Του Παναγιώτη Κονιδάρη
Ζούσε κάποτε σε μια μακρινή χώρα στην Ανατολή ένας πανίσχυρος χαλίφης. Ήταν σκληρός και δραστήριος, με κοφτερό μυαλό, πάει να πει επικίνδυνος. Ο ηγεμόνας εκείνος είχε βρει έναν πολύ καλό τρόπο για να διατηρεί στο βασίλειό του την ειρήνη. Γνωρίζοντας πόσο οξύθυμοι και φιλοπόλεμοι μπορούσαν να αποδειχθούν οι εμίρηδές του, είχε κατορθώσει, άλλοτε με ακριβά δώρα, άλλοτε με πειθώ αλεπούς κι άλλοτε πάλι με λιγότερο γαλαντόμες πρακτικές, να τους πείσει πως ο πόλεμος δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Ο πόλεμος, έλεγε, ήταν παιδί της οπισθοδρόμησης και κουσούρι κακό της ράτσας τους. Στην πραγματικότητα βέβαια ήξερε πως ο πόλεμος δε μένει ποτέ στα σοκάκια, μα γοργά κυλάει κι απλώνεται σαν ορμητικό ρυάκι και στους δρόμους τους κεντρικούς και ίσως κάποτε να έφτανε και στο πλουμιστό παλάτι, στο οποίο ζούσε ο ίδιος με τη βασιλική φαμελιά και τους καλοθρεμμένους συμβουλάτορές του.
Ήξερε όμως καλά ο πονηρός χαλίφης πως οι μνησικακίες, οι έριδες και οι αψιμαχίες κυλούσαν μέσα στο αίμα των υπηκόων του. Γι’ αυτό και τους είχε αναγκάσει να λύνουν τις διαφορές τους με έναν, αν μη τι άλλο, πρωτότυπο όσο και αναίμακτο τρόπο. Αντί να αρματώνουν σιδερόφρακτους στρατούς, αντί να ερημώνουν τα σπίτια και τα χωράφια από αντρίκια χέρια, αντί να σπαταλούν χρυσά νομίσματα σε τόξα και γιαταγάνια και να καίνε τα σπαρτά και να ξεχερσώνουν τη γη και να σφάζουν τα κοπάδια και να ματοκυλάνε τους ανήμπορους και τους μάχιμους ομάδι, τους έβαζε να ξεκαθαρίζουν τα νιτερέσα τους παίζοντας σκάκι. Ναι, σκάκι!
Μια φορά λοιπόν το χρόνο, μάζευε όλους τους εμίρηδες σε κάποιο από τα θερινά του ανάκτορα και τους έβαζε να παίζουν μεταξύ τους, ώστε να εκτονωθεί το συσσωρευμένο μένος πάνω στην ξύλινη σκακιέρα, κι όχι στα εδάφη της επικράτειάς του. Με τον τρόπο αυτό η χώρα ευημερούσε, μα ευημερούσε και το πολύπλοκο εκείνο παιχνίδι, το σκάκι. Οι εμίρηδες γνώριζαν πολύ καλά πως το να μην είσαι ικανός παίκτης σου στερούσε όχι μόνο δόξα και φήμη, όχι μόνο την εύνοια του παντοδύναμου χαλίφη, μα και σημαντικά πλούτη, απ’ αυτά που προσπορίζει πάντα το κύρος. Οι αξιωματούχοι που δεν κατάφερναν να διακριθούν σε τέτοιους αγώνες, σχεδόν πάντα υποβιβάζονταν σε πιο παρακατιανές κάστες, βούλιαζαν στην ανυποληψία και απαιτούνταν από μέρους τους σκληρή και επίπονη προσπάθεια για να αξιωθούν να βρεθούν ξανά κοντά στο θρόνο.
Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, το σκάκι είχε γίνει το σύμβολο της δύναμης και της κυριαρχίας και κάθε εμίρης φρόντιζε να εξασκείται σ’ αυτό πολύ πιο συχνά απ’ όσο στις καμηλοδρομίες ή στο κυνήγι με γεράκια. Επιπλέον, μεριμνούσε ώστε τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του να ασχολούνται εξ απαλών ονύχων με το παιχνίδι, όπως εξάλλου συνέβαινε και με τους απρόθυμους υπηκόους του. Έτσι γινόταν, και το σκάκι είχε αποκτήσει κανονιστική θέση σ’ ολάκερο το χαλιφάτο, αφού όσο μεγαλύτερη δυναμικότητα επιτύγχανε κάποιος, τόσο αυξάνονταν και οι πιθανότητες ανάρρησης σε σημαντικούς διοικητικούς θώκους.
Ωστόσο τα εξήντα τέσσερα τετράγωνα της σκακιέρας δεν ήταν αποκλειστικά πεδίο μάχης λαμπρό. Υπήρχαν φορές που είχαν αναδείξει προσωρινές ή μονιμότερες συμμαχίες, που συνήθως καθορίζονταν από τις συγκυρίες ή τις επί μέρους επιδιώξεις των αξιωματούχων. Υπήρχε και μια περίπτωση δύο αντρών όπου η μάχη με τους άσπρους και μαύρους πεσσούς ήταν προέκταση της φιλίας τους. Μιας φιλίας ονομαστής και αξιομνημόνευτης σε όλο το βασίλειο. Ο ένας ήταν ένας γηραιός εμίρης με μακριά λευκή γενειάδα. Θεωρούνταν τόσο σοφός που τον αποκαλούσαν ακριβώς έτσι : ο Σοφός. Ο άλλος δεν ήταν παρά ο νεαρότερος από όσους συμμετείχαν σ’ εκείνους τους ιδιότυπους αγώνες. Η βαθιά φιλία που συνέδεε τους δύο άντρες, παρά τη διαφορά της ηλικίας τους, δεν έβρισκε σκοντάματα στις παρτίδες σκακιού, πόσο μάλλον που το σκάκι αποτελούσε προέκτασή της. Πολλές φορές τους είχαν δει να επισκέπτονται ο ένας την εστία του άλλου, χωρίς σουραύλια και κύμβαλα, χωρίς συνοδείες και ακολούθους και άλλες περιττές επισημότητες, έτσι, απλά και ζεστά. Και αμέτρητες ακόμα φορές τους είχαν δει να παίζουν σκάκι, τη μία παρτίδα μετά την άλλη, ξανά και ξανά, αντλώντας από το παιχνίδι όλη την ικανοποίηση που αυτό μπορεί να προσφέρει στους μύστες. Και έλεγαν πως είχαν κάτι αλλιώτικο εκείνες οι παρτίδες. Λες και τα κομμάτια δεν τα κινούσε η δίψα της νίκης και ο καιροσκοπισμός, όπως συνηθιζόταν, μα η στρατηγική και η φαντασία. Όμως εκείνη η σφυρηλατημένη στο αμόνι του χρόνου φιλία έμελλε κάποτε να δοκιμαστεί για τα καλά.
Ήταν σε μια από τις ετήσιες συναντήσεις των εμίρηδων στα ανάκτορα που έλαχε να συμβεί αυτό. Μετά από ανελέητες μάχες, διαγκωνισμούς και μηχανορραφίες μέσα κι έξω από τα ασπρόμαυρα τραπέζια, η κατάσταση είχε πάρει να ξεκαθαρίζει. Το έβλεπε κανείς ξεκάθαρα στα πρόσωπα των εμίρηδων. Όσοι είχαν πετύχει αρκετές νίκες είχαν φορέσει τα πιο πλατιά τους χαμόγελα και δεν μπορούσαν να κρύψουν την άγρια χαρά που φούσκωνε στα στήθια τους. Όσοι ανήκαν στο στρατόπεδο των ηττημένων παρέμεναν απομονωμένοι και κατηφείς ή στριμώχνονταν στις γωνιές, ο ένας κοντά στον άλλο, όπως τα ζώα που κινδυνεύουν. Υπήρχε και μια μερίδα σκακιστών που εξαρτιόνταν η επιτυχία τους από τον αγώνα της τελευταίας μέρας, ανάμεσά τους κι οι δύο φίλοι, ο Σοφός και ο νέος.
Την τελευταία νύχτα ο νέος δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Η θεά Κάισσα τα έφερε έτσι που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει στην πιο κρίσιμη παρτίδα τον αγαπημένο του φίλο. Τον επισκέφτηκε στο κατάλυμά του όταν οι δάδες είχαν πάρει να σβήνουν. Ο Σοφός τον υποδέχτηκε ξαφνιασμένος, καθώς τύλιγε γύρω του ένα λινό μανδύα.
«Ποιο καλό όνειρο σε κρατάει ξύπνιο τέτοιαν ώρα;» αναρωτήθηκε.
«Δεν είναι όνειρο καλέ μου φίλε» απάντησε βιαστικά ο νέος «μόνο η ανησυχία και ένα σφίξιμο με συντρόφεψαν στην κλίνη μου».
