Αδελφή και αυτόχειρας
Είμαι ένας απλός συγγραφέας. Δεν είμαι ούτε κοινωνιολόγος ούτε ανθρωπολόγος ούτε δημοσιογράφος ούτε πολιτικός. Είμαι συγγραφέας και τίποτε άλλο. Και ένας συγγραφέας το μόνο που κάνει είναι να διηγείται ιστορίες, που του φαίνονται ενδιαφέρουσες, τρομακτικές, ανατριχιαστικές, τρελές ή οτιδήποτε άλλο. Εμένα τουλάχιστον αυτό με ενδιαφέρει, να διηγούμαι δυνατές ιστορίες που αποκαλύπτουν τη σκοτεινή και άγρια πλευρά της ζωής. Τις σαχλαμάρες τις αφήνω για χλιαρούς συγγραφείς που ζουν τις βαρετές ζωές τους σε πλούσιες και ήσυχες χώρες. Η ζωή μου και η ζωή των γειτόνων μου στην Αβάνα είναι πολύ έντονη, πάντα στο χείλος της αβύσσου. Για τι άλλο να γράψω λοιπόν; Για έναν υπαλληλάκο που βαριέται, δουλεύει σε μια τράπεζα, πηγαίνει στον ψυχαναλυτή του μία φορά τη βδομάδα και έχει προβλήματα ανικανότητας τις δύο και μόνο φορές στη ζωή του που κοιμήθηκε με γυναίκα; Δεν νομίζω.
Στην είσοδο του νοσοκομείου συνάντησα τον ανιψιό του. Μου φάνηκε πως ήταν αναστατωμένος επειδή ο Αουρέλιο είχε μόλις πεθάνει. Δεν ήξερε τίποτα. Και δεν τον ενδιέφερε να μάθει. Έψαξα τους γιατρούς. Δεν ήθελαν να μου μιλήσουν. Είχα αρχίσει να τα παίρνω, όταν μια νοσοκόμα –μουλάτα, νεαρή, συμπαθητική, αλλά στις κακές της– μου διάβασε μερικές γραμμές από το ιστορικό του ασθενούς και με ρώτησε:
«Σας είναι κάτι;»
«Φίλος».
«Ααα».
Διέκρινα ένα κοροϊδευτικό ύφος στο «ααα» και, σε συνδυασμό με τα νεύρα μου λόγω της κακής αντιμετώπισης, σάλταρα:
«Άκου να σου πω, δεν είμαι ούτε πούστης ούτε τίποτα. Τι θα πει “ααα” και μαλακίες;»
«Έι, ψυχραιμία, δεν τα ’χω μαζί σου!»
«Καλά. Άντε τώρα, πες μου τίποτα».
«Ήταν μια απόπειρα αυτοκτονίας με ένα κοκτέιλ από ηρεμιστικά και καταπραϋντικά χάπια. Και επιπλέον ενδοφλέβια εισαγωγή αέρα. Του κάναμε πλύση στομάχου και εντέρων και τώρα είναι στην Εντατική με γενικευμένη μόλυνση. Και ξέρεις γιατί σου είπα “ααα”; Γιατί έτσι σκοτώνονται οι πούστηδες. Που θέλουν να σκοτωθούν, αλλά δεν έχουν τα… Οι άντρες ρίχνουν μία μ’ ένα όπλο, κρεμιούνται ή πέφτουν από το μπαλκόνι… Γι’ αυτό προσευχήσου για το φι-λα-ρά-κο σου».
Μου γύρισε την πλάτη κι έφυγε κοροϊδευτικά, κουνώντας υπερβολικά τον κώλο της στα μούτρα μου. Αλλά δεν μπορούσα να το βουλώσω μπροστά σε μια τέτοια πρόκληση:
«Τι ωραίο κωλαράκι για να σ’ το γεμίσω με τα χύσια μου, κοριτσάρα!»
Γύρισε, ακόμα πιο κοροϊδευτικά:
«Ναι. Φαίνεται ότι μόνο κώλους γουστάρεις… α-γο-ρά-κι».
«Άμα σε περιλάβω όμως εσένα, θα σου δείξω εγώ τι έχω να σου κάνω κι από μπρος κι από πίσω».
Φαίνεται πως το τελευταίο δεν το άκουσε γιατί δεν μου απάντησε και συνέχισε το προκλητικό της κούνημα μέχρι το τέλος του διαδρόμου, επιστρέφοντας στην Εντατική. Όταν έφτασε στο τέλος, κοντοστάθηκε και μου φώναξε:
«Α, φιλαράκο, οι πληροφορίες για τους συγγενείς είναι στις έξι. Μην ξανάρθεις εκτός ωραρίου».
Πήγαινα κάθε μέρα στις έξι το απόγευμα. Ανάκτησε τις αισθήσεις του. Δύο μέρες αργότερα μεταφέρθηκε σε απλό δωμάτιο. Εξακολουθούσε να έχει τη γενικευμένη μόλυνση, πολύ σοβαρή, αλλά μπορούσε να δεχτεί επισκέψεις. Έκαναν βάρδιες όλη την ημέρα η ετεροθαλής αδερφή του, ο απαθής ανιψιός και ο άντρας της ετεροθαλούς αδερφής. Δεν μπορούσαν να τον αφήσουν μόνο. Μόλις δύο νοσοκόμες ήταν υπεύθυνες για ένα θάλαμο με είκοσι πέντε ασθενείς. Τη δεύτερη μέρα προσφέρθηκα κι εγώ, για να του κάνω και παρέα, αλλά εκείνοι με είχαν ήδη προλάβει και είχαν αποφασίσει να μείνω όλη τη νύχτα.
Ήταν υπερβολικά αδύναμος. Δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε το χέρι του και του έδιναν οξυγόνο από τη μύτη.
Ο άντρας της ετεροθαλούς αδερφής μού είχε πει ότι τον τελευταίο καιρό ζούσε κλεισμένος μέσα στο σπίτι κι έδιωχνε τους πάντες. Δεν άνοιγε την πόρτα σε κανέναν. Κάθε μέρα κρυβόταν όλο και περισσότερο από τον κόσμο. «Ήταν δύσκολο να κάνουμε κάτι γι’ αυτόν. Πήγαινα να τον δω καμιά φορά, αλλά ούτε καν μου άνοιγε την πόρτα. Πιστεύω ότι είχε γίνει παρανοϊκός» μου είπε.
Ο Αουρέλιο ήταν μοναχικός. Ο πατέρας του ήταν τορναδόρος μετάλλων. Ήταν ένας τύπος βαρετός, ρουτινιάρης, μονότονος. Ένας τσιγκούνης που μετρούσε τα πάντα με ακρίβεια. Η μάνα του ήταν μια βασανισμένη και σπάταλη πιανίστρια, που ζούσε στον κόσμο της, αιωρούμενη ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Ο πατέρας τού έδινε σφαλιάρες και η μητέρα γλυκά. Και ο Αουρέλιο είχε λίγο από τον καθέναν τους. Ήταν ο μισός τσιγκούνης κι ο άλλος μισός σπάταλος, μισός τρελός και μισός ρουτινιάρης, μισός άντρας και μισός γυναίκα. Είχαμε γνωριστεί στο λύκειο και πάντα υποψιαζόμουνα ότι ήταν πούστης, αν και έμοιαζε μάλλον απαθής σε σχέση με το σεξ.
Μια φορά πίναμε μπίρες σε μια παραλία κοντά στο σπίτι του. Είχαμε αρχίσει να κάνουμε κεφάλι και δύο κοπέλες, μόνες, μας είχαν κοιτάξει μια δυο φορές κι εγώ πήρα φόρα:
«Πάμε να την πέσουμε σ’ εκείνα τα δύο κοριτσάκια, μεγάλε, έλα φύγαμε!»
Αλλά με τράβηξε από το μπράτσο:
«Όχι. Όχι. Εδώ θα μείνουμε».
«Έλα ρε, είσαι με τα καλά σου; Πούστης είσαι, πίπες παίρνεις, τι ζόρι τραβάς;»
«Είμαι πούστης, παίρνω πίπες και δεν τραβάω κανένα ζόρι. Εσύ πάλι; Είσαι αληθινός άντρας ή το παίζεις άντρας;»
«Ώπα, ώπα, τι τρέχει, ρε συ; Τι διάολο σου συμβαίνει;»
«Ναι, το πιθανότερο είναι ότι γουστάρεις τις πούτσες των μαύρων και μ’ έχεις κουράσει που μου το παίζεις μια ζωή σκληρός».
«Ώχου, χέσε με, Αουρέλιο».
