Το 1ο μέρος εδώ:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/blog-post_12.html
Το 2ο μέρος εδώ:
http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/2_19.html
Κεφάλαιο 3
του Τριαντάφυλλου Σωτηρίου
Στο καφενείο του Τουρκομένη
Είχε σουρουπώσει όταν ο αστυνόμος Μπουλαξίζης ξύπνησε φρέσκος μετά την κινγκ σάιζ σιέστα του. Βγήκε από το μπεκιάρικο δυάρι του να ξεμουδιάσει. Σχεδόν ασυναίσθητα, πήρε τον ηλεκτρικό από τη Βικτώρια και βγήκε Πειραιά.
Διέσχισε την πλατεία Οδησσού, ακροπατώντας ανάμεσα στις απλωμένες πραμάτειες των μαύρων. «Αγορά του Αλ Χαλίλ καταντήσανε το Πόρτο Λεόνε. Πού ’σαι Σκυλίτση!», σκέφτηκε.
Πέρασε την πεζογέφυρα και βγήκε απέναντι, εκεί που δένουν τα βαπόρια. Περπάτησε τα ντόκια προς τον Άγιο Νικόλαο. Εκείνη την ώρα η «Αριάδνη», κατάφωτη, ξεμπουκάριζε. Στο λιμεναρχείο, με σηκωμένη τη σκάλα, βρεχάμενα κόσκινο από τη σκουριά και τον βυζαντινό σταυρό της «Ηπειρωτικής» στο φουγάρο, ξεχειμώνιαζε στην ερημιά του ο σχεδόν μισόν αιώνα μεγαλύτερός της «Ερμής». «Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια», θυμήθηκε τον Πόλυ Κερμανίδη.
Συνέχισε κατά την αντίθετη φορά απ΄ ό,τι το πρωί. Στην Πειραϊκή δεν είδε τον Στέλιο στη συνηθισμένη του θέση. «Θα έχουνε πάει με τον Αντώνη τον βαρκάρη τον σερέτη να τα πιούνε στου Λινάρδου την ταβέρνα», είκασε.
Σ΄ ένα στενό της ενδοχώρας του Πασαλιμανιού, στο καφενείο «Εθνικός 1924», ο χρόνος φαινόταν σταματημένος στη δεκαετία του ’70, όταν η ιστορική ομάδα ήταν στην ακμή της.
Μπήκε. Ηλικιακή σύνθεση ΚΑΠΗ. Στην παρέα που έβλεπε μπάλλα στην επιτοίχια πλάσμα εντόπισε τον Γιάννη Ματζουράνη, πάντα κόσμιο και προσεκτικά ντυμένο, γραβάτα ανυπερθέτως. Κάποιοι έπαιζαν χαρτιά, κάποιοι τάβλι, κάποιοι τον τιμητή των πάντων, ορατών τε και αοράτων, και κάτω από την πολυκαιρισμένη αφίσα του Άγγελου Κρεμμύδα, δύο έπαιζαν σκάκι – ή κάτι παρόμοιο.
Πλησίασε. Παρατήρησε ότι χρησιμοποιούσαν και ζάρι. Σύντομα, ο λευκός Βασιλιάς βρέθηκε σε σαχ, όμως ο παίκτης δεν έκανε κάτι να τον προστατεύσει. Ο αστυνόμος ήξερε ότι δεν μιλούν οι απέξω, έτσι δεν κούνησε τσίνορο. Στην επόμενη κίνηση, βρέθηκε σε σαχ και ο μαύρος Βασιλιάς.
Ο Μπουλαξίζης κατάλαβε. Τα γεροντάκια έπαιζαν σκάκι με ζάρι, παραλλαγή του σκακιού όπου ο πεσσός που θα κινηθεί καθορίζεται από το νούμερο που θα έρθει στο ζάρι, και η παρτίδα τελειώνει όχι με ματ, αλλά με φυσική αιχμαλώτιση του αντίπαλου Βασιλιά.
Οι δύο Βασιλιάδες έμειναν σε σαχ καναδυό κινήσεις ακόμα, ώσπου ο λευκός αιχμαλώτισε τον μαύρο Βασιλιά και τον κράτησε στη γροθιά του σαν σημείο επικράτησης. Ο άλλος είπε: «Αρκετές για σήμερα».
Τους έπιασε κουβέντα για τον Κρητικόπουλο και τον Χατζηιωάννογλου. Οι γέροι, Κώστας και Μάκης συστήθηκαν, άλλο που δεν ήθελαν για ν΄ αρχίσουν να ξεδιπλώνουν τις αναμνήσεις τους. Ήταν απίστευτο τι λεπτομέρειες θυμόντουσαν. Ο ένας μάλιστα, καθώς εξιστορούσε το 3-6 μέσα στη Λεωφόρο το 1987, έκανε τη σκακιέρα γήπεδο και τα κομμάτια παίκτες, και αναπαριστούσε τα γκολ. Ο Μπουλαξίζης παρακολουθούσε με ανυπόκριτο ενδιαφέρον.
Γνωρίζοντας ότι παοκτσήδες και αρειανοί φαντάζουν σταυραδέρφια μπροστά σε ολυμπιακούς και εθνικούς, φρόντισε να στηλιτεύσει τον ολυμπιακό ιμπεριαλισμό, που ανάγκασε τον Εθνικό, αν και όσο υπήρχε το παλιό Καραϊσκάκη το είχε έδρα, να περιφέρεται σαν τσιγγάνος σε όλο το ελ-έι, πριν καταλήξει τελικά στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις του μπέιζμπωλ. «Άκου πειραιώτικη ομάδα με έδρα στο Ελληνικό· σαν να λέμε, να δηλώνει έδρα ο Αργοναύτης τα Μέγαρα», κατέληξε.
Αυτό ήταν. Οι παλιές πειραϊκές ομάδες, πλην Λακεδαιμονίων, βεβαίως βεβαίως, ανεξάρτητα από την κατηγορία που παίζουν, έχουν αλληλοσεβασμό και αλληλεγγύη. Με την αναφορά του στον Αργοναύτη, ο Μπουλαξίζης είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.
Όταν τελείωσαν και τη διήγηση της ιστορίας με τους ούγγρους επί Καρέλλα, θεώρησε τη στιγμή κατάλληλη και πέταξε: «Ενδιαφέρον αυτό που παίζατε. Παίζουν και άλλοι αυτό το παιχνίδι;»
«Συστηματικά, εμείς. Τον τελευταίο καιρό έχουν σκάσει μύτη και άλλοι δύο, έρχονται πακέτο, δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, όλοι Διόσκουρους τους λένε. Σήμερα δεν είναι εδώ, εμφανίζονται στη χάση και στη βρέξη, έχουμε συμπέσει καναδυό φορές», είπε ο Κώστας. «Οι τέσσερίς μας παίζουμε μόνο παραλλαγές, κάθε παρτίδα και διαφορετική. Περιστασιακά δοκιμάζουν και άλλοι, όμως τα βρίσκουν μπαστούνια και ξαναγυρνάνε στο ορθόδοξο, που προσωπικά το βρίσκω περιορισμένο και παρωχημένο, ή την άλλη αηδία, το προοδευτικό. Είπα προοδευτικό και θυμήθηκα: Σάματις και η Προοδευτική, λίγες φορές έχει παίξει τα εντός έδρας της στο Πέραμα; Που λες, εμένα μού αρέσει αυτό με τους εφτά Ίππους και το άλλο με τον Σκίουρο· είμαι της στρατηγικής, όπως καταλαβαίνεις. Του Μάκη από δω, που είναι και λίγο καλλιτέχνης, ζωγραφίζει και κάτι αμπστρέ, αλαφροΐσκιωτος να πούμε, του αρέσει η Αλίκη. Αν έρθουμε στο κέφι, να, τις προάλλες που φέραμε ισοπαλία στην Καλαμάτα, παίζουμε και μανσούβα, δεν ξέρω αν έχεις υπόψη σου».
«Επινόηση του Μανάκου».
«Ακριβώς. Κάποτε περνούσε συχνά, τώρα έχει να φανεί… στάσου να δεις… Μάκη, πότε σταμάτησε ο Μπατσινίλας; Κεφαλοσφαιριστής αυτός μια φορά… Από τότε. Αλλά, πού τα ξέρεις αυτά εσύ; Πρέπει να παίζεις σε σύλλογο… Μη μου πεις στο Μοσχάτο ή στον Κρυστάλλη;», είπε ο Κώστας, με ύφος σαν να ρωτούσε «δεν πιστεύω να παίρνεις ουσίες;»
«Όχι». Η άμεση και κατηγορηματική απάντηση του Μπουλαξίζη φάνηκε να καθησυχάζει τα γερόντια. «Παίζω από μικρός, ερασιτεχνικά, και διαβάζω πού και πού τις σκακιστικές στήλες στις εφημερίδες. Δεν τα καταφέρνω άσχημα και με τα προβλήματα. Σαν έφηβος, μένω Γκύζη ξέρετε, σύχναζα στον Παναθηναϊκό, επί Αναστασόπουλου και Μπουλαχάνη. Δεν έπαιζα, έβλεπα μόνο, αυτοί παίζανε βίδο, κι εμένα δε μου περίσσευαν τότε. Σαν φοιτητής περνούσα και από την ΕΦΕΤ, είχα κόψει και κάτι ισοπαλίες από τον κύριο Λοβέρδο, και μια φορά κέρδισα και τον κύριο Κονταρίνη, σε φιλικές παρτίδες, εννοείται. Δελτίο σε σύλλογο όμως, όχι, δεν έχω».
Η εμπιστοσύνη των γεράκων, που προσωρινά είχε κλονιστεί, αποκαταστάθηκε και ενισχύθηκε. Το Μοσχάτο και ο Κρυστάλλης είναι γιάφκες ολυμπιακών, και στα μάτια των εθνικών, οι παναθηναϊκοί είναι σύμμαχοι. Ο εχθρός του εχθρού μου, και τα λοιπά, και τα λοιπά.
«Είπα κι εγώ· καλά σε είχα καρατάρει από την αρχή για δερβισόπαιδο. Κάτσε να φωνάξουμε και τον μαγαζάτορα, που μας ξέρει όλους έναν-έναν. Στέλιο!».
Ένας γιγαντόσωμος και ασυνήθιστα ευθυτενής, για την ηλικία του, τύπος ξεπρόβαλε από το ψυγείο-βιτρίνα στο βάθος της αίθουσας και, διασχίζοντας με ανοιχτά βήματα το μαρμάρινο δάπεδο με τα θαμπά εναλλάξ άσπρα και μαύρα τετράγωνα, πλησίασε στο τραπέζι τους. Ο Μπουλαξίζης δεν ήξερε ότι είχε μπροστά του τον θρυλικό τερματοφύλακα, που σαράντα χρόνια πριν είχε παίξει και στην Εθνική· ούτε όμως εκείνοι γνώριζαν ότι είναι αστυνομικός. Μπαλεγιέ.
«Στέλιο, ο νεαρός από δω, Πέτρος τ΄ όνομα, είναι συμπαθών», έκανε τις συστάσεις ο Κώστας. «Ρωτάει για τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη».
Νεαρός; Εμ βέβαια, μπροστά τους, αν και πενηντάρης, φαινόταν τζόβενο. Ο νεώτερος εκεί μέσα είχε προλάβει αρχιεπίσκοπο τον Δαμασκηνό, και όσο για τον μεγαλύτερο, μπορεί και να ήταν συμπολεμιστής του Παύλου Μελά.
Μίλησαν για λίγο. Ο αστυνόμος κατέγραφε στη μνήμη του τις πληροφορίες που τεχνηέντως αποσπούσε. Έστρεψε πάλι την κουβέντα στη μπάλλα και τον παλιό Πειραιά, έμεινε λίγο ακόμα για να μην κινήσει υποψίες, και χαιρέτησε, αφήνοντας τον πληθωρικό Κώστα, τον λιγομίλητο Μάκη και τα άλλα γεροντάκια στη χρονοκάψουλά τους, στο καφενείο του Τουρκομένη.
Ιβέκο εναντίον Πλύμουθ
Ο ψυχρός νυχτερινός αέρας βοηθούσε τον Μπουλαξίζη να τακτοποιήσει τις σκέψεις του. Θυμήθηκε ότι ένας μυστήριος που είχαν οδηγήσει στην Ασφάλεια να τους παίξει πιάνο επειδή πουλούσε στον υπόγειο της Ομόνοιας ατελώνιστα ξένα περιθωριακά σκακιστικά περιοδικά, λαθραίες φωτοτυπίες σημειώσεων επωνύμων προπονητών και τράπουλες με σκακίστριες πρώην σοσιαλιστικών χωρών σε ακατονόμαστες πόζες, είχε σπάσει στην ανάκριση και είχε ομολογήσει ότι σε μερικούς συλλόγους, τους είχε κατονομάσει κιόλας, το φυτευτό έχει εκτοπίσει πλήρως το ορθόδοξο.
«Έπρεπε να το έχω φανταστεί από την πρώτη στιγμή», αυτομέμφθηκε ο Μπουλαξίζης. Ο ίδιος δεν έλεγε και ξανάλεγε στους συνεργάτες του ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο; Αυτός δεν έφερνε σαν παράδειγμα ότι κάτι που κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια δεν είναι αναγκαστικά γάτα, αλλά μπορεί να είναι και σκύλος που ξέρει ξένες γλώσσες; Πώς λοιπόν είχε θεωρήσει δεδομένο ότι στο εντευκτήριο, τη νύχτα του φόνου, στη σκακιέρα του φόνου, παιζόταν ορθόδοξο σκάκι και όχι μία από τις ένα σωρό παραλλαγές του; Πώς δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι, εκτός από το αγωνιστικό, υπάρχει και το καλλιτεχνικό σκάκι; Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουώτσον.
Κόντευε να φτάσει στην κορυφή του λοφίσκου. Από εκεί, μια κατηφόρα και θα βρισκόταν στην Καστέλλα.
Δεν πολυήξερε από αμάξια, δεν είχε άλλωστε δικό του. Μολαταύτα, κάποια όπως η παλιομοδίτικη κούρσα που φάνηκε από απέναντι, με τα φώτα στη χαμηλή σκάλα και μοναδικό επιβάτη τον οδηγό της, τα βλέπεις μια φορά και τα θυμάσαι για πάντα. Ναι, το είχε ξαναδεί πρόσφατα. Πού και πότε όμως;
Μα βέβαια. Δεν είχε κλείσει καν εικοσιτετράωρο. Είχε δει μόνο το μπροστινό μισό, που ξεμύτιζε από το απέναντι κάθετο στενό της Παλαμήδη 64, και σκεπασμένο με κουκούλα, που κάλυπτε το καμπανιστό αχνό ροδακινί χρώμα του, όχι όμως και το ανοικονόμητο σουλούπι του. Και, φυσικά, τα συμμετρικά εξογκώματα κάτω από την κουκούλα ανταποκρίνονταν στα οξυκόρυφα φρύδια των φαναριών του. Μπίνγκοου!
Ο δημοτικός φωτισμός ήταν λιγοστός, όμως ο Μπουλαξίζης σαν να διέκρινε, περισσότερο διαισθάνθηκε, ότι ο οδηγός θορυβήθηκε όταν διασταυρώθηκαν αστραπιαία τα βλέμματά τους καθώς το αμάξι περνούσε από μπροστά του. Η πίσω πινακίδα ήταν επιμελώς σκεπασμένη με ξεραμένη λάσπη και δεν διαβαζόταν. Πρόλαβε να δει τη μάρκα της κούρσας που επιτάχυνε και απομακρυνόταν: Plymouth.
Δεν περνούσε κανένα ταξί. «Τα πρόστυχα· όταν τα θέλεις, δεν τα βρίσκεις», σκέφτηκε. «Τελικά, μάλλον πρέπει να πάρω το Μιραφιόρι του Χαρίτου τώρα που βγαίνει στη σύνταξη και θ΄ αγοράσει καινούργιο με το εφάπαξ».
Το μοναδικό τροχοφόρο στη γύρα ήταν το τοπικό αστικό, που ανέβαινε τη λεωφόρο αγκομαχώντας σαν χωματουργικό βαρέως τύπου και φλομώνοντας τη φιλήσυχη και αραιοκατοικημένη γειτονιά του Προφήτη Ηλία με υπολείμματα ατελούς καύσης ντήζελ. Ο αριθμός 915 στο κούτελό του ερχόταν σε αντίφαση με τη διαδρομή ΚΟΡΩΠΙ – ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ που διατεινόταν ότι εκτελούσε. «Πληγή του Φαραώ αυτοί οι συνδικαλιστές. Έχουν διαβρώσει τα πάντα. Πλήρης ασυδοσία», γκρίνιαξε από μέσα του.
Στάθηκε στη μέση του δρόμου και ανέτεινε το δεξί του χέρι. Καθώς το μινιμπάς τροχοπεδούσε μπροστά του με στριγγό ήχο κιμωλίας που σύρεται σε μαυροπίνακα, τα φώτα του ανέδειξαν τη στίλβη του μεταλλικού αστυνομικού σήματος στο πορτοφόλι που κρατούσε προτεταμένο με το αριστερό.
Ο Μπουλ ανέβηκε τροχάδην από τη μπροστινή πόρτα. Μόνο ο «Άγγελος» του Τερλέγκα, που διαχεόταν καψούρης μέσα από τα ακουστικά του iPod του οδηγού, φάτσα κρασοπατέρα με βλεφαρόπτωση, κινητό-σκουλαρίκι, γυαλιά ηλίου στις δέκα το βράδυ κατεβασμένα σαν πενς-νε, το δεξί πόδι στο ταμπλώ, τα μπατζάκια ανεβασμένα σε ύψος μακριάς βερμούδας, πλήγωνε τη σιωπή.
«Να σου εξηγήσω, αρχηγέ...»
«Οκέι, λίσεν απ. Αστυνόμος Μπουλαξίζης του Εγκληματολογικού. Αν η πλώρη σου απομακρυνθεί από τον πίσω προφυλακτήρα αυτής της μαούνας περισσότερο από μια χεριά του Φελπς, θα θυμηθώ ότι έχεις παραβιάσει τα μισά άρθρα του ΚΟΚ και κάμποσα του Ποινικού. Ξέρεις το παιχνίδι: τρέχεις και σε κυνηγώ, αν σε πιάσω και λοιπά. Ε, είμαστε στην τελευταία πίστα. Αμόλα καλούμπα».
«Τώρα ξηγιέσαι και πολύ μερακλαντάν, κυρ-αστυνόμε. Μην το βλέπεις έτσι κουτσομούρικο, χοτ ροντ τόχω κάνει· κινητήρα και πλαίσιο τάχω πειράξει, και στην πιάτσα με φωνάζουνε Άυρτον. Άστο πάνω μου».
Και σανίδωσε. Οι λιγοστοί επιβάτες, ένα ζευγάρι μπεζ αλλοδαπών στη γαλαρία και μια γιαγιά με λιλά μαλλί στη μονή θέση πίσω από τον οδηγό, αισθάνθηκαν στα γερά τα τζι που αναπτύχθηκαν, και που δεν θα ήταν λιγότερα αν το Ιβέκο ήταν Τσέσσνα που τροχοδρομούσε για απογείωση. Η παράδοξη καταδίωξη άρχιζε.
Η Πλύμουθ χρονοτριβούσε καθώς ελισσόταν να χωρέσει από τα στενά. Το μινιμπάς, με τον οδηγό να το σαλαγάει με αλλεπάλληλα «Ώααα!» και παίρνοντας σβάρνα φανάρια και καθρέφτες από ανύποπτα παρκαρισμένα γιωταχί, όλο και μίκραινε την απόσταση.
Στρίβοντας σε μια γωνία και προσπαθώντας να παρακάμψει έναν δημοτικό κάδο που έχασκε αμέριμνα στη μέση, η Πλύμουθ πήρε παραμάζωμα ένα προστατευτικό πλαστικό δίχτυ και έπεσε με τη δεξιά πλευρά σε κάτι έργα. «Τον οτέ σας, παλιορούκουνες!» γρύλλισε ο οδηγός της. Άδικη μομφή: το όρυγμα ήταν της ΔΕΗ· ο ΟΤΕ δεν περιφράσσει τα χαντάκια που ανοίγει με πλαστικά δίχτυα, παρά τα καλύπτει με κάτι μισοσαπισμένες ξυλοπαλέττες, και βαρδάτε από μπρος. Πήρε τον χαρτοφύλακά του από το πορτ μπαγκάζ και άρχισε να τρέχει την ανηφόρα.
Πριν καλά καλά ο λεωφορειατζής κλειδώσει το αυτόματο κιβώτιο στη θέση P, ο Πιτ Μπουλ είχε ξεχυθεί πίσω από τον φυγάδα. Ο ραλλίστας οασίτης έβαλε στέκα τα περιπτερέιμπαν, άχνισε και μετά γυάλισε στο μανίκι του το φω ρουμπίνι-κοτρώνα στο δαχτυλίδι του, και ανέβασε και τα δύο πόδια στο ταμπλώ. «Ήταν ένα κομμάτι κέικ, κούκλα», μονολόγησε αυτάρεσκα στρίβοντας ένα γάρο. Οι συμπατριώτες του Ανάντ και της Κονέρου, με τη χαρακτηριστική γαλήνη και αταραξία της υποηπείρου τους, αποβιβάζονταν με τάξη και χωρίς να βιάζονται, ενώ η γιαγιά έκανε μετάνοιες κάτω από τα καθίσματα για να μαζέψει μια κονσέρβα γατοτροφής που είχε πέσει από τα ψώνια της.
Διώκτης και διωκόμενος απείχαν πια ελάχιστα. Όταν ο άλλος μπήκε σ΄ ένα σκοτεινό αδιέξοδο, ο Πιτ Μπουλ φόρεσε την πιο ψαρωτική φωνή του και γάβγισε: «Στάσου, μύγδαλα!»
Τα λίγα δευτερόλεπτα της ολιγωρίας που διαδέχθηκε τον αιφνιδιασμό του φυγάδα άρκεσαν στον αστυνόμο για να τον εξουδετερώσει με λαβές πολεμικών τεχνών και να τον ακινητοποιήσει με το πρόσωπο στον τοίχο ενός καταρρέοντος νεοκλασσικού. Τα σμαραγδένια μάτια μιας κατάμαυρης γάτας καταύγασαν καλειδοσκοπικά στο σκοτάδι καθώς απομακρυνόταν ενοχλημένη από τα χαλάσματα. Η στιλπνή γούνα της άγγιξε τον σχεδόν ισομεγέθη της ποντικό, που συνέχισε απτόητος να γευματίζει οικογενειακώς στον γήλοφο των σκουπιδιών. Το φεγγάρι ψηλά έψαχνε να βρει τον αγαπημένο της Νατάσας Θεοδωρίδου για να του πει πως δεν θ΄ αντέξει, δεν θα ζήσει – η Νατάσα, όχι το φεγγάρι, που μετά είχε να κάνει και τα θελήματα του Τερζή, της Γλυκερίας, και πάει λέγοντας.
«Για να δούμε τι έχουμε εδώ... Αχά, ένα Σμιθ εντ Γουέσσον. Κομψοτέχνημα, δεν φτιάχνουν τέτοια πια. Θα σού το δανειστώ γι΄ απόψε, αν δεν έχεις αντίρρηση. Και, σε παρακαλώ, ένωσε τους καρπούς σου στην πλάτη... Ευχαριστώ. Τώρα μπορείς να γυρίσεις. Για έλα λίγο πιο κοντά στο φως, να δούμε τα μούτρα σου... Μπα, μπα, μπα, για δες ποιος είναι!...»
--- τέλος κεφαλαίου 3 ---