Το 2002 είχα πάει ταξίδι στη Νότια Αφρική. Με μεγάλη μου έκπληξη παρατήρησα τον νεαρό μαύρο ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου στο Κέιπ Τάουν να έχει μια μαγνητική σκακιέρα και να "αναλύει" θέσεις, την ώρα της νυχτερινής του βάρδιας. Του είπα πως και εγώ είμαι σκακιστής και παίξαμε 2 φιλικές παρτίδες, όπου κέρδισα στην πρώτη και έχασα στη δεύτερη. Ο άνθρωπος έπαιζε οπωσδήποτε γύρω στο 1900-2000 και μου είπε πως ποτέ δεν έχει παίξει αγωνιστικό σκάκι και το μόνο βιβλίο που έχει μελετήσει είναι οι παρτίδες του μεγάλου Κέρες, από τον οποίο είχε μαγευτεί. Όσο για το παραπάνω σχόλιο που αποδίδεται και στον Σπάσκι η πηγή μου είναι κάποιο ιστορικό άρθρο του British Chess Magazine του 2001, όπου ο συγγραφέας αποδίδει τη φράση στον ίδιο τον Κέρες. Δυστυχώς δεν μπορώ να βρω το περιοδικό για να καταθέσω τον αριθμό του τεύχους και τον συγγραφέα.
Πάντα βρίσκω συγκινητικές τέτοιες ιστορίες, καθώς πιστεύω ότι υπάρχουν φίλοι του σκακιού παντού. Θυμάμαι πριν από χρόνια πήγαινα για προπονήσεις στην Κάλυμνο και ένας Έλληνας τουρίστας μου πρότεινε να παίξουμε μια παρτίδα και με κέρδισε με πολύ ωραίο τρόπο. Δυστυχώς, ο τρόπος οργάνωσης του σκακιού σήμερα στη χώρα μας δεν διευκολύνει τη συμμετοχή πολλών από τους άγνωστους φίλους του αθλήματος, οι οποίοι έχουν σαφώς περιορισμένο χρόνο, να συμμετάσχουν έστω περιστασιακά σε εκδηλώσεις. Προσωπικά υποστηρίζω πολύ τα σιμουλτανέ σε πλατείες και τα τουρνουά μπλιτς σε δημόσιους χώρους που γίνονταν παλιότερα: όποτε συμμετέχω σε παρόμοιες διοργανώσεις σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, προκαλούν το ενδιαφέρον των περαστικών, συχνά τη συμμετοχή τους και πολύ συχνά την αύξηση των μελών του τοπικού συλλόγου.
@Ηλία Κι εμένα με συγκινούν αυτά τα γοητευτικά αποσπάσματα της σκακιστικής μου καριέρας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη φορά που ένα πεντάχρονο κοριτσάκι στην Αλάσκα με έκανε ματ σε δέκα κινήσεις (ίσως να' ταν κι εννιά). Όταν το ρώτησα πόσα χρόνια παίζει σκάκι, μου εξομολογήθηκε ότι ήταν η πρώτη του παρτίδα. Πολύ συγκινήθηκα. Ακόμα κλαίω...
@ babbis: Πολύ ενδιαφέρον το link, ευχαριστούμε. @ Παν. Κον.:Ακούγεστε ειρωνικός, Κε BEL. Δεν είναι παράξενες οι εμπειρίες που προαναφέρθηκαν, όλοι έχουμε συναντήσει καλούς παίχτες "από το πουθενά"!
Μπα, πλάκα κάνει ο BEL και από μένα είναι απόλυτα αποδεκτή, όπως από κάθε άνθρωπο που ξέρει να αυτοσαρκάζεται. Μόνο αν τα βέλη του συγκεκριμένου πλακαδόρου απευθύνονταν αποκλειστικά προς τα έξω θα ήταν άξια επίκρισης.
@pgs 26 Έλεος! Ούτε τον πόνο του δεν μπορεί να περιγράψει πλέον κανείς;
Να τονίσω λοιπόν ότι , αν και η ειρωνία είναι ένα από τα βασικά συστατικά του χιούμορ, το σχόλιο μου δεν ήταν καθόλου ειρωνικό, δεδομένης και της αυτοαναφορικότητας. Ο Ηλίας που με ξέρει λίγο καλύτερα το έπιασε αμέσως. Λυπάμαι αν μερικές φορές γίνομαι δυσνόητος, έστω και στην πλάκα. Εν τοιαύτη περιπτώση, στο επόμενο ανέκδοτο που θα πω, παρακαλώ να μείνετε απαθής, όπως μου αξίζει.
Αφήστε τον σε μένα, θα σας τον κάνω εγώ δυο παράδες.
@ pankon :
Δεν διευκρινίζεις σε ποια Αλάσκα έφτασε η χάρη σου – «η ευγενεία σου», όπως έχει αποδοθεί το vues(tr)a merced του «Δον Κιχώτη». Άσε με να υποθέσω :
Εκδοχή πρώτη, στο ζαχαροπλαστείο του Κεφαλαρίου, εκείνο με τα χαρακτηριστικά υπαίθρια στρογγυλά τραπέζια του α λα κορμός δέντρου, που έχουν απαθανατιστεί σε κάμποσες ελληνικές ταινίες των δεκαετιών ’60-’70, πιχί στις «Διπλοπεννιές» του Σκαλενάκη, εκεί που τραγουδάει ο Παπαμιχαήλ το «Κάτω στον Πειραιά στα Καμίνια» με φωνή αλύγιστη σαν καδρόνι, βέβαια μπροστά σε κάτι Τσαλίκηδες φαντάζει Μάριο Λάντσα, και η Βουγιουκλάκη με την αμίμητη («ρε Αλίκη, ίδιον τον κάνεις τον Ζαχαράτο!») τσαχπινιά της τον «Λευτέρη», ένα ρολάκι έχει και ο Κόκοτας, νεότατος και ισχνός σαν σκουράντζος, εξέτρεφε ευμόχθως ήδη από τότε τη φαβορίτα-παπούτσι, και προσπαθεί η Διαλυνά να ξελογιάσει τον Παπαμιχαήλ, Ρίκα και πάσης Ελλάδος, ποια Σοφιόνα και ποια Λολό, και μετά έγινε μιούζικ ρέστοραν, πιάνο μπαρ, κάτι τέτοιο, και τώρα είναι ερειπιώνας.
Εκδοχή δεύτερη, στο σινεμά στην αρχή της Πατησίων, αυτό που είχε μόνιμα στην προμετωπίδα όχι τον τίτλο της ταινίας που πρόβαλλε, αλλά το χιονοστεφές έμβλημα «δροσιά – ψύξη, 2 έργα 2», ήταν βλέπεις από τα πρώτα σινεμά με αρκουδίσιον, είχε και έναν πιγκουίνο παραστάτη, πώς πολλοί θυρεοί και εθνόσημα έχουν κάτι δειματηρά, συνήθως λιοντάρια, λεοπαρδάλεις και άλλα μεγάλα γατιά, ή πάλι αετούς, συχνά δικέφαλους, όπως η Αλβανία, όχι ότι δεν υπάρχουν και εξαιρέσεις, να, αίφνης στο εθνόσημο της Γρενάδα, εκεί ντε που ευδοκιμούν οι εξωχώριες, οι οφσόρ για να το καταλάβουν και οι τηλεθεατές μας, έχει έναν αρμαδίλλο και ένα περιστέρι, άντε τώρα να σού εμπνεύσει μαχητικότητα και πατριωτισμό ένα δειλό μικρόσωμο νυχτόβιο πλάσμα και ένα πουλί που η μόνη του χρησιμότητα είναι στο φούρνο με αρακά, η Αλάσκα λοιπόν είχε πιγκουίνο, διπλή αναφορά αφενός στην επωνυμία και αφετέρου στην απέναντι «στοά του πιγκουίνου», όπου γινόταν το αλισβερίσι με τα εισιτήρια τις παραμονές των ποδοσφαιρικών ντέρμπυ, εγώ δεν ψώνιζα ποτέ από εκεί, οι τιμές ήταν φαρμακείο, αν πήγαινες έξω από το γήπεδο νωρίς πριν τον αγώνα έβρισκες πάντα και με πολύ μικρότερο καπέλλο, από τα δύο έργα δύο το ένα ήταν περιπέτεια, καράτε ή κάτι παρόμοιο βήτα διαλογής και το άλλο... εκπαιδευτικό, τώρα είναι Γλου.
Δέκα ή εννέα κινήσεις... Θέλει όντως αρκετή προσπάθεια. Διαισθάνομαι πάντως ότι δεν διηγήθηκες όλη την ιστορία. Φαντάζομαι ότι, έχοντας χάσει στο σκάκι (ή ό,τι τέλος πάντων παίζατε για σκάκι), ζήτησες από το κοριτσάκι να πάρεις (Χίλτον, που θα έγραφε και ο Ελισσαίος) τη ρεβάνς σε κάποιο συνθετότερο πνευματικό παιχνίδι, όπως οι Πύργοι του Ανόι, όμως η πιτσιρίκα σε ρούμπωσε ξανά. Την επόμενη μέρα, όταν πέρασες πάλι από την Αλάσκα –ποια από τις δύο, εκκρεμεί–, το κοριτσάκι σου είπε : «παιδάκι, παίζουμε βώλοι;», όμως εσύ έκανες ότι δεν άκουσες και άλλαξες συνετά πεζοδρόμιο :-)
Επανεκκινείται αύριο στον Δίεση 101,3, στην Εκπομπή του Κώστα Αρβανίτη "Η φυλή των φίλων", το τρίλεπτο για το σκάκι "Ματ στους 101,3". Το τρίλεπτο αυτό θα βγαίνει στον αέρα κάθε Πέμπτη, περίπου στις 9 παρά τέταρτο το πρωί. (Θα το αναρτήσω και στο σωστό ποστ)
@Καλοπροαίρετο Να πάρεις κι ωραία ελένη, καθώς έρχεσαι.
@ΚΛΠ (Πως λέμε JFK?) Εγώ στο Κεφαλάρι;ΕΓΩ στο Κεφαλάρι;; Η προσβολή δε θα περάσει έτσι...Ξεχνάς αγαπητέ το κνίτικο παρελθόν μου; Ξεχνάς τις πορείες μου, το βορειότερο σημείο των οποίων δεν υπερέβαινε την Αμερικανική Πρεσβεία; Όταν ήμουν φοιτητής, οι περιοχές σαν κι αυτή που αναφέρεις αποτελούσαν τα άντρα του καπιταλισμού. Ωραίες βέβαια εποχές. Οι καπιταλιστές εκεί, οι αντιεξουσιαστές εδώ κτλ. Τακτοποιημένα πράματα. Όχι όπως σήμερα, που έχουμε καταντήσει σαν το "Ζουν ανάμεσά μας". Ως εκ τούτου, ιδέα δεν έχω για το εν λόγω "ιστορικό" καφεστιατόριο και έτσι δε θα προσθέσω νιξ για την ιστορική Ρίκα Διαλυνά.
Εγώ στο "Αλάσκα"; ΕΓΩ στο "Αλάσκα"; Με είδες ποτέ εκεί; Αίσχος! Ντροπή σου! Με είδες ποτέ, πες στον κόσμο, αν τολμάς! Και φυσικά δε με είδες, αφού σύχναζα μόνο στο "Ολυμπίκ", στη Φίλωνος. Αφού ξέρεις ότι είμαι τέκνο λαϊκών στρωμάτων, και Ολυμπιακός (όλα του Πειραιά έχουν σχέση με τον Όλυμπο, δες το ομώνυμο καφενείο αλλά και τα αρχικά ΟΛΠ, που υποψιάζομαι πως εκεί παραπέμπουν, για να μη μιλήσω για το Φασούλα). Το "Ολυμπίκ" λοιπόν ήταν πολύ λούμπεν και παρότι εγώ είχα πολιτική συνείδηση, ο φίλος Γρηγόρης -ένας βρωμερός συνασπιστής με δεξιά παντιέρα- που με παρέσυρε, επαρχιώτικο μειράκιο καθώς ήμουν, φαίνεται ότι είχε ξεπεράσει τους μαρξιστικούς αφορισμούς. Αν κανείς προσθέσει την διεθνιστική τάση που επικρατούσε εκεί μέσα, καταλαβαίνεις ότι ήταν εύκολο να ενδώσω. Βέβαια το "Ολυμπίκ" δεν είχε σήμα του τον πιγκουίνο ή οποιοδήποτε άλλο ζωντανό, και δε θυμάμαι αν είχε σήμα κάποιο πεθαμένο (όπως το συνδικαλισμό, ας πούμε). Άλλωστε, τι να το κάνεις το αρκουδίσιον, όταν η μέση θερμοκρασία στο ευαγές καταγώγειο ήταν δύο βαθμούς χαμηλότερη από αυτή του Ιρκούτσκ ή του Αρχαγγέλσκ (και οι γλώσσες που άκουγες συναφείς των εν λόγω θερέτρων). Η αλήθεια βέβαια είναι ότι στο διεθνούς φήμης (όπως εξήγησα) σινεμά η συντρόφισσα καθαρίστρια θα πρέπει να απεργούσε, αφού με το ζόρι κατάφερνες να υπερπηδήσεις τους ογκώδεις σωρούς από αποτσίγαρα και χαρτομάντηλα, το περιέχομενο των οποίων απέφευγα να συλλογιστώ. Αλλά κι αυτό ακόμα δε σου έκανε καμιά εντύπωση, αφού και η Φίλωνος απέξω, κάπως έτσι έμοιαζε. Καράτε πάντως δε θυμάμαι να είχε, εκτός από κάποιες σκηνές που η ευλιγισία των πρωταγωνιστών και τα χαστούκια στο προσφορότερο μάγουλο, θύμιζαν κάπως την τέχνη του ολυμπιακού (οσονούπω) αθλήματος.
Εντάξει, ίσως να μην ήταν στην Αλάσκα, ίσως να μην ήταν πεντάχρονο, ίσως να μην ήταν κοριτσάκι και ίσως να μην ήταν δέκα οι κινήσεις. Πάντως αυτό το κλάμα, δύσκολα το ξεχνάς. Γι' αυτό και απαιτώ τον προσήκοντα σεβασμό. Οι αναφορές σε εξωσκακιστικά παίγνια υπονομεύουν την ίδια την αξία του αθλήματος και σέρνουν στο βόρβορο της απαξίωσης τους αξιότιμους σκακιστές, που μια καλή ζαριά δεν έχουν ρίξει τα τελευταία χρόνια...
Το 8…Qg6 στην Ιταλική Κανάλ σ΄ ένα συνοικιακό ουφάδικο το καλοκαίρι του 1982
Ωραίες αυτές οι αναμνήσεις, είτε πραγματικές, είτε κατασκευασμένες. Ας διηγηθώ κι εγώ μια παρεμφερή δική μου.
Βρέθηκα σε μια μακρινή γειτονιά. Θα περνούσα αργότερα από έναν γνωστό, μπάκουρο επίσης, να πάμε για τίποτα γράδα ή σε κανέναν θερινό. Μπήκα σ΄ ένα μαγαζί να σπρώξω την καμιά ώρα που είχα περιθώριο.
Πρέπει να ήταν 1982, αν κρίνω από τα τραγούδια που θυμάμαι ότι έπαιζε στη διαπασών το μαγαζί.
Τι μαγαζί;
Εκείνη την εποχή ήταν της μόδας τα ουφάδικα. Καλή φάση : με ένα δεκάρικο έπαιζες για κανένα δεκάλεπτο Crazy Kong, και όσο για PacMan, αν είχες μάθει τις πίστες, μπορούσες να παίζεις πρακτικά επ’ άπειρον, προς απόγνωση του καταστηματάρχη – εξ ου και η ταμπέλα : «Μετά τη μισή ώρα η πρίζα βγαίνει», κάτι που δεν ίσχυε για όσους έκαναν κατανάλωση στο μπαρ.
Δεκάδες μηχανήματα, πλήθος και βαβούρα, και σε μια γωνιά, στην καρακοσμάρα τους, τρεις-τέσσερις τύποι, μόλις ορατοί μέσα από την κατσιφάρα της πυκνής κάπνας, απτόητοι από τη δυνατή μουσική και τις μεγαλόφωνες ομιλίες και ανεπηρέαστοι από τον πολύ χαμηλό φωτισμό –ό,τι φως έβγαινε από τις κονσόλες των παιχνιδομηχανών–, καταγίνονταν με το Βασιλικό Παιχνίδι.
Πλησίασα. Οι παρτίδες εξελίσσονταν γρήγορα· μπορεί να ήταν ιδέα μου, όμως μού φάνηκε ότι υπήρχε ένας άγραφος κανόνας ότι κάθε παρτίδα διαρκεί όσο ένα τραγούδι, και αν δεν είχε αναδειχθεί νικητής μέχρι τότε, αυτός που είχε χειρότερη θέση εγκατέλειπε. Δεν ήταν «στήτες» και κάποιον ειρμό φαινόταν ότι είχαν οι κινήσεις τους, όμως, στον πυρετό της αλαζονείας μου, τους θεώρησα του χεριού μου, χώρια ότι, θεωρητικά καταρτισμένος εγώ, κατά τεκμήριο εμπειρικοί αυτοί, το προβάδισμά μου μεγάλωνε.
Ήρθε και η σειρά μου να καθήσω. Ένας νεαρός που οι άλλοι τον έλεγαν Ντούσαν (παρατσούκλι, αναφορά στον Μπάγιεβιτς, που μεσουρανούσε τότε ως σέντερ φορ στην ΑΕΚ και με τον οποίον είχε μιαν αμυδρή ομοιότητα, το αλφαδιασμένο μαλλί και το ατσάλινο βλέμμα γαρ, ή μήπως ήταν αλλογενής και αυτό ήταν το βαπτιστικό του; δεν αποκλείεται· δεν άκουσα και πολύ τη φωνή του), που είχε περισσότερο τον νου του στους θαμώνες και στη μουσική –εκεί που σκεφτόταν στη γνωστή «στάση του πονοκέφαλου», οι αγκώνες στο τραπέζι, οι παλάμες στα βρεγματικά, τίναζε βίαια το κεφάλι, το κουνούσε για λίγο σαν παρλιακό στον ρυθμό του Don’t go των Yazoo, που ακουγόταν εκείνη τη στιγμή, και επανερχόταν στην προτέρα κατάσταση σαν να μην είχε συμβεί τίποτα· μετά από ένα λεπτό, περνούσε μια πιτσιρίκα, σηκωνόταν, ερωτοτροπούσε για λίγο, γυρνούσε, ξανακαθόταν– δεν ήταν εύκολη λεία, όμως έχασε δύο και σηκώθηκε. Δεν φάνηκε να του στοίχισε και πολύ : η πιτσιρίκα, τύπος λαϊκής καλλονής, αν και λίγο ζουμπάς, τον περίμενε στη μπάρα.
Πήρε σειρά το κατά τα φαινόμενα «βαρύ πυροβολικό» της παρέας, ένας Δημήτρης, μεγαλύτερός μου, ψηλός, στεγνός, βλοσυρός. Φορούσε σκούρο κοστούμι, αταίριαστος στο μαγαζί· μάλλον πήγαινε σε κανέναν γάμο ή κάτι τέτοιο μετά, και πέρασε για να επενδύσει το μεσοδιάστημα στο στέκι του.
Στην πρώτη παρτίδα, με τα μαύρα, έπαιξα μια Γαλλική, τύφλα νάχει η Μάρθα Βούρτση από κλάμα, βούτηξα ένα δηλητηριασμένο πιόνι χάνοντας ένα σκασμό τέμπο –παλιά μου τέχνη κόσκινο–, κρύφτηκα πίσω από τις πολεμίστρες της επταμελούς πιονοαλυσίδας μου εφαρμόζοντας τη δοκιμασμένη μέθοδο της καραμπίνας-φάντασμα, κρεμάστηκα από τα δοκάρια απλοποιώντας υπομονετικά και συστηματικά και κέρδισα, όχι εντελώς αέρα, ένα φινάλε ομοιόχρωμων – όλα αυτά, όσο κρατάει το Chariots of fire του Vangelis.
Στη δεύτερη, με τα λευκά, θεώρησα ότι θα κάνω περίπατο. Ιταλική Κανάλ. Ο ακλεής αντίπαλος, αντί του νορμάλ 8…Qd8, έπαιξε 8…Qg6. (Σύμπτωση : αυτό είχε παίξει και ο περί ου ο λόγος Κέρες στην παρτίδα του με τον Γιαν Φόλτυς στην Ολυμπιάδα του Μονάχου το 1936. Ο τσέχος δεν αποδέχθηκε τη θυσία -ή μήπως πρόκειται για ψευδοθυσία;-, έπαιξε 9.Qe2 και η παρτίδα έληξε ισόπαλη σε 60 κινήσεις.) Έρμαιο της αλαζονείας που έλεγα και παραπάνω, ίσως και δέσμιος της άτυπης υποχρέωσης των παικτών της ρομαντικής εποχής να αποδέχονται τις θυσίες, συνέχισα 9.Nxc7+ Kd8 10.Nxa8, και μετά από 10…Qxg2 11.Rf1 Bg4 πέρασα δύσκολες ώρες – για την ακρίβεια, λεπτά : οι παρτίδες παίζονταν χωρίς χρονόμετρο, αλλά σε ρυθμό μπλιτς και με το σύνηθες σαβουάρ βιβρ του καφενείου (βροντάμε ή και «βιδώνουμε» το κομμάτι που μόλις παίξαμε, οι απέξω όχι μόνο μιλάνε και λένε κινήσεις, αλλά και βάζουν χέρια στη σκακιέρα, ο χαμένος όχι μόνο δεν ανταλλάσσει χειραψία με τον αντίπαλο, αλλά γκρεμίζει τα κομμάτια σε ένδειξη εγκατάλειψης και τα ξαναστήνει με αντίθετα χρώματα για την επόμενη παρτίδα, θεωρώντας αυτονόητο ότι, όπως στα χαρτιά, αυτός που κερδίζει δεν έχει ηθικό δικαίωμα να αρνηθεί το rematch κ.ο.κ.) – και τελικά έχασα. Έχασα και άλλες μια-δυο με τα λευκά· με τα μαύρα πήγαινα σαφώς καλύτερα.
Παίξαμε κάμποσες, ίσως δώδεκα, μπορεί και δεκαπέντε. Δοκίμασα πολλά ανοίγματα, κάθε παρτίδα και διαφορετικό. Σε όλα προσανατολιζόταν ορθά – ίσως από γνώση (κάποιες κινήσεις στο Κιζερίτσκι και στην Ανοιχτή Ισπανική δεν τις βρίσκεις εύκολα πάνω στη σκακιέρα), ίσως από ένστικτο, ίσως από ασυνήθιστο ταλέντο. Σε μια φάση βρήκα το κουμπί του –αν του παραχωρούσες χώρο, τον καταλάμβανε χωρίς να το καλοσκεφτεί αφήνοντας πίσω του τα Καταλανικά Πεδία· όταν την ανθίστηκε, είχα ήδη πάρει μια Λάρσεν και μια Αλιέχιν και είχα ξεφύγει στο σκορ. Κάποια στιγμή χαιρέτησε με κοφτή, αλλά «μπεσαλίδικη» χειραψία και έφυγε, ίσως για την κοινωνική υποχρέωση που υπονοούσε η ενδυμασία του.
Ρώτησα. Κανείς από την παρέα δεν ήταν μέλος κάποιου συλλόγου, ούτε και σκόπευε να γίνει. Όταν τους το πρότεινα, μού αντέτειναν ότι η αποστειρωμένη ατμόσφαιρα των συλλόγων δεν τους ταίριαζε : «Μπορούμε να πίνουμε, να καπνίζουμε, να κουβεντιάζουμε φωναχτά με τον αντίπαλο και τους θεατές, να ακούμε μουσική στη διάρκεια των παρτίδων; Όχι. Άσε μας λοιπόν καημένε, που θα πάμε να μπλέξουμε με τους μούχλες. Και πόσο κρατάει, μαθές, μια επίσημη παρτίδα; Πόσο; Καλά, δεν έχετε κορίτσια εσείς;»
Δεν είχα αντεπιχειρήματα. Ούτε κορίτσι.
