Οι άνθρωποι αλλάζουν, μπαμπά
Από το παράθυρο βλέπω τα αεροπλάνα να έρχονται και να φεύγουν, αναρωτιέμαι για ποιο λόγο βρίσκομαι εδώ, και μέχρι να γράψω αυτή τη φράση έχουν προσγειωθεί δύο, το ένα μετά το άλλο. Ένα λεπτό αργότερα απογειώνεται ένα άλλο, κι εγώ εξακολουθώ να κάθομαι εδώ, γήινη, με το στυλό στο χέρι. Στο όνομα τίνος, και περιμένοντας τι, ποιον; Το σπίτι είναι ήσυχο, σιωπηλό. Καρέκλες, τραπέζια, αντικείμενα. Το ψυγείο άδειο. Η Κυριακή τραβάει ώρες ατελείωτες. Και στη μέση ενός σωρού από σύννεφα, εκεί έξω, τα αεροπλάνα να μη σταματούν.
Δεν έχω τίποτα εναντίον του άνδρα μου, δεν έχω τίποτα εναντίον κανενός. Αν κάποιος με ρωτήσει, «τον αγαπάς;», θα απαντήσω πως τον αγαπώ, χωρίς να ξέρω ακριβώς τι είναι να σ' αγαπώ, τι σημαίνει. Πρέπει να σ' αγαπώ αφού δεν με ενδιαφέρουν άλλοι άνδρες, δεν με ενδιαφέρει κανένας άνδρας, είμαι συνηθισμένη στις σιωπές σου, δεν με πειράζει που είσαι εδώ, εννοώ στον καναπέ του καθιστικού, (εσύ τι σκέφτεσαι;), σιωπηλός, χωρίς να ενοχλείς κανέναν, κοιτάζοντας τον τοίχο. Εσύ κοιτάς τον τοίχο, κι εγώ τα αεροπλάνα. Η μητέρα μου πιστεύει πως είμαστε ευτυχισμένοι, κι όπως πάντα έχει δίκιο, ίσως να είμαστε ευτυχισμένοι. Το διαμέρισμα εξοφλήθηκε. Το τζιπ εξοφλήθηκε (το άλλο αυτοκίνητο έχει εξοφληθεί εδώ και αιώνες), τα χρήματα είναι αρκετά, αν θέλω μπορώ να αλλάξω τις κουρτίνες, κάθε τόσο τρώμε με φίλους, κάθε τόσο μια συναυλία. Είναι ιδέα μου ή κοιμάσαι στις συναυλίες; Η μητέρα μου λέει πως είμαστε ευτυχισμένοι. Είναι ιδέα μου ή η ευτυχία είναι μπελάς; Πρέπει να είναι ιδέα μου: υπάρχουν αεροπλάνα που απογειώνονται.
Όταν η μητέρα μου λέει πως είμαστε ευτυχισμένοι, ο πατέρας μου με κοιτάζει με την άκρη του ματιού του, σιωπηλός. Από μικρή τον λάτρευα. Τώρα δεν ξέρω. Η μυρωδιά του έχει αλλάξει, μυρίζει γερατειά, όπως το χαρτί της εγκυκλοπαίδειας ή το βάθος του συρταριού. Ακόμα και τα λόγια του μυρίζουν εγκυκλοπαίδεια. Είναι δύσκολο να ζεις με ορισμένες μυρωδιές. Του δίνω ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλο, προσπαθεί να μου πιάσει το χέρι, δεν θέλω να μου πιάσει το χέρι και δεν θέλω να καταλάβει ότι τον αποφεύγω. Οι άνθρωποι αλλάζουν μπαμπά, συγγνώμη. Έχει σχεδόν πάντα ένα βιβλίο ανοιχτό στα γόνατά του, δεν θυμάμαι να τον έχω δει να διαβάζει, το βιβλίο είναι ένα ακόμη κομμάτι του σώματός του που δεν τον ενδιαφέρει, όταν απομακρύνεται η μητέρα μου με ρωτά, «έχεις προσέξει το χρώμα του πατέρα σου;», μα εγώ δεν διακρίνω κανένα χρώμα, σαν να έχει γίνει αόρατος.
(Από το τακτικό χρονογράφημα του Πορτογάλου συγγραφέα Αντόνιο Λόμπο Αντούνες στην «Ελ Παΐς». Απόδοση: Μιχάλης Μητσός http://diastaseis.blogspot.com/2006/09/blog-post_22.html )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου