Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο

Η Μάρω Βαμβουνάκη γεννήθηκε στα Χανιά, όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια. Από εννέα χρόνων ήρθε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και ψυχολογία. Για έντεκα χρόνια έζησε στη Ρόδο, όπου εργάστηκε ως συμβολαιογράφος. Σήμερα κατοικεί στην Αθήνα.

Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο
(κεφάλαιο 1:
Ο άνθρωπος τη χρειάζεται την εξομολόγηση)

Την ξύπνησε ένας κελαϊδισμός πουλιού έξω απ' τα παντζούρια που είχε μισογερμένα από χθες το βράδυ. Για κάποιο μυστήριο λόγο, οι αντιλήψεις των αισθήσεων της αλληλοπλέκονται και συγχέονται , ειδικά όταν είναι ήρεμη και μπορεί να τις προσέχει. Όπως τώρα.
Έβλεπε σε εικόνες τους κελαϊδισμούς του πουλιού έξω απ' το παράθυρο. Τους έβλεπε σε βότσαλα βρεγμένα από θάλασσα, κι ύστερα πάλι σε σταυροβελονιές
χρυσοκλωστής που κεντούσαν κεφάτα σχέδια και μετά έβλεπε φύλλα πράσινα και φαρδιά, κάτι ανάμεσα σε κληματόφυλλα και πλατανόφυλλα αραχνοΰφαντα που
κουνιούνται στο αεράκι κι αντιφεγγίζουν πρωινό ήλιο.
Μισάνοιξε τα μάτια της και το λευκό των ασβεστωμένων τοίχων την αιφνιδίασε ευχάριστα. Άλλο το σκοτάδι των βλεφάρων, άλλο οι πολύχρωμες εικόνες του νου κι άλλο το κατάλευκο που αντικρίζει ανοίγοντας τα μάτια.
Και τα σεντόνια της είναι λευκά, από χοντρό λινό, φτηνό, που χρησιμοποιούν σε τούτη την καλοκαιρινή πανσιόν για να πλένονται εύκολα στα πλυντήρια.
Σηκώθηκε αμέσως. Ήταν ολόγυμνη. Τη νύχτα ζεσταινόταν και με ασυνείδητες κινήσεις, έβγαλε το νυχτικό της από πάνω της. Βρισκόταν πεταμένο σε μεταξωτό σωρό, χωρίς σχήμα, στο πάτωμα δίπλα στα πέδιλα της.
Έκανε μπάνιο, ντύθηκε, έπιασε πίσω τα μαλλιά της και κατέβηκε στον κήπο, στο πίσω μέρος του παλιού κτίσματος. Μόλις κατέβασε το πόδι της από το τελευταίο πέτρινο σκαλοπάτι , θυμήθηκε πως δεν είχε βάλει κολώνια κι αισθάνθηκε μια ξαφνική ορφάνια. Της άρεσε να μυρίζει η ίδια αυτό το άρωμα που από χρόνια είχε συνηθίσει και η απουσία του τη στενοχωρούσε. Ιδίως σήμερα που με την καλή της διάθεση επιθυμούσε να γίνουν όλα τέλεια. Επέστρεψε στο δωμάτιο της.
Ξανακατέβηκε στον κήπο αρωματισμένη αυτή τη φορά. Με το μάτι έψαξε ένα τετράγωνο τραπεζάκι κάτω απ' την πυκνή αψίδα των κυπαρισσόπευκων και χάρηκε που ήταν ελεύθερο. Η μέρα είχε προχωρήσει , ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά κι οι περισσότεροι ένοικοι της πανσιόν, που ήταν Γερμανοί τουρίστες, αγαπούσαν να ξυπνούν και να φεύγουν για την παραλία νωρίς πριν η ζέστη φουντώσει.
Κρατούσε μαζί της ένα εβδομαδιαίο περιοδικό, λευκές κόλλες αλληλογραφίας κι ένα στυλό. Θα καθόταν να απολαύσει την ευτυχία τού να γράψει γράμμα στην καλύτερη φίλη της. «Ο άνθρωπος τη χρειάζεται την εξομολόγηση», σκεφτόταν. Ώρες-ώρες, μάλιστα, νομίζει πως όσα αισθάνεται ή ακόμα κι όσα της συμβαίνουν, μόνο μετά την εξομολόγηση γίνονται υπαρκτά. Η παρατεταμένη σιωπή της δίνει μια γεύση ανυπαρξίας και τη βουλιάζει σε βάλτους θλίψης. Όχι , όχι , η σιωπή είναι καταδίκη σε ερημονήσι , το νιώθει.. .
