Του Παναγιώτη Κονιδάρη
«Χο-χο-χο! Μέρυ Κρίστμας αδερφέ!»
Ήταν ένας χοντρός τύπος που φορούσε στολή του Αϊ-Βασίλη και κρατούσε κάτι μπαλόνια. Πιθανότατα θα γυρνούσε από κάποιο παιδικό πάρτυ.
«Χο-χο-χο! Μαίρη Χρονοπούλου!» απάντησα και προσπέρασα βιαστικά.
Παρακάτω συνάντησα δύο ακόμα Αϊ-Βασίληδες, αυτή τη φορά γυναίκες. Κρατούσαν στο χέρι κάτι κουτάκια μπύρας και από το παραπάτημα τους συμπέρανα ότι δε θα ήταν τα πρώτα. Με χαιρέτησαν κι αυτές με χαχανητά και πειράγματα. Το όλο πρόβλημα ήταν ότι ήμουν κι εγώ ντυμένος με τη χαρακτηριστική κόκκινη φορεσιά, τον κόκκινο σκούφο με το λευκό γούνινο τελείωμα και την ολόλευκη γενειάδα, όπως πρόσταζε η δυτική παράδοση για τον άγιο των δώρων. Όμως εγώ δεν ήμουν χασομέρης σαν κι αυτούς. Η δική μου προτεραιότητα δε μου άφηνε περιθώρια για γλέντια. Έπρεπε να φτάσω έγκαιρα στο στόχο μου, πράγμα που μου υπενθύμιζαν κάθε τόσο οι βορβορυγμοί από το άδειο στομάχι μου.
Το στομάχι μου! Αυτό και μόνο αυτό ήταν υπαίτιο για την πράξη που ήμουν έτοιμος να αποτολμήσω. Άνεργος για δέκα μήνες, και νηστικός για τέσσερις μέρες ήταν κάτι που δεν ήθελε επουδενί να διαπραγματευτεί. Όσον καιρό έκανα κάτι λίγα ιδιαίτερα –μαθηματικός ων- ένα ισχνό μεροκάματο έβγαινε. Με την άνθιση των μεγάλων φροντιστηρίων όμως και με την οικονομική κρίση δε μου είχε απομείνει πια ούτε μαθητής, ούτε κουράγιο. Βασανίστηκα πολύ, έδωσα τη μάχη κι έχασα από το στομάχι. Ήμουν πια ψυχολογικά έτοιμος να κλέψω.
Το σπίτι το είχα εντοπίσει από καιρό. Ήταν μια όμορφη μονοκατοικία, λίγο παράμερη. Την είχα επιλέξει για πρακτικούς λόγους. Για την ακρίβεια για έναν πρακτικό λόγο: την καμινάδα. Φαινόταν τόσο μεγάλη που θα χωρούσε να περάσει από μέσα ακόμα κι ο χοντρός Σάντα που είχα συναντήσει κι όχι εγώ που ήμουν πετσί και κόκαλο. Στο σάκο μου είχα αντί για δώρα τα απαραίτητα εργαλεία: γάντζους, σχοινιά, φακό, τέτοια πράματα. Τα δώρα έλπιζα να τα βρω εκεί.
Η μεταμφίεση ήταν έμπνευση της στιγμής. Πλησίαζε η Πρωτοχρονιά και περίμενα να είναι ο τόπος γεμάτος μασκαρεμένους Αγιοβασίληδες. Δεν είχα πέσει έξω. Έτσι, όχι μόνο θα έκρυβα την αξιοθρήνητη εμφάνιση του προσώπου μου μα κι αν ακόμα μ’ έπιανε κάποιο μάτι να περπατάω στην οροφή αυτό δε θα προξενούσε παρά γέλια. Για να μη μιλήσω για τις ελάχιστες υποψίες που θα ανακινούσε ένα γεμάτο σακούλι στον ώμο.
Να μην τα πολυλογώ, χρονιάρες μέρες που είναι, είδα κι έπαθα να σκαρφαλώσω από μια πέργκολα στη στέγη. Αφού κόντεψα να γκρεμοτσακιστώ δυο φορές στα γλιστερά κεραμίδια της μεγάλης μονοκατοικίας, αγκάλιασα εν τέλει με λαχανιασμένη ανακούφιση την καμινάδα. Έλεγξα κι από κοντά τη μαύρη τρύπα που έχασκε από κάτω μου. Διαπίστωσα με ικανοποίηση ότι το εύρος της χώραγε κι εμένα και το σακούλι και επιπλέον το τζάκι δεν ήταν αναμμένο. Κρέμασα τα σχοινιά μου και τα στερέωσα καλά, έκανα το σταυρό μου και άρχισα τη σκοτεινή κατάβαση.
Όταν έφτασα στη βάση του τζακιού σταμάτησα λίγο να ανασάνω καθαρό αέρα και να επισκοπήσω το χώρο. Αυτό που είδα ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Το σπίτι κολυμπούσε στην πολυτέλεια. Εκτός από το αυτοκρατορικό τζάκι, το επενδυμένο με ακριβό ξύλο και σκαλιστή πέτρα, το πάτωμα ήταν στρωμένο με ακριβά χαλιά, που ποιος ξέρει ποια παιδικά χεράκια στη Μπουχάρα τους είχαν πλέξει κάτι εκατομμύρια κόμπους. Για τα έπιπλα θα στοιχημάτιζα μια περιουσία –αν είχα- ότι ήταν χειροποίητα και με πανάκριβα καλύμματα. Τριγύρω τοποθετημένα με γούστο βρισκόντουσαν διάφορα αγαλματίδια, βάζα και άλλα αντικείμενα που θα έπρεπε να διδάσκω μιγαδικούς για έξι μήνες για να αγοράσω έστω κι ένα πλαστό αντίγραφό τους. Στους τοίχους κρεμόντουσαν πίνακες που ακόμα κι αν δεν ήταν γνήσιοι, έμοιαζαν πολύ για τέτοιοι. Είχα χτυπήσει φλέβα. Τι φλέβα! Αρτηρία!
Στο κέντρο της τεράστιας σάλας έστεκε ένα γιγάντιο χριστουγεννιάτικο δέντρο που η κοπή του θα πρέπει να ήταν η μεγαλύτερη οικολογική καταστροφή νότια των Άλπεων. Εκατοντάδες λαμπιόνια αναβόσβηναν κάνοντας το φακό μου να μοιάζει με πυγολαμπίδα στο Σανς Ελυζέ. Πάσχισα να κλείσω το στόμα μου που είχε κρεμάσει και έπιασα δουλειά. Κινούμενος όσο πιο αθόρυβα γινόταν άρχισα να φορτώνω με τιμαλφή το σάκο μου. Σταμάτησα λίγο αργότερα όταν εντόπισα άξαφνα εκείνον το δίσκο με τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες. Ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου, καταλάβετε με…
Από τα μελομακάρονα είχαν απομείνει κάτι απομεινάρια καρυδιών και τα χείλη μου ήταν γεμάτα με την άχνη ζάχαρη του τρίτου κουραμπιέ όταν άκουσα τη φωνή πίσω από την πλάτη μου.
«Ψηλά τα χέρια!»
Φτού! Πάνω στο καλύτερο! Υπάκουσα με το στόμα μπουκωμένο.
«Ααα! Είσαι ο Αϊ-Βασίλης!» είπε τότε με θαυμασμό η φωνή.
Παραμέρισα τον τρόμο μου και συνειδητοποίησα ότι η φωνή είχε κάτι το περίεργο. Κατάπια και στράφηκα αργά.
Ένα παιδί με κοιτούσε με τα μάτια ορθάνοιχτα. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα νεροπίστολο. Ανάσανα. Το μυαλό μου άρχισε να ξαναπαίρνει στροφές.
«Άγιε Βασίλη, μου έφερες το δώρο μου;» ρώτησε ανυπόμονα το αγοράκι, χωρίς να κατεβάσει το απειλητικό νεροπίστολο.
«Εεε, χμμ…φυσικά! Είσαι μόνος σου στο σπίτι;» αναρωτήθηκα ψιθυριστά.
«Όχι βέβαια. Ο μπαμπάς μου κοιμάται πάνω στο δωμάτιο του». Σκούρα τα πράματα.
«Ωραία. Θα μιλάμε σιγά και θα κάνουμε ησυχία να μην τον ξυπνήσουμε, έτσι; Εγώ θα πεταχτώ μια στιγμή μέχρι το έλκηθρο να σου φέρω το δώρο σου. Εντάξει μικρέ…πώς είπαμε ότι σε λένε;». Μέγα σφάλμα. Ο πιτσιρίκος, που θα ήταν δε θα ήταν πέντε-έξι χρονών, στραβομουτσούνιασε.
«Αν είσαι ο Αϊ-Βασίλης, πρέπει να ξέρεις το όνομά μου. Αλλιώς μπορεί και να έκανες λάθος στο δώρο». Είχα πέσει και σε ξυπνοπούλι.
«Εεε…το…το…τώρα…περίμ…» ψέλλιζα.
«Έκτορα! Σωστά! Το ήξερα ότι είσαι ο πραγματικός Άγιος Βασίλης!»
Δεν ήξερα ποιος άγιος είχε βάλει το χέρι του, μα υποψιαζόμουν. Ίσως τελικά και να τη σκαπουλάριζα.
«Κοίτα να δεις Έκτορα, είχα ένα μικρό ατύχημα με τους τάρανδους και τα δωράκια ανακατεύτηκαν. Θα ανέβω όμως στην καμινάδα και θα δω τι μπορώ να κάνω» δικαιολογήθηκα.
«Δεν το έφερες…» είπε θλιμμένα και κατέβασε πιστόλι και κεφάλι. «Τουλάχιστον μπορούμε να παίξουμε μια παρτίδα σκάκι μαζί;»
Τι ήταν πάλι αυτό; Ο μικρός είχε αγγίξει μιαν ευαίσθητη χορδή. Έπαιζα για χρόνια σκάκι σε συλλόγους, είχα μεγάλο κόλλημα. Σιγά-σιγά όμως το είχα παρατήσει λόγω φτώχιας. Είχα αναγκαστεί να πουλήσω και τη σκακιστική μου βιβλιοθήκη μαζί με την υπόλοιπη. Κάποτε πήγαινα και στο καφενείο, το «Πανελλήνιον», και έπαιζα στοιχήματα με τους μαζέττες. Όταν με τον καιρό με έμαθαν κι εκεί έγιναν πλέον ακατάδεχτοι και απρόθυμοι να ρισκάρουν τα λεφτουδάκια τους μαζί μου. Είχαν περάσει μήνες από την τελευταία μου παρτίδα και…αλλά τι σας λέω τώρα…Η ουσία είναι ότι ο μικρός είχε ξυπνήσει μέσα μου την παλιά αρρώστια.
«Σκάκι; Ξέρεις σκάκι;» απόρησα.
«Αμέ! Ο μπαμπάς όλο πιστόλια και γκέιμ-μπόι μου αγοράζει, αλλά εγώ προτιμώ το σκάκι. Μ’ αρέσει να παίζω όλη μέρα! Όμως ο μπαμπάς δεν ξέρει καθόλου. Ούτε πως κινούνται οι αξιωματικοί, τίποτα»
«Τότε να παίζεις με τη μαμά σου» πρότεινα.
«Η μαμά μου είναι συνεχώς στους ουρανούς» εξήγησε περίλυπος ο μπόμπιρας.
«Ω, λυπάμαι γι’ αυτό. Οι φίλοι σου; Γιατί δεν παίζεις μ’ αυτούς;»
«Δεν έχω φίλους. Δεν έχω κανέναν για να παίξω. Θα παίξουμε μια παρτίδα;»
Το καημένο το παιδάκι. Δεν μπορούσα όμως να μείνω, κινδύνευα.
«Ο..όχι, δε γίνεται. Με…με περιμένουν έξω τα ξωτικά μου! Ξέρεις πόσα δώρα έχω ακόμα να μοιράσω;» είπα, κι άρπαξα το μισογεμάτο σακούλι έτοιμος να την κοπανήσω από το τζάκι. Τι ήταν να το πω; Ο μικρούλης καμπούριασε, ζάρωσε το κάτω χείλος του, το τρεμόπαιξε για λίγο κι έμπηξε τα κλάματα! Όχι ρε γαμώτο! Αν ξύπναγε ο πατέρας την είχα βάψει.
Σκέφτηκα προς στιγμήν να τον φιμώσω, αλλά δεν ήταν του χαρακτήρα μου. Χώρια που δεν κρατούσα και τίποτε για να τον φιμώσω. Το κλάμα πήρε να δυναμώνει και κατάλαβα ότι δε με παίρνει.
«Εντάξει, εντάξει, μια παρτίδα, ησύχασε!»
Το κλάμα σταμάτησε πριν καλά-καλά τελειώσω τη φράση μου. Ο Έκτορας με μάτια που έλαμπαν πλησίασε και με τράβηξε απ’ το μανίκι. Κοντά στο τζάκι βρισκόντουσαν δυο πολυθρόνες και ένα τραπεζάκι με μια σκακιέρα. Τα κομμάτια μου φάνηκαν αλαβάστρινα και απορώ πως δεν τα είχα βουτήξει από την αρχή, να έχω γλιτώσει μια και καλή. Τέλος πάντων πήρα τα μαύρα και ξεκινήσαμε να παίζουμε. Η εικόνα ήταν ασφαλώς γελοία. Αντί να σουφρώσω και να γίνω λαγός καθόμουν ντυμένος σαν καρνάβαλος κι έπαιζα μες στα μαύρα μεσάνυχτα σκάκι με ένα παιδάκι! Δε γινόταν όμως αλλιώς. Πίστευα ότι ρισκάρω λιγότερο κρατώντας τον μικρό ήσυχο. Εντούτοις, έριχνα κλεφτές ματιές προς τη σκάλα και το χολ, γεμάτος ανησυχία και με τ’ αυτιά μου τεντωμένα σα λαγωνικού.
«Παίζε! Είναι η σειρά σου» έλεγε και ξαναέλεγε ο Έκτορας για να με επαναφέρει στα 64 τετράγωνα. Ο ίδιος έπαιζε με το πάθος και την ορμή που έχουν όλα τα παιδιά στο σκάκι. Και δεν έπαιζε καθόλου άσχημα για την ηλικία του. Ο μικρός ήταν ταλεντάκι. Ακόμα και κάτι ζούλες, που του έβαλα μια δυο φορές για να ξεμπερδεύω νωρίτερα, τις μυρίστηκε το διαολάκι. Τα λεπτά κυλούσαν και η αγωνία μου αυξανόταν, αφού η παρτίδα δεν έλεγε να τελειώσει. Ίσως αν ήμουν πιο συγκεντρωμένος… Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε στην παρακάτω θέση:
Το πιόνι μου ήταν έτοιμο να προαχθεί και το παιδάκι κοιτούσε περίλυπο τη σκακιέρα βαστώντας τα ροδαλά μάγουλά του. Σε λίγο έπαιξε ανόρεχτα
1.Rg8 και μετά το φορσέ 1…Kxf7 προσπάθησε να βρει κάποιο διαρκές σαχ.
2.Ke5+ Ke7, 3.Rg7+ Ke8, 4.Rg8+ Ke7, 5.Rg7+.
Δεν ήμουν δα και χτεσινός. Μέτρησα 1-2 λεπτά και έπαιξα 5…Kd8. Ο Έκτορας πήγε να στήσει δίκτυο ματ αλλά του είχα μια έκπληξη.
6.Kd6 Bc4! Αμυνόμενος στο ματ και ανοίγοντας τη «δ» στήλη για σάχ.
7.Bxc4 Rd1+, 8.Bd5 Rxd5+! , 9.exd5 e1=Q.
Περίμενα από στιγμή σε στιγμή τον πιτσιρίκο να τα παρατήσει για να λυτρωθώ αλλά αυτός έπεσε σε περίσκεψη. Μα τι στο καλό σκεφτόταν; Τουλάχιστον όλα ήταν ήσυχα από τη μεριά της σκάλας.
«Σαχ!» έσπασε ο Έκτορας τη σιωπή : 10.Rg8+ Qe8. Όλα είχαν τελειώσει. Ακόμα κι ένα παιδάκι θα έβλεπε ότι το φινάλε πιονιών ήταν παιδικό. Εύκολα κερδισμένο για τα μαύρα. Αντί όμως να καταθέσει τα όπλα ο μπόμπιρας έπαιξε με ζέση 11. Rh8!
Κοιτώντας μια προς τη σκάλα και μια προς τη σκακιέρα έκοψα μηχανικά τον πύργο : 11…Qxh8. Μόνο τότε διαπίστωσα με φρίκη ότι τον είχα κάνει πατ.
«Ουάου! Πήρα ισοπαλία από τον Άγιο Βασίλη!» χτύπησε παλαμάκια ο μικρός. Δε σας το κρύβω, ντράπηκα. Είπαμε, το να σε πιάσουν για κλοπή είναι ξεφτίλα, αλλά και το να μην μπορείς να κερδίσεις ένα πεντάχρονο στο σκάκι τι είναι;
«Άλλη μία;» ζήτησε παρακλητικά ο μπόμπιρας.
Κοίταξα τα μεγάλα καστανά του μάτια. Μου φάνηκε πως διέκρινα μια βαθιά, σκοτεινή θλίψη. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. Ίσως να έφταιγε η μοναξιά εκείνου του παιδιού. Ίσως η λαχτάρα του για το σκάκι που μου θύμιζε τα δικά μου μικράτα. Ίσως πάλι ο λόγος να ήταν πολύ πιο χαμερπής, να ήθελα δηλαδή να δώσω ένα καλό σκακιστικό μάθημα στο νιάνιαρο. Δεν ξέρω τι απ’ όλα με κέντρισε, αλλά σε λίγο παίζαμε τη δεύτερη παρτίδα μας.
Αυτή τη φορά δεν είχε παίξε-γέλασε. Παρά την τεταμένη μου προσοχή εκτός σκακιέρας, έφτασα σύντομα να κερδίσω υλικό για να καταλήξουμε στην παρακάτω θέση:
Υλικό- ξεϋλικό το προωθημένο πιόνι στο e2 ήταν πολύ ενοχλητικό. Με την άκρη του ματιού μου έβλεπα πως ο μαύρος είχε διαρκές σαχ με 1…Qf3-f1-h3+ και φουρκιζόμουν. Ο πιτσιρίκος όμως παρέμενε από ώρα σκυθρωπός και βυθισμένος σε σκέψεις. Προφανώς δεν το είχε καν μυριστεί, αφού στο τέλος ούτε το έπαιξε, ούτε έφαγε τον φου, προτιμώντας να δημιουργήσει απειλές ματ. Εντάξει μωρέ, ένα παιδάκι ήταν.
1…Qh1!? Πονηρός ο μικρός, αλλά κι ο παλιός είναι αλλιώς. Τζάμπα την είχαμε την άσπρη γενειάδα;
2.Nd6+!
Έβλεπα ότι όλο το θέμα ήταν να μπει η ντάμα μου γρήγορα στο παιχνίδι. Τα υπόλοιπα θα ήταν απλά θέμα τεχνικής, για να το θέσω με πρωτότυπο τρόπο. Βέβαια, έπρεπε να είμαι και λίγο προσεκτικός. Για παράδειγμα δεν ήταν καλό το 2.Bd3+, Kc1!
και θα γλίτωνε τα σαχ.
2…exd6, 3.Be6+! Kxe6 .
Τώρα δεν ήταν καλό το 4.Qb3+ e4. Είχα όμως καβάτζα.
4.f5+ Kxf5 , 5.d4+
Αυτός ήταν ο στόχος. Ο ρουά μου θα είχε πλέον τετράγωνο διαφυγής.
5…Kg5, 6.Kxe2 Qf3+ 7.Kd3.
Σε αυτό το σημείο άρχιζα να ετοιμάζομαι να ζαλωθώ το σακούλι μου και να την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια. Με την επόμενη κίνηση του μπόμπιρα όμως κόντεψα να καταπιώ τη γενειάδα μου.
7…Qe4+!! Άγιε μου Βασίλη! Τι ήταν αυτό; Στήσιμο ή…
8.Kxe4 c4! Θεέ και Κύριε! Τελικά ήταν «ή…». Η αλεπού εκατό χρονών και το αλεπουδάκι εκατόν ένα! Ο βασιλιάς μου είχε βρεθεί εγκλωβισμένος στο κέντρο της σκακιέρας και δεν είχα καν το σαχ από το β5. Έπαιξα τις τελευταίες κινήσεις πιο άσπρος κι από τους κουραμπιέδες που είχα καταναλώσει.
9.d5 c5 και 10.f5#
Εντούτοις τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμα αφού, μες στη ζάλη μου, πού μυαλό για προσοχή. Ούτε που άκουσα το κλειδί στην εξώπορτα και τα βήματα στο χολ. Τα άκουσε όμως ο Έκτορας ο οποίος πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο τρέχοντας προς την έξοδο.
«Μπαμπά! μπαμπά! Τρέξε να δεις! Κέρδισα τον Άγιο Βασίλη!».
Ξέχασα μεμιάς την ήττα στο σκάκι, το σάκο με τα τιμαλφή, τον Έκτορα και το όνομά μου ακόμα. Έφτασα στην κορυφή της καμινάδας βήχοντας στάχτη σαν ανθρακωρύχος. Αν υπήρχε ολυμπιακό άθλημα ανάβασης τζακιού, θα είχα σαρώσει όλα τα μετάλλια. Κατρακύλησα τα κεραμίδια κακήν κακώς, κρεμάστηκα από την πέργκολα, έπεσα στο έδαφος, χτύπησα το πόδι μου, κουτσαίνοντας σαλτάρησα τον περίβολο και απομακρύνθηκα σαν τον κλέφτη. Κυριολεκτικά «σαν» τον κλέφτη, αφού το είχα σκάσει με άδεια χέρια.
Μάταιος κόπος. Η φυγή μου αποδείχθηκε προσωρινή. Μετά από κανένα μισάωρο με τσάκωσε η αστυνομία. Οδηγήθηκα στο τμήμα όπου και συνάντησα πέντε-έξι ακόμα Αϊ-Βασίληδες, μεταξύ των οποίων τις σουρωμένες τύπισσες και τον χοντρό Σάντα.
«Χο-χο-χο!» έκανε αυτός, που με αναγνώρισε παρά τις μουντζούρες στο πρόσωπο.
«Ωχ-ωχ-ωχ!» είπα, στη σκέψη ότι μπορεί να μας έβαζαν στο ίδιο κελί.
Τελικά τη γλίτωσα από δαύτον και το βράδυ δεν είχε άλλα απρόοπτα. Πρωί-πρωί με την αυγούλα με τράβηξαν για την αναγνώριση. Στο διάδρομο πήρε το μάτι μου τον μικρό Έκτορα που τον κρατούσε από το χέρι μια καλοντυμένη κυρία, καθώς συζητούσε με τον αξιωματικό υπηρεσίας. Με είδε κι αυτός κι όλο χαρά ξέφυγε από την προσοχή της γυναίκας και με πλησίασε την ώρα που ο αστυνομικός που με συνόδευε ασχολούταν με κάτι γραφειοκρατικά.
«Καλημέρα Άγιε Βασίλη!»
«’μέρα»
«Δεν είσαι ο Άγιος Βασίλης, ε;». Κούνησα το κεφάλι μου.
«Είσαι όμως φίλος μου, έτσι δεν είναι;» συνέχισε ο μικρός. Ένευσα καταφατικά.
«Το ξέρω, αφού με άφησες να σε κερδίσω».
Δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα, αλλά σκέφτηκα να το εκμεταλλευτώ.
«Γι’ αυτό κι εσύ δε θα με μαρτυρήσεις, έτσι φίλε μου Έκτορα;»
Δεν πρόλαβε να απαντήσει αφού τον άρπαξε η κυρία με το ακριβό ταγιέρ, ρίχνοντας μου μια περιφρονητική ματιά. Ίσως είχα μια ελπίδα.
Λίγο αργότερα κι αυτή διαψεύστηκε. Μας έστησαν σε ένα δωμάτιο όλους τους Αγιοβασίληδες στη σειρά και ο μικρός κατευθύνθηκε καρφί προς το μέρος μου.
«Αυτός είναι ο φίλος μου!» είπε με ύφος που δε σήκωνε αμφισβήτηση.
Με άφησαν να περιμένω λίγο και κατόπιν με οδήγησαν στο γραφείο του άρτι αφιχθέντα διοικητή. Είδε κι αυτός τα χάλια μου και σα να με λυπήθηκε. Κρατούσα το κεφάλι κάτω, περισσότερο από ντροπή, παρά για την επικείμενη ποινή. Είχα παραμείνει στη απόπειρα, αλλά ποιος ξέρει τι άλλο θα μου φόρτωναν. Ακόμα και για κακοποίηση ανηλίκου θα μπορούσα να κατηγορηθώ, κι άντε να αποδείξεις ότι ήσουν εσύ που κακοποιήθηκες, με σκακιστικούς όρους πάντα.
Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν ο διοικητής κάλεσε στο γραφείο τη γυναίκα που συνόδευε τον Έκτορα. Αυτά που άκουσα τότε με έκαναν να δείχνω ο πιο γελοίος Αγιοβασίλης από καταβολής του θεσμού. Ο Έκτορας δεν ήταν καθόλου ορφανός, αφού η κυρία ήταν η μητέρα του. Φυσικά και ήταν στους ουρανούς, εφόσον δούλευε ως αεροσυνοδός. Ο δε πατέρας δεν κοιμόταν καθόλου στον πάνω όροφο, απλά είχε πεταχτεί να την πάρει από το αεροδρόμιο. Ο διαβολάκος, αφού είχε κατορθώσει να βάλει τη νταντά του για ύπνο, είχε κατεβεί στο σαλόνι για να παίξει, όταν έπεσε για κακή μου τύχη πάνω μου. Επιπλέον ο μικρός έπαιζε σε σύλλογο και είχε κάπου δυο χιλιάρικα ΕΛΟ! Δε θα δυσκολευόμουν να πιστέψω ακόμα και το ότι οι παρτίδες ήταν πρόφαση, ώστε να περάσει η ώρα και να με πιάσουν στα πράσα. Αν το έπιανα στα χέρια μου το μειράκιο…
Στο μόνο που είχε πει αλήθεια ήταν ότι ήθελε έναν φίλο για να παίζει σκάκι στο σπίτι. Αυτό ήταν και το δώρο που είχε ζητήσει από τον Αϊ-Βασίλη. Στην πρόταση της μητέρας να αναλάβω αυτόν το ρόλο κόντεψα να λιποθυμήσω! Με είχε συμπαθήσει, λέει, ο μικρός. Είχε μπήξει και κάτι κλάματα ξεγυρισμένα, των οποίων ήμουν ήδη κοινωνός, και θα απέσυραν τη μήνυση. Όταν δε άκουσα το μισθό που μου προτάθηκε, μόνο που δεν έβαλα τα κλάματα.
Από αύριο ξεκινάω τις επισκέψεις στο σπίτι του Έκτορα. Από την πόρτα αυτή τη φορά και με ανθρώπινη περιβολή. Ούτε σκούφους, ούτε γένια, ούτε τάρανδους, τίποτα. Θα παίζουμε σκάκι τέσσερις ώρες τη μέρα. Ο μικρός απ’ όσο γνωρίζω είναι ενθουσιασμένος. Το ίδιο κι εγώ. Ξέρω τι σκέφτεστε. Χολιγουντιανό χάπι-εντ και Αϊ-Βασίληδες και αηδίες. Δε σας αδικώ. Πριν λίγο καιρό κι εγώ το ίδιο θα σκεφτόμουν. Όμως τι να πιστέψω γι’ αυτόν που πραγματοποίησε την ευχή του μικρού και εμένα μου βρήκε δουλειά;
Ε, λοιπόν, όχι μόνο υπάρχει Αϊ-Βασίλης, μα ξέρει και σκάκι!
Σημ. Οι θέσεις προέρχονται από μια μικρή αλλοίωση σπουδών του L.Kubbel, (1928) και (1927) αντίστοιχα. Γλιτώσαμε από την κλοπή υλικής ιδιοκτησίας, μην πάμε μέσα για κλοπή πνευματικής!