηθήσει να γίνετε πιο ευγενικοί και συνεργάσιμοι» άρχισε να λέει καθώς πίεζε προσεκτικά το έμβολο ώστε να τρέξει μια σταγόνα του δυσοίωνου υγρού, για να συμπληρώσει: «Έχει βέβαια και μερικές άσχημες παρενέργειες, όπως την καρδιακή ανακοπή, αλλά μέχρι τότε θα τα έχετε ξεράσει όλα…».

Ο ψόφιος κοριός είχε ανοίξει πλέον τα μάτια του και τα είχε γουρλώσει μέχρι εκεί που δεν έπαιρναν άλλο. Ο Παύλος έκανε το σταυρό του και βγήκε στο μικρό μπαλκόνι περίλυπος. Ο Μπουλαξίζης διάλεξε τον ορό του σιωπηλού Σκούρου, έχωσε μέσα τη βελόνα και χάιδεψε σαδιστικά το έμβολο με τον αντίχειρα.

«Ώπα ώπα σιγά αστυνόμε σιγά μην τρελαθούμε κιόλας η τελευταία τρύπα της φλογέρας είμαστε εμείς απλά το μαγαζί το χρησιμοποιούσαμε για τη διακίνηση των παιχνιδιών του σκακιού και των αλλονών δεν ξέρω πως τα λένε που ερχόντουσαν από την Ολλανδία και κάθε πρώτη του μήνα μας έβαζαν το συμφωνημένο ποσό στην τράπεζα και αυτό ήταν όλο και ο μπαμπάς δεν έχει καμιά σχέση με όλα αυτά απλά κάποτε ήταν από τους αναρχοαυτόνομους και έκανε και λίγο παρέα με το Σκυφτούλη και του βγήκε το όνομα αλλά σας ορκίζομαι πως είναι αθώος και ούτε που ήξερε για το εμπόρευμα και δε φταίει άλλος από αυτόν τον αλήτη τον Ντίκα με το κοκοράκι που μας έμπλεξε και εμείς την πατήσαμε μάλιστα πριν από λίγο ήταν εδώ για να ρωτήσει για το τελευταίο φορτίο που φτάνει απόψε το βράδυ όπως μας ειδοποίησε κι ο Δάσκαλος…»

«Που;» τον διέκοψε ο Μπουλαξίζης τρεις λέξεις πριν καταρρίψει το ρεκόρ Γκίνες για τη μεγαλύτερη φράση που μπορεί να πει άνθρωπος με μια ανάσα.

«Στην… Πάτρα…απόψε… στις… δέκα… το …βράδυ… με… το… καράβι… από… την… Ανκόνα…» ψέλλισε ξέπνοος ο Σκούρος. Ο αστυνόμος τράβηξε τη σύριγγα πίσω, κατέβασε τη μάσκα με το οξυγόνο και του την έχωσε στη μούρη. Κινήθηκε προς τον άλλο, το σκληρό, που είχε χαμηλώσει το κεφάλι ηττημένος.

«Ποιος είναι ο Δάσκαλος;» τον ρώτησε.

«Δεν ξέρω».

Ο αστυνομικός σήκωσε ξανά τη σύριγγα.

«Δεν ξέρω γαμώ το κέρατό μου! Αλήθεια δεν ξέρω. Δεν τον έχω δει ποτέ! Μόνο ο Ντίκας τον ξέρει. Ο Δάσκαλος ήταν αυτός που έστησε το όλο κόλπο. Εμάς μας έστελνε μόνο μέιλ, με οδηγίες για την ημέρα και ώρα παραλαβής, πάντα από την Πάτρα και πάντα με την υπογραφή “Δάσκαλος”. Και τι με ένοιαζε εμένα ποιος ήταν; Τα λεφτά μας τα έβαζαν κανονικά στο λογαριασμό μας».

Ο Μπουλαξίζης έμεινε για λίγο σκεφτικός. Τα πράγματα περιπλέκονταν.

«Ο Δάσκαλός σας όμως σας έχωσε μια μικρή βόμβα στο καφενείο για να σας φάει λάχανο. Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;»

Ο άλλος παρέμενε σιωπηλός.

«Πονηρέψατε και πήγατε να του την φέρετε έτσι δεν είναι; Σε κάποια τελευταία παρτίδα διαμαντιών που την μετέφερε η γκόμενα πήγατε να κάνετε λαμογιά στο αφεντικό. Φαίνεται θα ήταν καλή μπάζα. Όμως ο Δάσκαλος από ό,τι καταλαβαίνω δεν είναι πρωτάρης. Και τώρα φοβάστε. Το βλέπω στα μάτια σας. Φοβάστε μήπως σας καθαρίσει ακόμα κι εδώ μέσα. Παύλο! Να διπλασιαστούν οι άντρες και εικοσιτετράωρη φύλαξη, τι λες;»

Λίγο αργότερα οι δύο αστυνομικοί βάδιζαν στο διάδρομο του Νοσοκομείου.

«Τι στο διάολο είναι αυτή η θειογλυκοροζοτέτοια;» ρώτησε μην αντέχοντας άλλο ο Παύλος

«Δεν ξέρω, αλλά μου φάνηκε ταιριαστό όνομα για το πράσινο απορρυπαντικό που βρήκα στην αποθήκη»

«Τελικά αυτό το κόλπο με τον εκφοβισμό του ψυχοπαθούς μπάτσου, πιάνει σχεδόν πάντα» χαμογέλασε ο Πειραιώτης. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του Μπουλαξίζη. Ήταν ο Ίσκιος.

«Αστυνόμε, έχουν περάσει δύο ώρες και ακόμα να φανεί ο ύποπτος»

«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε ξαφνιασμένος ο Πητ Μπουλ. «Καλά, καλά, κατάλαβα. Μας την έσκασε από αλλού, πιθανότατα με άλλο όχημα. Μείνε εκεί, ίσως έχει κάτι στο Άστρα που το χρειάζεται».

Ο Μπουλαξίζης έκλεισε το κινητό βλαστημώντας.

«Τώρα θα είναι στην Πάτρα. Άντε βρες τον!» στέναξε ο Παύλος, που είχε καταλάβει από τα συμφραζόμενα.

«Το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Άλλο είναι …» είπε σιβυλλικά ο Πητ Μπουλ, μα δεν έδωσε εξηγήσεις.

Μέχρι να φτάσει στο γραφείο του, έκανε οκτώ τηλεφωνήματα. Μεταξύ αυτών στην Αστυνομική Διεύθυνση Πατρών και στο Γεωργίου που τον έστειλε στην Πάτρα για να βοηθήσει τους εκεί συναδέλφους τους, εξηγώντας την κατάσταση. Η πορεία των διαμαντιών ήταν πλέον καταφανής. Από τη Νότια Αφρική έφταναν στην Ολλανδία, όπου και γινόταν η επεξεργασία τους και από κει και μετά διαχέονταν στην Ευρώπη, μέσα σε κομμάτια σκακιού ή άλλα παιχνίδια. Το φορτίο το παραλάμβανε και το παρέδιδε κάποιος –καθαρός κατά τα άλλα- εισαγωγέας, με ικανοποιητικό αντίτιμο. Ο Δάσκαλος ωστόσο ήταν ο Έλληνας διακινητής, αυτός που είχε βγάλει από τη μέση τη γυναίκα και παραλίγο και καμιά δεκαριά ακόμα. Ο Μπουλαξίζης κατανοούσε πως δεν είχε τίποτε στα χέρια του που να μπορεί να ενοχοποιήσει τον Ντίκα, εκτός ίσως από κάποιο πλαστό διαβατήριο. Δεν τον ένοιαζε όμως αυτό. Το εγχώριο ψάρι ήταν αυτό που θα έπρεπε να πιαστεί. Ο φερόμενος ως Δάσκαλος.

Δεν είχε πει το παραμικρό στον Παύλο, όμως ήξερε καλά πως κάποιος ειδοποίησε το Ντίκα για την παρακολούθηση από τον Ίσκιο, ώστε να εξαφανιστεί. Κι αυτός ο κάποιος είχε σχέση με την αστυνομία, αλλιώς πως θα μπορούσε να ξέρει κάτι που μόνο μέσα στους τοίχους της ΓΑΔΑ ήταν γνωστό; Έφτασε στο γραφείο του ζαλισμένος από τις σκέψεις. Κάποιες ενοχλητικές ιδέες τρύπωναν σαν σαράκια στο μυαλό του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει όμως ήταν να περιμένει. Σηκώθηκε ωστόσο και πήγε στον Τομέα Αρχείου. Έψαξε κάμποσο, μέχρι που βρήκε αυτό που αναζητούσε. Ήταν μια φωτογραφία ενός χαμογελαστού άντρα. Την τσέπωσε λάθρα και γύρισε στο γραφείο του. Παράγγειλε έναν δυνατό καφέ και αναζήτησε μάταια στις τσέπες του τσιγάρο και αναπτήρα. Κάλεσε τον Γεωργίου μα δεν απαντούσε.

Σε λίγο τον ειδοποίησαν ότι είχε φτάσει ο ταλαίπωρος Πρόεδρος του σκακιστικού συλλόγου, ο Οικονόμου. Τον υποδέχτηκε, του έκανε μερικές ερωτήσεις, μίλησαν λίγο περί σκακιστικών ανέμων και υδάτων και μετά του έδειξε τη φωτογραφία.

«Αυτός ο άντρας είναι μέλος του συλλόγου σας;»

«Μα… φυσικά! Δεν έχει βέβαια πολύ καιρό που γράφτηκε, κι ακόμα είναι αρχάριος, αλλά τον βλέπουμε που και που. Μα ασφαλώς θα τα ξέρετε όλα αυτά. Η τελευταία φορά…». Ο Μπουλαξίζης τον διέκοψε με μια κίνηση, τον ευχαρίστησε και τον άφησε να φύγει. Ο ίδιος πήρε ταξί, ξανά για το Τζάνειο. Φτάνοντας εκεί, πήγε μέχρι το θάλαμο που φιλοξενούσε το θρυλικό τερματοφύλακα. Ο Τουρκομένης αναγνώρισε στη φωτογραφία που του έδειξε ο αστυνόμος τον άντρα που είχε επισκεφτεί την προηγούμενη της έκρηξης το καφενείο του.

«Τι είναι τούτος; Αυτός ο φλούφλης μου έκανε τη ζημιά, να τον σκίσω;» ρώτησε εξαγριωμένος ο γκολκήπερ.

«Άστο μεγάλε, δε θες να ξέρεις» του γύρισε την πλάτη ο Πητ Μπουλ σκοτεινιασμένος.

Στην πραγματικότητα ο ίδιος ήταν αυτός που δεν ήθελε να ξέρει. Όλα τα κομμάτια του παζλ έμπαιναν στη θέση τους με τρόπο βασανιστικό. Πήρε τηλέφωνο τη Διεύθυνση στην Πάτρα. Είχαν μπλοκάρει το λιμάνι. Το καράβι έφτανε από ώρα σε ώρα. Κανείς όμως δεν είχε δει ακόμα το Γεωργίου. Τον κάλεσε στο κινητό μα δεν έλαβε καμία απάντηση. Ήταν βέβαιος πλέον για τα χειρότερα, αφού ήξερε καλά πως δε θα άκουγε ποτέ πια τη φωνή του.

…………………………………………………………

Ο Μπουλαξίζης περπατούσε δίπλα- δίπλα με τον Παύλο στον κυματοθραύστη της Ζέας. Το χειμωνιάτικο αγιάζι τον τρυπούσε με τις βελόνες του, μα δεν έδινε σημασία.

«Ο Γεωργίου! Ποιος να το πίστευε! Ο Γεωργίου ήταν ο περίφημος Δάσκαλος!» φώναζε και χειρονομούσε ο Παύλος. «Πότε το κατάλαβες;»

«Αργά…πολύ αργά».

Ο Μπουλαξίζης τον είχε υποψιαστεί από τη στιγμή που κουβάλησε τα ενοχοποιητικά κομμάτια από την Πεσσών 16 και το επικύρωσε από τη στιγμή που κάποιος φυγάδευσε τον Ντίκα. Βέβαια ο ροκαμπιλάς δεν πήγε και πολύ μακριά, αφού συνελήφθη μία εβδομάδα αργότερα Αυτοί όμως που γνώριζαν για την παρακολούθηση ήταν μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού. Με διάφορα διακριτικά τηλέφωνα είχε διαπιστώσει τις κινήσεις των συναδέλφων του. Μετά του ήρθαν στο νου οι εικόνες από την αρχή της υπόθεσης. Ο Γεωργίου ήταν αυτός που τον είχε πάρει τηλέφωνο άγρια χαράματα, και δε φαινόταν και πολύ αγουροξυπνημένος. Όταν μιλούσε το βράδυ του φόνου με τον Οικονόμου τον θυμόταν να στέκεται διαρκώς παράμερα και με την άκρη του ματιού του τον είχε δει να σκύβει και να παρατηρεί το χέρι του θύματος. Τότε δεν είχε δώσει –αφελώς- τόση σημασία. Προφανώς η γυναίκα είχε προλάβει να πιάσει το πιόνι χωρίς ο δολοφόνος της, ο Γιάννης ο Γεωργίου να το αντιληφθεί. Όταν αργότερα το κατάλαβε, ήταν κι ο Μπουλαξίζης εκεί. Όμως εκκρεμούσε και η προδοσία των Σκούρων. Στην αρχή στόχευε να τους δολοφονήσει με μια βόμβα, κι όταν απέτυχε, έστρεψε την προσοχή των ερευνών εναντίον τους, τοποθετώντας ενοχοποιητικά στοιχεία για να είναι σίγουρος ότι θα μείνουν στα χέρια της αστυνομίας και θα έχει πρόσβαση σε αυτούς. Δεν είχε υπολογίσει όμως στον Πητ Μπουλ. Ο δαιμόνιος αστυνομικός είχε επισκεφτεί και ο ίδιος το μαγαζί και δεν είχε ανακαλύψει τίποτε τόσο εκτεθειμένο, όσο ήθελε να το προβάλει ο υπαστυνόμος. Κάτι βρώμαγε, μα δεν ήθελε να το πιστέψει.

Τελικά ο αστυνόμος είχε ψάξει τον υπηρεσιακό φάκελο του Γεωργίου. Εκεί διαπίστωσε πως δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Τι ήταν αυτό που είχε πει τελευταία για το «γιο του»; Ότι έδινε εξετάσεις και έπινε «Ρεντ Μπουλ»; Τον άτιμο! Ο Μπουλαξίζης τελικά είχε αποσπάσει μία από τις δύο φωτογραφίες του φακέλου. Τον είχε αναγνωρίσει τόσο ο Οικονόμου (δικαιολογώντας με ποιον τρόπο είχε μπει ο δολοφόνος με το θύμα στο εντευκτήριο) όσο και ο Τουρκομένης (αφού την προηγούμενη της έκρηξης είχε πάει σα θαμώνας στο καφενείο για να τοποθετήσει τα πλαστικά εκρηκτικά).

«Και τώρα; Που να βρίσκεται;»

«Στου διαόλου τη μάνα, στη Βραζιλία, ξέρω ‘γω; Αφού έκανα τη μαλακία και τον άφησα να φύγει! Είχα ποντάρει στο ότι δε θα υποψιαζόταν ότι τον υποψιάζομαι και θα πήγαινε στην Πάτρα. Εκεί θα τον συλλάμβαναν οι δικοί μας, μαζί με το “βαποράκι” των διαμαντιών. Πάντα έλεγα ότι ο Γεωργίου είναι πιστός, υπάκουος και λίγο βλάκας, συγκεντρώνει δηλαδή τα τρία χαρακτηριστικά της επιτυχίας στο Σώμα. Να που έκανα λάθος στο τελευταίο».

«Δεν έκανες λάθος στην επιτυχία όμως».

«Χμμ…» έκανε μόνο ο Μπουλαξίζης και κούνησε το κεφάλι με ένα πικρό χαμόγελο.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ήπιαν βιαστικά έναν καφέ στο Πασαλιμάνι και μετά πήρε το δρόμο της επιστροφής για τη ΓΑΔΑ. Εκεί γινόταν χαμός. Τι διάολο συνέβαινε; Πως δεν είχε ακούσει τίποτε; Είχαν κοιμηθεί στο σπίτι του Παύλου και δεν είχαν δει τηλεόραση. Το κινητό το είχε κλειστό. Βούτηξε μια εφημερίδα και διάβασε τα καθέκαστα

Για καλή του τύχη φορούσε πολιτικά. Νεαροί μαθητές είχαν φράξει τις εισόδους, είχαν ξαπλώσει γυμνοί στα σκαλιά, πετούσαν πέτρες, άναβαν κεριά, άφηναν λουλούδια και έλεγαν υβριστικά συνθήματα για την αστυνομία για να διαμαρτυρηθούν για τη δολοφονία ενός συνομήλικού τους,. Κατάφερε να φτάσει μέχρι το γραφείο του από πλαϊνές εισόδους. Όλη η ΓΑΔΑ ήταν σε αναβρασμό. Ο ίδιος δε μιλούσε. Δεν ήξερε τι να πει για το τραγικό συμβάν. Απομονώθηκε στο γραφείο του, μα τα συνθήματα διαπερνούσαν τους τοίχους.

Πάνω στο γραφείο του υπήρχε ένας φάκελος, παράξενος φάκελος. Τον περιεργάστηκε, τον άνοιξε. Μέσα είχε ένα μικρό διαμάντι. Και μια επιστολή. Γνώρισε το γραφικό χαρακτήρα του Γεωργίου. Τον προσκαλούσε στην Κόστα Ρίκα. Του έλεγε να τα βροντήξει όλα στην Ελλάδα και να τον ακολουθήσει. Θα είχαν χρήματα για να γλεντάνε δέκα ζωές, του έγραφε. Ο Μπουλαξίζης σηκώθηκε αργά από την καρέκλα του, σα να είχε γεράσει δέκα χρόνια μονομιάς. Κοίταξε τα σχολιαρόπαιδα από το ψηλό παράθυρο. Συνέχιζαν τα συνθήματα, συνέχιζαν να τον αποκαλούν γουρούνι, καθώς κατέβαιναν πια προς το Πεδίο του Άρεως.

Πήρε το φάκελο, έριξε μέσα το διαμάντι και κατέβηκε στο δρόμο. Το πέταξε στον πρώτο φλεγόμενο σκουπιδοτενεκέ που βρήκε μπροστά του και ανακατώθηκε με το πλήθος στην καρδιά της πορείας που ξεκινούσε. Προχωρούσε βαρύς και θλιμμένος, κι έμοιαζε, να δεις, σα σκυφτό δέντρο. Πάντως όχι σα γουρούνι.

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Η μπαλαφάρα των τεσσάρων - Μέρος 7ο


Το 1ο μέρος:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/blog-post_12.html
Το 2ο μέρος:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/2_19.html
Το 3ο μέρος:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/3_26.html
Το 4ο μέρος:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/11/4.html
Το 5ο μέρος:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/11/5.html
Το 6ο μέρος:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/11/6.html

Κεφάλαιο 7
του Τριαντάφυλλου Σωτηρίου


Στους κυματοθραύστες πίσω από το ΣΕΦ

«Ώστε ο Ηλίας Σκούρος ήταν την ώρα της έκρηξης στο καφενείο του Τουρκομένη».

«Μα πώς…»

«Ο πρόεδρος του σκακιστικού συλλόγου της Παλαμήδη 64 μας είχε πει στην κατάθεσή του ότι δουλεύει σε ένα γραφείο εισαγωγών-εξαγωγών στην Πεσσών 16. Δύο ομοειδείς εταιρίες στο ίδιο κτίριο, δύσκολο· η Καστέλλα δεν είναι Μανχέτταν», είπε ο Μπουλ, τονίζοντας το αχνό χι και το schwa. «Ένα κι ένα κάνουν δυο, δε θέλει δα πολύ μυαλό. Και δε μου λες, αυτός ο Ηλίας Σκούρος, έναν Σάββα και έναν Κυριάκο, τους έχει τίποτα;»

Ο Μπουλ είχε μάθει από τον Τουρκομένη στην πρώτη επίσκεψή του στο «Εθνικός 1924» ότι οι Διόσκουροι ήταν τα αδέλφια Σάββας και Κυριάκος Σκούρος. Πολύ πεζό: όχι Διόσκουροι, αλλά δύο Σκούροι. Ο Γεωργίου θα επέστρεφε αυτή την ώρα από την εταιρία, όπου τον είχε στείλει μήπως ψαρέψει τίποτα. Αν δεν ήθελε να κινήσει υποψίες για την απουσία του, έπρεπε οσονούπω να επιστρέψει και ο ίδιος.

«Πατέρας τους. Μαζί έχουν την εταιρία, εμπορεύονται είδη εξωτικής λαϊκής τέχνης. Ο πατέρας, παρά τα χρονάκια του, έχει ακόμα τα ηνία, και τα αδέλφια είναι ετερόρρυθμοι εταίροι».

«Παύλο, είσαι πάντα πολύτιμος. Σ’ αφήνω τώρα, είμαι σκαστός από το γραφείο, θα τα πούμε σύντομα», είπε ο Μπουλ.

Περνώντας την υπόγεια διάβαση για να βγει απέναντι και να πάρει τον ηλεκτρικό, διασταυρώθηκε με ένα ζευγάρι μπεζ αλλοδαπών. Η μικρόσωμη κοπέλα με το πορφυρό σάρι τον κεραυνογράφησε σε άλλη διάσταση. Από το αστρικό του σώμα είδε τον εαυτό του σ’ ένα ψυχεδελικό τοπίο να τραγουδά “I don’t know where, but she sends me there”.

Δεν του έκανε καρδιά ν’ αφήσει τα μαγευτικά μορφοκλάσματα με τα έντονα χρώματα, όμως δεν ήταν ώρα για τέτοια. Τύλιξε την ασημένια του χορδή και ξαναμπήκε στο φυσικό του σώμα. Το μεθυστικό πατσουλί της ινδής τον συνόδευε μέχρι την αποβάθρα του σταθμού του Φαλήρου.

«Πολλοί Σκούροι χτες στο καφενείο. Η υπόθεση έχει αρχίσει να σκουραίνει επικίνδυνα», σκέφτηκε καθώς επιβιβαζόταν.


Ο ίσκιος του Τζέρρυ Λ. Λούη

Πρώτη μέριμνα του Πρόδρομου Ντίκα μόλις πέρασε τον έλεγχο στο ΑΙΑ με το καινούργιο του διαβατήριο ως Γεράσιμος Λ. Λούης κουβαλώντας μόνο ένα ελαφρύ σακίδιο πλάτης, ήταν να μπει στις τουαλέτες για να κοκαλώσει το κοκοράκι του με μπρυλκρήμ. Στους διπλανούς νιπτήρες, δύο κρητικοί έλεγαν για του Ασημάκη τη θυγατέρα· ο ένας ανέφερε «τση ζούγκλες του Ζαΐρ, του Νίζηρα και τση Ναμίμπιας». «Κοντοχωριανοί», σκέφτηκε ο Τζέρρυ.

Στην αίθουσα αφίξεων, παραμέρισε έναν όψιμο ροκαμπιλλά που τον πέρασε για τον Shockin’ Steve των Bullets και του ζητούσε αυτόγραφο, και κατευθύνθηκε στις θυρίδες των ρεντκαρατζήδων.

Πριν ο νεοφερμένος φτάσει στο πάρκινγκ του αεροδρομίου για να παραλάβει το Άστρα κάμπριο που είχε νοικιάσει για μια εβδομάδα, ο υπάλληλος της εταιρίας ενοικίασης, σακουλεμένος, είχε ενημερώσει εκεί που έπρεπε.

Όταν πια ο πρώην Ντίκας και νυν Λούης πέρασε και τις Τζιτζιφιές και κατευθυνόταν προς τον Πειραιά, ο συνεργάτης τού Μπουλ και του Γεωργίου, γνωστότερος ως ίσκιος για την απαράμιλλη ικανότητά του στην αθέατη παρακολούθηση, πήρε σήμα από την ομάδα του Παύλου ότι το δέμα ήταν πια στα δικά τους χωρικά ύδατα και ότι αναλάμβαναν πλέον αυτοί. Ο ίσκιος κατέβασε ταχύτητα, έστριψε Κηφισού και βγήκε Πειραιώς, σιγοσφυρίζοντας ένα αυτοσχέδιο κότσαρι. Στο φανάρι του «Κορτσόπον», σε μια Ρόβερ δίπλα του, ένας γερο-ταρνανάς σαλιάριζε με μια πιτσιρίκα με πολύ κοντή φούστα, ή πολύ φαρδιά ζώνη. «Τι πουρό, τι καγκουρώ, τσέπες έχουν και τα δυο», αποφάνθηκε θυμόσοφα στο είδωλό του στο καθρεφτάκι του οδηγού, και συνέχισε για το σπίτι.

Κοίταξε το ρολόι του. Προλάβαινε χαλαρά την πολλοστή επανάληψη του «Παντρεμένοι με παιδιά», που θα ξεκινούσε αργότερα στο Τηλεάστυ. «Βεζούβιε, σούρχομαι», είπε στην Πέγκυ Μπάντυ. «“Εκείνη δεν απήντησεν...”, ως έγραψε μια συγγραφεύς ρομαντική», ως έγραψε ο Τεύκρος Ανθίας.


Η σοδειά του Γεωργίου από την Πεσσών 16

Ο Γεωργίου μουρμούριζε τον «Δράκο του πάρκου» του Λήτη και της Ιζόλδης, μιμούμενος και το φλάουτο και το βιολί, καθώς ανέβαινε στον τρίτο όροφο της ΓΑΔΑ. Ο Μπουλ είχε μόλις επιστρέψει από τη συνάντησή του με τον Παύλο στο ΣΕΦ.

«Αστυνόμε, τάξε μου!», είπε εύθυμα μπαίνοντας στο γραφείο του Μπουλ, και άνοιξε απότομα την καμπαρντίνα του.

Ο Γεωργίου γύριζε από την επίσκεψή του στην «Ηλίας Σκούρος και Υιοί ΕΕ, Εισαγωγαί-Εξαγωγαί Ειδών Λαϊκής Τέχνης», στην Πεσσών 16, όπου δούλευε ως λογιστής ο Οικονόμου. Στη διάρκεια της ολιγόλεπτης ξενάγησής του από τον ιδιοκτήτη στις αποθήκες της εταιρίας, προλάβαινε να καταχωνιάζει ταχυδακτυλουργικά στη φόδρα της καμπαρντίνας του διάφορα μικροαντικείμενα.

«Δανείστηκα μερικά ψιλολοΐδια από τον φίλο μας», συνέχισε θριαμβευτικά, και άρχισε να βγάζει από διάφορες απίθανες κρύπτες του ιματισμού του και να αραδιάζει στο γραφείο του Μπουλ τη σοδειά του.

«Πώς και δεν σελέμισες και καμιά καρέκλα από μπαμπού, Γεωργίου;», είπε ο Μπουλ, που θυμήθηκε ότι πέρσι, στη χριστουγεννιάτικη γιορτή για τα παιδιά των εργαζομένων της ΓΑΔΑ, ο Γεωργίου είχε κλέψει την παράσταση εξαφανίζοντας και επανεμφανίζοντας αλλού αντικείμενα και κάνοντας διάφορα κόλπα με τραπουλόχαρτα. Η αποθέωση ήταν όταν άναψε το πούρο του Μεγάλου Αρχηγού με ένα παγάκι. Κρυφό ταλέντο ο δικός σου.

«Θα καταλάβαινε ότι έλειπε, αστυνόμε», απάντησε σοβαρά ο άλλος. Έμπιστος, εχέμυθος και ικανός για μπάτσος ο Γεωργίου, αλλά η NASA και το CERN δεν θα έριζαν ποτέ για το ποιος θα τον πάρει στη δούλεψή του. Οι αδικίες της ζωής.

Ο Μπουλ ζύγισε στο χέρι του και κούνησε σαν κουδουνίστρα κοντά στο αυτί του ένα λευκό Άρμα και έναν μαύρο Ελέφαντα που είχε σουφρώσει από δύο διαφορετικές σιανγκτσιέρες ο Γεωργίου. Έκανε το ίδιο και με τη μικρογραφία ντιτζεριντού. Κούνησε το κεφάλι με σημασία. Επιχείρησε να τ΄ ανοίξει. Αντιστέκονταν. Δεν επέμεινε. Τα έδωσε όλα πίσω στον Γεωργίου να τα στείλει στο εργαστήριο. Δεν θα εκπλησσόταν καθόλου αν η ανάλυση έδειχνε ότι τα κομμάτια του κινέζικου σκακιού έκρυβαν άσπρη πούδρα, και η λιλιπούτεια απομίμηση του μουσικού οργάνου των αβοριγίνων, αλλοτροπικό άνθρακα.

«Και δεν σου είπα το καλύτερο, αστυνόμε. Ξέρεις ποιοι άλλοι έχουν πόντους στην εταιρία;»

Ο Μπουλ φυσικά ήξερε την απάντηση από τη συνάντησή του με τον Παύλο, αλλά προσποιήθηκε τον ανήξερο. Σε αυτή τη φάση, είχε αποφασίσει να εμπιστεύεται μόνο τον πειραιώτη συνάδελφό του.

«Οι Διόσκουροι!» συνέχισε μετά από λίγα δευτερόλεπτα παύσης για σασπένς και με γνήσιο ενθουσιασμό ο Γεωργίου, σαν να δήλωνε ότι υπέκλεψε από τον Μεντβέντεφ τους κωδικούς των πυρηνικών όπλων της Ρωσσίας.

«Τι λες βρε παιδί μου!», εξεπλάγη ελεγχόμενα ο Μπουλ, σαν να το ακούει για πρώτη φορά. «Για λέγε, για λέγε», τον παρότρυνε.


Μυστική συνάντηση στο Τζάνειο

Ο Μπουλ ετοιμαζόταν να σχολάσει όταν πήρε στο κινητό του ένα μήνυμα από τον Παύλο: «ELA TZANEIO TORA EXO NEA».

«Μάλλον θα πρέπει μέχρι να διαλευκανθεί η υπόθεση να νοικιάσω κανένα δωμάτιο στο Lilia, να μη με τρώνε οι δρόμοι», σκέφτηκε, και ξεκίνησε για το μετρό στην Αλεξάνδρας.

Τώρα βάδιζαν στους διαδρόμους του Τζάνειου.

«Πώς πάνε οι τραυματίες της έκρηξης;», ρώτησε ο Μπουλ τον Παύλο.

«Τα τέσσερα γεροντάκια ήδη παίζουν τσατουράνγκα μπλάιντ στο φουαγιέ. Οι τρεις αύριο παίρνουν εξιτήριο, ο τέταρτος, ευκαιρίας δοθέντος…»

«…δοθείσης…»

«Μάλιστα, κύριε Μπαμπινιώτη, δοθείσης, θα κάτσει να βγάλει τον προστάτη του».

«Και ο μαγαζάτορας;»

Αντί για απάντηση, ο Παύλος προχώρησε λίγο ακόμα, στάθηκε στο κατώφλι ενός εξάρη θαλάμου και έδειξε στο εσωτερικό του, σαν να έλεγε : Δες μόνος σου.

Ο γιγαντόσωμος πρώην τερματοφύλακας πηγαινοερχόταν σαν θηρίο στο κλουβί στο δωμάτιο μιλώντας στο κινητό. Τρεις επισκέπτες του, καθισμένοι στο αχρησιμοποίητο κρεβάτι του, κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα καθώς τον περίμεναν να τελειώσει. Περπατούσε σαν συγκαμένος.

«Δεν είχα προσέξει ότι είναι στεατοπυγικός», είπε ο Μπουλ στον Παύλο.

«Δεν είναι, οι επίδεσμοι κάτω από την πυτζάμα τον κάνουν να φαίνεται έτσι. Τον βρήκαν κάτι θραύσματα γυαλιών σε σημείο που για λίγες μέρες ακόμα δεν θα μπορεί να καθήσει σε καρέκλα, και θα πρέπει να κοιμάται μπρούμυτα».

«It’s only me», σκέφτηκε ο Μπουλ.

Ο Τουρκομένης έδινε οδηγίες από το κινητό στον μάστορα για τις επισκευές του μαγαζιού.

«Και κοίτα, Τρύφωνα, μη μου το κάνεις κρεπερί, τζαμιλίκια και αηδίες, εμείς είμαστε καφενείο του παλιού καιρού. Οποιανού δεν αρέσει και θέλει αμέρικαν μπαρ, ας πάει στο Appaloosa, που έχει και φλογερές βεδουΐνες, ξελογιάστρες, τσαχπίνες», έλεγε. (Βραζιλιάνες εννοούσε, αλλά ας μην του κάνουμε υποδείξεις και τον ερεθίσουμε περισσότερο.) «Και να μου κάνεις την επιγραφή όπως ήταν, από νέον. Τι παναπεί δεν βγαίνουν πια τσίγκινα τραπέζια; Στου βοδιού το κέρατο να πας και να βρεις! Μέχρι την Παρασκευή που βγαίνω, θέλω να είναι όλα έτοιμα, το καλό που σου θέλω, αλλιώς θα έχεις να κάνεις με τον Πηρούνια και τις Πινέζες!»

Διέκοψε απότομα τη συνομιλία, βούτηξε συγχυσμένος ένα παξιμαδάκι κολίανδρου που πήρε από το κομοδίνο του διπλανού του νοσηλευόμενου στο ποτήρι με τη σπιτική σουμάδα που κρατούσε ένας συγγενής ενός τρίτου αρρώστου και, μισομπουκωμένος και πάντα όρθιος και υπερκινητικός, μπήκε στην κουβέντα των επισκεπτών του.

«Τον καλοβαλμένο κύριο με τα χρυσά γυαλιά τον ξέρω από την τηλεόραση, ο Σάββας ο Θεοδωρίδης είναι. Το ομορφόπαιδο με το μαλλί – κάσκα τον θυμάμαι, έχει παίξει και στην ΑΕΚ και στον Γαύρο, είναι ο Χρήστος ο Αρβανίτης. Φλέβες κόβανε τα κοριτσόπουλα για πάρτη του. Ο τρίτος όμως;», ρώτησε τον συνάδελφό του ο Μπουλαξίζης.

«Κάνε μας τη χάρη ρε Κουρκουβέλα!», έδωσε αντί για τον Παύλο την απάντηση ο Τουρκομένης. «Μάθε πρώτα λίγη μπαλλίτσα και ύστερα έλα να μου πεις για τον Υφαντή. Τιτίκα ήταν, ναι, αυτό ήταν. Όλο κλο-κλο και από αυγό τίποτα. Κοτούλα. Ο πιο εύκολος αντίπαλος. Ένα Τσου, ρε Λάκη! φώναζα καθώς έκανα την έξοδο, και τον πήγαινε πέντε-πέντε. Κικιρίκουκου γειτόνοι, σηκωθείτε ξημερώνει!», συνέχισε με τη βροντερή φωνή του.

Οι δύο συνάδελφοι άφησαν τη σύναξη παλαίμαχων διεθνών τερματοφυλάκων στις αναμνήσεις της και συνέχισαν να βαδίζουν στον διάδρομο.

«Και οι αδελφοί Σκούροι;»

«Είναι λίγο σοβαρότερα, όμως δεν διατρέχουν κίνδυνο. Είναι στον έβδομο, φυσικά σε χωριστά δωμάτια. Δεν φρουρούνται εμφανώς, αλλά επιτηρούνται διακριτικά· αρκετά διακριτικά ώστε να ενθαρρύνονται οι επίδοξοι επισκέπτες», έκλεισε το μάτι ο Παύλος στον Μπουλ.

«Και έσκασε μύτη ο τεξανός καμπόης με το κοκοράκι α λα Έλβις και τη φαβορίτα σαν τον χάρτη της Ιταλίας που παρακολουθούμε από χτες που ήρθε από το Γιοχάννεσμπουργκ».

«Πώς το ξέρεις;», ρώτησε ο Παύλος.

«Ένα και δύο κάνουν τρία, αν δεν σου φτάνουν κάνε απεργία», απάντησε ως άλλος Νεγρεπόντης ο Μπουλ. «Ανακριτής ποιος ορίστηκε;»

«Ο ίδιος που ήταν στη υπόθεση των αδελφών Χλωρών. Είχαμε το ιατρικό ελεύθερο να πάρουμε καταθέσεις ήδη από χτες, όμως αφήσαμε να γίνει η… χμμ… επίσκεψη που λέγαμε, και μετά πήγε ο ανακριτής. Γι΄ αυτό ήθελα να τα πούμε από κοντά· τέτοια πράγματα δεν λέγονται από το τηλέφωνο. Προσοχή, ο εχθρός παρακολουθεί, που μαθαίναμε και στη Σχολή. Λοιπόν, έχουμε ήδη τις πρώτες αυθόρμητες καταθέσεις», ξαναέκλεισε το μάτι.

Η γκάμα της γλώσσας σώματος του Παύλου ήταν ολοφάνερα περιορισμένη, όχι όμως και η πανουργία του, ούτε η εντιμότητά του. Ο Μπουλ μπορούσε σίγουρα να βασιστεί πάνω του.

--- τέλος κεφαλαίου 7 ---

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008

Η μπαλαφάρα των τεσσάρων - Μέρος 6ο


Το 1ο μέρος:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/blog-post_12.html
Το 2ο μέρος:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/2_19.html
Το 3ο μέρος:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/3_26.html
Το 4ο μέρος:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/11/4.html
Το 5ο μέρος:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/11/5.html

Κεφάλαιο 6, γράφει ο Ελισσαίος

Ο Πρόδρομος Ντίκας κοίταζε την οθόνη του κινητού τηλεφώνου δυσκολευόμενος να πιστέψει το νέο που μόλις είχε πληροφορηθεί. Η πρώην πελάτισσά του και νυν υποψήφια ερωμένη του για απόψε, Λίλη, αγνώστου επιθέτου, προερχόμενη από το Βισμπάτεν –κατά δήλωσή της– τον ρώτησε:
«Ιζ έβριθινγκ οκέι, Έλβις;» μεταφραζόμενο σε “Einai ola entaxei, Elvis?”
Ο Ντίκας , γνωστός ως Έλβις στο νησί λόγω της Ροκαμπίλι εμφάνισής του, βγήκε από το σάστισμά του. Ανάκτησε την ψυχραιμία του, φύσηξε την τούφα που έπεφτε στο μέτωπο του, φόρεσε ένα χαμόγελο και την καθησύχασε:
«Γιες μπέιμπι (Nai moro). Τζαστ ε πρόμπλεμ γουίθ ε κάργκο φρομ Γιοχάνεσμπουργκ. (Mono ena provlima me ena fortio apo to Johannesburg). Δέι νιντ μι δερ. (Me hreiazonte ekei.)»
Της είχε πει τη μισή αλήθεια. Θα έφευγε όντως για το Γιοχάνεσμπουργκ απ’ όπου παραλάμβανε εμπορεύματα για το μικρό μαγαζί του στο Νόσι Μπε, με αντίκες και παλαιοφανή είδη για τουρίστες. Εμπορεύματα, άλλοτε νόμιμα και άλλοτε αναμειγμένα με πολύτιμους λίθους παράνομης προέλευσης και διακίνησης. Όμως αυτή τη φορά μετά το Γιοχάνεσμπουργκ θα έπρεπε να πάρει την πρώτη πτήση για Ελλάδα. Το ελληνικό διαβατήριο που του προσέφερε διάφορες διευκολύνσεις στη ζωή του και κυρίως στις μετακινήσεις του, είχε προσφάτως ανανεωθεί. Και μάλιστα με διαφορετικό όνομα από το πραγματικό του. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, αύριο τέτοια ώρα θα πατούσε το πόδι του στο νέο αεροδρόμιο των Αθηνών. Επιστροφή στην παλιά του πατρίδα μετά από 10 χρόνια. Θα προτιμούσε να μην κάνει αυτό το ταξίδι, αλλά εφόσον αληθεύανε οι εξελίξεις που μόλις έμαθε, τότε ήταν επιτακτική ανάγκη να αναλάβει ο ίδιος δράση.
«Σόρι Λίλη, άι χαβ του λίβ (Signomi Lili, prepei na figo)» απολογήθηκε, ισιώνοντας το κοκκοράκι στα μαλλιά του.
«Νέβερ Μάιντ (Pote myalo)» τον απάλλαξε άνετα η όμορφη ξανθιά.
«Σι γιου ιν ε καπλ οφ ντέις ιφ γιου ΄ρ στιλ αράουντ (Ta leme se dyo meres an eisai akomi edo)» συνέχισε αυτός ξέροντας ότι της λέει ψέμματα.
«Χου νόουζ (poios miti)» απάντησε αυτή ξέροντας ότι της λέει ψέμματα.
«Μπάι σουίτι (Eimai bi glyka)» αποχαιρέτησε ο Πρόδρομος. Έπειτα απέλυσε τον μεταφραστή και πήγε να κανονίσει τις λεπτομέρειες του ταξιδιού του. Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός. Το παιχνίδι είχε χοντρύνει.

Την ίδια εκτίμηση, χωρίς να γνωρίζει τις σκέψεις του Ντίκα, είχε και ο Αστυνόμος Πέτρος Μπουλαξίζης. Το βράδυ είχε κοιμηθεί ελάχιστα. Δεν μπορούσε να χωνέψει το μακελειό που συνέβη στο καφενείο του Τουρκομένη. Όσα είχε δει λίγες ώρες νωρίτερα ήταν πλέον συντρίμμια. Όλα στριφογύριζαν στο μυαλό του. Τα κάδρα των παλαίμαχων ποδοσφαιριστών, ο Στέλιος ο μαγαζάτορας, η σκακιέρα με το ζάρι, ο Κώστας και ο Μάκης και τα άλλα γεροντάκια παρελαύναν από μπροστά του κάθε φορά που πήγαινε να κλείσει τα μάτια του. Το πρωί έπρεπε να μιλήσει στους ανώτερους του.

- «Τί εννοείτε, "δεν συνδέονται";»
- «Δεν συνδέονται εμφανώς, αστυνόμε. Αυτό εννοώ.», διευκρίνισε ο αρχηγός σε φιλικό ύφος.
- «Μα, όπως σας είπα, στο καφενείο αυτό είχα περάσει πριν μια μέρα ακριβώς. Λίγες μόνο ώρες μετά τη δολοφονία στην Καστέλλα.», επέμεινε ο Μπουλαξίζης.
- «Μπορεί να είναι απλώς μια σύμπτωση, Πέτρο. Αρκετές φορές έχουμε πέσει θύματα συμπτώσεων και καταλήξαμε να κυνηγάμε φαντάσματα. Το κτίριο ήταν παμπάλαιο και οι εγκαταστάσεις του απαρχαιωμένες. Η αντιτρομοκρατική ήταν κατηγορηματική: Διαρροή γκαζιού.» Ο ανώτερος του προσπαθούσε να μην εκνευριστεί και να κλείσει το θέμα σε ήρεμα πλαίσια.
- «Και απεφάνθησαν τόσο γρήγορα;»
- «Υποννοείς κάτι εναντίον των συναδέλφων, Μπουλαξίζη;». Ο Αρχηγός πλέον είχε εγκαταλείψει το φιλικό τόνο της προηγούμενης κουβέντας. Για την ακρίβεια έδειχνε έτοιμος να εκραγεί.
Ο Μπουλαξίζης ήθελε για μια ακόμη φορά να πει πως ναι, έχει σοβαρές υπόννοιες για συναδέλφους του, αλλά για μια ακόμη φορά είπε: «Όχι, Αρχηγέ». Στο κάτω-κάτω ακόμη κι αν υπήρχε δόλος, ποιός ξέρει από πόσο ψηλά είχανε έρθει οι εντολές προς τους συναδέλφους του.
- «Κοίτα σε παρακαλώ να κρατήσεις τις σκέψεις σου κρυφές». Ο Αρχηγός είχε ανακτήσει τον αυτοέλεγχο του.
« Μ' αυτόν το χαμό άλλο που δεν θέλουν οι δημοσιογράφοι να το συνδέσουν με την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα.» Ο Μεγάλος Αδελφός έριξε ένα βλέμμα στον αστυνόμο που δήλωνε πως η συζήτηση είχε τελειώσει. Ο Μπουλ χαιρέτησε και βγήκε από το γραφείο του αρχηγού κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Κατέβηκε στο γραφείο του αλλά δεν τον χώραγε ο τόπος. Άφησε το υπηρεσιακό του κινητό στο γραφείο, κρέμασε το σακάκι του στον καλόγηρο και βγήκε. Παλιό κόλπο για να νομίζουν οι άλλοι ότι έχεις πεταχτεί κάπου κοντά. Μπήκε στο μετρό της Αλεξάνδρας.
Η υπόθεση του καφενείου ήταν στα χέρια της Διεύθυνσης Πειραιά, όμως ο Μπουλαξίζης δεν ήταν ικανοποιημένος από τις επίσημες εξηγήσεις. Γι' αυτόν ήταν ξεκάθαρο ότι η έκρηξη και η δολοφονία σχετιζόντουσαν. Γιατί όμως ο αρχηγός του δεν συμμεριζόταν τη σκέψη του; Ήθελε να τα κουκουλώσει; Αν ήταν έτσι, τότε γιατί του ανέθεσε την υπόθεση της Παλαμήδη; Δεν είχε υποπτευθεί την έκταση που θα έπαιρνε η ιστορία; Δέχτηκε πιέσεις στο ενδιάμεσο;
Στο Μοναστηράκι πήρε το τραίνο για Πειραία. Βρήκε μια θέση δίπλα στο παράθυρο και κάθησε κοιτάζοντας έξω. Ακριβώς πίσω του δυο νεαροί συζητήσαν με πάθος για κάτι. Κατάλαβε ότι πρόκειται για σκάκι και αμέσως το αυτί του κόλλησε στη κουβέντα. Το θέμα τους ήταν η θεωρία των ανοιγμάτων και κάποιες σχετικές παρτίδες που είχαν παίξει. Οι νεαροί κατεβήκαν στην Καλλιθέα και ο Μπουλαξίζης επέστρεψε στις σκέψεις του. Ήταν εντυπωσιακό πόσο εύκολα προσηλωνόταν σε οτιδήποτε είχε σχέση με το σκάκι. Και αν ήταν αυτό; Αν αυτός ήταν ο λόγος που τον επέλεξε ο αρχηγός; Τον διάλεξε γιατί ήξερε σκάκι ή γιατί ήταν τόσο παθιασμένος με το σκάκι που θα περίστρεφε την έρευνα γύρω απ' αυτό αγνοώντας πιο βασικά στοιχεία της υπόθεσης; Ο αρχηγός από την αρχή ήθελε να κατευθύνει την υπόθεση στο χώρο των σκακιστών. Ήταν, λοιπόν, κι αυτός μπλεγμένος; Δεν ήταν σίγουρο. Είπαμε πως πιέσεις μπορούν να δεχθούν όλοι. Κι ο αρχηγός δεν θα ήθελε να ρισκάρει την καριέρα του στις επερχόμενες κρίσεις. Την στρατιωτική, αλλά ίσως και την πολιτική καριέρα, στο δρόμο που χάραξαν κι άλλοι εδώ και λίγα χρόνια.
Βγήκε στο σταθμό του Νέου Φαλήρου και πριν ανέβει τα σκαλιά χτύπησε το προσωπικό του κινητό. Ήταν ο Γεωργίου.
- «Που ΄σαι αστυνόμε; Δεν απαντάς στο γραφείο, δεν απαντάς και στο υπηρεσιακό...»
- «Έχω πεταχτεί να φάω κάτι». Δεν του άρεσε που έλεγε ψέμματα στον βοηθό του αλλά σ' αυτή τη φάση δεν εμπιστευόταν κανέναν.
- «Μίλησα με τον Στέλιο το Μπεκρή, αστυνόμε. Είναι στο Τζάνειο, εκτός κινδύνου. Μόνο κανά δυο γυαλάκια του μπήκανε στο πρόσωπο. Σε λίγο θα βγει.»
- «Τί λέει;»
- «Τη γλύτωσε φθηνά. Μόλις είχανε μπει οι Διόσκουροι. Λίγο να βιαζόταν να μπει κι αυτός και τώρα θα 'βλεπε τα χόρτα ανάποδα.»
- «Τίποτε άλλο;»
- «Όταν του είπα πως ήταν έκρηξη γκαζιού κόντεψε να πνιγεί από τα γέλια. Είχε περάσει από πυρουτεχνουργός στη θητεία του και κάτι ξέρει.»
- «Καλά υπαστυνόμε. Τα λέμε σε λίγο στο γραφείο»
- «Έγινε αστυνόμε. Καλή σου όρεξη.»
- «Έ; Α, ναι! Ευχαριστώ.»
Ο Μπουλ έκλεισε το τηλέφωνο και κάλεσε γρήγορα ένα άλλο νούμερο. Μετά από λίγα χτυπήματα μία φωνή ακούστηκε:
- «Έλα ρε Πέτρο, που χάθηκες; Είσαι καλά;»
- «Έχω υπάρξει και καλύτερα. Δυστυχώς σε παίρνω για εξυπηρέτηση.»
- «Ό,τι θες.»
- «Έχεις κάποια πρόσβαση στην υπόθεση του καφενείου;»
- «Κάτι λίγα, ναι.»
- «Χρειάζομαι κάποια στοιχεία. Έχω αναλάβει, κατ' εξαίρεση, τη δολοφονία στην Καστέλλα πριν λίγες μέρες και νομίζω ότι τα δύο περιστατικά μπλέκονται. Στα θύματα του καφενείου, αν θυμάμαι καλά, ήταν ο μαγαζάτορας, τέσσερα γεροντάκια και δύο άντρες γύρω στα πενήντα. Θέλω ό,τι πληροφορίες βρήκατε που σχετίζονται μ' αυτούς τους τελευταίους.»
- «Θα σου φέρω ό,τι βρω.»
- «Σε μισή ώρα;»
- «Που;»
- «Στους κυματοθραύστες πίσω από το Ειρήνης και Φιλίας;»
- «Έγινε.» Ο Μπουλαξίζης έκλεισε το τηλέφωνο. Αισθανόταν καλύτερα. Ο Παύλος υπήρξε πάντοτε ένας καλός φιλός και ακέραιος συνάδελφος. Σίγουρα θα προσπαθούσε να τον βοηθήσει όσο γινόταν.
Πήρε έναν καφέ στο χέρι και πέρασε τη λεωφόρο από την υπόγεια διάβαση. Θυμήθηκε τις μέρες που το στάδιο ήταν στις δόξες του και η διάβαση γέμιζε με εκατοντάδες κόσμου. Αυτή την ώρα η μόνη που περπατούσε μαζί του ήταν μια γριά με λιλά μαλλί που ερχότανε από απέναντι. Λίγο πριν διασταυρωθούνε η γριά σταμάτησε, τον κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια πίσω από τα γυαλιά της και σταυροκοπήθηκε. Ο Μπουλ την κοίταξε απορημένος και συνέχισε την πορεία του. Κάπου την είχε ξαναδεί αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί. Βγήκε στην επιφάνεια, πήγε γύρω-γύρω από το στάδιο και βρέθηκε μπροστά στη θάλασσα και την ακτή, γεμάτη σκουπίδια. Έφτασε στα τειχία και και κάθησε να πιει τον καφέ του. Σκέφτηκε ότι αυτό το μέρος περισσότερο για συνάντηση ναρκεμπόρων ταιριάζει παρά για συνάντηση αστυνομικών. Μετά σκέφτηκε ότι το ένα δεν αποκλείει το άλλο και συνέχισε να πίνει τον καφέ του. Ο Παύλος ήρθε με πέντε λεπτά καθυστέρηση. Μετά από έναν αδερφικό χαιρετισμό, μπήκε αμέσως στο ψητό.
«Δεν μου λες, Πέτρο, αυτό στην Καστέλλα σε ποια οδό ήταν;»
«Στην Παλαμήδη, στο 64.»
«Για δες σύμπτωση.»
«Τί;»
«Υπήρχε ένας ακόμη μες το καφενείο αλλά μας ζήτησαν να μην ανακοινώσουμε το όνομά του. Είχε ένα γραφείο εισαγωγών-εξαγωγών, σε ένα μικρό στενό πίσω από την Παλαμήδη, στην οδό Πεσσών, στο 16.»

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008

Η μπαλαφάρα των τεσσάρων - Μέρος 5ο


Το 1ο μέρος εδώ:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/blog-post_12.html
Το 2ο μέρος εδώ:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/2_19.html
Το 3ο μέρος εδώ:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/3_26.html
Το 4ο μέρος εδώ:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/11/4.html

Κεφάλαιο 5, του Παναγιώτη Κονιδάρη

Τα αργόσυρτα μεταλλικά ρεύματα της Αλεξάνδρας διαδήλωναν την αέναη περιφορά τους με κακόηχα κορναρίσματα σα θυμωμένα ουροβόρα φίδια. Ο ουρανός είχε βαρύνει και είχε σκύψει επικίνδυνα πάνω από το Λεκανοπέδιο. Σε λίγο θα ξεσπούσε βροχή. Ο αστυνόμος έκλεισε το παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα. Ίσα που προλάβαινε να κάνει μια δυο ερωτήσεις στον Οικονόμου, το σκακιστή, πριν αναγκαστεί να υποδεχθεί στο γραφείο του τον υπουργό Τύπου.

«Η πίσω πόρτα του συλλόγου που οδηγεί;» ρώτησε με ψιλοαδιάφορο ύφος κοιτώντας ταυτόχρονα τη σκακιέρα που είχε στήσει μπροστά του με τη θέση της επίμαχης σκακιέρας της δολοφονίας.

«Στη σκάλα υπηρεσίας. Δεν τη χρησιμοποιούμε σχεδόν ποτέ. Βγάζει σε ένα σκοτεινό παράδρομο και από κει σε μια αλάνα» εξήγησε ο σκακιστής χωρίς να διστάσει.

«Μάλιστα. Τα βράδια κλειδώνει;» επέμεινε ο Μπουλαξίζης

«Μα, φυσικά…δεν είμαστε και ξέφραγο αμπέλι. Εντάξει, δεν έχουμε και τίποτε πολύτιμο στο σύλλογο να μας κλέψουν, εκτός ίσως από τη σεπτή εικόνα του Κασπάροβ και μερικά ρολόγια, αλλά κι αυτά τα κλειδώνουμε στην ντουλάπα. Υπάρχει πάντως μόνιμα ένα κλειδί στο πίσω μέρος της. Ο τελευταίος κλειδώνει. Ο τελευταίος που το θυμάται τουλάχιστον».

«Κασπαροβικός ε;» ενδιαφέρθηκε ο Πητ Μπουλ, μα πριν προλάβει ο άλλος να απαντήσει μπήκε στο γραφείο φουριόζος ο υπαστυνόμος Γεωργίου για να προαναγγείλει την έλευση του υπουργού.

Το μέλος της κυβέρνησης σε λίγο καθόταν απέναντι από τον αστυνόμο έχοντας ακουμπήσει στο στενό γραφείο του Μπουλαξίζη, δίπλα στη σκακιέρα, ένα σαμσονάιτ, δύο βιαστικές φιλοφρονήσεις και τρία υποτιμητικά βλέμματα. Οι φουσκωτοί του Ρωσίδη περίμεναν απέξω. Ευτυχώς, διότι το γραφείο ήταν πράγματι στενό.

«Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος κύριε υπουργέ;» ρώτησε ο αστυνόμος με σοβαρό ύφος. Στην πραγματικότητα είχε απολαύσει κάθε λέξη. Ο υπουργός έριξε μια λοξή ματιά στο πλάι γεμάτη νόημα. Στο σημείο που κατέληγε η ματιά καθόταν, σχεδόν χωρίς να αναπνέει, ο Γεωργίου.

«Ο υπαστυνόμος είναι έμπιστός μου, άρα και δικός σας κύριε υπουργέ. Ο Γεωργίου είναι πιο εχέμυθος κι από τον ηγούμενο της μονής Γατοπεδίου μετά από εξομολόγηση» τον καθησύχασε ο Μπουλαξίζης με το ίδιο σοβαρό ύφος.

«Ας είναι. Καταλαβαίνετε τη λεπτότητα της θέσης μου. Δε θέλω επουδενί να μαθευτεί το παραμικρό. Αρκετά μπλεξίματα έχω μέχρι σήμερα, καταλαβαίνετε…»

«Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω. Αν και…η έλευσή σας χωρίς την παρέμβαση του προϊστάμενού μου με κάνει να πιστεύω ότι δεν είναι μόνο οι φόβοι της δημοσιότητας αυτό που σας ταλανίζει, έτσι δεν είναι κύριε υπουργέ;»

Ο Ρωσίδης τον κοίταξε με ένα διαπεραστικό βλέμμα, προσπαθώντας να διαγνώσει την ικανότητα του συνομιλητή του και το πόσο θα μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Στο τέλος έβγαλε το κινητό του, πάτησε ορισμένα πλήκτρα και έστρεψε την οθόνη προς τον αστυνόμο. Ο Πητ Μπουλ διάβασε το μήνυμα: «DANGER-PALAMID-64 ». Έδωσε το κινητό πίσω στον υπουργό αφού σημείωσε το νούμερο απ’ όπου είχε σταλεί το μήνυμα.

«Είναι δικό της; Μάλιστα. Έτσι εξηγείται το πώς τη βρήκαμε γρήγορα τη…» (ο Μπουλαξίζης συμβουλεύτηκε τα χαρτιά του λες και δε θυμόταν το όνομα) «…την κυρία Νόρα Σέτσινγκ, μισή Γερμανίδα και μισή Ολλανδέζα, γεννηθείσα μια βραδιά στο Λεβερκούζεν, κάτοικο Ελλάδας τα τέσσερα τελευταία χρόνια, συγκεκριμένα στην Καλλιθέα, μεζονέτα, Σκρα 38, και συνοδό κυρίων στο επάγγελμα, σωστά;» κάρφωσε τη ματιά του στον υπουργό.

«Φαντάζομαι ότι έτσι θα είναι. Τη γνώρισα σε ένα γκαλά. Μου τη σύστησε ο υπουργός Υγείας, αν καταλαβαίνετε. Δεν ξέρω πάρα πολλά, τη συναντούσα περίπου μία φορά τη βδομάδα, συνήθως σε ένα εξοχικό φίλου στην Εκάλη».

Ο Μπουλαξίζης καταλάβαινε και με το παραπάνω. Ποιος μπορεί να αρνηθεί μια σύσταση του ίδιου του υπουργού Υγείας; Καλύτερο και από Ω3, σκέφτηκε, μα δεν το είπε στον υπουργό. Προτίμησε να ρωτήσει κάτι άλλο, λιγότερο υγιεινό.

«Ήταν μπλεγμένη κάπου κύριε υπουργέ; Έχετε λόγους να πιστεύετε κάτι τέτοιο;»

Ο Ρωσίδης φάνηκε να κομπιάζει. Ο Πητ Μπουλ ήταν έμπειρος σε τέτοια.

«Η… συχωρεμένη υπήρξε χρήστης;» επέμεινε ο αστυνόμος και η σιγή που ακολούθησε είχε κάτι από το κλίμα της Αρκτικής. Ο υπουργός, που κοιτούσε πια με θαυμασμό τον πενηντάρη μπάτσο με τα αποφασιστικά και έξυπνα μάτια, έσπασε τον πάγο αναστενάζοντας.

«Ναι…δηλαδή…κάποιες φορές την είχα δει να κάνει χρήση…Της μιλούσα συχνά γι’ αυτό, όλο μου υποσχόταν ότι θα το κόψει, μα…»

«Κοκαΐνη;» ρώτησε ο αστυνόμος, αν και το ερωτηματικό του φάνηκε περιττό. Ο άντρας ένευσε καταφατικά.

«Ευχαριστώ κύριε υπουργέ για τη βοήθειά σας», σηκώθηκε πρώτος ο Μπουλαξίζης, που δεν καταλάβαινε και πολλά από τύπους και ιεραρχίες και που είχε καταφέρει να μετατρέψει μια εισβολή ανωτέρου σε ανάκριση. «Μπορείτε να κοιμάστε ήσυχος. Η Ελληνική Αστυνομία βρίσκεται σε καλό δρόμο. Αν χρειαστώ κάποια συμπληρωματική πληροφορία θα σας ενοχλήσω όσο πιο διακριτικά γίνεται. Χαιρετισμούς στη γυναίκα σας κύριε υπουργέ».

Ο Μπουλαξίζης αμέσως μετά που έκλεισε η πόρτα πήγε προς το παράθυρο αμίλητος. Η βροχή είχε ξεσπάσει πριν λίγα λεπτά και τώρα έπαιρνε να δυναμώνει. Μια γυναίκα έτρεχε στο δρόμο βάζοντας ένα βιβλίο πάνω από το κεφάλι της. Ένας σκύλος με την ουρά στα σκέλια χωνόταν κάτω από ένα φορτηγό με αναμμένα αλάρμ. Δύο οδηγοί είχαν σταματήσει τα αυτοκίνητά τους αντικριστά και βρίζονταν με τα κεφάλια έξω από το παράθυρο, στη βροχή. Το οδόστρωμα είχε γίνει γλιστερό και στις άκρες του έτρεχαν βρώμικα ρυάκια. Πιο βρώμικα από αυτά που κυλούσαν συνήθως στους δρόμους και στις ζωές των ανθρώπων στην ακοίμητη πόλη.

Ο άντρας στον τρίτο όροφο της ΓΑΔΑ δε φαινόταν να τα προσέχει όλα αυτά. Κοιτούσε μα δεν έβλεπε. Το μυαλό του επεξεργαζόταν στοιχεία και προσπαθούσε να τα αναλύσει και να τα συνθέσει ξανά όπως κάθε καλός σκακιστής. Ο υπαστυνόμος Γεωργίου είχε πια συνηθίσει αυτά τα νοητικά βυθίσματα του Μπουλαξίζη και προτιμούσε να μην τον διακόπτει. Άφησε να κυλήσει έτσι μισή ώρα και μετά ξερόβηξε.

«Τι συμπέρασμα βγαίνει απ’ όλα αυτά αστυνόμε;»

Ο Μπουλαξίζης τρεμόπαιξε τα βλέφαρα σα να ξυπνούσε απότομα και στράφηκε προς το βοηθό του με απροθυμία. Πάντα απολάμβανε τη διαδικασία της σκέψης. Την προτιμούσε από το να τρέχει πίσω από Πλύμουθ με δανεικά Ιβέκο ή από το να γίνεται τσιμπούρι σε ξεχασμένους από το χρόνο οπαδούς ομάδων και θρησκειών. Κάθισε αργά στο γραφείο του.

«Υπάρχουν σημεία που έχουν ξεκαθαρίσει και άλλα που παραμένουν σκοτεινά» είπε στο τέλος σιβυλλικά.

«Αστυνόμε, αυτό θα μπορούσε να το έχει πει κι ο Βούδας, με την ίδια επιτυχία. Κάτι πιο κατανοητό;»

«Φοβόταν. Η γκόμενα λέω, φοβόταν. Αυτό είναι φανερό. Να, τσέκαρε και τον αριθμό του τηλεφώνου, μα δεν έχω αμφιβολία για το ότι είναι δικός της. Για να φοβάται κανείς είτε έχει κάνει κάτι κακό ή έχει κακό συναπάντημα. Ή και τα δύο. Ωραία μέχρι εδώ. Αυτή σκάκι δεν ήξερε. Τουλάχιστον έτσι φαίνεται να πιστεύει ο Ρωσίδης. Τότε τι δουλειά είχε σε σκακιστικό σύλλογο; Προφανώς την οδήγησε εκεί κάποιος ή κάποιοι που είχαν σχέση με το σύλλογο, αφού ήξεραν πως θα μπορούσαν να αφήσουν ξεκλείδωτη την πίσω πόρτα και να μπουν το βράδυ ανενόχλητοι».

«Θα μπορούσαν ακόμα και να έχουν βγάλει αντικλείδι, αν ήταν άτομα του σκακιστικού συλλόγου» προσπάθησε να συμβάλει στη συλλογιστική ο Γεωργίου.

«Το θεωρώ λιγότερο πιθανό γιατί θα μπορούσε κάποιος να καταλάβει ότι το κλειδί έλειπε από τη μόνιμη θέση του πίσω από την πόρτα, αλλά ακόμα κι έτσι καταλαβαίνουμε πως έχουμε σκακιστή ή σκακιστές μπλεγμένους. Μπήκαν λοιπόν από την πίσω πόρτα, αλλά κουβαλούσαν και ένα πιστόλι με σιγαστήρα. Κανείς δεν άκουσε μπαμ στη γειτονιά. Ποιος πάει σε ραντεβού με μια πανέμορφη Ολλανδέζα και κουβαλάει πιστόλι; Και ποιος έχει σιγαστήρα στο πιστόλι του, εκτός από τον αποφασισμένο για το πώς θα το χρησιμοποιήσει;».

Ο αστυνόμος συνοφρυωμένος έκανε παύση και άπλωσε το χέρι του να πιάσει το πακέτο με τα τσιγάρα. Θυμήθηκε πως το είχε κόψει- μαχαίρι, από τα τρία πακέτα- πριν ένα μήνα και συμμάζεψε το χέρι και τις σκέψεις του ξανά. Ο υπαστυνόμος Γεωργίου τον παρακολουθούσε με ενδιαφέρον.

«Πάμε τώρα στο θέμα της σκακιέρας. Τα κομμάτια ήταν ανακατεμένα. Η παρτίδα δεν έμοιαζε με κανονική, αυτό το διαπίστωσα από την αρχή. Τι ήταν όμως;» έδειξε πάνω στο γραφείο του ο Πητ Μπουλ. Ο Γεωργίου πλησίασε.

«Δες, άσπρα και μαύρα κομμάτια ανάκατα, σχεδόν χωρίς να λείπει τίποτε, εκτός από το μαύρο βασιλιά και το πιόνι. Σκέφτηκα αρχικά κάποιες εκκεντρικές εκδοχές του παιχνιδιού όπως τη μανσούβα, μα καμιά από αυτές δε συνάδει με τη θέση. Θα μπορούσε βέβαια να είναι μια κατασκευασμένη θέση, ένα πρόβλημα…»

«Τι εννοείς πρόβλημα;» απόρησε ο Γεωργίου που οι γνώσεις του στα επιτραπέζια δεν είχαν ταξιδέψει έξω από τα σύνορα της Μονόπολυ.

«Άσκηση σκακιστική, πώς να στο πω; Σαν γρίφος για να τον λύσεις. Κατάλαβες; Ωραία. Όμως κι αυτό ακόμα μου φαινόταν απίθανο. Εξάλλου όλα αυτά θα προϋπέθεταν η Νόρα Σέτσινγκ να ήξερε σκάκι και να δεχόταν τα μαύρα μεσάνυχτα να λύσει ένα πρόβλημα. Φοβάμαι πως αποτελούσε η ίδια πρόβλημα για κάποιον κι αυτός την έβγαλε από τη μέση»

«Εννοείς κάτι σαν να μην είχε να πληρώσει τη δόση της; Και τότε πάλι, τα κομμάτια στη σκακιέρα τι ρόλο έπαιζαν; Ήταν κάτι τυχαίο;»

«Φοβάμαι ότι ήταν ακριβώς αυτό: Τυχαίο!» είπε θριαμβικά ο Μπουλαξίζης.

«Δηλαδή;»

«Τα κομμάτια τοποθετήθηκαν εκεί όχι αναπαριστώντας τις κινήσεις στην σκακιέρα, μα επειδή κάποιος απλά τα σήκωνε και τα μετακινούσε, έτσι, χωρίς σχέδιο».

«Αστυνόμε, με το συμπάθιο, μα εξακολουθώ να μην το καταλαβαίνω αυτό το παιχνίδι»

Ο Μπουλαξίζης τότε πήρε δύο πιόνια από τη σκακιέρα και τα έδωσε στον υπαστυνόμο. Αυτός τα κράτησε με απορία, ένα στο κάθε χέρι.

«Πως σου φαίνονται;» ρώτησε με χαμόγελο ο Πητ Μπουλ.

«Ξέρω ‘γω; Μάλλον ίδια. Ολόιδια θα έλεγα.»

Τότε ο αστυνόμος τράβηξε από τη μέσα τσέπη του σακακιού του ένα σακουλάκι. Ο Γεωργίου γούρλωσε τα μάτια του καθώς αναγνώρισε αμέσως το πιόνι που είχε μαζέψει ο αστυνόμος από τη σφιχτή γροθιά του πτώματος.

«Μα…αυτό είναι…δεν το δώσατε στη Σήμανση;» έφριξε ο καθώς πρέπει μπάτσος.

«Χαλάρωσε Γεωργίου, θα μου πάθεις τίποτε. Θα το πας εσύ στη Σήμανση σε λίγο. Απλά ήθελα να έχω το χρόνο να το επεξεργαστώ με την ησυχία μου. Και όπως βλέπεις το κάνω μπροστά σου. Πιάσε μου ένα ζευγάρι πλαστικά γάντια. Έτσι μπράβο! Για να δούμε τι θα δούμε, που έλεγε κι ο μπάρμπα- Μυτούσης ή κάποιος τέτοιος τέλος πάντων…».

Ο Μπουλαξίζης περιεργάστηκε το εύρημα με προσοχή, το περιέστρεψε, το ζύγισε στο χέρι του και στο τέλος το έδωσε στον υπαστυνόμο. Αυτός φόρεσε ένα ζευγάρι γάντια και το έπιασε προσεκτικά. Το σύγκρινε με ένα από τα άλλα πιόνια όπως του υπέδειξε ο προϊστάμενός του.

«Έχετε δίκιο αστυνόμε, είναι λίγο πιο βαρύ τούτο το πιόνι» δήλωσε εντέλει κατηγορηματικά επιστρέφοντας το.

Ο Μπουλαξίζης το πήρε και άρχισε να το σφίγγει ανάμεσα στα δάχτυλά του. Έμοιαζε να πιέζει το κάτω μέρος του πιονιού, το οποίο έδειχνε όμοιο με όλα τα άλλα.

«Γι’ αυτό τα μετακινούσαν…» έλεγε καθώς συνέχιζε την προσπάθεια «…για να δουν πιο είναι το βαρύ, όχι για να κάνουν κινήσεις στη σκακιέρα».

Ένα «πουκ» ακούστηκε και ο αστυνομικός σταμάτησε την προσπάθεια. Χωρίς να αφήσει το πιόνι από τα χέρια του, τράβηξε με τον αγκώνα του μια καθαρή σελίδα χαρτί. Ο Γεωργίου έσκυψε πάνω από τον ώμο του καθώς η περιέργειά του είχε εκτοξευτεί σε δυσθεώρητα ύψη. Ο Μπουλαξίζης έγειρε προσεκτικά τον πάτο του πιονιού, που είχε πια ανοίξει για τα καλά, και άφησε να κυλήσει στο λευκό χαρτί λίγη ποσότητα από μια, ακόμα πιο λευκή, σκόνη. Ο Γεωργίου πλησίασε κι άλλο με μισάνοιχτο από την έκπληξη στόμα.

«Σκοπεύεις να κάνεις μυτιά;» του πέταξε πάνω απ’ τον ώμο του ο Πητ Μπουλ κι εκείνος συμμαζεύτηκε άρδην.

«Δηλαδή, την καθάρισαν για την κόκα;»

«Εκεί που πας να τα ξεκαθαρίσεις στο μυαλό σου, εκεί ακριβώς μου τα μπερδεύεις. Την κόκα την έπαιρνε η κυρία γκομε-Νόρα. Αν ενδιέφερε το δολοφόνο η σκόνη, λες να την άφηνε να βουτήξει το πιόνι στο χεράκι της και να το κρατάει ζηλότυπα μέχρι να καταφθάσει το ιππικό; Στην ανάγκη θα της έκοβε και το χεράκι μαζί. Όχι, το παιχνίδι ήταν πιο μεγάλο. Εξάλλου, λείπει και ο βασιλιάς. Ο μαύρος βασιλιάς. Κι αυτός χωράει μεγαλύτερη ποσότητα. Ανταλλαγή, Γιάννη! Η γκόμενα κάτι έφερνε και την πλήρωναν με τη δόση της»

«Σαν τι δηλαδή;»

«Σαν αυτό δηλαδή» είπε ο Μπουλαξίζης και τινάζοντας μια τελευταία φορά το πιόνι κάθισε πάνω στη θίνα του ναρκωτικού ένα λαμπερό κομμάτι γυαλί.

«Τι…τι’ ν’ τούτο;»

«Άνθρακας, ο θησαυρός. Αλλά άνθρακας με τη σωστή διάταξη των κρυστάλλων του και τη σωστή φροντίδα από έναν αδαμαντογλύφο» είπε ο Μπουλαξίζης και σήκωσε ψηλά το διαμάντι, που το ισχνό βρεγμένο φως που έμπαινε από το δακρυσμένο τζάμι του στερούσε κάμποση από τη δόξα του.

………………………………………………………………

Ο Στέλιος, αυτός που κάποιοι αρέσκονταν να ονομάζουν «μπεκρή», ήταν χρόνια καρφί της αστυνομίας. Ποιος θα υποψιαζόταν ποτέ έναν κακόμοιρο ρακοσυλλέκτη με έφεση σε κάθε υγρό που μετράται σε βαθμούς αλκοόλης, για ρουφιάνο; Τη βροχερή εκείνη μέρα ο Στέλιος ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία, απέναντι από το καφενείο «Εθνικός 1924». Έπρεπε να κόβει κίνηση και να κοζάρει αν θα διάβαιναν το κατώφλι του δύο τύποι που του είχαν δείξει τα σκίτσα τους και που ο εργοδότης του, ο υπαστυνόμος Γεωργίου, ονόμαζε –κατά περίεργο τρόπο- Διόσκουρους. Δεδομένου ότι ο Στέλιος πληρωνόταν προκαταβολικά, το μόνο πρόβλημα ήταν η κωλοβροχή, που δεν έλεγε να σταματήσει. Είχε βρει τελικά ένα χαρτοκιβώτιο για να το κάνει πρόχειρη σκέπη, όταν τους είδε. Προχωρούσαν δίπλα- δίπλα και έμοιαζαν πολύ σε αυτό που περίμενε. Μπήκαν στο καφενείο του Τουρκομένη και ο Στέλιος αποφάσισε να αφήσει να περάσουν λίγα λεπτά πριν μπουκάρει μέσα, για να μην καρφωθεί με το καλημέρα. Η βροχή σύντομα δυνάμωσε και ο ρακοσυλλέκτης ψυλλιάστηκε πως απέχει λίγο από την πνευμονία και ακόμα λιγότερο από το Τζάνειο και κίνησε να μπουκάρει στα ενδότερα βλαστημώντας το διάολο και την Κόλαση.

Δύο δεύτερα αργότερα ο Σατανάς αυτοπροσώπως περνούσε από τη γειτονιά καθώς η εκκωφαντική έκρηξη και οι τερατώδεις γλώσσες φωτιάς που τινάχτηκαν από το καφενείο του Τουρκομένη ήταν σα να άνοιγε η πόρτα της Κόλασης στη φάτσα του Στέλιου, που ίσα και πρόλαβε να σωριαστεί ενδεής στο έδαφος.

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008

Η μπαλαφάρα των τεσσάρων - Μέρος 4ο


Το 1ο μέρος εδώ:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/blog-post_12.html
Το 2ο μέρος εδώ:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/2_19.html
Το 3ο μέρος εδώ:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/3_26.html

Κεφάλαιο 4, του SC

Ένας άνθρωπος που θα στοιχημάτιζες βλέποντάς τον, πως στη ζωή του δε συνέβη ποτέ τίποτε συνταρακτικό, ένας ήσυχος υπαλληλάκος μιας εταιρείας εισαγωγών-εξαγωγών και πρόεδρος του σκακιστικού συλλόγου της οδού Παλαμήδη 64, που φορούσε τραγικά ματομπούκαλα τα οποία τόνιζαν τη μηδαμινότητά του, καβάλα σε μια θεόρατη Πλύμουθ και ζωσμένος με ένα Σμίθ εντ Γουέσσον. Ακόμα και το όνομά του ήταν ασήμαντο, όνομα κοινό, τίποτα που να φέρνει σε Κομνηνό, Άννινο ή Κατακουζηνό. Γιάννης Οικονόμου, 47 ετών, άγαμος, γεννηθείς στην Αταλάντη Φθιώτιδας. Ο τύπος του ανθρώπου που το δίχως άλλο, τα μόνα ξενύχτια που έχει κάνει στη ζωή του είναι στο γραφείο της εταιρείας, κολυμπώντας στα παραστατικά και τα τιμολόγια, όταν έχει διαφανεί έλλειμα ενός ευρώ.

Ο Μπουλαξίζης παρακολούθησε την ανάκριση στη ΓΑΔΑ. Το αυτοκίνητο ήταν νοικιασμένο εδώ και πέντε μέρες, από ένα γραφείο ενοικιάσεως που διαθέτει κυρίως οχήματα μεγάλου κυβισμού και λιμουζίνες για ειδικές εκδηλώσεις. Αυτό αποδεικνυόταν τόσο από τον αριθμό κυκλοφορίας όσο και από την απόδειξη ενοικιάσεως που βρέθηκε διπλωμένη στο κάθισμα του συνοδηγού και που ήταν στο όνομα του Οικονόμου. Κανείς δεν σου απαγορεύει να νοικιάζεις αντίκες, αλλά είθισται να οφείλεις να δώσεις εξηγήσεις πως βρέθηκες αρματωμένος με ένα περίστροφο στα στενά του Πειραιά. Ο Οικονόμου, ο κατατρομοκρατημένος ανθρωπάκος της χτεσινής νύχτας ήταν αυτή τη φορά νηφάλιος και απαντούσε σταθερά στις ερωτήσεις. Δεν είχε δικό του αυτοκίνητο, αλλά με τις οικονομίες του, μια-δυο φορές το χρόνο έκανε το τρελό κομμάτι του, οδηγώντας πανάκριβα αμάξια που νοίκιαζε από το εξιδεικευμένο γραφείο. Ο ιδιοκτήτης του γραφείου, ένας ροδαλός φαλακρός, κλήθηκε και το επιβεβαίωσε. Το θέμα όμως ήταν το Σμίθ εντ Γουέσσον όπου ο Οικονόμου έφερε δικαιολογίες που ένας έμπειρος αστυνομικός μπορεί να τις εκλάβει μόνο ως προσβλητικές για την κοινή νοημοσύνη. Είπε, πως το όπλο ήταν «κληροδότημα» ενός δεύτερου ξαδέλφου του, του Πρόδρομου Ντίκα, ανθρώπου της νύχτας, ο οποίος είχε ρίξει μαύρη πέτρα στη Ελλάδα και εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια τα ίχνη του χάνονταν στη Νότια Αφρική (ίσως) ή σε κάποιο νεκροταφείο (το πιθανότερο). Για κάποιον παράξενο λόγο ο Ντίκας ένιωθε συμπάθεια και στοργή για τον ασήμαντο συγγενή του, τον Οικονόμου, από την εποχή που παίζανε μαζί σκάκι στην Αταλάντη και λίγο πριν διαφύγει στο εξωτερικό με πλαστό διαβατήριο τον είχε επισκεφτεί στο διαμέρισμά του και του είχε παραδώσει το όπλο, σαν ενθύμιο, αφού δεν θα ξαναβλεπόντουσαν ποτέ και αφού δεν μπορούσε να το μεταφέρει με το αεροπλάνο. Ο Οικονόμου όλα αυτά τα χρόνια το διατηρούσε σε μια απόκρυφη γωνία της ντουλάπας του, ανάμεσα σε κάτι κατασκονισμένα μετάλλια και κύπελα της σκακιστικής του νεότητας. Μετά όμως από την τρομερή δολοφονία της αλλοδαπής στο εντευκτήριο του συλλόγου, το περασμένο βράδυ, ένιωθε πως και ο ίδιος βυθιζόταν στα ενδότερα μιας γκανγκστερικής ιστορίας που δεν μπορούσε να καταλάβει που θα οδηγούσε. Έτσι ανέσυρε το περίστροφο από τη ντουλάπα, για κάθε ενδεχόμενο, οσμιζόταν ότι κινδύνευε και η δική του ζωή. Και αγαπούσε ο καημένος την ασήμαντη ζωούλα του. Όταν είδε μέσα από τα τζάμια της Πλύμουθ τον Μπουλαξίζη, πεζό, έσπευσε να εξαφανιστεί, δεν θα μπορούσε να τον πείσει για όλα αυτά τα τρελά. Δεν τα κατάφερε όμως.

Τα εργαστήρια του εγκληματολογικού αποφάνθηκαν με πρωτοφανή ταχύτητα. Το Σμίθ εντ Γουέσσον δεν ήταν το όπλο του εγκλήματος. Αποκλείστηκε παντελώς η εκδοχή να έχει δολοφονηθεί η άτυχη αλλοδαπή με το συγκεκριμένο εργαλείο. Ο ανθρωπάκος θα περνούσε δεύτερη ανάκριση, από τους υψηλοαξιωματούχους της αντιτρομοκρατικής, σε λίγα λεπτά. Όταν κυκλοφορείς με νοικιασμένο αυτοκίνητο και κατέχεις ένα περίστροφο και έχεις τόσο άνοστη φάτσα, είναι πολύ πιθανό να είσαι τρομοκράτης και όχι μόνο τρομοκράτης, αλλά τρομοκράτης εν υπηρεσία. Στην υπηρεσία είχε σημάνει συναγερμός, γιατί τούτη εδώ, δεν ήταν μια τυπική περίπτωση με όπλα και ποινικούς. Μπορεί να βρίσκονταν στην αρχή ενός νήματος που θα χάριζε σημαντικά γαλόνια αλλά και καντάρια δόξας σε πολλούς.

Ο Μπουλαξίζης ζήτησε, πριν αρχίσει η δεύτερη ανάκριση, να συνομιλήσει μόνος του με τον Οικονόμου. Οι συνάδελφοί του δεν έφεραν αντίρρηση, έτρεφαν απόλυτο σεβασμό και θαυμασμό για τον Πιτ Μπουλ, όπως και κάθε απλός μπάτσος για το σπάνιο είδος του μορφωμένου και έξυπνου μπάτσου, που ενσάρκωνε ο Μπουλαξίζης.
«Ξέχασα να σου πω χτες, πως έχω κάποιον Αποστόλη Οικονόμου, δάσκαλο, σχεδόν αδελφικό φίλο. Είναι και αυτός από ένα χωριό κοντά στην Αταλάντη, καμιά φορά δεν ξέρεις...Μήπως έχεις καμιά συγγένεια;»
«Όχι κύριε αστυνόμε», απάντησε ο εξουθενωμένος Οικονόμου.
Στην πραγματικότητα ο Μπουλαξίζης δεν ήξερε κανέναν Αποστόλη Οικονόμου, απλώς ήταν ένα εύρημα για να σπάσει λίγο η απόσταση εξουσιαστή-ανακρινόμενου...
«Φίλε μου, αν θέλεις τη γνώμη μου, όλα αυτά που είπες στους συναδέλφους τα πιστεύω απόλυτα. Δεν είσαι ο άνθρωπος που έχει κάτι να κρύψει. Πιστεύω θα ξεμπλέξεις εύκολα, το δικαστήριο θα σου επιβάλλει μια ποινή με αναστολή για παράνομη οπλοκατοχή. Σιγά το πράγμα, αν ήταν τόσο τραγικά τα πράγματα όλη η Κρήτη θα έπρεπε να βρίσκεται στη στενή. Δεν κινδυνεύεις. Με την αντιτρομοκρατική θα είναι λίγο μπέρδεμα, γιατί αυτοί ξεψαχνίζουν όλες τις υποθέσεις, μπας και πιάσουν λαγό, αλλά θα είμαι και εγώ παρών, δεν θα υπάρχει πρόβλημα. Δεν είχες ποτέ τίποτα σχέσεις με εξωκοινοβουλευτική αριστερά, έτσι;»
«Όχι κύριε αστυνόμε, ούτε έχω πάει ποτέ σε διαδήλωση. Έχω ψηφίσει μόνο Ανδρέα, Σημίτη και Καραμανλή, ποτέ τίποτα ύποπτο, μου λου και τέτοια»
«Αλλά το κατέχεις το μου λου» σάρκασε ο Μπουλαξίζης. «Δεν με ενδιαφέρουν τα πολιτικά σου πιστεύω» συνέχισε ο αστυνόμος, «ζήτησα να μείνουμε λίγο μόνοι για να μου πεις για τον Φίσερ. Οι σκακιστικές στήλες των εφημερίδων έχουν φτωχύνει πολύ από τότε που έφυγε ο Σιαπέρας και δεν έχω ενημέρωση, ούτε ίντερνετ και τέτοια κόλπα. Απλώς έμαθα πως πέθανε μισότρελος, στην Ισλανδία. Είδα και κάτι φωτογραφίες του, ήταν με γενειάδες, άπλυτος και με σηκωμένα μπατζάκια.Κρίμα ε;»
«Κρίμα δεν λέτε τίποτα κύριε αστυνόμε. Τον λυπήθηκε η ψυχή μου. Να σας πω την αλήθεια, το βράδυ που έμαθα πως πέθανε δάκρυσα, τον αγαπούσα πολύ»
«Στο σύλλογο, είδα πως έχετε στο κάδρο φωτογραφία του, όταν ήταν παιδάκι και έδωσε σιμουλτανέ στη Νέα Υόρκη»
«Ναι κύριε αστυνόμε, εγώ τον κορνίζωσα»
«Πιστεύεις πως αν συνέχιζε το σκάκι, θα κέρδιζε τον Κάρποβ;»
«Εκατό τοις εκατό» απάντησε ο Οικονόμου, που έδειχνε με τη σκακιστική συζήτηση να ξεχνάει το μπλέξιμο στο οποίο είχε βρεθεί και την ανάκριση που θα υποβαλλόταν σε λίγα λεπτά από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία.
Οι δυο άνδρες συνέχισαν να συζητούν, όχι από ισότιμη βάση βέβαια, αλλά τουλάχιστον συζητούσαν για το παιχνίδι που αγαπούσαν. Ο Οικονόμου σκεφτόταν: «Τέλειωσαν να με κοροϊδεύουν ή τώρα αρχίζουν;»

Την ίδια ώρα, ο Υπουργός Τύπου, ο Ρωσίδης, ανέβαινε τα σκαλιά της ΓΑΔΑ με κάμποσους φουσκωτούς να τον συνοδεύουν. Δεν έμπαινε ποτέ σε ασανσέρ, υπέφερε από κλειστοφοβικό σύνδρομο. Δεσμώτης της σπηλιάς. Ήθελε να εξιχνιαστεί πάση θυσία η υπόθεση της νεκρής ξανθιάς αλλοδαπής με την οποία διατηρούσε περιστασιακή σχέση. Αλλά πάντα χωρίς δημοσιότητα γιατί το πολιτικό κόστος θα ήταν φοβερό. Η σύλληψη του Οικονόμου φαινόταν να λύνει το μυστήριο..Ο Μπουλαξίζης όμως, που δεν κατάλαβε ποτέ στην καριέρα του από πολιτικές πιέσεις και τα ρέστα, δεν θα μπορούσε να πάρει στο λαιμό του έναν αθώο, να κατασκευάσει δηλαδή έναν ένοχο. Ο υπουργός ενημερώθηκε από δουλοπρεπείς αστυνομικούς για την εξέλιξη της υπόθεσης και για το πόρισμα του εγκληματολογικού, πως ο φόνος δεν είχε διαπραχτεί με το Σμιθ εντ Γουόσσον. «Και πού είναι ο Μπουλαξίζης;» αναφώνησε. «Συνομιλεί με τον ύποπτο κύριε υπουργέ, αλλά θα τον διακόψουμε αμέσως, για να σας δει» απάντησε ένας αξιωματικός.
Ο Μπουλαξίζης δυσανασχέτησε σφοδρά όταν τον πληροφόρησαν πως τον ζητά ο υπουργός: «Πείτε του να περιμένει, έχω συζήτηση». Ο ατσαλάκωτος Ρωσίδης, με την περισσή οίηση που διακρίνει την εξουσία, έγινε έξαλλος με την απάντηση που τόλμησαν να του μεταφέρουν.

Όσο συνέβαιναν αυτά, σε άλλους παραλλήλους, σε ένα μαγαζί του Νόσι Μπε, στις ακτές της Αφρικής, ο Πρόδρομος Ντίκας, ο μακρινός ξάδελφος, με παρουσιαστικό Έλβις Πρίσλει, προσπαθούσε να πουλήσει ένα σκαλιστό μαχαίρι σε μια όμορφη Γερμανίδα τουρίστρια, μια τριαντάρα ξανθιά από το Βισμπάντεν...

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

Η μπαλαφάρα των τεσσάρων - Μέρος 3ο


Το 1ο μέρος εδώ:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/blog-post_12.html
Το 2ο μέρος εδώ:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/2_19.html

Κεφάλαιο 3
του Τριαντάφυλλου Σωτηρίου


Στο καφενείο του Τουρκομένη

Είχε σουρουπώσει όταν ο αστυνόμος Μπουλαξίζης ξύπνησε φρέσκος μετά την κινγκ σάιζ σιέστα του. Βγήκε από το μπεκιάρικο δυάρι του να ξεμουδιάσει. Σχεδόν ασυναίσθητα, πήρε τον ηλεκτρικό από τη Βικτώρια και βγήκε Πειραιά.

Διέσχισε την πλατεία Οδησσού, ακροπατώντας ανάμεσα στις απλωμένες πραμάτειες των μαύρων. «Αγορά του Αλ Χαλίλ καταντήσανε το Πόρτο Λεόνε. Πού ’σαι Σκυλίτση!», σκέφτηκε.

Πέρασε την πεζογέφυρα και βγήκε απέναντι, εκεί που δένουν τα βαπόρια. Περπάτησε τα ντόκια προς τον Άγιο Νικόλαο. Εκείνη την ώρα η «Αριάδνη», κατάφωτη, ξεμπουκάριζε. Στο λιμεναρχείο, με σηκωμένη τη σκάλα, βρεχάμενα κόσκινο από τη σκουριά και τον βυζαντινό σταυρό της «Ηπειρωτικής» στο φουγάρο, ξεχειμώνιαζε στην ερημιά του ο σχεδόν μισόν αιώνα μεγαλύτερός της «Ερμής». «Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια», θυμήθηκε τον Πόλυ Κερμανίδη.

Συνέχισε κατά την αντίθετη φορά απ΄ ό,τι το πρωί. Στην Πειραϊκή δεν είδε τον Στέλιο στη συνηθισμένη του θέση. «Θα έχουνε πάει με τον Αντώνη τον βαρκάρη τον σερέτη να τα πιούνε στου Λινάρδου την ταβέρνα», είκασε.

Σ΄ ένα στενό της ενδοχώρας του Πασαλιμανιού, στο καφενείο «Εθνικός 1924», ο χρόνος φαινόταν σταματημένος στη δεκαετία του ’70, όταν η ιστορική ομάδα ήταν στην ακμή της.

Μπήκε. Ηλικιακή σύνθεση ΚΑΠΗ. Στην παρέα που έβλεπε μπάλλα στην επιτοίχια πλάσμα εντόπισε τον Γιάννη Ματζουράνη, πάντα κόσμιο και προσεκτικά ντυμένο, γραβάτα ανυπερθέτως. Κάποιοι έπαιζαν χαρτιά, κάποιοι τάβλι, κάποιοι τον τιμητή των πάντων, ορατών τε και αοράτων, και κάτω από την πολυκαιρισμένη αφίσα του Άγγελου Κρεμμύδα, δύο έπαιζαν σκάκι – ή κάτι παρόμοιο.

Πλησίασε. Παρατήρησε ότι χρησιμοποιούσαν και ζάρι. Σύντομα, ο λευκός Βασιλιάς βρέθηκε σε σαχ, όμως ο παίκτης δεν έκανε κάτι να τον προστατεύσει. Ο αστυνόμος ήξερε ότι δεν μιλούν οι απέξω, έτσι δεν κούνησε τσίνορο. Στην επόμενη κίνηση, βρέθηκε σε σαχ και ο μαύρος Βασιλιάς.

Ο Μπουλαξίζης κατάλαβε. Τα γεροντάκια έπαιζαν σκάκι με ζάρι, παραλλαγή του σκακιού όπου ο πεσσός που θα κινηθεί καθορίζεται από το νούμερο που θα έρθει στο ζάρι, και η παρτίδα τελειώνει όχι με ματ, αλλά με φυσική αιχμαλώτιση του αντίπαλου Βασιλιά.

Οι δύο Βασιλιάδες έμειναν σε σαχ καναδυό κινήσεις ακόμα, ώσπου ο λευκός αιχμαλώτισε τον μαύρο Βασιλιά και τον κράτησε στη γροθιά του σαν σημείο επικράτησης. Ο άλλος είπε: «Αρκετές για σήμερα».

Τους έπιασε κουβέντα για τον Κρητικόπουλο και τον Χατζηιωάννογλου. Οι γέροι, Κώστας και Μάκης συστήθηκαν, άλλο που δεν ήθελαν για ν΄ αρχίσουν να ξεδιπλώνουν τις αναμνήσεις τους. Ήταν απίστευτο τι λεπτομέρειες θυμόντουσαν. Ο ένας μάλιστα, καθώς εξιστορούσε το 3-6 μέσα στη Λεωφόρο το 1987, έκανε τη σκακιέρα γήπεδο και τα κομμάτια παίκτες, και αναπαριστούσε τα γκολ. Ο Μπουλαξίζης παρακολουθούσε με ανυπόκριτο ενδιαφέρον.

Γνωρίζοντας ότι παοκτσήδες και αρειανοί φαντάζουν σταυραδέρφια μπροστά σε ολυμπιακούς και εθνικούς, φρόντισε να στηλιτεύσει τον ολυμπιακό ιμπεριαλισμό, που ανάγκασε τον Εθνικό, αν και όσο υπήρχε το παλιό Καραϊσκάκη το είχε έδρα, να περιφέρεται σαν τσιγγάνος σε όλο το ελ-έι, πριν καταλήξει τελικά στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις του μπέιζμπωλ. «Άκου πειραιώτικη ομάδα με έδρα στο Ελληνικό· σαν να λέμε, να δηλώνει έδρα ο Αργοναύτης τα Μέγαρα», κατέληξε.

Αυτό ήταν. Οι παλιές πειραϊκές ομάδες, πλην Λακεδαιμονίων, βεβαίως βεβαίως, ανεξάρτητα από την κατηγορία που παίζουν, έχουν αλληλοσεβασμό και αλληλεγγύη. Με την αναφορά του στον Αργοναύτη, ο Μπουλαξίζης είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.

Όταν τελείωσαν και τη διήγηση της ιστορίας με τους ούγγρους επί Καρέλλα, θεώρησε τη στιγμή κατάλληλη και πέταξε: «Ενδιαφέρον αυτό που παίζατε. Παίζουν και άλλοι αυτό το παιχνίδι;»

«Συστηματικά, εμείς. Τον τελευταίο καιρό έχουν σκάσει μύτη και άλλοι δύο, έρχονται πακέτο, δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, όλοι Διόσκουρους τους λένε. Σήμερα δεν είναι εδώ, εμφανίζονται στη χάση και στη βρέξη, έχουμε συμπέσει καναδυό φορές», είπε ο Κώστας. «Οι τέσσερίς μας παίζουμε μόνο παραλλαγές, κάθε παρτίδα και διαφορετική. Περιστασιακά δοκιμάζουν και άλλοι, όμως τα βρίσκουν μπαστούνια και ξαναγυρνάνε στο ορθόδοξο, που προσωπικά το βρίσκω περιορισμένο και παρωχημένο, ή την άλλη αηδία, το προοδευτικό. Είπα προοδευτικό και θυμήθηκα: Σάματις και η Προοδευτική, λίγες φορές έχει παίξει τα εντός έδρας της στο Πέραμα; Που λες, εμένα μού αρέσει αυτό με τους εφτά Ίππους και το άλλο με τον Σκίουρο· είμαι της στρατηγικής, όπως καταλαβαίνεις. Του Μάκη από δω, που είναι και λίγο καλλιτέχνης, ζωγραφίζει και κάτι αμπστρέ, αλαφροΐσκιωτος να πούμε, του αρέσει η Αλίκη. Αν έρθουμε στο κέφι, να, τις προάλλες που φέραμε ισοπαλία στην Καλαμάτα, παίζουμε και μανσούβα, δεν ξέρω αν έχεις υπόψη σου».

«Επινόηση του Μανάκου».

«Ακριβώς. Κάποτε περνούσε συχνά, τώρα έχει να φανεί… στάσου να δεις… Μάκη, πότε σταμάτησε ο Μπατσινίλας; Κεφαλοσφαιριστής αυτός μια φορά… Από τότε. Αλλά, πού τα ξέρεις αυτά εσύ; Πρέπει να παίζεις σε σύλλογο… Μη μου πεις στο Μοσχάτο ή στον Κρυστάλλη;», είπε ο Κώστας, με ύφος σαν να ρωτούσε «δεν πιστεύω να παίρνεις ουσίες;»

«Όχι». Η άμεση και κατηγορηματική απάντηση του Μπουλαξίζη φάνηκε να καθησυχάζει τα γερόντια. «Παίζω από μικρός, ερασιτεχνικά, και διαβάζω πού και πού τις σκακιστικές στήλες στις εφημερίδες. Δεν τα καταφέρνω άσχημα και με τα προβλήματα. Σαν έφηβος, μένω Γκύζη ξέρετε, σύχναζα στον Παναθηναϊκό, επί Αναστασόπουλου και Μπουλαχάνη. Δεν έπαιζα, έβλεπα μόνο, αυτοί παίζανε βίδο, κι εμένα δε μου περίσσευαν τότε. Σαν φοιτητής περνούσα και από την ΕΦΕΤ, είχα κόψει και κάτι ισοπαλίες από τον κύριο Λοβέρδο, και μια φορά κέρδισα και τον κύριο Κονταρίνη, σε φιλικές παρτίδες, εννοείται. Δελτίο σε σύλλογο όμως, όχι, δεν έχω».

Η εμπιστοσύνη των γεράκων, που προσωρινά είχε κλονιστεί, αποκαταστάθηκε και ενισχύθηκε. Το Μοσχάτο και ο Κρυστάλλης είναι γιάφκες ολυμπιακών, και στα μάτια των εθνικών, οι παναθηναϊκοί είναι σύμμαχοι. Ο εχθρός του εχθρού μου, και τα λοιπά, και τα λοιπά.

«Είπα κι εγώ· καλά σε είχα καρατάρει από την αρχή για δερβισόπαιδο. Κάτσε να φωνάξουμε και τον μαγαζάτορα, που μας ξέρει όλους έναν-έναν. Στέλιο!».

Ένας γιγαντόσωμος και ασυνήθιστα ευθυτενής, για την ηλικία του, τύπος ξεπρόβαλε από το ψυγείο-βιτρίνα στο βάθος της αίθουσας και, διασχίζοντας με ανοιχτά βήματα το μαρμάρινο δάπεδο με τα θαμπά εναλλάξ άσπρα και μαύρα τετράγωνα, πλησίασε στο τραπέζι τους. Ο Μπουλαξίζης δεν ήξερε ότι είχε μπροστά του τον θρυλικό τερματοφύλακα, που σαράντα χρόνια πριν είχε παίξει και στην Εθνική· ούτε όμως εκείνοι γνώριζαν ότι είναι αστυνομικός. Μπαλεγιέ.

«Στέλιο, ο νεαρός από δω, Πέτρος τ΄ όνομα, είναι συμπαθών», έκανε τις συστάσεις ο Κώστας. «Ρωτάει για τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη».

Νεαρός; Εμ βέβαια, μπροστά τους, αν και πενηντάρης, φαινόταν τζόβενο. Ο νεώτερος εκεί μέσα είχε προλάβει αρχιεπίσκοπο τον Δαμασκηνό, και όσο για τον μεγαλύτερο, μπορεί και να ήταν συμπολεμιστής του Παύλου Μελά.

Μίλησαν για λίγο. Ο αστυνόμος κατέγραφε στη μνήμη του τις πληροφορίες που τεχνηέντως αποσπούσε. Έστρεψε πάλι την κουβέντα στη μπάλλα και τον παλιό Πειραιά, έμεινε λίγο ακόμα για να μην κινήσει υποψίες, και χαιρέτησε, αφήνοντας τον πληθωρικό Κώστα, τον λιγομίλητο Μάκη και τα άλλα γεροντάκια στη χρονοκάψουλά τους, στο καφενείο του Τουρκομένη.


Ιβέκο εναντίον Πλύμουθ

Ο ψυχρός νυχτερινός αέρας βοηθούσε τον Μπουλαξίζη να τακτοποιήσει τις σκέψεις του. Θυμήθηκε ότι ένας μυστήριος που είχαν οδηγήσει στην Ασφάλεια να τους παίξει πιάνο επειδή πουλούσε στον υπόγειο της Ομόνοιας ατελώνιστα ξένα περιθωριακά σκακιστικά περιοδικά, λαθραίες φωτοτυπίες σημειώσεων επωνύμων προπονητών και τράπουλες με σκακίστριες πρώην σοσιαλιστικών χωρών σε ακατονόμαστες πόζες, είχε σπάσει στην ανάκριση και είχε ομολογήσει ότι σε μερικούς συλλόγους, τους είχε κατονομάσει κιόλας, το φυτευτό έχει εκτοπίσει πλήρως το ορθόδοξο.

«Έπρεπε να το έχω φανταστεί από την πρώτη στιγμή», αυτομέμφθηκε ο Μπουλαξίζης. Ο ίδιος δεν έλεγε και ξανάλεγε στους συνεργάτες του ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο; Αυτός δεν έφερνε σαν παράδειγμα ότι κάτι που κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια δεν είναι αναγκαστικά γάτα, αλλά μπορεί να είναι και σκύλος που ξέρει ξένες γλώσσες; Πώς λοιπόν είχε θεωρήσει δεδομένο ότι στο εντευκτήριο, τη νύχτα του φόνου, στη σκακιέρα του φόνου, παιζόταν ορθόδοξο σκάκι και όχι μία από τις ένα σωρό παραλλαγές του; Πώς δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι, εκτός από το αγωνιστικό, υπάρχει και το καλλιτεχνικό σκάκι; Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουώτσον.

Κόντευε να φτάσει στην κορυφή του λοφίσκου. Από εκεί, μια κατηφόρα και θα βρισκόταν στην Καστέλλα.

Δεν πολυήξερε από αμάξια, δεν είχε άλλωστε δικό του. Μολαταύτα, κάποια όπως η παλιομοδίτικη κούρσα που φάνηκε από απέναντι, με τα φώτα στη χαμηλή σκάλα και μοναδικό επιβάτη τον οδηγό της, τα βλέπεις μια φορά και τα θυμάσαι για πάντα. Ναι, το είχε ξαναδεί πρόσφατα. Πού και πότε όμως;

Μα βέβαια. Δεν είχε κλείσει καν εικοσιτετράωρο. Είχε δει μόνο το μπροστινό μισό, που ξεμύτιζε από το απέναντι κάθετο στενό της Παλαμήδη 64, και σκεπασμένο με κουκούλα, που κάλυπτε το καμπανιστό αχνό ροδακινί χρώμα του, όχι όμως και το ανοικονόμητο σουλούπι του. Και, φυσικά, τα συμμετρικά εξογκώματα κάτω από την κουκούλα ανταποκρίνονταν στα οξυκόρυφα φρύδια των φαναριών του. Μπίνγκοου!

Ο δημοτικός φωτισμός ήταν λιγοστός, όμως ο Μπουλαξίζης σαν να διέκρινε, περισσότερο διαισθάνθηκε, ότι ο οδηγός θορυβήθηκε όταν διασταυρώθηκαν αστραπιαία τα βλέμματά τους καθώς το αμάξι περνούσε από μπροστά του. Η πίσω πινακίδα ήταν επιμελώς σκεπασμένη με ξεραμένη λάσπη και δεν διαβαζόταν. Πρόλαβε να δει τη μάρκα της κούρσας που επιτάχυνε και απομακρυνόταν: Plymouth.

Δεν περνούσε κανένα ταξί. «Τα πρόστυχα· όταν τα θέλεις, δεν τα βρίσκεις», σκέφτηκε. «Τελικά, μάλλον πρέπει να πάρω το Μιραφιόρι του Χαρίτου τώρα που βγαίνει στη σύνταξη και θ΄ αγοράσει καινούργιο με το εφάπαξ».

Το μοναδικό τροχοφόρο στη γύρα ήταν το τοπικό αστικό, που ανέβαινε τη λεωφόρο αγκομαχώντας σαν χωματουργικό βαρέως τύπου και φλομώνοντας τη φιλήσυχη και αραιοκατοικημένη γειτονιά του Προφήτη Ηλία με υπολείμματα ατελούς καύσης ντήζελ. Ο αριθμός 915 στο κούτελό του ερχόταν σε αντίφαση με τη διαδρομή ΚΟΡΩΠΙ – ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ που διατεινόταν ότι εκτελούσε. «Πληγή του Φαραώ αυτοί οι συνδικαλιστές. Έχουν διαβρώσει τα πάντα. Πλήρης ασυδοσία», γκρίνιαξε από μέσα του.

Στάθηκε στη μέση του δρόμου και ανέτεινε το δεξί του χέρι. Καθώς το μινιμπάς τροχοπεδούσε μπροστά του με στριγγό ήχο κιμωλίας που σύρεται σε μαυροπίνακα, τα φώτα του ανέδειξαν τη στίλβη του μεταλλικού αστυνομικού σήματος στο πορτοφόλι που κρατούσε προτεταμένο με το αριστερό.

Ο Μπουλ ανέβηκε τροχάδην από τη μπροστινή πόρτα. Μόνο ο «Άγγελος» του Τερλέγκα, που διαχεόταν καψούρης μέσα από τα ακουστικά του iPod του οδηγού, φάτσα κρασοπατέρα με βλεφαρόπτωση, κινητό-σκουλαρίκι, γυαλιά ηλίου στις δέκα το βράδυ κατεβασμένα σαν πενς-νε, το δεξί πόδι στο ταμπλώ, τα μπατζάκια ανεβασμένα σε ύψος μακριάς βερμούδας, πλήγωνε τη σιωπή.

«Να σου εξηγήσω, αρχηγέ...»

«Οκέι, λίσεν απ. Αστυνόμος Μπουλαξίζης του Εγκληματολογικού. Αν η πλώρη σου απομακρυνθεί από τον πίσω προφυλακτήρα αυτής της μαούνας περισσότερο από μια χεριά του Φελπς, θα θυμηθώ ότι έχεις παραβιάσει τα μισά άρθρα του ΚΟΚ και κάμποσα του Ποινικού. Ξέρεις το παιχνίδι: τρέχεις και σε κυνηγώ, αν σε πιάσω και λοιπά. Ε, είμαστε στην τελευταία πίστα. Αμόλα καλούμπα».

«Τώρα ξηγιέσαι και πολύ μερακλαντάν, κυρ-αστυνόμε. Μην το βλέπεις έτσι κουτσομούρικο, χοτ ροντ τόχω κάνει· κινητήρα και πλαίσιο τάχω πειράξει, και στην πιάτσα με φωνάζουνε Άυρτον. Άστο πάνω μου».

Και σανίδωσε. Οι λιγοστοί επιβάτες, ένα ζευγάρι μπεζ αλλοδαπών στη γαλαρία και μια γιαγιά με λιλά μαλλί στη μονή θέση πίσω από τον οδηγό, αισθάνθηκαν στα γερά τα τζι που αναπτύχθηκαν, και που δεν θα ήταν λιγότερα αν το Ιβέκο ήταν Τσέσσνα που τροχοδρομούσε για απογείωση. Η παράδοξη καταδίωξη άρχιζε.

Η Πλύμουθ χρονοτριβούσε καθώς ελισσόταν να χωρέσει από τα στενά. Το μινιμπάς, με τον οδηγό να το σαλαγάει με αλλεπάλληλα «Ώααα!» και παίρνοντας σβάρνα φανάρια και καθρέφτες από ανύποπτα παρκαρισμένα γιωταχί, όλο και μίκραινε την απόσταση.

Στρίβοντας σε μια γωνία και προσπαθώντας να παρακάμψει έναν δημοτικό κάδο που έχασκε αμέριμνα στη μέση, η Πλύμουθ πήρε παραμάζωμα ένα προστατευτικό πλαστικό δίχτυ και έπεσε με τη δεξιά πλευρά σε κάτι έργα. «Τον οτέ σας, παλιορούκουνες!» γρύλλισε ο οδηγός της. Άδικη μομφή: το όρυγμα ήταν της ΔΕΗ· ο ΟΤΕ δεν περιφράσσει τα χαντάκια που ανοίγει με πλαστικά δίχτυα, παρά τα καλύπτει με κάτι μισοσαπισμένες ξυλοπαλέττες, και βαρδάτε από μπρος. Πήρε τον χαρτοφύλακά του από το πορτ μπαγκάζ και άρχισε να τρέχει την ανηφόρα.

Πριν καλά καλά ο λεωφορειατζής κλειδώσει το αυτόματο κιβώτιο στη θέση P, ο Πιτ Μπουλ είχε ξεχυθεί πίσω από τον φυγάδα. Ο ραλλίστας οασίτης έβαλε στέκα τα περιπτερέιμπαν, άχνισε και μετά γυάλισε στο μανίκι του το φω ρουμπίνι-κοτρώνα στο δαχτυλίδι του, και ανέβασε και τα δύο πόδια στο ταμπλώ. «Ήταν ένα κομμάτι κέικ, κούκλα», μονολόγησε αυτάρεσκα στρίβοντας ένα γάρο. Οι συμπατριώτες του Ανάντ και της Κονέρου, με τη χαρακτηριστική γαλήνη και αταραξία της υποηπείρου τους, αποβιβάζονταν με τάξη και χωρίς να βιάζονται, ενώ η γιαγιά έκανε μετάνοιες κάτω από τα καθίσματα για να μαζέψει μια κονσέρβα γατοτροφής που είχε πέσει από τα ψώνια της.

Διώκτης και διωκόμενος απείχαν πια ελάχιστα. Όταν ο άλλος μπήκε σ΄ ένα σκοτεινό αδιέξοδο, ο Πιτ Μπουλ φόρεσε την πιο ψαρωτική φωνή του και γάβγισε: «Στάσου, μύγδαλα!»

Τα λίγα δευτερόλεπτα της ολιγωρίας που διαδέχθηκε τον αιφνιδιασμό του φυγάδα άρκεσαν στον αστυνόμο για να τον εξουδετερώσει με λαβές πολεμικών τεχνών και να τον ακινητοποιήσει με το πρόσωπο στον τοίχο ενός καταρρέοντος νεοκλασσικού. Τα σμαραγδένια μάτια μιας κατάμαυρης γάτας καταύγασαν καλειδοσκοπικά στο σκοτάδι καθώς απομακρυνόταν ενοχλημένη από τα χαλάσματα. Η στιλπνή γούνα της άγγιξε τον σχεδόν ισομεγέθη της ποντικό, που συνέχισε απτόητος να γευματίζει οικογενειακώς στον γήλοφο των σκουπιδιών. Το φεγγάρι ψηλά έψαχνε να βρει τον αγαπημένο της Νατάσας Θεοδωρίδου για να του πει πως δεν θ΄ αντέξει, δεν θα ζήσει – η Νατάσα, όχι το φεγγάρι, που μετά είχε να κάνει και τα θελήματα του Τερζή, της Γλυκερίας, και πάει λέγοντας.

«Για να δούμε τι έχουμε εδώ... Αχά, ένα Σμιθ εντ Γουέσσον. Κομψοτέχνημα, δεν φτιάχνουν τέτοια πια. Θα σού το δανειστώ γι΄ απόψε, αν δεν έχεις αντίρρηση. Και, σε παρακαλώ, ένωσε τους καρπούς σου στην πλάτη... Ευχαριστώ. Τώρα μπορείς να γυρίσεις. Για έλα λίγο πιο κοντά στο φως, να δούμε τα μούτρα σου... Μπα, μπα, μπα, για δες ποιος είναι!...»

--- τέλος κεφαλαίου 3 ---

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

Η μπαλαφάρα των τεσσάρων - Μέρος 2ο


Το 1ο μέρος εδώ:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/blog-post_12.html

Ο Ελισσαίος έγραψε...
«Η ΜΠΑΛΑΦΑΡΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ»

-2-
Η νέα και όμορφη γυναίκα που μέχρι πριν λίγες ώρες θα είχε αποσπάσει πλήθος επιθέτων και χαρακτηρισμών που θα εξαγρίωναν και την πιο πεπειραμένη φεμινίστρια, ήταν πλέον επισήμως ένα πτώμα, και υπό αυτή την ιδιότητα μεταφέρθηκε κατά τις 5.30 στο νεκροτομείο. Ο αστυνόμος χαιρέτησε το βοηθό του στην είσοδο της πολυκατοικίας και έδωσαν ραντεβού σε δύο ώρες στον 4ο όροφο της Διεύθυνσης όπου στεγάζονταν τα γραφεία του εγκληματολογικού. Στην είσοδο του εντευκτηρίου παρέμεινε μόνο ένας αστυφύλακας, για να διασφαλίσει ότι ο τόπος του εγκλήματος θα έμενε ανέπαφος. Οι θαμώνες του συλλόγου θα περνούσαν μερικές μέρες στέρησης.

Το μπλε χρώμα του ορίζοντα έσπαγε στο βάθος. Ο Μπουλαξίζης σταμάτησε ένα ταξί αλλά δεν πήγε σπίτι. Πήραν το δρόμο προς Πασαλιμάνι. Έκαναν την περίμετρό του και συνέχισαν προς Πειραϊκή. Πέρασαν τα κλειστά ουζερί με τις κατεβασμένες πλαστικές και διαφανείς τέντες. Είπε στον οδηγό να σταματήσει. Πλήρωσε, διέσχισε το δρόμο, και μετά από λίγα σκαλιά βρέθηκε στα βράχια. Ο Στέλιος ο μπεκρής κοιμόταν. Πέρασε όσο πιο ήσυχα μπορούσε από δίπλα του για να μην ταράξει τα γαμήλια όνειρά του και βρήκε μια βολική θέση να κάτσει, κοντά στη θάλασσα. Εκείνη την ώρα τα πλοία από Κρήτη χανόντουσαν στα δεξιά πριν μπουν στο λιμάνι. Πολλές φορές ευχόταν να βρίσκεται σε ένα απ' αυτά τα πλοία, όταν κινάνε για κάποιο νησί. Κι ας πήγαιναν μέχρι το Αγκίστρι.

Στην ανατολή ο ουρανός είχε ανοίξει. Η πρωινή υγρασία τού έφερνε ανατριχίλες στο σώμα αλλά του καθάριζε το μυαλό, τον βοηθούσε να σκεφθεί. Η υπόθεση ήταν μπλεγμένη. Μια όμορφη γυναίκα δολοφονείται εν ψυχρώ χωρίς σημάδια πάλης. Και το χειρότερο, ήταν ερωμένη υπουργού. Και όχι οποιουδήποτε, αλλά ενός που γινόταν πρωτοσέλιδο εδώ και καιρό για τις πιθανές εμπλοκές του σε άνομες δραστηριότητες. Κατά βάση δεν ήταν πιθανές, ήταν εξώφθαλμες, αλλά ως αστυνομικός είχε μάθει να μην αποδίδει κατηγορίες πριν ολοκληρώσει την έρευνά του. Ήθελε να μη βγάζει εύκολα συμπεράσματα και να ενεργεί δίκαια απέναντι στους πολίτες. Αυτός ήταν κι ο λόγος που μπήκε στο Σώμα. Ήθελε να αποδείξει ότι οι αστυνομικοί μπορούν να μην είναι φύλακες των ισχυρών και εντολοδόχοι της εξουσίας. Και παρά τις απανωτές διαψεύσεις, πάλεψε σκληρά γι' αυτό. Όλοι αναγνώριζαν την τιμιότητα, τη μαχητικότητα και την εξυπνάδα του. Μόνο που αυτά δεν έφταναν για παραπάνω. Ήξερε ότι ο βαθμός του αστυνομικού είναι το όριο του. Από 'κει και πάνω ήθελε οσφυοκαμψία, χειροφιλήματα και εξυπηρετήσεις. Και να περιφέρεται σαν τον επιτάφιο προκειμένου να διευρύνει τις δημόσιες σχέσεις του. Αυτό το παιχνίδι δεν του ταίριαζε. Ούτε ήξερε, ούτε ήθελε να το παίξει. Προτιμούσε το σκάκι.

Στο σκάκι όλα είναι καθαρά. Και οι δύο παίκτες μοιράζονται τα ίδια δεδομένα. Δεν υπάρχουν ενέργειες πίσω από την πλάτη σου. Ο καλύτερος τη δεδομένη στιγμή θα κερδίσει. Ο πιο διαυγής, αυτός που θα ενεργήσει ψύχραιμα και αποφασιστικά. Του είχε λείψει το σκάκι. Όταν ήταν υπαστυνόμος έπαιζε με τον προϊστάμενό του. Από τότε που εκείνος συνταξιοδοτήθηκε, δεν βρήκε κάποιον άλλο να μοιράζεται την τρέλα που είχε από παιδί. Μικρός, περνούσε ώρες πολλές να παίζει με οποιονδήποτε του δινόταν η ευκαιρία. Τον παππού του, συμμαθητές, φίλους του πατέρα του. Έπαιζε τη μία παρτίδα μετά την άλλη, κερδίζοντας σχεδόν πάντα. Του είχαν βγάλει και σλόγκαν. Για το σκάκι όποιος αξίζει, παίζει με τον Μπουλαξίζη. Δυστυχώς την εποχή που μεγάλωσε οι ευκαιρίες για να βελτιωθείς περαιτέρω στο σκάκι ήταν ελάχιστες. Και δεν του έτυχαν.

Και να τώρα που το πάθος του ερχόταν και πάλι στο προσκήνιο με έναν τρόπο αποκρουστικό και αινιγματικό. Άραγε επέλεξε ο δολοφόνος το σκακιστικό εντευκτήριο για το έγκλημα; Ήταν σκακιστής ο ίδιος; Παίζαν όντως μια παρτίδα σκάκι με το θύμα; Γιατί πήρε μαζί του τον μαύρο βασιλιά; Υπήρχε κάποιος συμβολισμός; Μήπως ο δολοφόνος είναι φιλοβασιλικός; Μήπως έπρεπε να σταματήσει να σκέφτεται βλακείες και να ξεκουραστεί λίγο; Μπα, δεν προλάβαινε. Ο ήλιος φώτιζε πια το λεκανοπέδιο.

Πήρε το δρόμο της επιστροφής. Άφησε δίπλα στο Στέλιο ένα ευρώ για την πρωινή του μπύρα και γύρισε για λίγο σπίτι. Ένα ντουζ, κοστούμι εργασίας και μετά γραφείο. Άρχισαν να φτάνουν οι πρώτοι μάρτυρες για εξέταση. Η χτεσινή λίστα με τα κλειδιά του συλλόγου. Δεν βγήκε τίποτα χρήσιμο. Έμενε ένας ακόμη. Ο αστυνόμος σκέφθηκε να τον διώξει, αλλά η διαδικασία τού επέβαλλε να ανακρίνει κι αυτόν.

- «Περάστε!», φώναξε ο αστυνόμος στο δειλό χτύπημα της πόρτας και η πόρτα άνοιξε καχύποπτα.
- «Καλημέρα...», είπε τρεμάμενα κάτι πίσω από την πόρτα.
- «Καλημέρα σας, είμαι ο αστυνόμος Μπουλαξίζης», είπε ο αστυνόμος Μπουλαξίζης.
Ο τελευταίος κάτοχος κλειδιών του εντευκτηρίου, είχε μόλις μπει στο γραφείο του αστυνόμου και τον κοίταγε φοβισμένα. Ο αστυνόμος κατάλαβε ότι σε λίγο θα ξεσπούσε σε γοερά κλάμματα φωνάζοντας πως: όχι κύριε αστυνόμε εγώ δεν ξέρω τίποτα για το φόνο και σας ορκίζομαι αξιότιμε στρατηγέ μου ότι ουδέποτε είχα δει το θύμα και την ώρα που έγινε το έγκλημα εγώ ήμουν σπίτι και έχω και μάρτυρα τη σπιτονοικοκυρά μου που μένει δίπλα και πάντα βγαίνει στην πόρτα όταν έρχομαι ή φεύγω αξιοσέβαστε δικαστά μου και άμα θέλετε να τη φέρω εδώ να σας τα πει η ίδια να φιλάω σταυρό να με κάψει φωτιά αν λέω ψέμματα πανοσιότατε.
Μπροστά στον κίνδυνο ο καλεσμένος του να πει όλα αυτά χωρίς ανάσα και να του μείνει στα χέρια, ο Μπουλαξίζης κατεύθυνε τη συζήτηση σε κάτι πιο φιλικό για το χρήστη:
- «Τί ΕΛΟ έχετε;»
Μετά από ένα μικρό σάστισμα ο τελευταίος κλειδοκράτορας ανήγγειλε:
- «1880 διεθνές, 1730 ελληνικό.»
- «Πληθωρισμός στη διεθνή αγορά», προσπάθησε να αστειευτεί ο αστυνόμος.
- «Όχι, το ελληνικό είναι υποτιμημένο», απάντησε σοβαρά ο Άγιος Πέτρος του εντευκτηρίου. «Γιατί ρωτάτε; Έχει σχέση το ΕΛΟ μου με το έγκλημα;»
- «Όχι. Αλλά αφού έτσι κι αλλιώς όλοι εσείς είναι απίθανο να γνωρίζετε κάτι για το συμβάν, σκέφτηκα μήπως παίζαμε καμιά παρτίδα σκάκι.»
- «Παίζετε σκάκι;» Αναφώνησε ενθουσιασμένος ο 210210210210όλοτο24ωρο. Ο πάγος είχε σπάσει πλέον.
- «Έπαιζα, και να πω την αλήθεια θα προτιμούσα να έπαιζα μια παρτίδα τώρα παρά να ψάχνω ψύλλους στα άχυρα.» Κλισέ, σκέφτηκε ο αστυνόμος και ήταν αλήθεια πως από τότε που μπήκε στην υπηρεσία είχε γίνει κι αυτός μάστορας της κοινοτοπίας.
«Δυστυχώς όμως εδώ δεν έχω σκακιέρα και κυρίως δεν έχω χρόνο. Μπορούμε όμως να σκεφτούμε μερικά πράγματα τυφλά. Μπλάιντ, όπως λέτε.»
- «Α, είστε προχωρημένος κύριε αστυνόμε!». Δέος είχε κυριεύσει τον ανεκρινόμενο.
- «Τα βασικά. Για πέστε μου, σας έχει τύχει να δείτε μια παρτίδα χωρίς βασιλιά;»
- «Μια και δύο. Μεταξύ μικρών παιδιών. Τρώει ο ένας το βασιλιά του άλλου και μετά κραδαίνοντας τον γυρίζει το δωμάτιο φωνάζοντας: Τον έφαγα. Βλέπετε, δεν ξέρουν ότι δεν τρώγεται ο βασιλιάς.»
- «Βλέπω, βλέπω. Πολύ ενδιαφέρον!». Ο Πητ Μπουλ είχε αρχίσει να οσφραίνεται κάτι.
«Λίγες ερωτήσεις ακόμη, τυπικές, θα σας κάνω μόνο», συνέχισε. «Χθες περάσατε από το σύλλογο;»
- «Ναι, σχεδόν κάθε μέρα περνάω. Έμεινα μέχρι τις 11 το βράδυ με λίγους ακόμη συμπαίκτες μου. Παίζαμε μπλιτς. Βγήκα λίγο στο μπαλκονάκι, στη σκάλα υπηρεσίας να κάνω ένα τσιγάρο και μετά κλείδ...» Ο σκακιστής σταμάτησε τα λόγια του μόλις αντίκρυσε το διεσταλμένο βλέμμα του αστυνόμου. Τρομοκρατήθηκε. «Τί;» ρώτησε, «τί είπα;»
- «Τίποτα, τίποτα. Σας ευχαριστώ πολύ. Μπορείτε να πηγαίνετε. Θα περάσω κάποια στιγμή από το σύλλογο να παίξουμε μια παρτίδα. Καλή σας μέρα», είπε και έκλεισε την πόρτα πίσω από τον εκδιωγμένο και απορημένο μάρτυρα.
Τι ηλιθιότητα. Σπουδαία όσφρηση. Τσάμπα το παρατσούκλι. Μα βέβαια. Όλα αυτά τα παλιά κτίρια έχουν σκάλες υπηρεσίες. Πως δεν το είχε προσέξει χθες. Είχε βρει ότι έλειπε ένας μικρός μαύρος βασιλιάς και είχε χάσει ολόκληρη πόρτα που οδηγεί στην έξοδο υπηρεσίας. Και να σκεφτεί κανείς ότι την έξοδο υπηρεσίας αναζητούσε κι αυτός εδώ και λίγα χρόνια.
- «Γεωργίου!», γαύγισε ο αστυνόμος στο διάδρομο.
- «Κλείνω με φωνάζει ο Πητ Μπουλ.», ακούστηκε από την ανοιχτή πόρτα του γραφείου του υπαστυνόμου και ο Γεωργίου εμφανίστηκε άμεσα ενώπιον του προϊσταμένου του.
- «Τί είπες στο τηλέφωνο Γεωργίου;», ρώτησε αυστηρά ο Μπουλαξίζης.
- «Στο γιο μου έλεγα να πιει ένα Ρεντ Μπουλ πριν τις εξετάσεις.», ήρθε η σαν έτοιμη από καιρό δικαιολογία του υπαστυνόμου.
- «Καλά. Λοιπόν, θέλω άμεσα τα ονόματα όλων όσοι έχουν γραφεία στην Παλαμήδη 64.»
- «Μάιστα κύριε αστυνόμε.»
- «Και μάθε αν είδαν κάποιον να κατεβαίνει νωρίς το πρωί μετά το φόνο.»
- «Μάιστα κύριε αστυνόμε.»
- «Και ας ευχηθούμε να μην είναι κάποιος απ' αυτούς φίλος του υπουργού.»
Ο Γεωργίου δεν αποκρίθηκε στη χαμηλόφωνη παρατήρησή του, γιατί είχε ήδη φύγει.

Ο αστυνόμος βούλιαξε στην καρέκλα του. Ρούφηξε την άδεια πορσελάνη που μέχρι πριν λίγο περιείχε τον τρίτο καφέ της μέρας. Η εξασκημένη του διαίσθηση δεν προμήνυε εύκολο τέλος σ' αυτή την υπόθεση. Και φημιζότανε στο Σώμα για τη διαίσθησή του.

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

Η μπαλαφάρα των τεσσάρων - Μέρος 1ο


Παναγιώτης Κονιδάρης, Ελισσαίος, Τριαντάφυλλος Σωτηρίου (λογοτεχνικό παρωνύμιο του «καλοπροαίρετου») και Schrödinger's Cat σε ένα tandem «λογοτεχνικό» πείραμα στο skakistiko.
Δεν υπάρχει προσυνεννόηση για την πλοκή και ο καθένας αρχίζει, συνεχίζει και σταματά όπου και όπως κρίνει, αξιοποιώντας με τον τρόπο που νομίζει το μέχρι τότε κείμενο.
Οι συνέχειες κάθε Κυριακή, στην οθόνη.
Η σειρά για τους δυο πρώτους γύρους: 1 Παναγιώτης 12 Οκτωβρίου 2 Ελισσαίος 19 Οκτωβρίου 3 Τριαντάφυλλος 26 Οκτωβρίου 4 Γάτος 2 Νοεμβρίου 5 Παναγιώτης 9 Νοεμβρίου 6 Ελισσαίος 16 Νοεμβρίου 7 Τριαντάφυλλος 23 Νοεμβρίου 8 Γάτος 30 Νοεμβρίου.
Τα σχόλια και τα γιουχαΐσματα από όλους τους επισκέπτες του blog είναι υπερευπρόσδεκτα.

Ο Παναγιώτης Κονιδάρης έγραψε...
«Η ΜΠΑΛΑΦΑΡΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ»

-1-
«Ντριν!». «Ξαναντριιιννν!!»
Τι καλό μπορεί να περιμένει κανείς από ένα τέτοιον ήχο στις τρεις το πρωί;
Ασφαλώς κανένα, γι ‘αυτό κι ο αστυνόμος προσπάθησε να τον αποφύγει με τη βοήθεια των μαξιλαριών. Άδικος κόπος. Ούτε καν στις ταινίες δε γλιτώνεις με κάτι τέτοια κόλπα. Πρόλαβε ωστόσο κι έριξε ένα τσιμπλιασμένο βλέμμα στο ψηφιακό ρολόι και μια βλαστήμια, πριν σηκώσει τ’ ακουστικό.
«Αστυνόμε Μπουλαξίζη, συμβαίνει κάτι τρομερό…» άρχισε να λέει η φωνή χωρίς περιττές εισαγωγές.
Αναγνώρισε αμέσως την άρθρωση του βοηθού του, υπαστυνόμου Γεωργίου. Ο νεαρός Γεωργίου δεν ήταν ο εξυπνότερος άνθρωπος στον κόσμο, αλλά ήταν πιστός και υπάκουος σα σκυλί. Συγκέντρωνε δηλαδή τα τρία χαρακτηριστικά που χρειαζόταν σε ένα βοηθό για να κάνει καριέρα. Ο αστυνόμος Πέτρος Μπουλαξίζης τον είχε δασκαλέψει να μην τον ενοχλεί ποτέ χωρίς σημαντικό λόγο και ποτέ μετά τις δώδεκα το βράδυ, αν και στο Εγκληματολογικό που τον είχαν εδώ και καιρό τοποθετήσει, όλα τα καταραμένα περιστατικά ήταν σημαντικά και μεταμεσονύκτια.
«Τι τρέχει Γιάννη; Ξέρεις τι ώρα είναι;».
«Ώρα να σηκωθείτε από το κρεβάτι. Σας ψάχνει ο Μεγάλος Αδελφός. Έχουμε ένα φόνο και ζητά να τον αναλάβετε εσείς προσωπικά».
Ο Μεγάλος Αδελφός δεν ήταν άλλος από τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας, κάτι μεταξύ αστυνομικού και πολιτικού που, όπως και όλοι οι προκάτοχοί του, έτρεχε σε δεξιώσεις, έδινε συνεντεύξεις και ταλαιπωρούσε τους αξιωματικούς του. Ο αστυνόμος ρούφηξε τη μύτη του και έτριψε τα μάτια του. Αν τον έβλεπαν εκείνη τη στιγμή τα παιδιά του γραφείου θα άρχιζαν να κρυφογελούν. Πητ- Μπουλ, τον αποκαλούσαν πίσω απ’ την πλάτη του, σε μια παραφθορά του ονόματός του, κι αυτός δεν έπαυε, αθέλητα, να τους θυμίζει το άγριο σκυλί, με τις γκριμάτσες του. Μερικές φορές και με τα γαβγίσματά του.
«Και γιατί ο διάολος δε βρίσκει τον αξιωματικό υπηρεσίας ή κάποιον άλλο αστυνόμο;»
«Γιατί εσείς, λέει...πως να το πω, να... ξέρετε σκάκι».
«Και λοιπόν; Και δηλωτή ξέρω και…»
«Παλαμήδη 64, αστυνόμε, στην Καστέλα. Ελάτε γρήγορα…και θα καταλάβετε».
Οι πιο ωραίες νύχτες είναι αυτές που σου τυχαίνει δουλειά. Αποδεδειγμένο. Ο αστυνόμος έριξε μια κουρασμένη ματιά στο πενηντάχρονο είδωλό του στον καθρέφτη και βγήκε στο μπαλκόνι για να τον χτυπήσει η οχτωβριάτικη ψύχρα. Η Αθήνα τον κοίταζε λάγνα, σαν πόρνη, κατάφορτη φω-μπιζού φτιαγμένα από νέον και μυστικά φτιαγμένα από παρελθόν.
Πήρε ταξί μέχρι την Καστέλα. Οίδιος δεν οδηγούσε ποτέ. Η διεύθυνση αντιστοιχούσε σε μια πολυκατοικία παλιά όσο και το σύνθημα «ΕΞΩ ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ», που διακρινόταν σε μια γωνιά του ξεφτισμένου τοίχου της. Δύο περιπολικά και πολλοί περίεργοι είχαν μαζευτεί έξω από την πυλωτή. Ο Γεωργίου τον οδήγησε στον πρώτο όροφο από τις σκάλες. Στα μισά έπεσαν πάνω στο Μεγάλο Αδελφό. Συνόδευε ένα γραβατωμένο άντρα, που φάνηκε γνωστός στον αστυνόμο. Ο Αρχηγός έκανε τις συστάσεις. Δεν είχε αναγνωρίσει τον υπουργό Τύπου; Ασφαλώς και θα τον είχε αναγνωρίσει, απλά ο έξυπνος αστυνομικός διατηρούσε τα επιθυμητά επίπεδα εχεμύθειας, που αρμόζουν σε τέτοιες περιστάσεις. Και τα λοιπά, και τα λοιπά.
«Τι κάνει εδώ ο υπουργός;» ρώτησε δέκα σκαλιά αργότερα ο Μπουλαξίζης το βοηθό του.
«Μπλέξαμε αστυνόμε. Την είχε γκόμενα. Θέλει λέει άμεσα αποτελέσματα, χωρίς φασαρία και Μου-Μου-Ε».
«Μάλιστα. Γυναίκα νέα και όμορφη, να υποθέσω. Σφαίρα; Ναι, βέβαια, τι ρωτάω. Έμενε εδώ;»
«Όχι. Κανείς δε μένει εδώ. Μόνο γραφεία και εταιρίες είναι. Και φυσικά η λέσχη».
«Χαρτοπαιξίας;» ρώτησε ο αστυνόμος με πονηρό ύφος. «Εντευκτήριο. Η σκακιστική λέσχη, λέγεται εντευκτήριο, είναι πιο σικ» συμπλήρωσε μετά χαμογελώντας.
Ο υπαστυνόμος τον κοίταξε με έκπληξη. Ο Πητ Μπουλ του έδειξε καθησυχαστικά την πινακίδα στην πόρτα του Σκακιστικού Συλλόγου. Μέσα, η Σήμανση κόντευε να ολοκληρώσει τη δουλειά της.
«Δακτυλικά;» ρώτησε έναν τύπο με στρογγυλά γυαλιά και αιχμηρά εργαλεία που τα μάζευε για να φύγει.
«Γεμάτος ο τόπος. Θα έπρεπε να υποχρεώνουν τους σκακιστές να φοράνε γάντια όταν παίζουν».
Η αίθουσα δεν ήταν μεγάλη. Την αγκάλιαζες με μια ματιά. Καμιά δεκαριά τραπέζια με δύο καρέκλες το καθένα και μια σκακιέρα στη μέση. Ένα μικρό γραφείο με βιβλία και χαρτιά δίπλα σε ένα τραπεζάκι με μια άθλια καφετιέρα και πλαστικά ποτήρια. Μια τουαλέτα. Δύο παράθυρα που έβλεπαν στο δρόμο. Και ένα πτώμα που δεν έβλεπε τίποτα πια.
«Ήρθε ο ιατροδικαστής;», ρώτησε τον Γεωργίου.
«Μόλις έφυγε. Να του τηλεφωνήσουμε λέει πότε θα του πάμε το σώμα. Ο θάνατος προήλθε…»
«Άσε, το βλέπω» τον έκοψε ο αστυνόμος, κοιτώντας το τριαντάφυλλο που είχε ανοίξει τα κατακόκκινα πέταλά του πάνω στο στήθος της ξανθιάς γυναίκας. «Ποιος τη βρήκε;»
«Η καθαρίστρια. Μια Βουλγάρα που δουλεύει νυχτοκάματο. Πρέπει να ήταν γύρω στις μιάμιση. Αυτή μας ειδοποίησε».
«Τον υπουργό ποιος τον ειδοποίησε;». Ο άλλος σήκωσε τους ώμους.
Όμορφη, σκέφτηκε ο Πητ Μπουλ σκύβοντας πάνω από το πτώμα. Η στάση της ήταν φυσιολογική, για κάποιον που δέχεται μια σφαίρα στο στήθος. Είχε αποτυπωθεί ακόμα και η έκπληξη στο πρόσωπο. Δεν το περίμενε, ήταν προφανές. Η γυναίκα είχε πέσει πίσω από την καρέκλα που θα πρέπει να καθόταν, συμπαρασύροντάς την. Έμοιαζε εν ψυχρώ δολοφονία. Όμως κάτι δεν ταίριαζε. Κάτι έμοιαζε παράταιρο.
«Ποιοι έχουν κλειδιά του συλλόγου;» ρώτησε.
Ο υπαστυνόμος έδειξε ένα ανθρωπάκι που έστεκε απαρηγόρητο δίπλα στο μικρό γραφείο, συνοδεία ενός αστυνομικού. Φορούσε γυαλιά πατομπούκαλα και τα σκούπιζε κάθε είκοσιτρία δευτερόλεπτα. Ακριβώς.
«Αυτός εκεί είναι σκακιστής. Ο πρόεδρος του συλλόγου, λέει. Έχει κλειδιά ο ίδιος κι άλλοι τρεις- τέσσερις από την ομάδα. Αυτός μένει εδώ κοντά, δυο στενά πιο κάτω».
Ο Μπουλαξίζης έβγαλε το κινητό του και κάλεσε ένα νούμερο. Απάντησε ο Μεγάλος Αδελφός.
«Ρωτάτε σας παρακαλώ τον υπουργό, αν η κυρία έπαιζε σκάκι; …Όχι, ε; Το φαντάστηκα. Δεν έχω δει ποτέ όμορφη γυναίκα πάνω από σκακιέρα. Ευχαριστώ»
και κλείνοντας το κινητό συμπλήρωσε: «...άσε που κι αυτή είναι η πρώτη που βλέπω κάτω από σκακιέρα».
Πήρε μετά να κοιτάζει στα τραπέζια. Όλα είχαν πάνω μια στημένη σκακιέρα. Σε όλες, τα κομμάτια βρισκόντουσαν στην αρχική τους θέση. Σε όλες, εκτός από μία. Αυτή του τραπεζιού στο οποίο καθόταν το θύμα. Προφανώς και ο θύτης. Κοίταξε τη σκακιέρα με ενδιαφέρον. Μετά κοίταξε το ξαπλωμένο σώμα με περισσότερο ενδιαφέρον. Έκανε ένα γύρο και το πλησίασε από την άλλη μεριά. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το κρύο δεξί χέρι της γυναίκας. Ήταν σφιγμένο σε γροθιά. Της άνοιξε ένα- ένα δάχτυλο αργά και με προσοχή. Ο υπαστυνόμος στεκόταν από πάνω του και κοιτούσε με έκπληξη. Ένα επιφώνημα του ξέφυγε όταν κύλησε από την μέχρι πρότινος κλειστή γροθιά ένα λευκό πιόνι. Ο Μπουλαξίζης το μάζεψε και το έχωσε σε ένα ειδικό πλαστικό σακουλάκι.
«Τι διάολο…;» ξίνισε τα μούτρα του ο Γεωργίου. Καταλάβαινε ότι δε θα κοιμόντουσαν άλλο γι’ απόψε. Αυτός ο Πητ Μπουλ, όλο κάτι τέτοιες μικρολεπτομέρειες ήξερε να ξετρυπώνει. Γι’ αυτόν, δε είχαν ποτέ σημασία, μα ο Μπουλαξίζης έμοιαζε να προσέχει περισσότερο τα ασήμαντα, παρά τα φανερά. Ο αστυνόμος στη συνέχεια πήγε προς το γραφειάκι, αντάλλαξε κάποιες κουβέντες με το σκακιστή που έτρεμε και είχε εγκαταλείψει πια το σκούπισμα των γυαλιών του. Σε λίγο τον άφησε να φύγει. Έγραψε σε ένα χαρτί κάτι και ήρθε ξανά κοντά στο πτώμα. Έδωσε το χαρτί στον υπαστυνόμο.
«Αυτούς εδώ θα μου καλέσεις αύριο για εξέταση στο τμήμα. Ίσως χρειαστεί να προσθέσω και δύο-τρία ονόματα ακόμα. Να τη στείλουμε τώρα στον ιατροδικαστή. Ο χώρος να σφραγιστεί. Ο βασιλιάς, δεν πρόκειται να βρεθεί απόψε».
«Τι πράγμα; Ποιος βασιλιάς;» απόρησε ο Γεωργίου, που προς στιγμή νόμισε πως παράκουσε.
«Δεν κοίταξες την σκακιέρα; Λείπει ένα λευκό πιόνι, αυτό που κρατούσε η...σκακίστρια από 'δω. Λείπει όμως και ο μαύρος βασιλιάς. Και αν θυμάμαι έστω και λίγα από τότε που έπαιζα σκάκι σα μανιακός, ο μαύρος βασιλιάς την κοπάνησε λίγο πριν το ματ!».