Έχασα την αίσθηση του χιούμορ. Εκείνος –σαν καλός πούστης– ένιωσε προσβεβλημένος και έφυγε από την παραλία. Εγώ έφυγα με τις κοπελίτσες. Τελικά, ούτε που θυμάμαι τι έγινε μετά. Και το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Αουρέλιο κι εγώ πάψαμε να βλεπόμαστε για κάποια χρόνια. Ένα απόγευμα σκέφτηκα ότι εμένα δεν με ενδιαφέρει αν ο τύπος είναι πούστης ή όχι. Ας κάνει ότι θέλει με τον κώλο του. Στην τελική, ήμασταν φίλοι από παιδιά και ο αγενής ήμουν εγώ. Έτσι, βούτηξα ένα μπουκάλι ρούμι και πήγα στο σπίτι του με σκοπό τη συμφιλίωση. Δεν ξέρω πώς το βλέπουν αυτό οι Εσκιμώοι. Αλλά ένα αρσενικό της Καραϊβικής, νεαρός και επιβήτορας, διακινδυνεύει το κύρος του γαμιά αν έχει ένα φίλο πούστη. Ε, λοιπόν, ποτέ δεν με ενδιέφερε η γνώμη των υπολοίπων. Και τις λίγες φορές που τις έλαβα υπόψη γαμήθηκα, έσφαλα και στο τέλος αναγκάστηκα να τα παρατήσω όλα και να αλλάξω πορεία.
Κι έτσι πήγα. Τον χαιρέτησα. Δεν ζήτησα συγγνώμη. Ανοίξαμε το μπουκάλι. Ο πατέρας κι η μάνα του είχαν πεθάνει. Είχε παντρευτεί πριν από τρία χρόνια. Μου σύστησε τη Λίνα, τη γυναίκα του. Άλλη ιστορία πάλι αυτή: Τα είχαν στο λύκειο, φουλ ερωτευμένοι και έφηβοι, αλλά η οικογένειά της την πίεζε, λέγοντάς της ότι ο Αουρέλιο ήταν πούστης, πιανίστας, αδύνατος, άσχημος, καμπούρης, μεταξύ άλλων ελαττωμάτων. Εκείνη τον άφησε και παντρεύτηκε με έναν τύπο που ήταν το άκρως αντίθετο. Έκαναν δυο παιδιά κι εκείνος την απάτησε με όσες γυναίκες μπόρεσε, μέχρι που εκείνη δεν άντεξε άλλο και πήρε διαζύγιο. Τότε άρχισε ξανά το ειδύλλιο ανάμεσα στον Αουρέλιο, πιανίστα, καταρτισμένο μουσικό, και τη Λίνα, σοπράνο. Είχαν πια και οι δύο πατήσει τα τριάντα. Ο Αουρέλιο είχε αποβάλει εκείνο το ύφος δαρμένου σκύλου που είχε πάντα. Τώρα ήταν αφοσιωμένος με πάθος στη γυναίκα του. Βλεπόμασταν συχνά και για πρώτη φορά μιλούσαμε άνετα για το σεξ, έπειτα από είκοσι χρόνια φιλίας. Μου διηγιόταν ότι τη γαμούσε στη γωνία του κρεβατιού, στην ντουζιέρα, στην κουζίνα, σε όλες τις πιθανές στάσεις. Μια φορά μου έδειξε το Ananga Ranga, που έχει μερικές στάσεις υπερβολικά παράξενες για όποιον δεν είναι ινδουιστής.
Δεν τη γαμούσε μόνο με τρέλα. Της είχε επίσης –και κυρίως– φτιάξει ολόκληρο πρόγραμμα εκπαίδευσης. Της μάθαινε να τραγουδάει στα ιταλικά, τα γερμανικά και τα γαλλικά. Ζούσε για κείνη. Δεν έκαναν παιδιά. Κατάφερε να σπάσει ό,τι είχε απομείνει από την αδερφική αγάπη με την ετεροθαλή αδερφή του – κόρη από προηγούμενο γάμο του πατέρα του. Έγινε ακόμα πιο μοναχικός. Συγκεντρώθηκε στη Λίνα και τα ’παιξε όλα σε αυτό το χαρτί. Ο γάμος κράτησε εννιά χρόνια. Εκείνη του έδωσε σεξ και χαμογελάκια. Σε αντάλλαγμα εκείνος τη μετέτρεψε σε καλλιτέχνη.
Το τελευταίο διάστημα εκείνη τριγυρνούσε εδώ κι εκεί, σχεδόν συνέχεια ήταν σε περιοδείες. Σε άλλες πόλεις, σε άλλες χώρες. Κι ο Αουρέλιο κάθε μέρα και πιο μοναχικός. Εκείνη λαμπερή, χαρούμενη και ανέμελη. Εκείνος επισκιασμένος και βουλιαγμένος στην κατάθλιψη. Να αναμασά την αποτυχία. Νομίζω ότι του άρεσε να μηρυκάζει την αποτυχία και τη μοναξιά και δεν κουνούσε ούτε το μικρό του δαχτυλάκι για να τους δώσει μια και να τα στείλει όλα στο διάολο και να βγει από το σκοτάδι.
Τώρα ήταν σ’ εκείνο το κρεβάτι, με σωληνάκια παροχής οξυγόνου στη μύτη και βελόνες από ορούς να του τρυπάνε τις φλέβες. Πολύ ανήσυχος, υπερβολικά εξασθενημένος από τη μόλυνση που εξαπλωνόταν σε όλο του τον οργανισμό και παράλληλα αντιστεκόταν σε κάθε συνδυασμό αντιβιοτικών. Εγώ τα τελευταία χρόνια περιφερόμουν, γενικώς, και είχαμε να ιδωθούμε πολύ καιρό. Δύο, ίσως τρία χρόνια.
Άνοιξε λίγο τα μάτια. Είδε ότι ήμουν εκεί και προσπάθησε να μου χαμογελάσει. Άρχισε να μου μιλάει πολύ σιγά. Πλησίασα για να τον ακούσω. Ο θάλαμος ήταν σχεδόν ολοσκότεινος και είχε ησυχία. Πότε πότε έμπαινε κάποια νοσοκόμα, άναβε ένα φως και μοίραζε φάρμακα σε ορισμένους ασθενείς. Έπειτα όλα ήταν ήρεμα και πάλι.
«Νομίζω ότι πεθαίνω, Πέδρο».
«Όχι, όχι. Μην το λες αυτό, γιατί δεν είναι έτσι. Ξεκουράσου. Δεν νυστάζεις;»
«Όχι. Αυτό που ήθελα ήταν να κάνω μια καινούργια αρχή. Μερικές φορές πιστεύω ότι θα πεθάνω, αλλά κατά βάθος νομίζω πως όχι. Πως μπορώ να κάνω μια καινούργια αρχή. Αν η Λίνα επιστρέψει από την Ισπανία, ίσως μπορούμε να ξεκινήσουμε από την αρχή».
«Η Λίνα είναι στην Ισπανία;»
«Ναι. Μου το είπε χτες η αδερφή μου. Κάνει περιοδεία στην Ιταλία και την Ισπανία. Και έφυγε. Με άφησε αναίσθητο και έφυγε. Έπρεπε να το κάνει, Πέδρο. Εγώ την καταλαβαίνω. Αν αφήσει τη θέση κενή, θα την κάνουν αμέσως στην άκρη. Αααχ, πόσο την αγαπάω. Είναι ό,τι έχω στη ζωή».
«Πώς μπορείς και το λες αυτό; Και γιατί έφυγε για την Ευρώπη και σε άφησε να πεθαίνεις, παλικάρι μου; Μην είσαι μαλάκας!»
«Επειδή… ήταν πολύ δύσκολο για κείνην».
«Τι ήταν πολύ δύσκολο;»
Ο Αουρέλιο ανέπνευσε βαθιά κάμποσες φορές και άρχισε να κλαίει. Έτρεχαν τα δάκρυά του. Τον άφησα να κλάψει για λίγο. Έκλαιγε με αναφιλητά και οι μύξες του έφραζαν τα σωληνάκια για το οξυγόνο που είχε στη μύτη.
«Άκου να σου πω, σύνελθε. Μην κλαις άλλο, συγκρατήσου. Τα σωληνάκια αρχίζουν να βουλώνουν και θα πεθάνεις, γαμώ το κέρατό μου. Συγκρατήσου, συγκρατήσου».
«Είμαι ένας σκατόπουστας, Πέδρο Χουάν».
«Πώς σου ήρθε τώρα αυτό; Άσ’ τα αυτά».
«Το πρόβλημα ήταν ότι ερωτεύτηκα ένα αγόρι, έναν τενόρο που κάνει ντουέτο με τη Λίνα. Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ, είναι ένας Άδωνις. Μου άρεσε υπερβολικά και πήγα μαζί του τρεις φορές. Κάναμε τα πάντα. Είναι είκοσι φορές πιο πούστης από μένα! Αλλά της το είπε».
«Πώς; Της το είπε;»
«Ναι. Δεν ξέρω γιατί. Της το είπε. Κάναμε πρόβα και οι τρεις στο σπίτι, γύρω από το πιάνο, και ξαφνικά το παλιοπουστρόνι άρχισε να ουρλιάζει, υστερικά. Της είπε ότι του ρίχτηκα για να τον φιλήσω και να του πιάσω τον πούτσο. Παρίστανε τον βιασμένο και με παρουσίασε ως βιαστή. Αυτό είναι αδύνατο, γιατί εκείνος κάνει βάρη και είναι σαν τον Τσαρλς Άτλας, ένα μάτσο μούσκουλα».
«Ακόμα κι έτσι. Δεν έπιασες ένα παλούκι να του ανοίξεις το κεφάλι;»
«Όχι, εγώ αναστατώθηκα τόσο που έβαλα τα κλάματα. Επιπλέον, η Λίνα δεν μου έδωσε χρόνο για το παραμικρό. Μου έκανε τέτοια σκηνή που μας άκουσαν οι γείτονες. Μου φώναζε ότι εκείνη το υποψιαζόταν πάντα και ότι με σιχαινόταν. Μου το επανέλαβε πολλές φορές. Ότι με σιχαίνεται. Και βγήκε από το σπίτι ωρυόμενη ότι πάει να βρει ένα δικηγόρο για να χωρίσει. Ότι θα πήγαινε ελεύθερη στην Ευρώπη. Όταν έμεινα μόνος σε αυτή την τόσο μεγάλη σπιταρόνα, με έπιασε τέτοια θλίψη και στενοχωρήθηκα τόσο πολύ που θα μάθαινε όλος ο κόσμος…»
«Και τι σε νοιάζει εσένα ο κόσμος, Αουρέλιο; Η ζωή σου είναι δική σου».
«Όχι, όχι!»
«Και τότε δηλητηριάστηκες;»
«Όχι. Όλα αυτά έγιναν το μεσημέρι. Το βράδυ δεν είχε επιστρέψει ακόμη. Κι εγώ δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι. Δεν είχα τη δύναμη να κουνηθώ από την πολυθρόνα. Τότε μάζεψα όλα τα χάπια που βρήκα στο σπίτι και τα πήρα και έβαλα αέρα στις φλέβες μου με μια σύριγγα και άρχισα να μαστιγώνομαι στην πλάτη με μια ζώνη. Θα προτιμούσα να έχω ένα μαστίγιο για να με διαλύσω. Ήθελα να γίνω κομμάτια. Να με διαμελίσω. Δεν θέλω ούτε να το θυμάμαι. Ήμουν εκτός εαυτού».
«Έλα, ηρέμησε τώρα».
«Χρειάζομαι να γυρίσει η Λίνα. Ίσως μπορούμε να ξεκινήσουμε από την αρχή. Μου αρέσει πολύ, Πέδρο Χουάν, μου αρέσει πολύ. Δεν ξέρω γιατί στο καλό έπρεπε να ερωτευτώ εκείνο τον τύπο γαμώτο! Το βρομοπροδότη! Τον ξεδιάντροπο!»
Όλα αυτά μου τα είπε κλαίγοντας με αναφιλητά. Δεν μπορούσε καλά καλά να μιλήσει. Παραληρούσε. Έπειτα έμεινε υπερβολικά ήρεμος, με τα μάτια κλειστά. Κάλεσα τη νοσοκόμα. Ήταν αναίσθητος και πάλι. Εκείνη πήρε το σφυγμό του και έφυγε τρέχοντας για να βρει φορείο. Τον μετέφεραν και πάλι στην Εντατική. Μόλις μπήκαν μαζί του, με σταμάτησαν στην πόρτα:
«Περιμένετε εδώ! Δεν μπορείτε να μπείτε μέσα».
Άκουσα ανθρώπους να τρέχουν εκεί μέσα και κάποιος, τρομαγμένος, φώναζε:
«Τον χάνουμε, τον χάνουμε! Έναν απινιδωτή! Πού είναι ο απινιδωτής;»
Δεν κρατήθηκα άλλο και έβαλα τα κλάματα σαν μικρό παιδί. Μια γυναίκα με πλησίασε, με έπιασε από τον ώμο και μου είπε: «Πρέπει να φανείς δυνατός, γιε μου, πιστεύεις;». Γύρισα και την κοίταξα οργισμένος. Νομίζω ότι κρατούσε στο χέρι της ένα ροζάριο και τη Βίβλο:
«Τι δυνατός και αρχίδια, κυρά μου! Άντε στο διάολο κι άσε με στην ησυχία μου!».
***Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες: «Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας» (εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση: Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου