Σάββατο 19 Ιουλίου 2008

Μνήμη Νίκου Πουλαντζά


Τριάντα σχεδόν χρόνια από το θάνατο του Νίκου Πουλαντζά και όλοι συναγωνίζονται ποιος θα πρωτοτιμήσει τη μνήμη του. Κομμουνιστές και αντικομμουνιστές, μαρξιστές και νεοφιλελεύθεροι μιλούν για την επικαιρότητα της σκέψης του, εννοώντας ο καθένας κάτι διαφορετικό. Ο μαρξιστής Πουλαντζάς εξακολουθεί και μετά θάνατον να χωρίζει και να ενοχλεί.
Ο Νίκος Πουλαντζάς γεννήθηκε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1936. Σπούδασε νομικά και κοινωνικές επιστήμες στην Αθήνα, την Χαϊδελβέργη και το Παρίσι, στο οποίο εγκαταστάθηκε από το 1961. Μέχρι την αυτοκτονία του τον Οκτώβριο του 1979, ήταν Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο 8ο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και Διευθυντής Σπουδών στην Ecole Pratique des Hautes Etudes. Έγινε παγκοσμίως γνωστός για τη θεωρητική συνεισφορά του στην ανάλυση του καπιταλιστικού κράτους, του κράτους εκτάκτου ανάγκης (φασισμός, φασιστικές δικτατορίες), των κοινωνικών τάξεων, των σχέσεων εξουσίας και της σοσιαλιστικής στρατηγικής. Κατά τον γνωστό κοινωνιολόγο και πολιτικό επιστήμονα Μπομπ Τζέσοπ, ο Πουλαντζάς υπήρξε ο σημαντικότερος μαρξιστής θεωρητικός του κράτους της μεταπολεμικής περιόδου.
Πέρα από το έργο του, το οποίο γνώρισε μεγάλη διάδοση σε πολλές χώρες και ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική, ο Πουλαντζάς είχε ενεργό ανάμειξη στο αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα της Γαλλίας και της Ελλάδας (μέλος του ΚΚΕ και, μετά το 1968, του ΚΚΕ εσωτερικού), αποτελώντας με την στάση του ένα λαμπρό παράδειγμα οργανικού αριστερού διανοουμένου.

Το κακόηθες μελάνωμα (μνήμη Ν. Πουλαντζά) (Μουσική Θάνος Μικρούτσικος - Ποίηση Άλκης Αλκαίος)
boomp3.com

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι μέρος συνέντευξης που παραχώρησε ο Νίκος Πουλαντζάς στο περιοδικό Dialectiques (τ. 28, 1979), η οποία πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά στη συλλογή "Συζήτηση για το κράτος" (εκδ. ΑΓΩΝΑΣ, Αθήνα 1980). Οι θέσεις του Πουλαντζά για την αναδιοργάνωση των κυρίαρχων ιδεολογικών μηχανισμών του αστικού κράτους -ήδη από τη δεκαετία του ΄70- επιβεβαιώνονται πλήρως στις μέρες μας. Η "συνεργασία" για την οργάνωση της κοινωνικής συναίνεσης, από το κράτος, τα ΜΜΕ και τους τεχνοκράτες είναι πλέον δεδομένη.

Αυτή η αναδιοργάνωση του περιεχομένου του κυρίαρχου λόγου αντιστοιχεί και μάλιστα οδηγεί και αναγγέλλει σημαντικές αλλαγές των καναλιών και των μηχανισμών που τον αναπτύσσουν και τον μεταδίδουν. Ο κύριος ιδεολογικός ρόλος μετατίθεται από το σχολείο, απ' το Πανεπιστήμιο και τις εκδόσεις προς τα μέσα ενημέρωσης. Και έχει σημασία να προσθέσουμε ότι αυτή η μετάθεση παραπέμπει, στους κόλπους των κρατικών κυκλωμάτων, σε μια μετάθεση γενικότερη των διαδικασιών νομιμοποίησης, απ' τα πολιτικά κόμματα προς την κρατική διοίκηση της οποίας ήταν προνομιακοί συνομιλητές. Εδώ βρίσκεται πιθανά το σημαντικότερο: η ανέλιξη των μέσων ενημέρωσης συμβαδίζει με τον πολύμορφο και αυξανόμενο έλεγχό τους απ' την κρατική διοίκηση. Η λογική και η συμβολική του λόγου των μέσων ενημέρωσης αναπαράγουν και αντιγράφουν τη σημερινή λογική και συμβολική της διοίκησης.
Ολα αυτά βρίσκονται στη βάση μια κρίσης και μιας παρακμής των πολιτικών κομμάτων που μέχρι τελευταία έπαιζαν ακόμα έναν σημαντικό ρόλο. Αν και δεν ήταν πια παρόντα στα πραγματικά κέντρα λήψης αποφάσεων -που εγκατέλειψαν ήδη το κοινοβούλιο για να εγκατασταθούν στους κόλπους της εκτελεστικής εξουσίας-, τα πολιτικά κόμματα ωστόσο έπαιζαν ακόμα έναν αποφασιστικό ρόλο πολιτικής οργάνωσης και εκπροσώπησης των ταξικών συμφερόντων απέναντι στην κρατική διοίκηση και έτσι αποτελούσαν τους προνομιακούς συνομιλητές της. Αποτελούσαν ταυτόχρονα πρωταρχικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς αναπτύσσοντας και μεταδίδοντας κατά βάση (η περίπτωση των κομμάτων φασιστικού τύπου είναι διαφορετική) ένα λόγο που βασιζόταν στη γενική θέληση και στήριζε τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δηλαδή του κράτους δικαίου.
Σήμερα όμως η διοίκηση αναλαμβάνει τον πρώτο ρόλο στην πολιτική οργάνωση των κυρίαρχων τάξεων και την αναμόρφωση των λαϊκών μαζών: Παγιώνεται ως κύριος χώρος λήψης αποφάσεων και για να το επιτύχει απευθύνεται σε διάφορες επαγγελματικές ομάδες παραμερίζοντας τα κόμματα (θεσμοποιημένος νεοκορπορατισμός που εκδηλώνεται ιδιαίτερα στις διάφορες τριμερείς επιτροπές). Το γεγονός αυτό προκαλεί μια κρίση αντιπροσωπευτικότητας των "κομμάτων εξουσίας" ως προς τις τάξεις και τις μερίδες που αυτά εκπροσωπούν. Ο ρόλος της νομιμοποίησης μετατίθεται παράλληλα προς τη διοίκηση. Ετσι λοιπόν, ο ρόλος του τεχνοκρατικού αυταρχισμού ανακαλύπτει στη διοίκηση έναν προνομιακό χώρο εκπομπής. Το ίδιο συμβαίνει και με τον νέο-φιλελεύθερο λόγο (το κράτος είναι ουδέτερος διαιτητής που απλώς θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού στους δρώντες κοινωνικούς παράγοντες), ο οποίος συνάπτεται με την παραδοσιακή μορφή αυτονομιμοποίησης του κράτους. Αυτός ο ρόλος της διοίκησης έχει εξάλλου με τη σειρά του ιδιαίτερες επιπτώσεις στον κυρίαρχο ιδεολογικό λόγο: ομογενοποίηση και ισοπέδωση αυτού του λόγου, ποπουλιστικές μορφές δημιουργίας συναίνεσης συνδεδεμένες με τον ερμητισμό της γλώσσας των ειδημόνων.
Η κρίση αυτή του συστήματος των κομμάτων αφορά βεβαίως κατά κύριο λόγο τα κόμματα της εξουσίας, όσα δηλαδή συμμετέχουν εναλλακτικά στην κυβέρνηση, άρα και πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Αφορά όμως επίσης σ' ένα ορισμένο βαθμό και τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης, τη στιγμή μάλιστα που ανεξάρτητα απ' το αν ανήκουν ή όχι στην κυβερνητική σφαίρα δεν παύουν να κινούνται στο πεδίο του κράτους.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μέχρι ν' αρχίσεις, μέχρι να τελειώσεις
το πρόσωπό τους αποστρέψαν άφωνοι
οι φίλοι και γελούν στις συγκεντρώσεις
μεγάφωνοι, μικρόφωνοι, παράφωνοι

Κι εγώ απόψε θα σε χάσω
και αύριο θα σε ξεχάσω