«Ανησυχία; Για ποιο πράγμα;»
«Δεν το ξέρεις άραγε ήδη; Αύριο θα κονταροχτυπηθούμε οι δυο μας. Εσύ παίζεις με τα λευκά κομμάτια κι εγώ με τα μαύρα. Όποιος από τους δυο μας χάσει, χάνεται. Τι θα κάνουμε;»
Ο γέρος κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας.
«Δεν είσαι από αυτούς που φοβούνται τον αντίπαλο, όταν μάλιστα τον ξέρουν σαν την απαλάμη τους. Είσαι πολύ δυνατός παίκτης. Θαρρώ πως ούτε κι ήττα σε τρομάζει. Κάτι άλλο ήρθες να μου πεις».
Ο νέος κατέβασε το κεφάλι. Έμεινε για λίγο σιωπηλός και μετά μίλησε κομπιάζοντας.
«Είδα και τα υπόλοιπα αποτελέσματα. Αρκεί μια ισοπαλία για να σωθούμε και οι δυο μας. Αυτό ήρθα να σου προτείνω».
«Να σωθούμε; Θα σωθούμε τάχα;» μονολόγησε ο Σοφός.
«Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω» ρώτησε ο νέος, μα ο Σοφός σαν να μην τον άκουσε ρώτησε με τη σειρά του.
«Και ποιος θα είναι ο αντίκτυπος της ισοπαλίας μας στους άλλους εμίρηδες;»
«Κάποιος άλλος θα υποβιβαστεί αντί για μας. Είναι πολλοί οι υποψήφιοι. Τι σε κόφτει όμως γι’ αυτούς; Σάμπως δεν ήταν αντίπαλοί μας από την αρχή;»
«Σκέφτομαι τα παιδιά σου. Τους έχεις μάθει σκάκι, έτσι δεν είναι; Αναρωτιέμαι επίσης τι θα σκεφτόσουν αν ήσουν στη δυσχερή θέση να εξαρτάται η δική σου υποβάθμιση από κάποιους άλλους. Δε με μέλλει ωστόσο γι’ αυτούς. Εμάς τους δυο αναλογίζομαι καλέ μου φίλε».
Ο νέος ανασήκωσε τους ώμους. Ο γέρος εκείνο το βράδυ μιλούσε σιβυλλικά. Μακρά σιωπή επικράτησε στο δώμα. Από το ανοικτό κρεμμυδοειδές παράθυρο έμπαινε μόνο μια απαλή αύρα και έφταναν κάποια μακρινά κρωξίματα από νυχτοπούλια. Ο Σοφός σηκώθηκε και φύσηξε το κερί. Το φεγγαρίσιο αντιφέγγισμα κύλησε στο ξύλινο πάτωμα, ήταν όμως τόσο αχνό που δεν αρκούσε για να φωτίσει τα πρόσωπά τους.
«Μα…το κερί αργούσε να σωθεί. Κι η νύχτα αργεί ακόμα να περάσει» διαμαρτυρήθηκε ο νέος.
«Ζούμε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Το κερί είναι η φιλία μας, είναι το σκάκι, είναι όλα όσα μας φωτίζουν τα πρόσωπα. Χωρίς αυτά, υπάρχει μόνο σκοτάδι. Τέτοιο, που δε μπορούμε να κοιταχτούμε στα μάτια. Τόσο, που δεν αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλο. Ακόμα χειρότερα, δεν αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας. Το είδωλο μας στον καθρέφτη θα παραμείνει ζοφερό. Και η αυγή, όπως πολύ σωστά παρατήρησες, αργεί να φτάσει».
Ο νέος δεν αποκρίθηκε. Έσκυψε μόνο το κεφάλι και έπεσε σε περισυλλογή. Άρχιζε να καταλαβαίνει τι προσπαθούσε να του πει ο Σοφός εμίρης. Εκείνος τότε συνέχισε.
«Η θεά Κάισσα δε μου φυλάει πολλά χρόνια ακόμα στο δισάκι μου. Μην προσπαθείς να μου στερήσεις τα λίγα που μου απομένουν και που με κάνουν να μη ντρέπομαι γι’ αυτά. Τη φιλία, την τιμιότητα, το φιλότιμο, την ακεραιότητα, τη συμπόνια και το κουράγιο. Α, ναι. Και το σκάκι».
Ο νέος σηκώθηκε και σκούπισε αργά με την ανάστροφη της παλάμης του το υγρό του μάγουλο. Έσκυψε μετά και φίλησε το χέρι του Σοφού.
«Αύριο λοιπόν. Καλυνύχτα» είπε και χάθηκε στους μισοσκότεινους διαδρόμους του παλατιού.
Την επομένη στο μεγάλο ντιβάν, λίγο πριν την έναρξη των τελευταίων αγώνων, μπορούσε κανείς να αισθανθεί την ένταση στον αέρα. Οι εμίρηδες έφτιαχναν μικρές ομάδες και σχολίαζαν με θόρυβο τα μέχρι τότε αποτελέσματα. Μόνο ο νέος έμενε καθιστός στη σκακιέρα του, αμίλητος, χωρίς να συμμετέχει. Είχε αποφασίσει να παίξει την παρτίδα καθαρά και ας κέρδιζε ο καλύτερος. Σκεφτόταν τι θα μπορούσε να δοκιμάσει με το γέροντα, αφού είχαν παίξει μυριάδες φορές ως τώρα και γνώριζε ο ένας το παιχνίδι του άλλου σαν κάλπικη δεκάρα. Θα μπορούσε να πει κανείς πως οι μέχρι τότε παρτίδες τους ήσαν μοιρασμένες. Άλλοτε επικρατούσε το ήρεμο στρατηγικό παιχνίδι του Σοφού κι άλλοτε το δυναμικό και επιθετικό που χαρακτήριζε τον ίδιο. Μόνο που τούτο το παιχνίδι ήταν πολύ διαφορετικό. Όχι γιατί τον έφερνε μπροστά στο ενδεχόμενο της ήττας, μα επειδή ήξερε πόσο κακό θα μπορούσε να κάνει στο φίλο του νικώντας.
Όταν ο χαλίφης μπήκε στη χρυσοποίκιλτη αίθουσα, τα μουρμουρητά κόπασαν μονομιάς και, μετά από κάποια σύντομα διαδικαστικά, όλοι έσπευσαν να καθίσουν στις θέσεις τους για τον τελευταίο γύρο. Ο Σοφός έσφιξε με θέρμη το χέρι του νέου και αντάλλαξαν ένα πλατύ χαμόγελο. Οι πρώτες κινήσεις παίχτηκαν γρήγορα:
1.δ4, δ5 2. γ4
Ο νέος τότε σταμάτησε. Δάγκωνε τα χείλια του και έστεκε αναποφάσιστος. Ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα. Θα μπορούσε να εφαρμόσει ένα σχέδιο πρωτότυπο, που ποτέ πριν δεν είχε αποτολμήσει. Ήξερε πως η ιδέα του ήταν τολμηρή και επιθετική, μα συνάμα ριψοκίνδυνη αφού έκοβε όλες τις γέφυρες πίσω της, ισορροπώντας την παρτίδα στο χείλος του γκρεμού. Μα μια τόσο σημαντική παρτίδα, μόνο επί ξυρού ακμής μπορούσε να παιχτεί:
2….ε5.
Ο γερο- εμίρης φάνηκε να ξαφνιάζεται από την παράδοξη κίνηση. Στο νέο φάνηκε πως γελούσε πίσω από την άσπρη γενειάδα του, μα δε θα έπαιρνε κι όρκο γι’ αυτό. Ο Σοφός μετά από λίγη σκέψη έκοψε το πιόνι. Ακολούθησαν μερικές ακόμα κινήσεις με γοργό ρυθμό.
3. δε5, δ4 4. ε3, Αβ4+ 5. Αδ2, δε3.
Σε εκείνο το σημείο ο νέος είδε με τα μάτια της φαντασίας του μια παγίδα. Αρκούσε ο Σοφός να υποτιμήσει τη θέση για να την δει να καταρρέει ως εξής: 6. Α:β4, εζ2+ 7. Ρε2, ζ:η1=Ι+ 8. Π:η1, Αη4+. Ήταν δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο; Υπήρχε περίπτωση ο γέροντας να επιθυμούσε την ήττα του; Όχι! Μετά από κάμποση σκέψη ο άντρας πίσω από τα λευκά έπαιξε
6. Βα4+ και η σκακιέρα πήρε φωτιά καθώς κανείς από τους δύο βασιλιάδες δε θα μπορούσε πια να αισθάνεται ασφαλής. Ο νέος ένιωσε την κάψα στον λαιμό του και βλέποντας ότι χάνει υλικό πέρασε στην αντεπίθεση.
6.…Ιγ6 7. Α:β4, εζ2+ 8. Ρ:ζ2, Βθ4+ 9.η3, Βδ4+ 10. Ρε1, Βε4+
Αυτό ήταν και το πιο δύσκολο σημείο στην παρτίδα. Ο άντρας με τα μαύρα έβλεπε πως θα μπορούσε να κερδίσει τώρα έναν ολόκληρο πύργο. Αυτό όμως θα άφηνε τον αντίπαλο βασιλιά να κρυφτεί και τον δικό του έρμαιο στα νύχια των λευκών κομματιών. Μετρούσε και ξαναμετρούσε τις διακλαδώσεις του παιχνιδιού, μα δεν μπορούσε να δει στο βάθος του λαβυρίνθου. Δίπλα τους σχεδόν, δύο άλλοι εμίρηδες σηκώνονταν από τη σκακιέρα έχοντας κάνει μια επιδεικτικά σύντομη και προκλητικά προσυμφωνημένη ισοπαλία. Έμοιαζαν ικανοποιημένοι, προφανώς γιατί έτσι είχαν γλιτώσει το τομάρι τους, τουλάχιστον για ένα χρόνο ακόμη. Ο νέος συγκεντρώθηκε ξανά στην παρτίδα του. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στον Σοφό. Έμοιαζε κι εκείνος απορροφημένος, μα αυτή τη φορά ένα ανεξιχνίαστο χαμόγελο είχε ξεχαστεί στο γαλήνιο πρόσωπό του. Και τότε ο νέος συνειδητοποίησε κάτι που είχε παραβλέψει μέσα στην άψη της μάχης. Συνειδητοποίησε πως θα μπορούσε απλά να εκβιάσει την ισοπαλία με επανάληψη των κινήσεων. Αν αποδεικνυόταν αδηφάγος μπορούσε να προκαλέσει τη θεά Κάισσα και στο τέλος να ηττηθεί. Είχε ωστόσο κάνει το καθήκον του.
11. Ρζ2, Βδ4+ 12. Ρε1, Βε4+ έπαιξε και αλληλοκοιτάχτηκε με το φίλο του. Μεμιάς έσφιξαν τα χέρια, πιο δυνατά από ποτέ, και συμφώνησαν μια λυτρωτική ισοπαλία
Η ισοπαλία έδωσε στους δύο φίλους το δικαίωμα να παραμείνουν στην κορυφή της πυραμίδας και να εξακολουθήσουν να έχουν την εύνοια του χαλίφη. Όμως κανείς από τότε δεν τους ξαναείδε να συμμετέχουν στους ετήσιους αγώνες. Αποτραβήχτηκαν στα εμιράτα τους και ποτέ πια δεν εμφανίστηκαν στο έκπαγλο σεράι, στη Μεγάλη Πόλη. Μολονότι αποκομμένοι από τις σκακιστικές μάχες δεν έπαψαν να πραγματοποιούν τις καθιερωμένες τους επισκέψεις και να παίζουν το λατρεμένο τους παιχνίδι για κάμποσα χρόνια ακόμα, μέχρις ότου ο Σοφός εμίρης άφησε την τελευταία του πνοή.
Λίγο καιρό αργότερα παραδόθηκε μια παλιά και φθαρμένη περγαμηνή στα χέρια του νεαρού εμίρη. Γνώρισε αμέσως το γραφικό χαρακτήρα του παλιού του φίλου. Με τρεμάμενα χέρια διάβασε σ’ αυτήν τις αναλύσεις του Σοφού που αποδείκνυαν πως θα έπρεπε να είχε πάρει εκείνον τον πύργο, με πολύ καλές τύχες να νικήσει στην παρτίδα. Όμως ο νέος γνώριζε καλά πια, πως στη ζυγαριά της ψυχής του βάραινε πιότερο εκείνη η ισοπαλία, απ’ όλες τις νίκες του κόσμου. Γιατί ενώ είχε πολλά ψεγάδια για τα οποία θα μπορούσε να ντρέπεται, ανάμεσα σ’ αυτά δεν ήταν το σκάκι.
…………………………………………………………………………..
Υ.Γ. . Η ιστορία είναι φανταστική, μα άλλο τόσο θα μπορούσε να είναι και πραγματική (όπως και το πρόσφατο γεγονός που την ενέπνευσε). Η παρτίδα εντούτοις είναι πέρα από κάθε αμφιβολία υπαρκτή. Έπαιζα μαύρος εναντίον του αδερφικού φίλου Νίκου Δ. Δεν κέρδισα χρήματα ή δόξα μετά το τέλος της, ούτε που έγινα καλύτερος σκακιστής. Όμως θαρρώ πως έγινα λίγο καλύτερος άνθρωπος.
BEL,
Μεγανήσι 16/7/2009