Παλιότερα κι από πολλά χρόνια πριν, συνήθιζε να κρατά ημερολόγιο. Όμως , το να γράφει ημερολόγιο την έκανε να αισθάνεται ένα ελαφρό χτυποκάρδι αγωνίας στο στήθος. Σα ν' αφηνόταν σε κάτι άγνωστο κι επικίνδυνο και δεν μπορούσε ν' αποφύγει την υποψία πως, κάπου, κάποτε, κάποιο βέβηλο μάτι ξένου θα έπεφτε ψυχρό πάνω στα γραπτά της και θα τα σάρκαζε. Δεν μπορούσε να αποφύγει την αδυναμία του να προσπαθεί να δελεάσει αυτό το εχθρικό μάτι και ωραιοποιούσε τις φράσεις της, ακόμα και τις σκέψεις της, ώστε στο τέλος φοβόταν πως δεν κατάφερνε να παραμένει ειλικρινής.
Όχι , χίλιες φορές καλύτερα που έχει ν' αναφέρεται σε μια αγαπημένη φίλη. Μια φίλη που την γνώριζε και την αποδεχόταν χωρίς μεμψιμοιρία κι η παλιά τους
σχέση της χάριζε την ευκολία να χρησιμοποιεί τους συναισθηματικούς τους κωδικούς, αλλά και τους χιουμοριστικούς τους κωδικούς για την επικοινωνία εκείνη που αναπαύει την καρδιά απ' της μοναξιάς το βαρύ κάτεργο.
Ναι, χίλιες φορές καλύτερα να έχεις έναν αγαπημένο ν' απευθύνεσαι . Άλλωστε, όλοι μας, κρύβουμε ένα μυθιστοριογράφο ή έναν ηθοποιό μέσα μας. Και στις πιο μυστικές και ιδιαίτερες στιγμές με τον εαυτό σου φέρεσαι σα να σε παρακολουθεί ένας άγνωστος αναγνώστης ή ένας άγνωστος θεατής μυστικού θιάσου.
Άπλωσε τις κόλλες μπροστά της. Ακούμπησε τους αγκώνες της στο φθαρμένο ξύλο του τραπεζιού κι άφησε τη ματιά της να κυλήσει απ' τα πιο κοντινά αντικείμενα ως τον μακρινό ορίζοντα.
Φως! Φως! Αστραφτερό φως του καλοκαιριού, σε ασυμμάζευτα χρυσά κύματα, κατρακυλούσε απ' τον ουρανό και χυνόταν στη γη παντού σαν αναμμένη άμμος. Προφυλαγμένη απ' τη ζέστη του Ιουλίου, κάτω απ' τη φωλιά των σκουροπράσινων δέντρων, κοίταζε και κοίταζε τα ξεραμένα κίτρινα χωράφια, τις άγονες πυρακτωμένες πέτρες κι ακόμα πιο πέρα, περισσότερο όραμα παρά πραγματικότητα, τη γαλανή θάλασσα να λάμπει γαλάζια, θελκτική σαν άπειρο και σαν αιωνιότητα. Κι ένιωθε ευτυχισμένη που μπορούσε να περιβάλλεται απ' την ομορφιά και τη σοφία του κόσμου και συγχρόνως να αισθάνεται καθησυχαστική την παρουσία της φίλης της πάνω στην άγραφη κόλλα αλληλογραφίας. Την αισθάνεται εκεί, υπομονετική, χαμογελώντας,
μισοειρωνική, μισοτρυφερή, να την περιμένει. Στο άγραφο χαρτί την περιμένει η Μέλα να δει τι έχει σήμερα να της γράψει . Η αναμονή της την συντρόφευε και τη γλυκαίνε γιατί κι η μεγάλη ομορφιά, όταν δεν μοιράζεται , καταντάει μια μοναξιά ανυπόφορη.
Έγειρε πίσω στην πλάτη της καρέκλας. Σήκωσε τα γυμνά της χέρια και τεντώθηκε.
«Τι ευλογία να έχεις κάποιον που σε γνωρίζει καλά», αναστέναξε. «Τόσο καλά που δεν χρειάζεται για τίποτα να του δικαιολογείσαι».

Το μοναχικό αυτό ταξίδι της Ελβίρας γύρω απ' τη πατρίδα της, ήταν για την ευαισθησία της ό,τι το πήδημα θανάτου για ένα σοβαρό τσίρκο. Και λέμε «γύρω απ’την πατρίδα της», γιατί , πραγματικά, εδώ και ένδεκα μέρες που ταξιδεύει , περιοδεύει τις κωμοπόλεις, τα χωριά, τα βουνά και τις παραλίες που περιτριγυρίζουν τη
επαρχιακή πόλη που γεννήθηκε αλλά δεν τολμά ακόμα να παραμείνει μέσα στην ίδια την πόλη και να πραγματοποιήσει το ραντεβού για το οποίο ήρθε εδώ μετά απ’ είκοσι σχεδόν χρόνια.
Πρόκειται για μια γυναίκα περίπου όμορφη με τη ομορφιά που περισσότερο σου υποβάλλουν και σου επιβάλλουν οι εσωτερικοί κυματισμοί ενός χαρακτήρα μ’ ενδιαφέρον παρά που ζωγραφίζουν τα καλοσχεδιασμένα χαρακτηριστικά. Ήταν καλή και της φαινόταν αυτό. Καλή με μια καλοσύνη που δεν είναι μόνο από μια εύκολη κλίση προς το καλό αλλά και από δύσκολες επιλογές που καταφέρνει μια συνείδηση σε εγρήγορση, μια συνείδηση που το γνωρίζει το βάσανο των πειρασμών και την αξία της αντίστασης, ακόμα κι αν δεν τα καταφέρνει πάντα. Η Ελβίρα νομίζει πως η μορφή της δε
ταιριάζει με το εσωτερικό της. Νομίζει, γιατί η ίδια δε μπορεί ποτέ να δει την φευγαλέα και καταλυτική έκφραση που την εικονίζει. Μόνο οι άλλοι.
Γύρω στα σαράντα και με σημάδια που επιδεικνύουν περισσότερο τα λάφυρα ενός κατακτητή της ζωής παρά τα συντρίμμια της ήττας. Γύρω σ' αυτή την ηλικία που αρχίζουν να διαγράφονται πιο ευανάγνωστα στο πρόσωπο τα κέρδη κι οι ζημιές, το κέφι κι οι πίκρες, οι θρίαμβοι και τα παράπονα, όσα άντεξες να μάθεις κι όσα έκανες πως δεν κατάλαβες.. . Εκεί, στο βλέμμα πιο ευανάγνωστα, στο μέσα των φρυδιών και στο χαμόγελο. Στον τρόπο που χαμογελάς από κάποια ηλικία κι ύστερα φαίνονται αυτά. Κι άλλα.
Η καλλιτεχνική ευαισθησία που της είχε δοθεί με τη φύση της, δούλευε μέσα της σαν ευχή και σαν κατάρα μαζί . Ευχή γιατί , όπως σ' όλες τις καλλιτεχνικές ιδιοσυγκρασίες, της άνοιγε πάμπολλα μάτια της ψυχής προς το τρομερό πανόραμα του κόσμου και την έβαζε να ζει πολλαπλά τα γεγονότα της ζωής. Και κατάρα γιατί η συναισθηματική σύγχυση που προκαλεί , την αναστάτωνε βασανιστικά κατά τις σημαντικότερες ώρες του
βίου της και της μπέρδευε τη χαρά με την οδύνη τόσο, ώστε να είναι φορές που δεν ξεχώριζε τι ακριβώς είναι : Ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη;
Κι ύστερα, όπως όλοι οι υπερευαίσθητοι άνθρωποι, είχε τη συμφορά να είναι επιρρεπής σε ενοχές. Ακόμα και τώρα δεν θ' αποφάσιζε ένα μοναχικό ταξίδι μες στο κατακαλόκαιρο, αν η ζωή κι η ψυχή της δεν είχαν προχωρήσει σε τόσο στεγνά αδιέξοδα που να της υπαγόρευαν την ανάγκη να κάνει μια κίνηση επιβίωσης. Στις τύψεις της, που και πάλι ήταν έτοιμες να ξετιναχτούν στην πρώτη ευκαιρία, είχε για φάρμακο την απάντηση, πως και για χάρη της οικογένειας της και της δουλειάς της ακόμα, ήταν υποχρεωμένη, τούτη τη στιγμή, να κοιτάξει μόνο τον εαυτό της. «Είσαι πιο καλός όταν είσαι ευχαριστημένος», έλεγε και ξανάλεγε μόνη της ετοιμάζοντας τη βαλίτσα της.
Με το που μπήκε στο καράβι , η υγρή μούχλα των ενοχών εξανεμίσθηκε. Με τον αέρα, το αλάτι , με τον ήλιο, με την ανάσα του ιωδίου και τον καπνό του φουγάρου.
Βυθισμένη σε εικόνες νέες, σε θαλασσογραφίες παλιές, καταλάβαινε ν' ανθίζει από μέσα της ο κοριτσίστικος εαυτός της νοσταλγίας της και να την κατακυριεύει.
Ήταν πάλι εκείνο που ήταν παλιά; Η φοιτήτρια που ταξίδευε πίσω στην πατρίδα για τις καλοκαιρινές διακοπές ή ένα πλάσμα καινούργιο καμωμένο από αναμνήσεις, όπως όμως πάνω τους το τότε έχει σμιλευτεί απ' το τώρα κι έχει γίνει άλλο; Ποια είναι σήμερα τούτη η Ελ6ίρα; Η καθισμένη κοντά στην κουπαστή, σε λευκή σαιζ-λονγκ με κίτρινες ρίγες; Που φορά άσπρη φούστα και άσπρη πλεχτή ζακέτα; Που φορά μαύρα γυαλιά και
με το ένα χέρι πιάνει τα μαλλιά της τα τρελαμένα στον άνεμο, ενώ με το άλλο κρατά στα γόνατα την «Ανάσταση» του Τολστόι έχοντας το δάχτυλο σελιδοδείκτη στις σελίδες εκείνες που η Κακιούσα φεύγει στη Σιβηρία τυλιγμένη το σάλι της. Ποια είναι;
Αυτό θέλει πολύ να μάθει, επιτακτικά το θέλει και με το πλοίο πλέει κόντρα στον άνεμο προς την πόλη που θέλει να πιστεύει, πως κρατά τα κλειδιά της αγωνίας της.
Πάνω στο χοντρό τόμο της «Ανάστασης» του Τολστόι ακούμπησε το μικρό μπλοκ αλληλογραφίας κι έγραψε στην αγαπημένη της Μέλα το πρώτο γράμμα:
Μέλα μου,
Με κόπο συγκρατώ τα χαρτιά που σου γράφω να μην τα πάρει ο αέρας και τα σκορπίσει. Φυσά πολύ και μ' αρέσει, κυρίως γιατί μου θυμίζει, πως πάντοτε, αυτή
η θαλασσινή διαδρομή ήταν έτσι.
Τον Αλέκο τον αποχαιρέτησα απ' το τηλέφωνο. Είχε
πολλή δουλειά και για δυο μέρες δεν συναντηθήκαμε. Καλύτερα έτσι. Όσο πιο απλός και σύντομος ο αποχαιρετισμός, τόσο δεν αφήνει να φανεί πόσο σημαντικό εί­ναι τούτο το φευγιό για μένα. Είναι μυστικό η σημασία του. Μυστικό που μόνο μαζί σου μπορώ να μοιραστώ.
Από το θέατρο ξεκόλλησα πιο δύσκολα. Χρειάσθηκε να χαμηλώσω το τηλέφωνο για να φύγω χωρίς να με γυρίσουν πίσω από το ασανσέρ και να με ρωτήσει κάποιος μπογιατζής για το χρώμα ή το βερνίκι. Η καινούρια βοηθός μου είναι ταλαντούχα, όμως έχει φοβερό πρόβλημα με την αποφασιστικότητα της. Θα μπορούσε να κρατά ένα γκαρσόνι όρθιο πάνω της επί ένα τέταρτο μέχρι να αποφασίσει αν θα πιει Κόκα ή Σέβεν απ. Βασανίζεται και με βασανίζει .
Γυρίζω πίσω λοιπόν!
Έπρεπε! Έπρεπε να νικήσω τον τρόμο και το δέος που μου προκαλούσε η ιδέα της επιστροφής στην πατρίδα και να το κάνω. Ξέρεις καλά πως η ζωή μου άδειασε κι αγρίεψε κι εγώ έφτασα σε τέτοιο πάτο του εαυτού μου, που μια και τίποτα δεν επιθυμώ, τίποτα και να μη φοβάμαι . Χαίρομαι που το αποφάσισα και σ' ευγνωμονώ που μ' έσπρωξες να κάνω αυτή τη βουτιά. Δεν βούλιαξα! Πλέω στα κύματα με συνοδεία γλάρους, πάω πίσω και σ' ευχαριστώ.


ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
Συγγραφέας: ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ ΜΑΡΩ
Εκδόσεις: ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: