Άποψη της πόλης των Αθηνών, από την Ακρόπολη προς το Λυκαβηττό, περί το 1860. Διακρίνονται σε πρώτο πλάνο η Μητρόπολη υπό κατασκευή, στο βάθος το κτίριο του Πανεπιστημίου, και πίσω του οι ακατοίκητες ακόμη εκτάσεις της Νεάπολης και του Στρέφη.
Μερικά αποσπάσματα από τις γλαφυρές ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Γάλλου Α.Proust, που οι εκδότες δεν διευκρινίζουν αν συνδέεται με τον μεταγενέστερο και κατά πολύ διασημότερο συνεπώνυμο συγγραφέα:
Για το αττικό τοπίο και φως: Δεν ξέρω τίποτα πιο όμορφο απ' αυτήν την άγονη και άνυδρη Αττική που μοιάζει με καθαρόαιμο άλογο, του οποίου διαγράφονται έντονα οι φλέβες και οι μύωνες. Πρώτα απ' όλα μας εκπλήσσει αυτή η φαλακρότητα, μια και στη Γαλλία συμβαίνει το αντίθετο ακριβώς. Δεν αργούμε όμως ν' ανακαλύψουμε σ' αυτήν την εξαίσια απλότητα μια γοητεία που μεταβάλλεται ακατάπαυστα, κι ένα γούστο πολύ πιο εκλεπτυσμένο από αυτό των αντιθέσεών μας. Σ' αυτή τη γραμμική γοητεία πρέπει να προσθέσουμε το μαγικό αποτέλεσμα της διαύγειας και της λαμπρότητας του φωτός, το οποίο και την αναδεικνύει. Ο καθαρός ουρανός της Νεάπολης στην Ιταλία, παρέχει μια αμυδρή μόνο ιδέα. Κανένας αχνός δεν παραβιάζει την ευθύτητα του σχεδίου ακόμα κι από πολύ μακριά. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει σύγχυση μεταξύ ουρανού και γης, όπως συμβαίνει στο Βορρά. Δεν έχουμε μετάβαση από τη σκιά στο φως. Μόνο μια απερίγραπτη γλύκα και αρμονία.
"Ευτυχισμένα παιδιά, εσείς που περπατάτε σ' έναν καθαρό, απαλό και διαυγέστατο αέρα!"
Ένα βράδυ είχα ανέβει παρέα μ' έναν Γερμανό επιστήμονα στον Άρειο Πάγο. Από εκεί θαύμαζα τον ήλιο που φώτιζε ακόμα και την ώρα της δύσης του τις πιο μικρές πτυχές της Αίγινας.
"Αυτή η διαύγεια που σας εκπλήσσει", μου είπε ο σύντροφός μου, "οφείλεται σε φυσικά αίτια. Η καθαρότητα της ατμόσφαιρας οφείλεται στην απουσία βλάστησης. Ο αέρας που τη συνιστά, περιλαμβάνει ελάχιστα μόρια ετερογενών ουσιών. Σημειώστε ότι τα ελαστικά υγρά..."
Η επιστήμη, με την ψυχρή της ανάλυση, είναι σκληρή. Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε να γκρεμίσω τον επιστήμονα στην άβυσσο που έχασκε μπροστά μας, βαθιά κι απόκρυμνη. Θαυμάζοντας όμως το πανόραμα που ξετυλιγόταν στα πόδια μας, απέβαλα αυτήν την άσχημη σκέψη. Η θάλασσα λειτουργούσε σαν φόντο του πίνακα. Αριστερά βρίσκονταν τα σκαμμένα πλευρά του Υμηττού και δεξιά ο Κορυδαλός. Πίσω μας η Πεντέλη κι η Πάρνηθα. Και στα τελευταία πλάνα τα βουνά της Πελοποννήσου με υψωμένες τις μυτερές κορφές τους.
Για την ελληνική φιλοξενία: Είναι προφανές πως, όσο προχωράμε προς την ενδοχώρα, όπου τα απαραίτητα για τη ζωή σπανίζουν, ο οικοδεσπότης σου είναι ολοένα και περισσότερο γενναιόδωρος. Είναι εξίσου σίγουρο πως οι εγωιστικές συνήθειες της Δύσης τείνουν ν' αντικαταστήσουν την ανατολίτικη ευγένεια και πως σε μερικά χρόνια αντί για το τσιμπούκι, το φλιτζάνι του καφέ και το δίσκο με τα ζαχαρωτά που σερβίρουν στον νεοφερμένο, θα αρκούνται να δείχνουν, όπως στο Παρίσι, τη διεύθυνση των καλών εστιατορίων.
Για το γλωσσικό ζήτημα και τους Αθηναίους λογίους: Ένα από τα ζητήματα που απασχολούν πολύ τους σημερινούς Αθηναίους, είναι το γλωσσικό ζήτημα. (...) Ένα πάντως είναι σίγουρο, πως πρόκειται ασφαλώς για την αρχαία δημώδη γλώσσα με μερικές αλλαγές. (...) Είναι δυνατόν μια συνομωτική ομάδα λογίων να αλλάξει τη γλώσσα δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων; Και πως; Γράφοντας συγγράμματα που μπορούν να διαβάσουν λίγοι άνθρωποι μόνο ή διασκεδάζοντας στη σιωπή του γραφείου τους, καθώς θα αντικαθιστούν με τη λέξη "ύδωρ" τη δημώδη λέξη "νερό" που -πρέπει να το σημειώσω- είναι πιο αρχαία; ή επινοώντας στη θέση της τούρκικης λέξης "μπαρούτι" μια λέξη επιτηδευμένη, που δε λέει τίποτα, κ.λ.π., κ.λ.π.; Η αληθινή γλώσσα είναι αυτή του χωρικού, του βοσκού, του ναύτη. Αυτή πρέπει να κωδικοποιηθεί και να διδαχθεί. Ο Μολιέρος χωρίς άλλο θα γελούσε πολύ μ' αυτές τις ανοησίες. (...) Είναι πάντως διασκεδαστικό να βλέπεις τι είδους σαπφικές ωδές και τι στομφώδη ποιήματα, κενά νοήματος και έμπνευσης, συνθέτουν αυτοί οι σοφοί που τους απασχολεί τόσο πολύ η μορφή. Είναι παράλoγο πράγμα στ' αλήθεια να συγκρίνουμε τα έργα τους με τη θαυμάσια δημοτική ποίηση που μας γνώρισαν ο Fauriel και ο Marcellus. "Δεν γράφουμε για τις ταβέρνες", μας έλεγε ο κ. Σούτσος. Αυτό όμως είναι αδικία! Στις ταβέρνες περνάς θαυμάσια και, όταν φουσκώνει ο καφές και τραγουδά ο ναργιλές, είναι απόλαυση να ακούς να λένε ένα απ' αυτά τα τραγούδια με τους ζωντανούς και χτυπητούς χρωματισμούς. Οι ταβέρνες έχουν γνήσιο ποιητικό αίσθημα, αίσθημα που πηγάζει από την κρυφή τους αγάπη για τη φύση. Και δεν είναι ανάγκη ούτε ν' ανασκαλεύεις τις αναμνήσεις σου ούτε ν' ανοίγεις λεξικό, για να μάθεις ποιον έχουν μιμηθεί και τι θέλουν να πουν. Και το τελευταίο τραγουδάκι της ταβέρνας αξίζει περισσότερο από το μέγα πάθος αυτής της πολυμάθειας, που έχει ξεφτίσει σε φιλολογικές συζητήσεις κι έχει ξεχάσει τις πιο πιεστικές ανάγκες της εποχής της.
Ο συγγραφέας παίρνει την άδεια για να διεξάγει τις δικές του -άδοξες- αρχαιολογικές ανασκαφές: Η άδεια μας δόθηκε πολύ φιλοφρονητικά. Την επομένη ξεκινήσαμε πριν το χάραμα. Μισή ντουζίνα εργάτες προπορεύονταν. Οι μισοί με άλογα και οι άλλοι μισοί με γαϊδούρια προχωρούσαν χαρούμενα ανάμεσα σε μυρωδάτες μυρτιές, ανακατεύοντας τη βαριά φωνή τους με τις διαπεραστικές φωνές των τζιτζικιών. Όταν φθάσαμε, φάγαμε πολύ, μια και η πρωινή πορεία που κάναμε, μας είχε ανοίξει την όρεξη. Μετά ριχτήκαμε στη δουλειά. Αλλά οι Έλληνες εργάτες καπνίζουν πολύ και η ανθρακιά, όπου άναβαν τα τσιγάρα τους, βρισκόταν μακριά από το εργοτάξιο. Το βράδυ λοιπόν είχαν βγάλει περίπου ένα πόδι χώμα, είχαν καπνίσει 25 με 30 μέτρα τσιγάρα και είχαν διανύσει καμιά σαρανταριά χιλιόμετρα. Έτσι σταματήσαμε τις έρευνες προς απελπισία του καθηγητή St..., ο οποίος είχε ήδη υπολογίσει το μέρος του θησαυρού που θα του αναλογούσε.
Για τον χαρακτήρα των Ελλήνων: Αν εκ πρώτης όψεως σας φαίνεται ότι ένα ελληνικό σαλόνι είναι σχεδόν όμοιο στην άνεση μ' ένα γαλλικό, η αυταπάτη σας θα κρατήσει για λίγο και δεν θ' αργήσετε ν' αντιληφθείτε ότι οι ερασιτέχνες που γελούν με τις ιεραρχικές μας κατατάξεις και ξέρουν να κρίνουν τον άνθρωπο άσχετα από τα ρούχα που φοράει, είναι περισσότεροι απ' ο,τι φαίνονται. Μόνο αν διεισδύσουμε στα μύχια τους, θα βρούμε τα αληθινά χαρακτηριστικά της φυλής. Πιστεύουν στην ισότητα, την ιδιωτική πρωτοβουλία και τρέφουν αντιπάθεια για τις πειθαρχημένες συνήθειές μας. Τους ακούμε να μας αποκαλούν "οι Ευρωπαίοι", σαν να κατοικούν στην άλλη όχθη του Βοσπόρου. (...) Καλά έκαναν οι συγγραφείς και γέλασαν με τις εξοχότητές τους, τους υπουργούς, επειδή συνομιλούσαν στον ενικό με τον μπακάλη της γωνίας. Αλλά το γελοίο δεν είναι ότι συνομιλούσαν στον ενικό με τον μπακάλη, αφού οι Έλληνες έχουν αυτό το συνήθειο αναμεταξύ τους, σ' όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκουν. Το γελοίο είναι να επιβάλλουμε στους ιθύνοντες τον τίτλο της εξοχότητας με το πρόσχημα ότι έτσι γίνεται στη Βαυαρία.
Για το ζήτημα της ιστορικής συνέχειας: Αν δώσει πίστη κανείς στις θεωρίες του Fallmerayer, δεν υπάρχουν πια Έλληνες στην Ελλάδα. Μόνο Σλάβοι. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι Έλληνες της Θράκης και της Μακεδονίας δεν μπορούν να καυχιώνται πως έχουν τόσο καθαρές ρίζες, όσο οι ορεσίβειοι του Ολύμπου και της Μάνης. Αλλά είναι εξίσου αδιαμφισβήτητο ότι απ' το ακρωτήριο Μαλέας μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και από τη Σμύρνη μέχρι την Κέρκυρα υπάρχουν 10 εκατομμύρια άτομα που μιλούν ελληνικά, τα οποία είναι ανακατωμένα μ' έναν πληθυσμό που μιλάει σλάβικα. Και ότι στο λεκανοπέδειο της Αθήνας ξεχωρίζουμε εύκολα τους Αρβανίτες με τους στενούς κροτάφους και την κυρτή μύτη από τους Έλληνες με το πλατύ μέτωπο και τα προεξέχοντα μήλα, παρόλο που φορούν τα ίδια ρούχα. Αρκεί να μιλήσουμε μια ώρα με τους τελευταίους, για να μας φύγει κάθε αμφιβολία ως προς τη γνησιότητα της καταγωγής τους. Οι πνευματικές τους ικανότητες είναι οι ίδιες από τα ομηρικά χρόνια. Έχουν το ίδιο χάρισμα να καταλαβαίνουν τα πάντα γρήγορα και σωστά, την ίδια ευκολία να εκφράζουν τα πάντα μεταφορικά και χαριτωμένα. Αυτά τα γνωρίσματα κάνουν τους Έλληνες να υπερέχουν κατά πολύ από τις άλλες ανατολίτικες φυλές και να μην είναι αγαπητοί σε καμία απ' αυτές (...) Ούτε τα άλλα μεσογειακά έθνη τους συμπαθούν. Σοβαροί και σώφρωνες δεν ξέρουν τι σημαίνει εμπαιγμός και γρήγορες δραματικές εναλλαγές. Σ' αυτούς ο πόνος ακολουθεί το ήσυχο μονοπάτι της ελεγείας. Είναι ένα υποβόσκον κακό και όχι μια οξεία κρίση που οδηγεί στην τρέλα. Ενώ στη Νάπολη ή στη Βενετία, για παράδειγμα, τα όπλα του Έρωτα προκαλούν τρομερές πληγές, τα βέλη του αθηναϊκού θεού δεν ταράζουν ούτε τον ύπνο τους ούτε την ενασχόληση με τις δουλειές τους. Οι Έλληνες έχουν διατηρήσει τον τραγικό τόνο. Γι' αυτούς η δράση προχωρεί πάντα αργά και σοβαρά, με έμφαση, αν και συμβαδίζει με την πραγματικότητα, κάνοντας διάλογο, ρωτώντας και δίνοντας το χρόνο για συλλογισμό, πριν φθάσουν στην τελική λύση. Αυτές οι τάσεις ανάλυσης και πρόβλεψης, ακόμα και στους πιο αδαείς, μας αφήνουν εμβρόντητους. Ο Ελληνικός λαός ξέρει να ακούει καλύτερα από όλους. Είναι ο μόνος που λέει ελάχιστα, αν και μιλάει πολύ.
Ένας Χειμώνας στην Αθήνα του 1857, του Α.Proust (εκδ. Ειρμός, 1990, μετάφραση: Ντ.Γκίκα, φιλολογική επιμέλεια: Θ.Πυλαρινός)
Ανθολόγηση αποσπασμάτων: Γιάννης Σιδέρης