«Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή»
Το κείμενο που ακολουθεί είναι –με ελάχιστες τροποποιήσεις- αυτό που διαβάστηκε στην εκδήλωση για το Νίκο Καββαδία, που διοργάνωσε το 4ο Γυμνάσιο Πετρούπολης στο θέατρο Πέτρας την Παρασκευή 25/6/2010 με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή.
Στην εκδήλωση, η οποία («και με τη βοήθεια του καιρού...» που γράφει και ο Καββαδίας ) είχε αρκετή επιτυχία, συμμετείχαν περισσότεροι από 40 μαθητές, είτε απαγγέλλοντας ποιήματα και διαβάζοντας κείμενα, είτε τραγουδώντας, είτε παίζοντας μουσικά όργανα. Τα παιδιά ήρθαν σε επαφή με το έργο του Καββαδία, το οποίο πρακτικά τους ήταν άγνωστο, έμαθαν καινούρια πράγματα για τη θάλασσα και τους ναυτικούς, διασκέδασαν αλλά και έμαθαν να εργάζονται συλλογικά, με πειθαρχία και συνέπεια καθώς αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί το, κατά γενική ομολογία, όμορφο αποτέλεσμα της παράστασης. Και αυτό ήταν ίσως το μεγαλύτερο όφελος από όλη αυτή τη διαδικασία η οποία διήρκησε τρεις μήνες.
Αν και δεν είναι ίσως σωστό να ευλογεί κανείς τα γένια του, από την άλλη καλό είναι να αποδίδονται τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Έτσι πέρα από την προσπάθεια των παιδιών χωρίς την οποία δε θα υπήρχε η παράσταση, σημαντική ήταν και η συνεισφορά των καθηγητών που καταπιάστηκαν με την εκδήλωση. Ο λόγος για τις δύο φιλολόγους, τις κ.κ. Δέσποινα Κλαδίτου και Δήμητρα Παπαδοπούλου, που ανέλαβαν την επιλογή των κειμένων και των ποιημάτων, τη διδασκαλία της απαγγελίας τους και τη σκηνοθεσία και το συντονισμό της εκδήλωσης, αλλά και για το μουσικό του σχολείου κ. Ηλία Παπιώτη, ο οποίος ανέλαβε τη μουσική επιμέλεια και τη μουσική διδασκαλία της χορωδίας και δώδεκα ακόμη ανθρώπων που έπαιξαν διάφορα μουσικά όργανα (κιθάρες, όμποε, κλαρίνο, φλάουτο, βιολί, ντραμς, αρμόνιο, ακορντεόν και πιάνο)! Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στη συμβολή του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων του σχολείου που με επικεφαλής τον ιδιαίτερα δραστήριο και ικανό πρόεδρό του κ. Βαγγέλη Παρασκευόπουλο ανέλαβε κάθε λεπτομέρεια. Τέλος, ο υποφαινόμενος ανέλαβε την τεχνική και πληροφορική υποστήριξη της παράστασης αλλά επί το πλείστον έκανε απλά το κέφι του παίζοντας πιάνο και τραγουδώντας.
Το κείμενο της παράστασης, ακριβώς επειδή διαβάστηκε στην παράσταση, έχει κάποια χαρακτηριστικά προφορικού λόγου και καταβλήθηκε προσπάθεια αφενός να δώσει αρκετή πληροφορία για τον Καββαδία και το έργο του, αφετέρου να μην είναι ιδιαίτερα «βαρύ» και κουραστικό για τους ακροατές. Τα σχόλια μετά την παράσταση έδειξαν ότι μάλλον τα κατάφερε. Στην παράσταση, φυσικά, ανάμεσα στις ενότητες του κειμένου παρεμβάλλονταν τα ποιήματα, τα κείμενα και τα τραγούδια. Ελπίζω ότι έστω και χωρίς αυτά οι αναγνώστες του ιστολογίου θα το βρουν ενδιαφέρον. Κάθε σχόλιο, φυσικά, ευπρόσδεκτο.
Δημήτρης Σκυριανόγλου
Υ.Γ. Περιλαμβάνεται ένα μόνο από τα κείμενα του Καββαδία που διαβάστηκαν στην παράσταση. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από τη «Βάρδια». Η κ. Δέσποινα Κλαδίτου, η οποία έγραψε το κείμενο, το θεώρησε ως μια καλή προσθήκη, αφενός γιατί το απόσπασμα είναι πολύ όμορφο και, αφετέρου, επειδή είναι αντιπροσωπευτικό της πεζογραφίας του Καββαδία, ένα κομμάτι του έργου του που δεν ευρέως γνωστό.
--------------------------------------------------------------------------------------
4ο Γυμνάσιο Πετρούπολης
Αφιέρωμα στο Νίκο Καββαδία
Βραδιά Ποίησης και Μουσικής για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του
Θέατρο Πέτρας, 25/6/2010
Κείμενο: Δέσποινα Κλαδίτου (φιλόλογος)
Πρόλογος
Η θάλασσα πάντα παρείχε τροφή για τα όνειρα των ανθρώπων. Η απέραντη αυτή ζωντανή υδάτινη έκταση δημιουργεί και καταστρέφει, διαμορφώνει και διαβρώνει. Σκάβει τα βράχια, σχηματίζει ακρωτήρια και διαποτίζει τη γλώσσα και τη σκέψη των λαών που ζουν κοντά της.
Πέρασμα για ανθρώπους, αγαθά, ιδέες και όνειρα, πολύμορφη, παντοδύναμη, κυριάρχησε στην ψυχή του Νίκου Καββαδία, του ποιητή που έγινε ναυτικός. Διαπέρασε με την αρμύρα της τη ζωή και το έργο του. Αποτέλεσε για αυτόν ένα απέραντο δρόμο για την απόδραση της ψυχής του, υπήρξε οδός, δίοδος και διέξοδος μαζί.
Η θάλασσα των ποιημάτων του είναι μια θάλασσα σκοτεινή, μυθική, που απλώνει τους θρύλους και την ομίχλη της ως εκεί που η αλήθεια και το παραμύθι συγχέονται. Είναι η Γυναίκα-Θάλασσα που χορεύει μοιραία "πάνω στο φτερό του καρχαρία".
Είναι όμως και η θάλασσα του μόχθου και της εργασίας των ανθρώπων που τη διαπλέουν. Κι ο Καββαδίας τη διασχίζει μαζί τους, μέσα σε καράβια γεμάτα πάθη, ανεκπλήρωτα όνειρα, κακουχίες, αρρώστιες και θάνατο, ανάμεσα σε σκουριασμένες λαμαρίνες και σκοτεινά αμπάρια με έντονη τη μυρωδιά του ψαρόλαδου. Ταξιδεύει και γράφει. Γίνεται ο ποιητής-ναύτης, ένας Οδυσσέας που δεν σκοπεύει να γυρίσει στην Ιθάκη. Γίνεται ο ασυρματιστής που στέλνει ποιήματα-ειδήσεις από τόπους χιμαιρικούς. Αυτό που εκφράζεται έντονα στο έργο του Νίκου Καββαδία είναι η περιπλάνηση μιας ανήσυχης ψυχής.
Ταξιδεύοντας με το «Lydia» στα Cocos Islands.
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Μαντζουρίας, στην περιοχή του Χαρμπίν, που τότε το κατείχε ο τσαρικός στρατός. Οι γονείς του ήταν Κεφαλλονίτες και βρέθηκαν σ’ αυτή τη μακρινή περιοχή λόγω των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του πατέρα. Εκεί γεννήθηκαν τα τρία πρώτα παιδιά της οικογένειας.
Το 1914, με την έκρηξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, η οικογένεια επέστρεψε στον τόπο καταγωγής της. Εγκαταστάθηκε στο Αργοστόλι, το οποίο είχε αρχίσει να ταράζεται από τον απόηχο του πολέμου. Υδροπλάνα, οπλιταγωγά, ατμάκατοι πηγαινοέρχονταν στο λιμάνι. Ο μικρός Κόλλιας, όπως τον έλεγαν οι φίλοι του, εντυπωσιαζόταν από τους ξένους στρατιώτες και τις στολές τους και τους πλησίαζε για να κάνει φιλίες μαζί τους.
Πολύ σύντομα ο πατέρας επέστρεψε στη Ρωσία για να τακτοποιήσει τις επιχειρήσεις του και εκεί αποκλείστηκε για εφτά ολόκληρα χρόνια. Τα παιδιά απόμεινα ξαφνιασμένα στο Αργοστόλι, προσπαθώντας να προσαρμοστούν. Η μικρή επαρχιακή πόλη φαντάζει πνιγηρή στα μάτια του μικρού Κόλλια. Στην ψυχή του ευαίσθητου και ευφάνταστου παιδιού γεννιέται η ανάγκη του ανοιχτού πελάγους και των οριζόντων που θα το συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή.
Το 1921 ο πατέρας του επέστρεψε στην Ελλάδα ταλαιπωρημένος. Είχε διωχθεί, είχε φυλακιστεί και είχε καταστραφεί οικονομικά. Τα νεύρα του είχαν κλονιστεί από τις κακουχίες και ένιωθε ξένος προς την ελληνική πραγματικότητα. Είχε γίνει αρκετά ευέξαπτος, ιδιότροπος και αυστηρός προς τα παιδιά του, απ’ τα οποία είχε υπερβολικές απαιτήσεις. Απ’ την άλλη, παρά την οικονομική στενότητα, φρόντιζε για τη μόρφωση των παιδιών του, στα οποία αγόραζε όσα βιβλία ήθελαν και τα συνόδευε στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Η μητέρα στήριζε πάντα με την αγάπη της τα παιδιά και φρόντιζε να διατηρεί ένα ζεστό σπιτικό.
Με την επιστροφή του πατέρα στην Ελλάδα, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά, όπου γεννιέται το τέταρτο παιδί. Εκεί τελείωσε το δημοτικό ο Νίκος Καββαδίας. Συμμαθητής με το Γιάννη Τσαρούχη, ανέπτυξε μια ιδιαίτερη αγάπη για τη ζωγραφική, η οποία γίνεται εμφανής στο έργο του, με το πλήθος αναφορών σε ζωγράφους και έργα ζωγραφικής.
Τότε εκδήλωσε για πρώτη φορά την κλίση του προς το γράψιμο, συντάσσοντας και εκδίδοντας τρία τεύχη ενός σατιρικού φυλλαδίου. Γράφει επίσης στη «Διάπλαση των Παίδων» με ψευδώνυμο «Ο μικρός ποιητής». Διαβάζει βιβλία του Βερν και περιπέτειες που εξάπτουν τη ζωηρή φαντασία του.
Εκείνα τα χρόνια ήταν απ’ τα δυσκολότερα που γνώρισε η Ελλάδα. Η μικρασιατική καταστροφή του 1922 σηματοδότησε μια σειρά από δυσάρεστες εξελίξεις. Οι Έλληνες αντί για την αναγέννηση που προσδοκούσαν, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια μεγάλη συμφορά. Οι αλλεπάλληλες πολιτικές κρίσεις δημιουργούν μια χαώδη κατάσταση, καθώς οι κυβερνήσεις διαδέχονται η μία την άλλη, ανάμεσα σε στρατιωτικά κινήματα και το δικτατορικό καθεστώς που επέβαλε ο Πάγκαλος το 1925. Η οικονομία τη Ελλάδας επιδεινώνεται, αφού πολλοί πόροι της είχαν διατεθεί στον πόλεμο, ενώ η κατακόρυφη μείωση των μισθών οδηγεί σε μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις, που καταστέλλονται βίαια. Κι όλα αυτά ενώ παρουσιάζεται επιτακτική η ανάγκη στέγασης των προσφύγων, οι οποίοι ζουν σε άθλια οικήματα στους προσφυγικού συνοικισμούς και προσπαθούν με χίλιες δυσκολίες να ενταχθούν στην τοπική κοινωνία.
Όλα αυτά δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την ψυχή του νεαρού Καββαδία, που γίνεται πολύ ευαίσθητη απέναντι στην ανθρώπινη δυστυχία. «Αγαπάω ό,τι είναι θλιμμένο στον κόσμο…» γράφει σε ένα πρωτόλειο ποίημά του που δημοσίευσε στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας το 1928 με το ψευδώνυμο «Πέτρος Βαλχάλας».
Στο γυμνάσιο ο Νίκος Καββαδίας ήταν συμμαθητής με το γιο του Παύλου Νιρβάνα. Η γνωριμία του με το συγγραφέα, που ήταν και γιατρός του Πολεμικού Ναυτικού υπήρξε καθοριστική για τη ζωή του. Μια στενή φιλία αναπτύσσεται ανάμεσα στον ηλικιωμένο συγγραφέα και το νεαρό μαθητή, που ονειρεύεται πια να γίνει εκτός από ποιητής και γιατρός.
Τελειώνοντας το γυμνάσιο δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, ενώ παράλληλα αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα περιοδικά, αρχικά με το ψευδώνυμο «Πέτρος Βαλχάλας» κι αργότερα με το πραγματικό του όνομα.
Η αγάπη για τη θάλασσα και η ανάγκη της φυγής κυριαρχούν ήδη σε αυτά τα ποιήματα, ενώ οι επιρροές από το Μπωντλέρ, το Ρεμπώ, τον Ουράνη και τον Καρυωτάκη είναι εμφανείς.
Το 1929 ο πατέρας του πεθαίνει από καρκίνο κι ο ποιητής αναγκάζεται να διακόψει τις σπουδές του στην Ιατρική και να εργαστεί σε ένα ναυτικό γραφείο. Ο μικρός του αδερφός είχε ήδη μπαρκάρει κι αργότερα έγινε καπετάνιος σε φορτηγά. Ο Νίκος Καββαδίας βγάζει κι εκείνος ναυτικό φυλλάδιο και σύντομα μπαρκάρει για πρώτη φορά.
Το μαραμπού είναι ένα πουλί των τροπικών χωρών, που θεωρείται καταραμένο και φορέας κακών οιωνών στις χώρες που ζει. Το όνομά του είχε διαλέξει ο Νίκος Καββαδίας για να συμβολίσει τον εαυτό του στα είκοσί του χρόνια. Αυτό το όνομα έδωσε και στην πρώτη του ποιητική συλλογή, που όταν εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1933, κατενθουσίασε το κοινό και εντυπωσίασε τους κριτικούς. Ο ποιητής ήταν τότε μόλις 23 χρονών.
Μέσα από τα ποιήματα του Μαραμπού ο Καββαδίας αφηγείται ναυτικές ιστορίες με μια γλώσσα γοητευτική, γεμάτη ρυθμό. Οι στίχοι μας ταξιδεύουν σε χώρες εξωτικές, όπου θα γνωριστούμε με παράξενους ανθρώπους και θα αγοράσουμε απ’ αυτούς αντικείμενα με μαγικές ιδιότητες.
Οι εμπειρίες από τα πρώτα του ταξίδια αποτελούν το βιωματικό και κατά συνέπεια το ποιητικό του υλικό. Οι συνήθειες των ναυτικών, η ζωή τους στα φορτηγά πλοία με τα οποία ταξίδευε τότε.
Εκεί οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ πιο σκληρές απ’ ότι στα επιβατικά. Τα ταξίδια με τα φορτηγά διαρκούν πολύ, αφού τα πλοία αυτά είναι βραδυκίνητα. Τα μέλη του πληρώματος συμβιώνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται ουσιαστικές σχέσεις ανάμεσά τους.
Όταν τα φορτηγά πιάνουν λιμάνι το πλήρωμα γνωρίζεται με τους ανθρώπους που ζουν σε αυτό. Τους ανθρώπους των λιμανιών μας συστήνει επίσης ο Καββαδίας με το «Μαραμπού». Κυρίως τους παράξενους, τους ιδιόρρυθμους ή αυτούς που χτυπήθηκαν ξαφνικά και ανεξήγητα απ’ τη μοίρα και το απρόοπτο, όπως ο πλοίαρχος Φλέτσερ, που η ζωή του έγινε συντρίμμια μαζί με το καράβι του από έναν λανθασμένο υπολογισμό στον εξάντα. Και πάνω απ’ όλους στέκονται, νικήτριες, οι δύο κυρίαρχες δυνάμεις του κόσμου: ο έρωτας κι ο θάνατος.
«Σκοπός είναι να ‘χεις ταλέντο ανθρώπου» είχε πει κάποτε ο ποιητής σε φιλική του παρέα. Εκείνος φαίνεται πως το διέθετε. Η βαθιά ανθρωπιά του αποκαλύπτεται μέσα απ’ τη στάση του προς τους ανθρώπους του περιθωρίου. Οι κοινές γυναίκες των λιμανιών και οι εξαρτημένοι, αυτοκαταστροφικοί άνθρωποι συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον του. Άνθρωποι βασανισμένοι, τσακισμένοι απ’ τη ζωή, που τέθηκαν στο περιθώριο παραδομένοι στα πάθη τους. Ο ποιητής προσπαθεί να τους κατανοήσει, παρακολουθεί με συμπάθεια τις ακραίες συμπεριφορές τους, μας διηγείται τις ιστορίες τους.
Το 1934 η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Στο σπίτι τους συγκεντρώνονται λογοτέχνες, ζωγράφοι, ηθοποιοί, με τους οποίους ο ποιητής δημιουργεί σχέσεις φιλίας που θα διαρκέσουν στο μέλλον, παρά τις πολύμηνες απουσίες του στα καράβια.
Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή ενώ, αργότερα, το 1953 θα πάρει και το δίπλωμα του ασυρματιστή Α’. Μ’ αυτή την ειδικότητα θα ταξιδέψει τα επόμενα χρόνια σ’ όλο τον κόσμο.
Πριν πραγματοποιήσει όμως τα καινούρια του ταξίδια, ήρθε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Υπηρέτησε στην Αλβανία, όπου εμπνεύστηκε το αφήγημά του με τίτλο «Στο άλογό μου». Στα χρόνια της Κατοχής ο Καββαδίας έμεινε στην Αθήνα και πήρε μέρος στην Αντίσταση, μέσα από τις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.
Το Δεκέμβριο του 1943 δημοσίευσε στο παράνομο περιοδικό «Πρωτοπόροι» ένα ποίημα με τίτλο «Αθήνα 1943». Χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Ταπεινός».
Μετά την αποχώρηση του στρατού κατοχής ο Καββαδίας μπαρκάρει και πάλι. Από τότε θα ταξιδεύει αδιάκοπα, ως το τέλος της ζωής του.
Πούσι σημαίνει ομίχλη, καταχνιά. Σαν αυτή που απλώνεται συχνά στη θάλασσα και δυσκολεύει την πορεία των ναυτικών. Σαν αυτή που θολώνει το νου του τιμονιέρη στις ατέλειωτες, μοναχικές ώρες της βάρδιας.
Τότε που ο χρόνος κυλά αργά, βασανιστικά, ενώ η νύστα κι η μοναξιά αποσυντονίζουν το μυαλό κι ανοίγουν την πόρτα στις αναμνήσεις. Κι αυτές έρχονται κυρίαρχες, άλλοτε απρόσκλητες, άλλοτε ηθελημένες, έρχονται και φεύγουν. Φίλοι απ’ το παρόν και το παρελθόν, σύντροφοι ναυτικοί, πρόσωπα οικεία ή ξένα, στοιχειώνουν για λίγο την τιμονιέρα κι ύστερα χάνονται στο πούσι. Ο ναύτης-ποιητής τους μιλά για τις σκέψεις του. Σκέψεις σκόρπιες, ανεξέλεγκτες.
Στιγμιότυπα ασύνδετα απ’ τη ζωή στα καράβια, ιστορίες ναυτικών κι επιβατών, μνήμες απ’ τα λιμάνια ή από διαβάσματα βιβλίων, όλα μαζί μπερδεύονται, συγχέονται.
Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία έχει τίτλο «Πούσι» και κυκλοφόρησε το 1947.
Με το «Πούσι» ο ποιητής απευθύνεται στο ναυτικό που όλοι κρύβουμε μέσα μας, έτοιμο να σαλπάρει με την πρώτη ευκαιρία. Γι’ αυτό και μας μιλά με τη γλώσσα τη ναυτική, όπως θα μιλούσε σε παλιούς συναδέλφους του.
Στο «Πούσι» ο Καββαδίας αποτυπώνει τη ρεαλιστική πλευρά της ναυτικής ζωής που ο ίδιος έζησε για πολλά χρόνια. Φροντίζει, ωστόσο, να μη τη απογυμνώσει απ’ το ποιητικό και φανταστικό στοιχείο.
Οι σύντροφοί του ναυτικοί, άυπνοι απ’ τις πολύωρες βάρδιες, καταπονημένοι απ’ τις τροπικές αρρώστιες και το κατράμι που τους δηλητηριάζει, μασούν βοτάνια για τον πυρετό της μαλάριας.
Πιο πολύ τους αρρωσταίνει όμως η μοναξιά, η νοσταλγία, η έλλειψη αγαπημένων προσώπων. Σκυφτοί στο χάρτη, ελέγχουν την πορεία της ζωής τους, τη μετρούν «καρτίνι με καρτίνι». Συχνά αναρωτιούνται μήπως έχουν πάρει λάθος δρόμο, αν «είναι ο μπούσουλας που στρέφει ή το καράβι». Τελικά η λαμαρίνα γύρω τους κυριαρχεί κι «όλα τα σβήνει».
Όμως η σκληρή αυτή ζωή των ναυτικών εντάσσεται σε μια θάλασσα μυθική, ονειρική, όπου όλα είναι δυνατά. Παντοδύναμη η φαντασία του ποιητή, πλάθει τη δική της πραγματικότητα με εικόνες δυνατές: μικροί θεοί των Ίνκας βουτούν στο γαλανό Αιγαίο μαζί με την ξύλινη γοργόνα της πλώρης. Άλογα από πίνακες του Σαγκάλ καλπάζουν πάνω στους ναυτικούς χάρτες του καπετάνιου και πάνω στις σκαλιέρες κάθονται δώδεκα σειρήνες, παρέα με τα θαλάσσια πουλιά.
Ελεύθερο πνεύμα ο ποιητής, δεν ήταν δυνατόν να μη συγκινηθεί από τους ανθρώπους που διψούσαν για λευτεριά και την υπερασπίστηκαν, ιδιαίτερα αν οι άνθρωποι αυτοί ήταν και ποιητές. Το 1936 δολοφονήθηκε έξω απ’ τη Γρανάδα, από το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο, ο Ισπανός ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ο Καββαδίας συγκλονισμένος έγραψε γι’ αυτόν το ομώνυμο ποίημα.
Στη Μασσαλία γύρω στο 1950.
Το 1954 ο Καββαδίας εκδίδει τη «Βάρδια» ένα πεζογράφημα με ποιητικά στοιχεία, με το οποίο μας αφηγείται την ιστορία ενός ταξιδιού: Ένα παμπάλαιο, σαραβαλιασμένο φορτηγό πλοίο, ο «Πυθέας», πλέει στη θάλασσα της Κίνας με προορισμό το Σαντούν. Οι κεντρικοί ήρωές του αφηγήματος είναι τα μέλη του πληρώματος, που συνομιλούν τις ώρες της βάρδιας τους με την απλή και πολλές φορές ωμή γλώσσα των ναυτικών. Οι άνθρωποι αυτοί εξομολογούνται, νοσταλγούν, θυμούνται. Θεωρούν τη ζωή τους κατάρα, απ’ την άλλη όμως δεν υπάρχει γι’ αυτούς χειρότερη δυστυχία απ’ τη ζωή στη στεριά. Πλήθος χαρακτήρων περνούν απ’ τη «Βάρδια» μέσα απ’ τις αφηγήσεις των κεντρικών προσώπων. Ναυτικοί, επιβάτες περαστικοί, όλοι γνώριμοι απ’ τις προηγούμενες ποιητικές συλλογές.
Το 1957 πεθαίνει ξαφνικά στην Ιαπωνία ο αδερφός τους Αργύρης, ενώ το 1965 πεθαίνει η μητέρα του, η αγέρωχη Κεφαλονίτισσα της «Βάρδιας» που της τραγούδησε «Βίρα Κεφαλονίτισσα και μάνα το καντήλι». Η παρουσία της μάνας είναι έντονη στο έργο του Καββαδία. Η μάνα δεν θέλει να ταξιδεύει ο γιός της, κλαίει κρυφά όταν εκείνος φεύγει και δε θα φάει ποτέ ξανά ψάρι, αν πάρει το πικρό μαντάτο του χαμού του. Ο ναυτικός τη σκέφτεται συχνά και δεν ορκίζεται σχεδόν ποτέ στο όνομά της.
Η άλλη μορφή που διατρέχει το έργο του Καββαδία είναι η γυναίκα, πολύμορφη και σαγηνευτική, ακριβώς όπως η θάλασσα. Ιδιότροπη η θάλασσα, άλλοτε αγριεύει και παιδεύει κι άλλοτε γίνεται ήρεμη, γαλήνια, όπως και η γυναίκα. Πότε ανταριασμένη, πότε λιμάνι ασφαλές, πότε γνώριμη αγαπημένη, πότε Άδης σκοτεινός η θάλασσα συγχέεται με τη γυναίκα και τελικά παίρνει τη θέση της. Στη «Βάρδια» ακόμα και τα καράβια είναι ζωντανά, έχουν ψυχή. Κάποιο μάλιστα μεταμορφώνεται στην πιο ποθητή γυναίκα.
Καράβι (απόσπασμα από τη «Βάρδια»).
Να 'τανε, λέει, μια γυναίκα βαφτισμένη στο ψαρόλαδο. Βαμμένα τα βρεχάμενά της μοράβια. Καλαφατισμένη με πίσσα. Το σάλιο της αλμυρό. Τα μαλλιά της φύκια, πλοκάμια τα χέρια της. Νερένια τα μάτια της, τα ποδάρια της... όχι να μην έχει! Έτσι, σαν εκείνη στη γυάλα του Ακουάριουμ, στην... Όχι. Πουθενά. Μονάχα στον ύπνο μου. Να τη λένε Θαλασσινή. Να μιλάει τη γλώσσα που μιλάνε τα ψάρια.
Τα ποδάρια της μηχανής σταματήσανε. Ένα μάτσο σίδερα λαδωμένα. Να τρακαίρναμε... Να πέφταμε όξω... Τα πάμε τα καράβια ή μας πάνε; Τα λένε «σίδερα», λαμαρίνες... Υπάρχουν καράβια μ’ αρσενικό όνομα κι είναι θηλυκά, και το ανάποδο. Είναι κάτι άλλα, που σε μισούν απ' την πρώτη στιγμή που πατάς το ποδάρι σου απάνω τους, σε διώχνουν, σε σπρώχνουν, σκοντάφτεις στους αυλούς, στα κρουζέτα, κι άλλα που σε θέλουνε, σε κάνουνε βίδα τους, καρφί και σκαρμό τους.
Σταντάρδο. Σίδερα. Χαρά στο πράμα! Να βάλεις μια δεκάρα στην μπάντα και να τα μουτζώσεις για πάντα. Να μην κατεβαίνεις στο γιαλό. Να μην τα θυμάσαι... Όμως, ποιος είδε πιο ανοιχτές πληγές απ' αυτές της σκουριάς στα πλευρά τους ή της παλιωμένης μοράβιας; Ποιος άκουσε πιο ανθρώπινο κλάμα από τούτο της τσιμινιέρας που μαρκαλίζει την ομίχλη, ή από κείνο που λαχαίνει σε θύελλα, χωρίς κανένα χέρι να σύρει το σύρμα της σφυρίχτρας; Να σκούζει μοναχή της, καθώς παντρεύεται με τον άνεμο..
Δυο μάτια. Πράσινο το ‘να. Σμαράγδι. Τα’ άλλο κόκκινο, ρουμπίνι. Τα λένε πλευρικά. Φώτα γραμμής. Είναι μάτια. Τα καράβια δεν τα πάμε. Μας πάνε.
Το 1967, ένα μήνα πριν το πραξικόπημα της χούντας, ο Καββαδίας δημοσιεύει στο περιοδικό «Πανσπουδαστική» ένα επιγραμματικό ποίημα, αφιερωμένο στους φοιτητικούς αγώνες της εποχής εκείνης.
Η πρωτοχρονιά του 1975 τον βρίσκει στην Αθήνα, ξέμπαρκο, να δουλεύει πυρετωδώς κάποια ποιήματα του, καινούρια και παλιά, προκειμένου να εκδώσει καινούριο βιβλίο. Τον προλαβαίνει όμως ο θάνατος.
Στις 10 Φεβρουαρίου 1975, πεθαίνει σε μια κλινική των Αθηνών από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο Κόλιας ονειρευόταν πάντα να τον βρει ο θάνατος στα καθαρά νερά του ωκεανού, εκεί που τον περίμενε ο καρχαρίας του, αφού κάθε ναύτη τον περιμένει ο δικός του καρχαρίας. Τελικά όμως του συνέβη αυτό που τόσο πολύ φοβόταν. Πέθανε στη στεριά.
Μετά το θάνατό του εκδόθηκε η τρίτη ποιητική συλλογή του, το «Τραβέρσο».
Τραβέρσο σημαίνει πορεία κόντρα στον καιρό.
Είναι η πορεία που παίρνουν τα καράβια όταν η θαλασσοταραχή είναι σφοδρή και κάθε άλλη πλεύση είναι επικίνδυνη. Με τις μηχανές σε πλήρη ισχύ, κόντρα στον άνεμο και το κύμα, το καράβι δοκιμάζεται, κι αν το σκαρί είναι γέρικο, νιώθεις το τρίξιμο στους σκουριασμένους αρμούς.
Ο ναύτης δεν είναι πια νέος. Το κορμί του, εξουθενωμένο απ’ τις τέσσερις δεκαετίες στη θάλασσα, θέλει να ξεκουραστεί, η ψυχή όμως δε λέει να το βάλει κάτω.
Ανυπόταχτη, γυρεύει πάλι να σαλπάρει.
Τρεις μέρες πριν φύγει οριστικά από τον κόσμο τούτο ο Νίκος Καββαδίας, απελευθερώνει όλο το παράπονο, το κρυφό μαράζι της ψυχής τους, στο ποίημα με τίτλο «Πικρία»
Στην ποίηση του Καββαδία είναι αισθητή η απουσία του αληθινού, ιδανικού έρωτα. Ο έρωτας δεν έρχεται γι’ αυτόν, γιατί ο ίδιος τον αρνείται.
Κι όταν κάνει την εμφάνισή του κάποτε, αργά στη ζωή του, τον διώχνει, αρνείται να τον δεχτεί. Κι έτσι μένει τελικά ένα ανεκπλήρωτο όνειρο, που παίρνει τη μορφή μιας άπιαστης τσιγγάνας μ’ ένα μυστηριώδες όνομα: Φάτα Μοργκάνα.
Επίλογος
Το ταξίδι με τους στίχους του Νίκου Καββαδία ήταν συναρπαστικό.
Διαβάσαμε τα ποιήματά του και σκίσαμε μαζί του τη γραμμή των οριζόντων. Ανοιχτήκαμε σ’ άγνωστες θάλασσες και φτάσαμε σε χώρες μακρινές.
Λαθρεπιβάτες στον παράξενο κόσμο του, αράξαμε σε εξωτικά λιμάνια και γνωρίσαμε αλλιώτικους ανθρώπους. Ενωθήκαμε με το τσούρμο του καραβιού και μιλήσαμε μαζί τους στη δική τους, ανεπιτήδευτη γλώσσα. Και μέσα απ’ τις κουβέντες μας, δοκιμάσαμε κι ένα άλλο ταξίδι: πλεύσαμε για λίγο σε μια άλλη, απέραντη, στην πιο ανεξερεύνητη θάλασσα του κόσμου: την ανθρώπινη ψυχή.
Και νιώσαμε μεγάλη χαρά που κάναμε το ταξίδι αυτό παρέα μ’ έναν ποιητή που είχε κι ένα άλλο, σπάνιο ταλέντο: το ταλέντο του ανθρώπου.
Πηγές:
• Τζένια Καββαδία, «Σύντομο βιογραφικό» στο βιβλίο «Του Πολέμου», εκδ. Άγρα 1987.
• Δημήτρης Καλοκύρης, «Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου, Νίκος Καββαδίας», εκδ. Άγρα 2004.
• Περιοδικό «η λέξη», τεύχος 202, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2009.
1 σχόλιο:
Το αφιέρωμα ξεχνάει πως ο Καβαδίας υπήρξε Γραμματέας του ΕΑΜ Λογοτεχνών.
Δραστηριοποιήθηκε ενάντια στις αντικομμουνιστικές διώξεις και το Γ' Ψήφισμα, καθώς και στην πάλη κατά της δικατορίας
Ήταν κοντά στο ΚΚΕ, άλλοι λένε και μέλος
Είναι γνωστή η συνέντευξη που΄εδωσε το 1967 στην ΠΑνσπουδαστική.
Σ.
Δημοσίευση σχολίου