Ήδη αργοπορημένος, ξεκίνησα για τον συνμπάκουρο. Δεν θυμάμαι τι κάναμε· μάλλον πήγαμε σινεμά, όμως δεν το λέω με βεβαιότητα.
Δεν ξαναπέρασα έκτοτε από το ουφάδικο.
Δεν ξαναείδα κανέναν από αυτήν την παρέα της μιας βραδιάς, της μιας ώρας.
Πάντως, αργότερα, κορίτσι βρήκα – παραδόξως, εκτός σκακιού.
Στιγμιότυπο από την ελληνική μυθολογία, ο Μάριος ο Μπλάκμαν, και μια σοφή ρήση
@ Ελισσαίος :
Εγώ μία Ωραία Ελένη αναγνωρίζω, την Έλενα∙ αν μιλάμε για θεές.
Βγαίνει και στο αρσενικό, Έλενος, γιος λέει του Πρίαμου –προσοχή : μι, όχι πι–, συμμαχητής του Έκτορα, διεκδικητής κι αυτός, σύμφωνα με τον μύθο, της Ελένης, αυτής που της κόλλησαν το Ωραία χωρίς, πιθανόν, να το αξίζει περισσότερο από τη διαφυλική Τζένη Χειλουδάκη, γνωστή από τη σχέση της πριν καμιά δεκαριά χρόνια με τον αντεισαγγελέα Γιώργο Σακελλαρόπουλο ("γεια σου, κυρ εισαγγελέα, με τη Τζένη την ωραία", έλεγε το επίκαιρο τότε τραγούδι). Μάλιστα, δεν μού βγάζεις από το μυαλό ότι Ελένη και Έλενος ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο που το έπαιζε δίπορτο, κάτι σαν τον πρόσφατα εκδημήσαντα Σταύρο Παράβα, που ενσάρκωνε και τη δίδυμη αδελφή του∙ α ρε Βάκη, πας κι εσύ∙ περισσότερο από τα «θα τραβήξω τις κοτσίδες μου, θα ξεσκίσω τα προικιά μου», σε θυμάμαι στο «Κοροϊδάκι της πριγκηπέσσας», που αγαπούσες ανέλπιδα την Αρβανίτη και πάσχιζες να το κρύψεις∙ με είχες συγκινήσει, και τώρα που το λέω συγκινούμαι, ρε μπαγάσα.
Λάβε λοιπόν, αφιερωμένο εξαιρετικά, που έλεγαν και οι παλιοί ραδιοερασιτέχνες, ένας ατόφιος έχει μείνει στις μέρες μας, ο Μάριος ο Μπλάκμαν, εμφανίζεται στη χάση και στη φέξη για λίγες ώρες στους 103.1, με το χαρακτηριστικό reverb και τα ακυκλοφόρητα σκυλάδικα, τώρα και στο διαδίκτυο, μια στροφή από το γουστόζικο «Ήθελα να ΄μουν Ηρακλής» του Μάρκου :
Ο Πάρις θα γινόμουνα να 'κλεβα την Ελένη ν' άφηνα τον Μενέλαο με την καρδιά καμένη.
Στη συνέχεια, ο Μάρκος διηγείται ότι η σκορδόπιστη του τραγουδιού μεγαλοπιανόταν («εσύ με το κεφάλι σου τον Ξέρξη θα ζητήσεις»). Πληροφορίες για το τι απέγινε δεν έχουμε∙ μάλλον, όταν πλησίαζε σε ηλικία γάμου, θα προσγειώθηκε και θα βολεύτηκε με κάποιον στα κυβικά της. Καλύτερα για όλους∙ πανάρχαιος είναι ο νόμος και διαχρονική και πανανθρώπινη η ισχύς του : «Γαμείν εκ των ομοίων, εάν γαρ εκ των κρειττόνων, δεσπότας, ου συγγενείς κτήση», απεφάνθη εδώ και 26 αιώνες ο Κλεόβουλος ο Ρόδιος (για την ακρίβεια, Λίνδιος∙ βεβαίως και υπάρχει διαφορά∙ άντε πες σ΄ έναν Ληξουριώτη ότι είναι Κεφαλλονίτης, ή σ΄ έναν Βολισσιανό ότι είναι Χιώτης), παναπεί να παίρνεις σύζυγο από την κοινωνική σου τάξη (από τη σειρά σου, που λέμε στην καθομιλουμένη), γιατί αν παντρευτείς ανώτερο, θα αποκτήσεις δυνάστες, όχι συγγενείς.
Διαιτήτευα πριν χρόνια στην Πάτρα και μέναμε στο Porto Riο. Το εν λόγω πολυτελές ξενοδοχείο έχει και γνωστό καζίνο υπό τη στέγη του (δεν βγαίνουμε ρε παιδιά)και προκειμένου να ρίξει λίγη βενζίνη στη ρετσινιά του τζόγου καλοέβλεπε τις μεγάλες σκακιστικές διοργανώσεις που πάντα καλοβλέπουν τις χορηγίες, ανεξαρτήτως από που έρχονται τα χρήματα (δεν βγαίνουμε ρε παιδιά). Ένα μεσημέρι περνώντας από το παρκιν του ξενοδοχείου σε μια μαύρη μερσεντές, C-180 αν θυμάμαι καλά, είδα στο πορτ-μπαγκάζ με λευκά αυτοκόλλητα γράμματα γραμμένο και στην αριστερή και στη δεξιά πλευρά: "BLACKMAN". Δεν τον είδα από κοντά αλλά αμέσως κατάλαβα. Μετά από κάποιο πανηγύρι όπου άναβε το κέφι στην ελληνική επαρχία είχε έρθει να αφήσει (ή να αυγατήσει)το νυχτοκάματό του πάνω σε κάποια τσόχα ή γύρω από κάποια μπίλια. Ίσως και να μοιραζόταν κάποιο δίκλινο δωμάτιο, αλλά πάντως το βράδυ η Μερσεντές είχε εξαφανιστεί. Κι αύριο μέρα ήταν.
Και αφού ως σιχαμεροί χαμαιλέοντες παίζουμε σε όλο το φάσμα της υποκουλτούρας και της κουλτούρας να μνημονεύσω την υπέροχη ερμηνεία του Βασίλη Παπαβασιλείου ως Ελένη του εξαιρετικού ποιήματος-μονολόγου του Γιάννη Ρίτσου από την Τέταρτη Διάσταση. Η εικόνα του φαλακρού, παχουλού και έντονα βαμμένου ηθοποιού ως γερασμένης και ξεχασμένης στο χρόνο, πρώην Ωραίας Ελένης ήταν πολύ δυνατή.
Βίζα για Πειραιά, Τίνα Σπάθη και Γκαγκάριν – όχι ο Γιούρι
@ Pete Dare :
JFK... Ναι, είμαι συμπαθών του Japanese Food and Kitchen, πώς το ήξερες; Να σου φτιάξω εγώ γλυκιά καυτερή σούπα, σερβιρισμένη όχι σ΄ εκείνα τα φλυτζανάκια των απωανατολίτικων εστιατορίων, αλλά σε βαθύ πιάτο, κιμπάρικα πράματα, και ανοιξιάτικα ρολλά λαχανικών με τραγανό φύλλο, απλωμένο από την αφεντιά μου παρακαλώ, σε μέγεθος μακεδονικής στριφτής πίττας, αυτό είναι το κύριο αρνητικό αυτών των φαγητών, οι μερίδες είναι περιλήψεις, εγώ βρήκα νουβωτέ, φτιάχνω ανατολικά φαγητά σε ανατολίτικες, διάβαζε πολίτικες, μερίδες, και αλανιάρη κόκκορα (πού να γυρεύεις πάπια στο Πεκίνο και Λένιν στη Βιέννη) με καραμελωμένη σως δαμάσκηνο, να σου φύγουν όλες οι προκαταλήψεις για την ιαπωνική κουζίνα – αν και εγώ δεν αλλάζω τη γερμανική μου, η παλιά μου Bosch με τις κεραμικές εστίες μια χαρά με βγάζει, το τι έχω ψήσει στα εμαγιέ ταψιά του φούρνου της δεν περιγράφεται (απερίγραπτα μού προέκυπταν μερικές φορές και τα ίδια τα φαγητά, όμως αν δεν πάθεις δεν θα μάθεις).
Ξέρω κι εγώ λίγο από Πειραιά, Χαϊδάρι, Σεπόλια, Μπουρνάζι και άλλους εξωτικούς προορισμούς, είχα βγάλει κάποτε στα μουλωχτά διαβατήριο και καλά VIP ενός καντονίου που είχε μόλις κηρύξει την ανεξαρτησία του, είχε μεσολαβήσει ένας δικός μου στο νεοσύστατο προξενείο της νεόκοπης ντε φάκτο χώρας, βρέθηκα τότε για ένα διάστημα με δύο διαβατήρια, ένα της Αυτοκρατορίας των Βορείων Προαστίων και ένα του Δουκάτου της Ραπεντώσας, πώς σήμερα μερικοί έχουν και ρουμανικό και τρανσυλβανικό διαβατήριο ή ένα σέρβικο και ένα κοσοβάρικο, ε, κάπως έτσι, μετά δεν ήταν τόσο δύσκολο να βγάλω βίζα για τον Πειραιά, μου κόστισε κάτι παραπάνω στους μεσάζοντες, αλλά δε βαριέσαι, και το δίπλωμα οδήγησης και την άδεια οικοδόμησης στον αιγιαλό (το σκυλομετάνιωσα βέβαια∙ η αρμύρα μού έχει κάνει κόσκινο τα αλουμίνια, οι λατάνιες μοιάζουν σαν να τις έχουν εμβαπτίσει σε σαλαμούρα, και η θάλασσα έχει οσμωθεί στην πισίνα) και το μεταπτυχιακό έτσι τα πήρα, κατά τα άλλα με αυτήν την τρίπλα παρέκαμψα την ταξιδιωτική οδηγία που είχε εκδώσει η Αυτοκρατορία, στη δικαιοδοσία της οποίας κανονικά ενέπιπτα, και απαγόρευε τη μετάβαση στη Νιγηρία, στο Πακιστάν, στον Πειραιά και άλλες αμφιλεγόμενες χώρες, μετά με πήραν κάβο από το δουκάτο ότι έκανα κατάχρηση, μέχρι από Μούλκι, Κοπή και Γούβα του Βάβουλα είχα σφραγίδα στο διαβατήριο, είπαν της γριας να... τέλος πάντων, και όταν έληξε δεν μού το ανανέωσαν.
Το «Ολυμπίκ» μου φαινόταν πράγματι κάπως λούμπεν, ήταν και δεύτερης γενιάς, αυτά που πρόβαλλαν βίντεο, από Πειραιά μού έκανε πιο κόζυ το «Φως» στη 2ας (ή 11ης, έτσι διάβαζε κάποιος δικός μου –άλλος δικός μου, διαφορετικός από αυτόν που μεσολάβησε για το διαβατήριο– το λατινικό «ΙΙ» της ταμπέλας) Μεραρχίας, τώρα σηκώνεται στη θέση του μεγαθήριο γραφείων, αμάν πια με αυτά τα γραφεία, όλοι γραφιάδες καταντήσαμε, ύστερα πού να βρεις άνθρωπο να πιάσει και κανένα βιδολόγο ή καμιά τσάπα, υπήρχε και η «Βαρβάρα» στα Καμίνια, μύριζε γράσσο από τα γειτονικά μηχανουργεία, και το «Αποπίκο» στον Κορυδαλλό, και το «Ελίτ» στου Καμπά, μετέπειτα «Ρόδον», και το «Λαού» στον Βοτανικό, για να μην αναφέρουμε τα πέριξ της πλατείας Ομονοίας (νυν Τιράνων), για τους μύστες που δεν τους αρκούν τα DVD και νοσταλγούν την «εξέδρα» που πάντα φτιαχνόταν σε τέτοιες περιπτώσεις, υπάρχει το ετήσιο φεστιβάλ καλτ ταινιών στο «Γκαγκάριν» στη Λιοσίων.
Φιγούρα-τοτέμ της εποχής ήταν βέβαια η Τίνα Σπάθη –μην τη συγχέουμε με την Κατερίνα Σπάθη, με την οποία είχε τόση σχέση, από κάθε άποψη, όση ο Μπρους Λη με τον Σέφερ Λη. Ήταν πράγματι αχτύπητη, σαφώς αισθησιακή, όχι όμως έκφυλη. Πώς να το πω, την έβλεπες περισσότερο σαν τη μεγαλύτερη ξαδέρφη σου, εξ αγχιστείας τρίτου βαθμού και άνω, μην μας παρεξηγήσουν και για αιμομίκτες, για λιγούρηδες δεν υπάρχει κίνδυνος, μάς έχουν ήδη πάρει χαμπάρι, με την οποία δεν θα είχες αντίρρηση να προχωρήσεις στο παρασύνθημα αν έκανε εκείνη το πρώτο βήμα, αυτό το πρώτο βήμα που ποτέ δεν άφησαν οι προκαταλήψεις και οι αναστολές σου να το αποτολμήσεις εσύ ο ίδιος ούτε καν με τη μορφή υπαινιγμού. Εμφανίστηκε για ένα φεγγάρι και στο «Καν Καν», από κορμί φωνάρα βέβαια, αλλά πάλι από κάτι Μπεζεντάκου καλύτερη θα ήταν, από Λαζοπούλου το συζητάμε, άλλη θεϊκή κορμάρα κι αυτή, μετά παντρεύτηκε κάποιον εκεί θαμώνα και ξέκοψε, όμως πάντα θα κρατά μια ξεχωριστή θέση στις αναμνήσεις της γενιάς μου, της άπραγης και ανέραστης, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε. Θρύλος, όχι παίξε γέλασε, μακράν από την –μετέπειτα τρανς– Άντζελα Γιάννου και τη Μάγδα Μακρή.
Και, βέβαια, δεν έχεις προλάβει τις ιαχές «άξιος! άξιος!» και την αφή αναπτήρων και τσακμακιών στους σχετικούς ναούς του πνεύματος όταν ο αρχηγός (ένας είναι ο αρχηγός, μακρο...κάνης, φαλακρός), πριν προβεί στα δέοντα, διακήρυττε από οθόνης : «Βάστα τοίχο, θα σπρώξω!», έτσι;
@ Ελισσαίε Θυμάμαι τον Παπαβασιλείου ακόμα και ανατριχιάζω. Ήταν συγκλονιστική η ερμηνεία -σε ένα σχεδόν άδειο θέατρο θα τονίσω- της γριάς Ελένης, γοητευτικότερης κι από την πιο όμορφη συλφίδα, εξυπνότερης κι από την πιο καταφερτζού Σμυρνιά και θλιβέρότερης κι από την πιο χαροκαμένη αγάμητη. Μια από τις καλύτερες παραστάσεις που έχω δει τα τελευταία χρόνια ενώ, σημειωτέον, δε με αξίωσε ο Θεός να δω τη δικιά σου. Φυσικά ο Ρίτσος ένας ήταν και τον πήρε το ποτάμι, Κρίμα το πούστικο το ποτάμι να μην έπαιρνε και μένα μαζί του, έτσι για να συντροφεύω τον χαμό του Ποιητή, σαν ξύλο, σαν κλαρί δέντρου, σαν άθυρμα του νερού, σαν κάτι πίσω του, απλά...
Ελένες υπήρξαν πολλές όμως, το λέει και ο ΚΛΠ. Και τι σαν τις κλάψαμε; Πάλι στο διάβα μας θα βρεθούν, όμορφες σαν τη νιότη και αμαρτωλές σαν τον πειρασμό. Να' σαι καλά και μόνο που μου το θύμισες, αν και δεν το είχα ξεχάσει, εκεί ήταν, στο κελάρι που μου αρέσει να το αποκαλώ μνήμη.
@Καλο-προϊστάμενος Βρε παιδί μου, είναι να μη με βρεις σε μέρα (βλέπε: νύχτα) που να έχω πιεί άνω των τριών Σαμπουκών (το κεφαλαίο είναι της μεγαλοπρέπειας). Εντωμεταξύ, δε σε προλαβαίνω, έχω να εκδόσω και βιβλίο ο άνθρωπος, για να μη μιλήσω για την περίοδο αντιγριππικού εμβολιασμού... Τέλος πάντων, για τα "ουφάδικα" δε με εντυπωσιάζεις, έχω δώσει σιμουλτανέ σε ένα τέτοιο (για να πω τη μαύρη αλήθεια, το μοναδικό του έρμου νησιού μου, τότε). Η μέθοδος του δικού μας "Ουφαδάρχη" εκείνη την εποχή, ήταν λίγο πιο πρίμιτιβ, καθώς χρησιμοποιούσε μια καλοακονισμένη (!) βελόνα για να μας τσιμπάει τον κώλο, όταν υπερβαίναμε την τρίτη πίστα του "Φοίνιξ" ή του "Πάκμαν" (ή αργότερα του "Γουοντερμπόι"), πράγμα που οδηγούσε σε σπασμωδικές κινήσεις, στις οποίες ούτε τότε όυτε και σήμερα τα μηχανάκια έδειχναν οίκτο. Φυσικά παραβλέπω τα όσα λες για τις ιαχές, αφού μάλλον έχεις παρεξηγήσει την ηλικία μου. Σε πληροφορώ λοιπόν (οπότε μάλλον δεν τα παραβλέπω...) ότι υπήρξα ένας από τους ευτυχείς φωνασκούντες στην περίοδο της εφηβείας μου, αν και αυτό το γεγονός έλαβε χώρα εν Λευκάδι, στο ίδιο σινεμά όπου ο προμηθευτής του μακάλικου του πατέρα μου σε ρύζι, καφέ και λοιπά εδώδιμα φωνασκούσε εξίσου στεντορείως στο πλάι μου (και την άλλη μέρα δε σε είδα δε σε ξέρω, υποφέρεις κι υποφέρω, και μη θέλεις να σε κεράσω ένα γλυκάκι ή έστω ένα ποδήλατο...). Η άτεγκτος αλήθεια εντούτοις είναι, ότι έπρεπε να γίνω σινεφίλ στα φοιτητικά μου χρόνια για να γνωρίσω το μεγαλείο του εκ Κάμπου (δεν κάνω λάθος;) ορμώμενου σταρ, ο οποίος σε μια σκηνή πεολειξίας συντροφεύει το μόριό του με ένα χρυσάνθεμο -ένας Θεός ξέρει που το 'κονόμησε- και απορεί:"Σε έχουν ποτέ φιστικώσει μωρή με γαρύφαλλο;". Νομίζω ότι ήταν η κρίσιμη στιγμή που αποφάσισα να γίνω φαρμακοποιός, για να μπορώ βοτανολογικά να διαχωρίζω τα είδη.
ΥΓ. Το "Λαού" ήταν, αν δεν απατώμαι- ντράιβ- ιν και γω ο κακομοιρομεγανησιώτης αμάξι δεν είχα, ούτε τώρα έχω, άλλά τώρα τουλάχιστον έχω ντι-βι-ντι και κομπιούτερ, πράγμα που μάλλον δείχνει πόσο δίκιο είχε ο Γρηγόρης όταν επέμενε ότι ο Μάρξ πέθανε και γω ο βλάκας έκανα το σταυρό μου και έφτυνα στον κόρφο μου...
Το Λαού δεν ήταν ντράιβ ιν. Απ' όσο θυμάμαι μιας και μεγάλωσα στη γύρω περιοχή (εγώ δεν το 'χω κάνει αλλά μία φίλη μου που το 'χει κάνει μου είπε πως είναι...) Ίσως έφταιγε το ότι όλη η περιοχή ήταν γεμάτη στα σινεμά δύο έργων και σε σπιτάκια με κόκκινες λαμπίτσες, ποτέ δεν μου 'κανε αίσθηση να διασχίσω τα κατώφλια τους εκείνη την περίοδο. Ίσως να 'ταν και φόβος. Όπως και να 'χει, ίσως έτσι εξηγούνται τα συμπλέγματα του σήμερα. Περίμενα να πιω και γω τα Ηavana Club για να απαντήσω στις σαμπούκες σου.
Προσωπικά μιλώντας, χαίρομαι που δεν έγινες το παραπτωματάκι στην κηδεία του Ρίτσου. Όχι γιατί δεν λατρεύω τον λυρισμό του. Αλλά γιατί το καλοκαίρι απόλαυσα το μυθιστόρημά σου. Και να φανταστείς ότι του έβαλα δύσκολα. Το άρχισα αμέσως αφού τελείωσα τον Ηλίθιο. Περιμένω ειλικρινώς το επόμενο. Μου 'κανε εντύπωση βέβαια ότι ο σύγχρονος και διαβασμένος ήρωας, δεν έκανε καμία αναφορά στο "Εκκρεμές του Φουκώ". Το θεωρώ βιβλίο σταθμό κατά της συνομωσιολογίας.
Για τα ουφάδικα άλλη φορά. Είναι αργά και έχουμε υπερχρεώσεις αύριο.
@Ελισσαίε Πάω λάου-λάου πάσο για το "Λαου".Δεν ήμουν σίγουρος, το δήλωσα.
Για το Ρίτσο δε θα μιλήσω τώρα, θα περιμένω σχετική ανάρτηση του οικοδεσπότη, ο οποίος εσχάτως με χαρακτήρισε θυρωρό. Ε, να προτείνει κι ο θυρωρός κατιτίς.
Για το "Χειρόγραφο" με κάνεις να ντρέπομαι. Ευχαριστώ ταπεινά.
Το επόμενο είναι ήδη στα χέρια του επιμελητή. Κι εγώ είμαι σαν τη χήρα στο κρεβάτι...
Το "Εκκρεμές" στην ουσία ήταν μια παρωδία του occult, σημείο αναφοράς ωστόσο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κι ο Ορφέας αντιήρωας, όπως ο Μπέλμπο και ο Πιμ, και οι επιρροές μου φανερές, άλλωστε έχω κάνει τη σχετική μνεία σε δύο τουλάχιστον συνεντεύξεις.
Σωστά, έχουμε κι άλλες δουλειές να κάνουμε, με τα ουφάδικα θα ασχολούμαστε τώρα; Βέβαια, όταν σκέφτομαι τι μας περιμένει στο μέλλον, προτιμώ τα ΟΥΦΟ του παρελθόντος. Καλά τα λέει ο Μπόρχες, είμαστε εγκλωβισμένοι στο παρελθόν και στο μέλλον. Εγώ λέω, δε ζω. Ονειρεύομαι να ζήσω.
Για το ελληνικο cult υπαρχει ενα ενδιαφερον αφιερωμα στο http://theopeppasblog.pblogs.gr/ Τα ιδια πανω κατω χρονια ο Ελλησποντος της συμπρωτευουσας ηταν ο τοπος προσκλητηριου των Λυκειων με αναλογες συμπεριφορες των πιστων.
The reason that Keres never played for the crown is shrouded in mystery. He participated in eight candidates events and came second in four of them. The turmoil of World War II and the annexation of his small country Estonia by the Soviet Union certainly played a role in keeping him from reaching the very top. Keres had participated in German tournaments during the war, and when the Red Army liberated the country, Soviet authorities planned initially to execute him. Botvinnik interceded by talking to Stalin and Keres was spared. Many experts assume that after the war the KGB applied pressure on Keres, since the Soviet government urgently required a pure-bred Russian to keep the prestigious title. When asked why he never became world champion, he replied: "I was unlucky, like my country." http://www.chessbase.com/newsdetail.asp?newsid=983 Ενας σκακιστης μπορει να εχει την τυχη μιας χωρας.
Με την κάρτα φίλων του 105,5 "Στο Κόκκινο" ενισχύεις το σταθμό και τα χρήματα που δίνεις σου επιστρέφονται στο πολλαπλάσιο με εκπτώσεις σε κινηματογράφους, θέατρα, βιβλιοπωλεία, δισκοπωλεία, μουσικές σκηνές, μπαρ, εστιατόρια, συναυλίες. Κλικ για πληροφορίες
23 σχόλια:
Αυτό είναι μάλλον εύκολο, είναι ο μέγας Εσθονός σκακιστής Πώλ Κέρες.
Ήρωνας
"I was unlucky, like my country." – Paul Keres, on why he never became world champion.
Αυτό το σχόλιο συνήθως αποδίδεται στον Spassky (για τον Keres). Μήπως γνωρίζει κανείς την πρωτότυπη διατύπωσή του από κάποια έγκυρη πηγή;
Το 2002 είχα πάει ταξίδι στη Νότια Αφρική. Με μεγάλη μου έκπληξη παρατήρησα τον νεαρό μαύρο ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου στο Κέιπ Τάουν να έχει μια μαγνητική σκακιέρα και να "αναλύει" θέσεις, την ώρα της νυχτερινής του βάρδιας. Του είπα πως και εγώ είμαι σκακιστής και παίξαμε 2 φιλικές παρτίδες, όπου κέρδισα στην πρώτη και έχασα στη δεύτερη. Ο άνθρωπος έπαιζε οπωσδήποτε γύρω στο 1900-2000 και μου είπε πως ποτέ δεν έχει παίξει αγωνιστικό σκάκι και το μόνο βιβλίο που έχει μελετήσει είναι οι παρτίδες του μεγάλου Κέρες, από τον οποίο είχε μαγευτεί. Όσο για το παραπάνω σχόλιο που αποδίδεται και στον Σπάσκι η πηγή μου είναι κάποιο ιστορικό άρθρο του British Chess Magazine του 2001, όπου ο συγγραφέας αποδίδει τη φράση στον ίδιο τον Κέρες. Δυστυχώς δεν μπορώ να βρω το περιοδικό για να καταθέσω τον αριθμό του τεύχους και τον συγγραφέα.
Πάντα βρίσκω συγκινητικές τέτοιες ιστορίες, καθώς πιστεύω ότι υπάρχουν φίλοι του σκακιού παντού. Θυμάμαι πριν από χρόνια πήγαινα για προπονήσεις στην Κάλυμνο και ένας Έλληνας τουρίστας μου πρότεινε να παίξουμε μια παρτίδα και με κέρδισε με πολύ ωραίο τρόπο.
Δυστυχώς, ο τρόπος οργάνωσης του σκακιού σήμερα στη χώρα μας δεν διευκολύνει τη συμμετοχή πολλών από τους άγνωστους φίλους του αθλήματος, οι οποίοι έχουν σαφώς περιορισμένο χρόνο, να συμμετάσχουν έστω περιστασιακά σε εκδηλώσεις. Προσωπικά υποστηρίζω πολύ τα σιμουλτανέ σε πλατείες και τα τουρνουά μπλιτς σε δημόσιους χώρους που γίνονταν παλιότερα: όποτε συμμετέχω σε παρόμοιες διοργανώσεις σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, προκαλούν το ενδιαφέρον των περαστικών, συχνά τη συμμετοχή τους και πολύ συχνά την αύξηση των μελών του τοπικού συλλόγου.
http://www.chessbase.com/newsdetail.asp?newsid=983
@Ηλία
Κι εμένα με συγκινούν αυτά τα γοητευτικά αποσπάσματα της σκακιστικής μου καριέρας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη φορά που ένα πεντάχρονο κοριτσάκι στην Αλάσκα με έκανε ματ σε δέκα κινήσεις (ίσως να' ταν κι εννιά). Όταν το ρώτησα πόσα χρόνια παίζει σκάκι, μου εξομολογήθηκε ότι ήταν η πρώτη του παρτίδα. Πολύ συγκινήθηκα. Ακόμα κλαίω...
lol!!
Εγώ αυτό το παθαίνω σε κάτι πρώτους γύρους ελβετικών που τραβάω από κάτω!!
@ babbis: Πολύ ενδιαφέρον το link, ευχαριστούμε.
@ Παν. Κον.:Ακούγεστε ειρωνικός, Κε BEL. Δεν είναι παράξενες οι εμπειρίες που προαναφέρθηκαν, όλοι έχουμε συναντήσει καλούς παίχτες "από το πουθενά"!
Μπα, πλάκα κάνει ο BEL και από μένα είναι απόλυτα αποδεκτή, όπως από κάθε άνθρωπο που ξέρει να αυτοσαρκάζεται. Μόνο αν τα βέλη του συγκεκριμένου πλακαδόρου απευθύνονταν αποκλειστικά προς τα έξω θα ήταν άξια επίκρισης.
@pgs 26
Έλεος! Ούτε τον πόνο του δεν μπορεί να περιγράψει πλέον κανείς;
Να τονίσω λοιπόν ότι , αν και η ειρωνία είναι ένα από τα βασικά συστατικά του χιούμορ, το σχόλιο μου δεν ήταν καθόλου ειρωνικό, δεδομένης και της αυτοαναφορικότητας. Ο Ηλίας που με ξέρει λίγο καλύτερα το έπιασε αμέσως. Λυπάμαι αν μερικές φορές γίνομαι δυσνόητος, έστω και στην πλάκα. Εν τοιαύτη περιπτώση, στο επόμενο ανέκδοτο που θα πω, παρακαλώ να μείνετε απαθής, όπως μου αξίζει.
Σε ποια Αλάσκα, του Κεφαλαρίου ή την «2 έργα 2»;
@ pgs_26 :
Αφήστε τον σε μένα, θα σας τον κάνω εγώ δυο παράδες.
@ pankon :
Δεν διευκρινίζεις σε ποια Αλάσκα έφτασε η χάρη σου – «η ευγενεία σου», όπως έχει αποδοθεί το vues(tr)a merced του «Δον Κιχώτη». Άσε με να υποθέσω :
Εκδοχή πρώτη, στο ζαχαροπλαστείο του Κεφαλαρίου, εκείνο με τα χαρακτηριστικά υπαίθρια στρογγυλά τραπέζια του α λα κορμός δέντρου, που έχουν απαθανατιστεί σε κάμποσες ελληνικές ταινίες των δεκαετιών ’60-’70, πιχί στις «Διπλοπεννιές» του Σκαλενάκη, εκεί που τραγουδάει ο Παπαμιχαήλ το «Κάτω στον Πειραιά στα Καμίνια» με φωνή αλύγιστη σαν καδρόνι, βέβαια μπροστά σε κάτι Τσαλίκηδες φαντάζει Μάριο Λάντσα, και η Βουγιουκλάκη με την αμίμητη («ρε Αλίκη, ίδιον τον κάνεις τον Ζαχαράτο!») τσαχπινιά της τον «Λευτέρη», ένα ρολάκι έχει και ο Κόκοτας, νεότατος και ισχνός σαν σκουράντζος, εξέτρεφε ευμόχθως ήδη από τότε τη φαβορίτα-παπούτσι, και προσπαθεί η Διαλυνά να ξελογιάσει τον Παπαμιχαήλ, Ρίκα και πάσης Ελλάδος, ποια Σοφιόνα και ποια Λολό, και μετά έγινε μιούζικ ρέστοραν, πιάνο μπαρ, κάτι τέτοιο, και τώρα είναι ερειπιώνας.
Εκδοχή δεύτερη, στο σινεμά στην αρχή της Πατησίων, αυτό που είχε μόνιμα στην προμετωπίδα όχι τον τίτλο της ταινίας που πρόβαλλε, αλλά το χιονοστεφές έμβλημα «δροσιά – ψύξη, 2 έργα 2», ήταν βλέπεις από τα πρώτα σινεμά με αρκουδίσιον, είχε και έναν πιγκουίνο παραστάτη, πώς πολλοί θυρεοί και εθνόσημα έχουν κάτι δειματηρά, συνήθως λιοντάρια, λεοπαρδάλεις και άλλα μεγάλα γατιά, ή πάλι αετούς, συχνά δικέφαλους, όπως η Αλβανία, όχι ότι δεν υπάρχουν και εξαιρέσεις, να, αίφνης στο εθνόσημο της Γρενάδα, εκεί ντε που ευδοκιμούν οι εξωχώριες, οι οφσόρ για να το καταλάβουν και οι τηλεθεατές μας, έχει έναν αρμαδίλλο και ένα περιστέρι, άντε τώρα να σού εμπνεύσει μαχητικότητα και πατριωτισμό ένα δειλό μικρόσωμο νυχτόβιο πλάσμα και ένα πουλί που η μόνη του χρησιμότητα είναι στο φούρνο με αρακά, η Αλάσκα λοιπόν είχε πιγκουίνο, διπλή αναφορά αφενός στην επωνυμία και αφετέρου στην απέναντι «στοά του πιγκουίνου», όπου γινόταν το αλισβερίσι με τα εισιτήρια τις παραμονές των ποδοσφαιρικών ντέρμπυ, εγώ δεν ψώνιζα ποτέ από εκεί, οι τιμές ήταν φαρμακείο, αν πήγαινες έξω από το γήπεδο νωρίς πριν τον αγώνα έβρισκες πάντα και με πολύ μικρότερο καπέλλο, από τα δύο έργα δύο το ένα ήταν περιπέτεια, καράτε ή κάτι παρόμοιο βήτα διαλογής και το άλλο... εκπαιδευτικό, τώρα είναι Γλου.
Δέκα ή εννέα κινήσεις... Θέλει όντως αρκετή προσπάθεια. Διαισθάνομαι πάντως ότι δεν διηγήθηκες όλη την ιστορία. Φαντάζομαι ότι, έχοντας χάσει στο σκάκι (ή ό,τι τέλος πάντων παίζατε για σκάκι), ζήτησες από το κοριτσάκι να πάρεις (Χίλτον, που θα έγραφε και ο Ελισσαίος) τη ρεβάνς σε κάποιο συνθετότερο πνευματικό παιχνίδι, όπως οι Πύργοι του Ανόι, όμως η πιτσιρίκα σε ρούμπωσε ξανά. Την επόμενη μέρα, όταν πέρασες πάλι από την Αλάσκα –ποια από τις δύο, εκκρεμεί–, το κοριτσάκι σου είπε : «παιδάκι, παίζουμε βώλοι;», όμως εσύ έκανες ότι δεν άκουσες και άλλαξες συνετά πεζοδρόμιο :-)
Επανεκκινείται αύριο στον Δίεση 101,3, στην Εκπομπή του Κώστα Αρβανίτη "Η φυλή των φίλων", το τρίλεπτο για το σκάκι "Ματ στους 101,3". Το τρίλεπτο αυτό θα βγαίνει στον αέρα κάθε Πέμπτη, περίπου στις 9 παρά τέταρτο το πρωί. (Θα το αναρτήσω και στο σωστό ποστ)
@Καλοπροαίρετο
Να πάρεις κι ωραία ελένη, καθώς έρχεσαι.
@pgs 26
Αφήστε, θα του απαντήσω εγώ καταλλήλως.
@ΚΛΠ (Πως λέμε JFK?)
Εγώ στο Κεφαλάρι;ΕΓΩ στο Κεφαλάρι;;
Η προσβολή δε θα περάσει έτσι...Ξεχνάς αγαπητέ το κνίτικο παρελθόν μου; Ξεχνάς τις πορείες μου, το βορειότερο σημείο των οποίων δεν υπερέβαινε την Αμερικανική Πρεσβεία; Όταν ήμουν φοιτητής, οι περιοχές σαν κι αυτή που αναφέρεις αποτελούσαν τα άντρα του καπιταλισμού. Ωραίες βέβαια εποχές. Οι καπιταλιστές εκεί, οι αντιεξουσιαστές εδώ κτλ. Τακτοποιημένα πράματα. Όχι όπως σήμερα, που έχουμε καταντήσει σαν το "Ζουν ανάμεσά μας". Ως εκ τούτου, ιδέα δεν έχω για το εν λόγω "ιστορικό" καφεστιατόριο και έτσι δε θα προσθέσω νιξ για την ιστορική Ρίκα Διαλυνά.
Εγώ στο "Αλάσκα"; ΕΓΩ στο "Αλάσκα"; Με είδες ποτέ εκεί; Αίσχος! Ντροπή σου! Με είδες ποτέ, πες στον κόσμο, αν τολμάς! Και φυσικά δε με είδες, αφού σύχναζα μόνο στο "Ολυμπίκ", στη Φίλωνος. Αφού ξέρεις ότι είμαι τέκνο λαϊκών στρωμάτων, και Ολυμπιακός (όλα του Πειραιά έχουν σχέση με τον Όλυμπο, δες το ομώνυμο καφενείο αλλά και τα αρχικά ΟΛΠ, που υποψιάζομαι πως εκεί παραπέμπουν, για να μη μιλήσω για το Φασούλα).
Το "Ολυμπίκ" λοιπόν ήταν πολύ λούμπεν και παρότι εγώ είχα πολιτική συνείδηση, ο φίλος Γρηγόρης -ένας βρωμερός συνασπιστής με δεξιά παντιέρα- που με παρέσυρε, επαρχιώτικο μειράκιο καθώς ήμουν, φαίνεται ότι είχε ξεπεράσει τους μαρξιστικούς αφορισμούς. Αν κανείς προσθέσει την διεθνιστική τάση που επικρατούσε εκεί μέσα, καταλαβαίνεις ότι ήταν εύκολο να ενδώσω. Βέβαια το "Ολυμπίκ" δεν είχε σήμα του τον πιγκουίνο ή οποιοδήποτε άλλο ζωντανό, και δε θυμάμαι αν είχε σήμα κάποιο πεθαμένο (όπως το συνδικαλισμό, ας πούμε). Άλλωστε, τι να το κάνεις το αρκουδίσιον, όταν η μέση θερμοκρασία στο ευαγές καταγώγειο ήταν δύο βαθμούς χαμηλότερη από αυτή του Ιρκούτσκ ή του Αρχαγγέλσκ (και οι γλώσσες που άκουγες συναφείς των εν λόγω θερέτρων). Η αλήθεια βέβαια είναι ότι στο διεθνούς φήμης (όπως εξήγησα) σινεμά η συντρόφισσα καθαρίστρια θα πρέπει να απεργούσε, αφού με το ζόρι κατάφερνες να υπερπηδήσεις τους ογκώδεις σωρούς από αποτσίγαρα και χαρτομάντηλα, το περιέχομενο των οποίων απέφευγα να συλλογιστώ. Αλλά κι αυτό ακόμα δε σου έκανε καμιά εντύπωση, αφού και η Φίλωνος απέξω, κάπως έτσι έμοιαζε. Καράτε πάντως δε θυμάμαι να είχε, εκτός από κάποιες σκηνές που η ευλιγισία των πρωταγωνιστών και τα χαστούκια στο προσφορότερο μάγουλο, θύμιζαν κάπως την τέχνη του ολυμπιακού (οσονούπω) αθλήματος.
Εντάξει, ίσως να μην ήταν στην Αλάσκα, ίσως να μην ήταν πεντάχρονο, ίσως να μην ήταν κοριτσάκι και ίσως να μην ήταν δέκα οι κινήσεις. Πάντως αυτό το κλάμα, δύσκολα το ξεχνάς. Γι' αυτό και απαιτώ τον προσήκοντα σεβασμό. Οι αναφορές σε εξωσκακιστικά παίγνια υπονομεύουν την ίδια την αξία του αθλήματος και σέρνουν στο βόρβορο της απαξίωσης τους αξιότιμους σκακιστές, που μια καλή ζαριά δεν έχουν ρίξει τα τελευταία χρόνια...
Το 8…Qg6 στην Ιταλική Κανάλ σ΄ ένα συνοικιακό ουφάδικο το καλοκαίρι του 1982
Ωραίες αυτές οι αναμνήσεις, είτε πραγματικές, είτε κατασκευασμένες. Ας διηγηθώ κι εγώ μια παρεμφερή δική μου.
Βρέθηκα σε μια μακρινή γειτονιά. Θα περνούσα αργότερα από έναν γνωστό, μπάκουρο επίσης, να πάμε για τίποτα γράδα ή σε κανέναν θερινό. Μπήκα σ΄ ένα μαγαζί να σπρώξω την καμιά ώρα που είχα περιθώριο.
Πρέπει να ήταν 1982, αν κρίνω από τα τραγούδια που θυμάμαι ότι έπαιζε στη διαπασών το μαγαζί.
Τι μαγαζί;
Εκείνη την εποχή ήταν της μόδας τα ουφάδικα. Καλή φάση : με ένα δεκάρικο έπαιζες για κανένα δεκάλεπτο Crazy Kong, και όσο για PacMan, αν είχες μάθει τις πίστες, μπορούσες να παίζεις πρακτικά επ’ άπειρον, προς απόγνωση του καταστηματάρχη – εξ ου και η ταμπέλα : «Μετά τη μισή ώρα η πρίζα βγαίνει», κάτι που δεν ίσχυε για όσους έκαναν κατανάλωση στο μπαρ.
Δεκάδες μηχανήματα, πλήθος και βαβούρα, και σε μια γωνιά, στην καρακοσμάρα τους, τρεις-τέσσερις τύποι, μόλις ορατοί μέσα από την κατσιφάρα της πυκνής κάπνας, απτόητοι από τη δυνατή μουσική και τις μεγαλόφωνες ομιλίες και ανεπηρέαστοι από τον πολύ χαμηλό φωτισμό –ό,τι φως έβγαινε από τις κονσόλες των παιχνιδομηχανών–, καταγίνονταν με το Βασιλικό Παιχνίδι.
Πλησίασα. Οι παρτίδες εξελίσσονταν γρήγορα· μπορεί να ήταν ιδέα μου, όμως μού φάνηκε ότι υπήρχε ένας άγραφος κανόνας ότι κάθε παρτίδα διαρκεί όσο ένα τραγούδι, και αν δεν είχε αναδειχθεί νικητής μέχρι τότε, αυτός που είχε χειρότερη θέση εγκατέλειπε. Δεν ήταν «στήτες» και κάποιον ειρμό φαινόταν ότι είχαν οι κινήσεις τους, όμως, στον πυρετό της αλαζονείας μου, τους θεώρησα του χεριού μου, χώρια ότι, θεωρητικά καταρτισμένος εγώ, κατά τεκμήριο εμπειρικοί αυτοί, το προβάδισμά μου μεγάλωνε.
Ήρθε και η σειρά μου να καθήσω. Ένας νεαρός που οι άλλοι τον έλεγαν Ντούσαν (παρατσούκλι, αναφορά στον Μπάγιεβιτς, που μεσουρανούσε τότε ως σέντερ φορ στην ΑΕΚ και με τον οποίον είχε μιαν αμυδρή ομοιότητα, το αλφαδιασμένο μαλλί και το ατσάλινο βλέμμα γαρ, ή μήπως ήταν αλλογενής και αυτό ήταν το βαπτιστικό του; δεν αποκλείεται· δεν άκουσα και πολύ τη φωνή του), που είχε περισσότερο τον νου του στους θαμώνες και στη μουσική –εκεί που σκεφτόταν στη γνωστή «στάση του πονοκέφαλου», οι αγκώνες στο τραπέζι, οι παλάμες στα βρεγματικά, τίναζε βίαια το κεφάλι, το κουνούσε για λίγο σαν παρλιακό στον ρυθμό του Don’t go των Yazoo, που ακουγόταν εκείνη τη στιγμή, και επανερχόταν στην προτέρα κατάσταση σαν να μην είχε συμβεί τίποτα· μετά από ένα λεπτό, περνούσε μια πιτσιρίκα, σηκωνόταν, ερωτοτροπούσε για λίγο, γυρνούσε, ξανακαθόταν– δεν ήταν εύκολη λεία, όμως έχασε δύο και σηκώθηκε. Δεν φάνηκε να του στοίχισε και πολύ : η πιτσιρίκα, τύπος λαϊκής καλλονής, αν και λίγο ζουμπάς, τον περίμενε στη μπάρα.
Πήρε σειρά το κατά τα φαινόμενα «βαρύ πυροβολικό» της παρέας, ένας Δημήτρης, μεγαλύτερός μου, ψηλός, στεγνός, βλοσυρός. Φορούσε σκούρο κοστούμι, αταίριαστος στο μαγαζί· μάλλον πήγαινε σε κανέναν γάμο ή κάτι τέτοιο μετά, και πέρασε για να επενδύσει το μεσοδιάστημα στο στέκι του.
Στην πρώτη παρτίδα, με τα μαύρα, έπαιξα μια Γαλλική, τύφλα νάχει η Μάρθα Βούρτση από κλάμα, βούτηξα ένα δηλητηριασμένο πιόνι χάνοντας ένα σκασμό τέμπο –παλιά μου τέχνη κόσκινο–, κρύφτηκα πίσω από τις πολεμίστρες της επταμελούς πιονοαλυσίδας μου εφαρμόζοντας τη δοκιμασμένη μέθοδο της καραμπίνας-φάντασμα, κρεμάστηκα από τα δοκάρια απλοποιώντας υπομονετικά και συστηματικά και κέρδισα, όχι εντελώς αέρα, ένα φινάλε ομοιόχρωμων – όλα αυτά, όσο κρατάει το Chariots of fire του Vangelis.
Στη δεύτερη, με τα λευκά, θεώρησα ότι θα κάνω περίπατο. Ιταλική Κανάλ. Ο ακλεής αντίπαλος, αντί του νορμάλ 8…Qd8, έπαιξε 8…Qg6. (Σύμπτωση : αυτό είχε παίξει και ο περί ου ο λόγος Κέρες στην παρτίδα του με τον Γιαν Φόλτυς στην Ολυμπιάδα του Μονάχου το 1936. Ο τσέχος δεν αποδέχθηκε τη θυσία -ή μήπως πρόκειται για ψευδοθυσία;-, έπαιξε 9.Qe2 και η παρτίδα έληξε ισόπαλη σε 60 κινήσεις.) Έρμαιο της αλαζονείας που έλεγα και παραπάνω, ίσως και δέσμιος της άτυπης υποχρέωσης των παικτών της ρομαντικής εποχής να αποδέχονται τις θυσίες, συνέχισα 9.Nxc7+ Kd8 10.Nxa8, και μετά από 10…Qxg2 11.Rf1 Bg4 πέρασα δύσκολες ώρες – για την ακρίβεια, λεπτά : οι παρτίδες παίζονταν χωρίς χρονόμετρο, αλλά σε ρυθμό μπλιτς και με το σύνηθες σαβουάρ βιβρ του καφενείου (βροντάμε ή και «βιδώνουμε» το κομμάτι που μόλις παίξαμε, οι απέξω όχι μόνο μιλάνε και λένε κινήσεις, αλλά και βάζουν χέρια στη σκακιέρα, ο χαμένος όχι μόνο δεν ανταλλάσσει χειραψία με τον αντίπαλο, αλλά γκρεμίζει τα κομμάτια σε ένδειξη εγκατάλειψης και τα ξαναστήνει με αντίθετα χρώματα για την επόμενη παρτίδα, θεωρώντας αυτονόητο ότι, όπως στα χαρτιά, αυτός που κερδίζει δεν έχει ηθικό δικαίωμα να αρνηθεί το rematch κ.ο.κ.) – και τελικά έχασα. Έχασα και άλλες μια-δυο με τα λευκά· με τα μαύρα πήγαινα σαφώς καλύτερα.
Παίξαμε κάμποσες, ίσως δώδεκα, μπορεί και δεκαπέντε. Δοκίμασα πολλά ανοίγματα, κάθε παρτίδα και διαφορετικό. Σε όλα προσανατολιζόταν ορθά – ίσως από γνώση (κάποιες κινήσεις στο Κιζερίτσκι και στην Ανοιχτή Ισπανική δεν τις βρίσκεις εύκολα πάνω στη σκακιέρα), ίσως από ένστικτο, ίσως από ασυνήθιστο ταλέντο. Σε μια φάση βρήκα το κουμπί του –αν του παραχωρούσες χώρο, τον καταλάμβανε χωρίς να το καλοσκεφτεί αφήνοντας πίσω του τα Καταλανικά Πεδία· όταν την ανθίστηκε, είχα ήδη πάρει μια Λάρσεν και μια Αλιέχιν και είχα ξεφύγει στο σκορ. Κάποια στιγμή χαιρέτησε με κοφτή, αλλά «μπεσαλίδικη» χειραψία και έφυγε, ίσως για την κοινωνική υποχρέωση που υπονοούσε η ενδυμασία του.
Ρώτησα. Κανείς από την παρέα δεν ήταν μέλος κάποιου συλλόγου, ούτε και σκόπευε να γίνει. Όταν τους το πρότεινα, μού αντέτειναν ότι η αποστειρωμένη ατμόσφαιρα των συλλόγων δεν τους ταίριαζε : «Μπορούμε να πίνουμε, να καπνίζουμε, να κουβεντιάζουμε φωναχτά με τον αντίπαλο και τους θεατές, να ακούμε μουσική στη διάρκεια των παρτίδων; Όχι. Άσε μας λοιπόν καημένε, που θα πάμε να μπλέξουμε με τους μούχλες. Και πόσο κρατάει, μαθές, μια επίσημη παρτίδα; Πόσο; Καλά, δεν έχετε κορίτσια εσείς;»
Δεν είχα αντεπιχειρήματα. Ούτε κορίτσι.
Ήδη αργοπορημένος, ξεκίνησα για τον συνμπάκουρο. Δεν θυμάμαι τι κάναμε· μάλλον πήγαμε σινεμά, όμως δεν το λέω με βεβαιότητα.
Δεν ξαναπέρασα έκτοτε από το ουφάδικο.
Δεν ξαναείδα κανέναν από αυτήν την παρέα της μιας βραδιάς, της μιας ώρας.
Πάντως, αργότερα, κορίτσι βρήκα – παραδόξως, εκτός σκακιού.
Στιγμιότυπο από την ελληνική μυθολογία, ο Μάριος ο Μπλάκμαν, και μια σοφή ρήση
@ Ελισσαίος :
Εγώ μία Ωραία Ελένη αναγνωρίζω, την Έλενα∙ αν μιλάμε για θεές.
Βγαίνει και στο αρσενικό, Έλενος, γιος λέει του Πρίαμου –προσοχή : μι, όχι πι–, συμμαχητής του Έκτορα, διεκδικητής κι αυτός, σύμφωνα με τον μύθο, της Ελένης, αυτής που της κόλλησαν το Ωραία χωρίς, πιθανόν, να το αξίζει περισσότερο από τη διαφυλική Τζένη Χειλουδάκη, γνωστή από τη σχέση της πριν καμιά δεκαριά χρόνια με τον αντεισαγγελέα Γιώργο Σακελλαρόπουλο ("γεια σου, κυρ εισαγγελέα, με τη Τζένη την ωραία", έλεγε το επίκαιρο τότε τραγούδι). Μάλιστα, δεν μού βγάζεις από το μυαλό ότι Ελένη και Έλενος ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο που το έπαιζε δίπορτο, κάτι σαν τον πρόσφατα εκδημήσαντα Σταύρο Παράβα, που ενσάρκωνε και τη δίδυμη αδελφή του∙ α ρε Βάκη, πας κι εσύ∙ περισσότερο από τα «θα τραβήξω τις κοτσίδες μου, θα ξεσκίσω τα προικιά μου», σε θυμάμαι στο «Κοροϊδάκι της πριγκηπέσσας», που αγαπούσες ανέλπιδα την Αρβανίτη και πάσχιζες να το κρύψεις∙ με είχες συγκινήσει, και τώρα που το λέω συγκινούμαι, ρε μπαγάσα.
Λάβε λοιπόν, αφιερωμένο εξαιρετικά, που έλεγαν και οι παλιοί ραδιοερασιτέχνες, ένας ατόφιος έχει μείνει στις μέρες μας, ο Μάριος ο Μπλάκμαν, εμφανίζεται στη χάση και στη φέξη για λίγες ώρες στους 103.1, με το χαρακτηριστικό reverb και τα ακυκλοφόρητα σκυλάδικα, τώρα και στο διαδίκτυο, μια στροφή από το γουστόζικο «Ήθελα να ΄μουν Ηρακλής» του Μάρκου :
Ο Πάρις θα γινόμουνα να 'κλεβα την Ελένη
ν' άφηνα τον Μενέλαο με την καρδιά καμένη.
Στη συνέχεια, ο Μάρκος διηγείται ότι η σκορδόπιστη του τραγουδιού μεγαλοπιανόταν («εσύ με το κεφάλι σου τον Ξέρξη θα ζητήσεις»). Πληροφορίες για το τι απέγινε δεν έχουμε∙ μάλλον, όταν πλησίαζε σε ηλικία γάμου, θα προσγειώθηκε και θα βολεύτηκε με κάποιον στα κυβικά της. Καλύτερα για όλους∙ πανάρχαιος είναι ο νόμος και διαχρονική και πανανθρώπινη η ισχύς του : «Γαμείν εκ των ομοίων, εάν γαρ εκ των κρειττόνων, δεσπότας, ου συγγενείς κτήση», απεφάνθη εδώ και 26 αιώνες ο Κλεόβουλος ο Ρόδιος (για την ακρίβεια, Λίνδιος∙ βεβαίως και υπάρχει διαφορά∙ άντε πες σ΄ έναν Ληξουριώτη ότι είναι Κεφαλλονίτης, ή σ΄ έναν Βολισσιανό ότι είναι Χιώτης), παναπεί να παίρνεις σύζυγο από την κοινωνική σου τάξη (από τη σειρά σου, που λέμε στην καθομιλουμένη), γιατί αν παντρευτείς ανώτερο, θα αποκτήσεις δυνάστες, όχι συγγενείς.
(Καιρό είχα να βάλω τσιτάτο...)
@ Καλοπροαίρετο
"Κυρίίεες μου, ο Κου, ο Κουκου..."
Διαιτήτευα πριν χρόνια στην Πάτρα και μέναμε στο Porto Riο. Το εν λόγω πολυτελές ξενοδοχείο έχει και γνωστό καζίνο υπό τη στέγη του (δεν βγαίνουμε ρε παιδιά)και προκειμένου να ρίξει λίγη βενζίνη στη ρετσινιά του τζόγου καλοέβλεπε τις μεγάλες σκακιστικές διοργανώσεις που πάντα καλοβλέπουν τις χορηγίες, ανεξαρτήτως από που έρχονται τα χρήματα (δεν βγαίνουμε ρε παιδιά). Ένα μεσημέρι περνώντας από το παρκιν του ξενοδοχείου σε μια μαύρη μερσεντές, C-180 αν θυμάμαι καλά, είδα στο πορτ-μπαγκάζ με λευκά αυτοκόλλητα γράμματα γραμμένο και στην αριστερή και στη δεξιά πλευρά: "BLACKMAN". Δεν τον είδα από κοντά αλλά αμέσως κατάλαβα. Μετά από κάποιο πανηγύρι όπου άναβε το κέφι στην ελληνική επαρχία είχε έρθει να αφήσει (ή να αυγατήσει)το νυχτοκάματό του πάνω σε κάποια τσόχα ή γύρω από κάποια μπίλια. Ίσως και να μοιραζόταν κάποιο δίκλινο δωμάτιο, αλλά πάντως το βράδυ η Μερσεντές είχε εξαφανιστεί. Κι αύριο μέρα ήταν.
Και αφού ως σιχαμεροί χαμαιλέοντες παίζουμε σε όλο το φάσμα της υποκουλτούρας και της κουλτούρας να μνημονεύσω την υπέροχη ερμηνεία του Βασίλη Παπαβασιλείου ως Ελένη του εξαιρετικού ποιήματος-μονολόγου του Γιάννη Ρίτσου από την Τέταρτη Διάσταση.
Η εικόνα του φαλακρού, παχουλού και έντονα βαμμένου ηθοποιού ως γερασμένης και ξεχασμένης στο χρόνο, πρώην Ωραίας Ελένης ήταν πολύ δυνατή.
Βίζα για Πειραιά, Τίνα Σπάθη και Γκαγκάριν – όχι ο Γιούρι
@ Pete Dare :
JFK... Ναι, είμαι συμπαθών του Japanese Food and Kitchen, πώς το ήξερες; Να σου φτιάξω εγώ γλυκιά καυτερή σούπα, σερβιρισμένη όχι σ΄ εκείνα τα φλυτζανάκια των απωανατολίτικων εστιατορίων, αλλά σε βαθύ πιάτο, κιμπάρικα πράματα, και ανοιξιάτικα ρολλά λαχανικών με τραγανό φύλλο, απλωμένο από την αφεντιά μου παρακαλώ, σε μέγεθος μακεδονικής στριφτής πίττας, αυτό είναι το κύριο αρνητικό αυτών των φαγητών, οι μερίδες είναι περιλήψεις, εγώ βρήκα νουβωτέ, φτιάχνω ανατολικά φαγητά σε ανατολίτικες, διάβαζε πολίτικες, μερίδες, και αλανιάρη κόκκορα (πού να γυρεύεις πάπια στο Πεκίνο και Λένιν στη Βιέννη) με καραμελωμένη σως δαμάσκηνο, να σου φύγουν όλες οι προκαταλήψεις για την ιαπωνική κουζίνα – αν και εγώ δεν αλλάζω τη γερμανική μου, η παλιά μου Bosch με τις κεραμικές εστίες μια χαρά με βγάζει, το τι έχω ψήσει στα εμαγιέ ταψιά του φούρνου της δεν περιγράφεται (απερίγραπτα μού προέκυπταν μερικές φορές και τα ίδια τα φαγητά, όμως αν δεν πάθεις δεν θα μάθεις).
Ξέρω κι εγώ λίγο από Πειραιά, Χαϊδάρι, Σεπόλια, Μπουρνάζι και άλλους εξωτικούς προορισμούς, είχα βγάλει κάποτε στα μουλωχτά διαβατήριο και καλά VIP ενός καντονίου που είχε μόλις κηρύξει την ανεξαρτησία του, είχε μεσολαβήσει ένας δικός μου στο νεοσύστατο προξενείο της νεόκοπης ντε φάκτο χώρας, βρέθηκα τότε για ένα διάστημα με δύο διαβατήρια, ένα της Αυτοκρατορίας των Βορείων Προαστίων και ένα του Δουκάτου της Ραπεντώσας, πώς σήμερα μερικοί έχουν και ρουμανικό και τρανσυλβανικό διαβατήριο ή ένα σέρβικο και ένα κοσοβάρικο, ε, κάπως έτσι, μετά δεν ήταν τόσο δύσκολο να βγάλω βίζα για τον Πειραιά, μου κόστισε κάτι παραπάνω στους μεσάζοντες, αλλά δε βαριέσαι, και το δίπλωμα οδήγησης και την άδεια οικοδόμησης στον αιγιαλό (το σκυλομετάνιωσα βέβαια∙ η αρμύρα μού έχει κάνει κόσκινο τα αλουμίνια, οι λατάνιες μοιάζουν σαν να τις έχουν εμβαπτίσει σε σαλαμούρα, και η θάλασσα έχει οσμωθεί στην πισίνα) και το μεταπτυχιακό έτσι τα πήρα, κατά τα άλλα με αυτήν την τρίπλα παρέκαμψα την ταξιδιωτική οδηγία που είχε εκδώσει η Αυτοκρατορία, στη δικαιοδοσία της οποίας κανονικά ενέπιπτα, και απαγόρευε τη μετάβαση στη Νιγηρία, στο Πακιστάν, στον Πειραιά και άλλες αμφιλεγόμενες χώρες, μετά με πήραν κάβο από το δουκάτο ότι έκανα κατάχρηση, μέχρι από Μούλκι, Κοπή και Γούβα του Βάβουλα είχα σφραγίδα στο διαβατήριο, είπαν της γριας να... τέλος πάντων, και όταν έληξε δεν μού το ανανέωσαν.
Το «Ολυμπίκ» μου φαινόταν πράγματι κάπως λούμπεν, ήταν και δεύτερης γενιάς, αυτά που πρόβαλλαν βίντεο, από Πειραιά μού έκανε πιο κόζυ το «Φως» στη 2ας (ή 11ης, έτσι διάβαζε κάποιος δικός μου –άλλος δικός μου, διαφορετικός από αυτόν που μεσολάβησε για το διαβατήριο– το λατινικό «ΙΙ» της ταμπέλας) Μεραρχίας, τώρα σηκώνεται στη θέση του μεγαθήριο γραφείων, αμάν πια με αυτά τα γραφεία, όλοι γραφιάδες καταντήσαμε, ύστερα πού να βρεις άνθρωπο να πιάσει και κανένα βιδολόγο ή καμιά τσάπα, υπήρχε και η «Βαρβάρα» στα Καμίνια, μύριζε γράσσο από τα γειτονικά μηχανουργεία, και το «Αποπίκο» στον Κορυδαλλό, και το «Ελίτ» στου Καμπά, μετέπειτα «Ρόδον», και το «Λαού» στον Βοτανικό, για να μην αναφέρουμε τα πέριξ της πλατείας Ομονοίας (νυν Τιράνων), για τους μύστες που δεν τους αρκούν τα DVD και νοσταλγούν την «εξέδρα» που πάντα φτιαχνόταν σε τέτοιες περιπτώσεις, υπάρχει το ετήσιο φεστιβάλ καλτ ταινιών στο «Γκαγκάριν» στη Λιοσίων.
Φιγούρα-τοτέμ της εποχής ήταν βέβαια η Τίνα Σπάθη –μην τη συγχέουμε με την Κατερίνα Σπάθη, με την οποία είχε τόση σχέση, από κάθε άποψη, όση ο Μπρους Λη με τον Σέφερ Λη. Ήταν πράγματι αχτύπητη, σαφώς αισθησιακή, όχι όμως έκφυλη. Πώς να το πω, την έβλεπες περισσότερο σαν τη μεγαλύτερη ξαδέρφη σου, εξ αγχιστείας τρίτου βαθμού και άνω, μην μας παρεξηγήσουν και για αιμομίκτες, για λιγούρηδες δεν υπάρχει κίνδυνος, μάς έχουν ήδη πάρει χαμπάρι, με την οποία δεν θα είχες αντίρρηση να προχωρήσεις στο παρασύνθημα αν έκανε εκείνη το πρώτο βήμα, αυτό το πρώτο βήμα που ποτέ δεν άφησαν οι προκαταλήψεις και οι αναστολές σου να το αποτολμήσεις εσύ ο ίδιος ούτε καν με τη μορφή υπαινιγμού. Εμφανίστηκε για ένα φεγγάρι και στο «Καν Καν», από κορμί φωνάρα βέβαια, αλλά πάλι από κάτι Μπεζεντάκου καλύτερη θα ήταν, από Λαζοπούλου το συζητάμε, άλλη θεϊκή κορμάρα κι αυτή, μετά παντρεύτηκε κάποιον εκεί θαμώνα και ξέκοψε, όμως πάντα θα κρατά μια ξεχωριστή θέση στις αναμνήσεις της γενιάς μου, της άπραγης και ανέραστης, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε. Θρύλος, όχι παίξε γέλασε, μακράν από την –μετέπειτα τρανς– Άντζελα Γιάννου και τη Μάγδα Μακρή.
Και, βέβαια, δεν έχεις προλάβει τις ιαχές «άξιος! άξιος!» και την αφή αναπτήρων και τσακμακιών στους σχετικούς ναούς του πνεύματος όταν ο αρχηγός (ένας είναι ο αρχηγός, μακρο...κάνης, φαλακρός), πριν προβεί στα δέοντα, διακήρυττε από οθόνης : «Βάστα τοίχο, θα σπρώξω!», έτσι;
@ Ελισσαίε
Θυμάμαι τον Παπαβασιλείου ακόμα και ανατριχιάζω. Ήταν συγκλονιστική η ερμηνεία -σε ένα σχεδόν άδειο θέατρο θα τονίσω- της γριάς Ελένης, γοητευτικότερης κι από την πιο όμορφη συλφίδα, εξυπνότερης κι από την πιο καταφερτζού Σμυρνιά και θλιβέρότερης κι από την πιο χαροκαμένη αγάμητη. Μια από τις καλύτερες παραστάσεις που έχω δει τα τελευταία χρόνια ενώ, σημειωτέον, δε με αξίωσε ο Θεός να δω τη δικιά σου. Φυσικά ο Ρίτσος ένας ήταν και τον πήρε το ποτάμι, Κρίμα το πούστικο το ποτάμι να μην έπαιρνε και μένα μαζί του, έτσι για να συντροφεύω τον χαμό του Ποιητή, σαν ξύλο, σαν κλαρί δέντρου, σαν άθυρμα του νερού, σαν κάτι πίσω του, απλά...
Ελένες υπήρξαν πολλές όμως, το λέει και ο ΚΛΠ. Και τι σαν τις κλάψαμε; Πάλι στο διάβα μας θα βρεθούν, όμορφες σαν τη νιότη και αμαρτωλές σαν τον πειρασμό. Να' σαι καλά και μόνο που μου το θύμισες, αν και δεν το είχα ξεχάσει, εκεί ήταν, στο κελάρι που μου αρέσει να το αποκαλώ μνήμη.
@Καλο-προϊστάμενος
Βρε παιδί μου, είναι να μη με βρεις σε μέρα (βλέπε: νύχτα) που να έχω πιεί άνω των τριών Σαμπουκών (το κεφαλαίο είναι της μεγαλοπρέπειας). Εντωμεταξύ, δε σε προλαβαίνω, έχω να εκδόσω και βιβλίο ο άνθρωπος, για να μη μιλήσω για την περίοδο αντιγριππικού εμβολιασμού...
Τέλος πάντων, για τα "ουφάδικα" δε με εντυπωσιάζεις, έχω δώσει σιμουλτανέ σε ένα τέτοιο (για να πω τη μαύρη αλήθεια, το μοναδικό του έρμου νησιού μου, τότε). Η μέθοδος του δικού μας "Ουφαδάρχη" εκείνη την εποχή, ήταν λίγο πιο πρίμιτιβ, καθώς χρησιμοποιούσε μια καλοακονισμένη (!) βελόνα για να μας τσιμπάει τον κώλο, όταν υπερβαίναμε την τρίτη πίστα του "Φοίνιξ" ή του "Πάκμαν" (ή αργότερα του "Γουοντερμπόι"), πράγμα που οδηγούσε σε σπασμωδικές κινήσεις, στις οποίες ούτε τότε όυτε και σήμερα τα μηχανάκια έδειχναν οίκτο. Φυσικά παραβλέπω τα όσα λες για τις ιαχές, αφού μάλλον έχεις παρεξηγήσει την ηλικία μου. Σε πληροφορώ λοιπόν (οπότε μάλλον δεν τα παραβλέπω...) ότι υπήρξα ένας από τους ευτυχείς φωνασκούντες στην περίοδο της εφηβείας μου, αν και αυτό το γεγονός έλαβε χώρα εν Λευκάδι, στο ίδιο σινεμά όπου ο προμηθευτής του μακάλικου του πατέρα μου σε ρύζι, καφέ και λοιπά εδώδιμα φωνασκούσε εξίσου στεντορείως στο πλάι μου (και την άλλη μέρα δε σε είδα δε σε ξέρω, υποφέρεις κι υποφέρω, και μη θέλεις να σε κεράσω ένα γλυκάκι ή έστω ένα ποδήλατο...). Η άτεγκτος αλήθεια εντούτοις είναι, ότι έπρεπε να γίνω σινεφίλ στα φοιτητικά μου χρόνια για να γνωρίσω το μεγαλείο του εκ Κάμπου (δεν κάνω λάθος;) ορμώμενου σταρ, ο οποίος σε μια σκηνή πεολειξίας συντροφεύει το μόριό του με ένα χρυσάνθεμο -ένας Θεός ξέρει που το 'κονόμησε- και απορεί:"Σε έχουν ποτέ φιστικώσει μωρή με γαρύφαλλο;". Νομίζω ότι ήταν η κρίσιμη στιγμή που αποφάσισα να γίνω φαρμακοποιός, για να μπορώ βοτανολογικά να διαχωρίζω τα είδη.
ΥΓ. Το "Λαού" ήταν, αν δεν απατώμαι- ντράιβ- ιν και γω ο κακομοιρομεγανησιώτης αμάξι δεν είχα, ούτε τώρα έχω, άλλά τώρα τουλάχιστον έχω ντι-βι-ντι και κομπιούτερ, πράγμα που μάλλον δείχνει πόσο δίκιο είχε ο Γρηγόρης όταν επέμενε ότι ο Μάρξ πέθανε και γω ο βλάκας έκανα το σταυρό μου και έφτυνα στον κόρφο μου...
@Παναγιώτη Κονιδάρη
Το Λαού δεν ήταν ντράιβ ιν. Απ' όσο θυμάμαι μιας και μεγάλωσα στη γύρω περιοχή (εγώ δεν το 'χω κάνει αλλά μία φίλη μου που το 'χει κάνει μου είπε πως είναι...)
Ίσως έφταιγε το ότι όλη η περιοχή ήταν γεμάτη στα σινεμά δύο έργων και σε σπιτάκια με κόκκινες λαμπίτσες, ποτέ δεν μου 'κανε αίσθηση να διασχίσω τα κατώφλια τους εκείνη την περίοδο. Ίσως να 'ταν και φόβος. Όπως και να 'χει, ίσως έτσι εξηγούνται τα συμπλέγματα του σήμερα. Περίμενα να πιω και γω τα Ηavana Club για να απαντήσω στις σαμπούκες σου.
Προσωπικά μιλώντας, χαίρομαι που δεν έγινες το παραπτωματάκι στην κηδεία του Ρίτσου. Όχι γιατί δεν λατρεύω τον λυρισμό του. Αλλά γιατί το καλοκαίρι απόλαυσα το μυθιστόρημά σου. Και να φανταστείς ότι του έβαλα δύσκολα. Το άρχισα αμέσως αφού τελείωσα τον Ηλίθιο.
Περιμένω ειλικρινώς το επόμενο.
Μου 'κανε εντύπωση βέβαια ότι ο σύγχρονος και διαβασμένος ήρωας, δεν έκανε καμία αναφορά στο "Εκκρεμές του Φουκώ". Το θεωρώ βιβλίο σταθμό κατά της συνομωσιολογίας.
Για τα ουφάδικα άλλη φορά.
Είναι αργά και έχουμε υπερχρεώσεις αύριο.
@Ελισσαίε
Πάω λάου-λάου πάσο για το "Λαου".Δεν ήμουν σίγουρος, το δήλωσα.
Για το Ρίτσο δε θα μιλήσω τώρα, θα περιμένω σχετική ανάρτηση του οικοδεσπότη, ο οποίος εσχάτως με χαρακτήρισε θυρωρό. Ε, να προτείνει κι ο θυρωρός κατιτίς.
Για το "Χειρόγραφο" με κάνεις να ντρέπομαι. Ευχαριστώ ταπεινά.
Το επόμενο είναι ήδη στα χέρια του επιμελητή. Κι εγώ είμαι σαν τη χήρα στο κρεβάτι...
Το "Εκκρεμές" στην ουσία ήταν μια παρωδία του occult, σημείο αναφοράς ωστόσο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κι ο Ορφέας αντιήρωας, όπως ο Μπέλμπο και ο Πιμ, και οι επιρροές μου φανερές, άλλωστε έχω κάνει τη σχετική μνεία σε δύο τουλάχιστον συνεντεύξεις.
Σωστά, έχουμε κι άλλες δουλειές να κάνουμε, με τα ουφάδικα θα ασχολούμαστε τώρα; Βέβαια, όταν σκέφτομαι τι μας περιμένει στο μέλλον, προτιμώ τα ΟΥΦΟ του παρελθόντος. Καλά τα λέει ο Μπόρχες, είμαστε εγκλωβισμένοι στο παρελθόν και στο μέλλον. Εγώ λέω, δε ζω. Ονειρεύομαι να ζήσω.
Για το ελληνικο cult υπαρχει ενα ενδιαφερον αφιερωμα στο http://theopeppasblog.pblogs.gr/
Τα ιδια πανω κατω χρονια ο Ελλησποντος της συμπρωτευουσας ηταν ο τοπος προσκλητηριου των Λυκειων με αναλογες συμπεριφορες των πιστων.
The reason that Keres never played for the crown is shrouded in mystery. He participated in eight candidates events and came second in four of them. The turmoil of World War II and the annexation of his small country Estonia by the Soviet Union certainly played a role in keeping him from reaching the very top. Keres had participated in German tournaments during the war, and when the Red Army liberated the country, Soviet authorities planned initially to execute him. Botvinnik interceded by talking to Stalin and Keres was spared.
Many experts assume that after the war the KGB applied pressure on Keres, since the Soviet government urgently required a pure-bred Russian to keep the prestigious title. When asked why he never became world champion, he replied: "I was unlucky, like my country."
http://www.chessbase.com/newsdetail.asp?newsid=983
Ενας σκακιστης μπορει να εχει την τυχη μιας χωρας.
Δημοσίευση σχολίου