Από την Υψικάμινο και την Οκτάνα
Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975)
Χειμερινά Σταφύλια
Tης πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ' ολίγον να πεθάνη. Mα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Kανείς δεν μίλησε. Kανείς δεν έτρεξε να την προστατεύση κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. K' έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.
(από την Yψικάμινο, Άγρα 1980)
Θρυλικόν Ανάκλιντρον
O ειρμός του ποταμού διεκόπη. H συνοχή όμως του τοπείου είταν τόση που και ο ποταμός κυλούσε. Mέσα από τα φύλλα των αγρών προς το γεφύρι που χτυπούσε ο ήλιος τα σπαρτά τα λευκά στήθη τα λουλούδια μέσα στα διάφανα πουκάμισα που ακκουμπούσαν στα χαράματα τα κορίτσια σκύβαν γυμνά ή σχεδόν γυμνά να συνθλίψουν και να χαϊδέψουν γενικά τα σώματά τους και τα σώματα των ανθών. O περιφερειακός δρόμος του έγινε δρόμος ολοκλήρου πόλεως και το ποτάμι που την χωρίζει σε έξη μέρη αγκαλιάζει την ώρα που συνελήφθη το τοπείο στα δάχτυλα του πεπρωμένου.
(από την Yψικάμινο, Άγρα 1980)
Μία Χιονοστιβάς Κρημνιζομένη
Όταν ενώπιον μιας κρημνιζομένης χιονοστιβάδος, που πέφτει από τα ύψη των ορέων και από τους πάγους των ψυχρών πτυχώσεων του εδάφους σε χαμηλότερες πλαγιές, ή προς το βάθος μιας χαράδρας ή κοιλάδος, όταν ενώπιον μιας κρημνιζομένης χιονοστιβάδος ένας θεατής ή ένας ορειβάτης κατέχεται από δέος, ή τέρπεται από την ηδονήν του επικινδύνου, όχι μόνον ηχεί η ηχώ των πτώσεων των χιονοσωρών, από φαράγγι σε φαράγγι, και επαναλαμβάνει την βοή και παρατείνει την διάρκεια του πατάγου, μα αντηχεί και μέσα στα σπλάχνα του ορειβάτου κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να υπάρχη δυνατότης να επεκταθή δια ποικίλων βιωμάτων η ζωή αυτού του ανθρώπου, από την ζώνην του βορρά προς μιαν διακεκαυμένην ζώνην, εις την οποίαν να ημπορή να αισθανθή αυτός πόσον πολύτιμη καθίσταται η ζέστη, η ζέστη που μέσα της το άτομον απορροφά όλα εκείνα τα στοιχεία, που κάποτε θα εξατμισθούν με την σειρά των, εν ώρα ανάγκης αντιστρόφου, εν ώρα που το άτομον επιθυμεί εκ νέου, αν όχι το ψύχος του βορρά, τουλάχιστον μίαν δροσεράν πνοήν ανέμου, μίαν ζείδωρον πνοήν εκ του πελάγους, που ν' ανεμίζη τα μαλλιά μιας κόρης, μιας κόρης, που ενώ θα σκύβη τον Aπρίλη στον εξώστη, θα εύχεται να ιδή (στρέφουσα γρήγορα την κεφαλήν της προς τα οπίσω) να πλησιάζη αυτός - τουτέστιν ο θεατής, τουτέστιν ο ορειβάτης - και να την πιάνη από την μέσην, ως εραστής ή ως σύζυγός της.
(από την Oκτάνα, Ίκαρος 1980)
Η Σιωπή
Όσο και αν μένουν ανεκτέλεστα τα έργα, όσο και αν είναι πλήρης η σιγή (η σφύζουσα εν τούτοις) και το μηδέν αν διαγράφεται στρογγύλον, ως άφωνον στόμα ανοικτόν, πάντα, μα πάντα, η σιγή και τα ανεκτέλεστα όλα, θα περιέχουν έν μέγα μυστήριον γιομάτο, ένα μυστήριον υπερπλήρες, χωρίς κενά και δίχως απουσίαν, έν μέγα μυστήριον (ως το μυστήριον της ζωής εν τάφω) - το φανερόν, το τηλαυγές, το πλήρες μυστήριον της υπάρξεως της ζωής, Άλφα-Ωμέγα.
(από την Oκτάνα, Ίκαρος 1980)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου