Βαριά σιωπή μαρμάρωσε, φωλιάζουν νυχτερίδες
ένα μπουκέτο άλικο το αίμα ξαγρυπνά
μονόφθαλμη περίπολος τη θάλασσα τρυγά
γύρω και πίσω στις σκηνές ουρλιάζουν οι σειρήνες
τη Λέρο, τη Μακρόνησο, τα Κύθηρα, τη Τζιά
πες μου ποιες τάχα σφράγισαν μισόν αιώνα μνήμες.
(Φωτ. Το στρατόπεδο των καταραμένων στη Λέρο, δεκαετία 1970). Η ίδρυση της Αποικίας Ψυχοπαθών στην Λέρο ήταν μια φτηνή λύση για το κράτος και τους ψυχιατρικούς του συμβούλους γιατί είχαν στην διάθεσή τους τους εγκαταλελειμμένους ιταλικούς στρατώνες, άσχετα αν οι εγκαταστάσεις ήταν ακατάλληλες ακόμα και για ζώα. Δεν χρειάστηκαν παρά οι υπογραφές των υπεύθυνων ψυχιάτρων-θεραπόντων στα διάφορα ψυχιατρεία της χώρας και το στρίμωγμα εκατοντάδων, κάθε φορά, ανίδεων εγκλείστων, μέσα σε αρματαγωγά του πολεμικού ναυτικού, με ένα αριθμό πάνω στο στήθος - που ανταποκρινόταν σ΄ ένα όνομα πάνω σ΄ ένα χαρτί – και το ξεφόρτωμα σε μια Λέρο, που στην αρχή είχε ετοιμάσει υποδοχή, αλλά εξακολουθούσε να είναι αμήχανη και ανίδεη για τι το επρόκειτο ν΄ ακολουθήσει, όσον αφορά την εξάρτηση του νησιού από το ίδρυμα, που έμελλε να πάρει γιγαντιαίες διαστάσεις. Γιατί εκτός από μια φτηνή λύση για τις ανάγκες των πειθαρχικών πρακτικών του κράτους, ήταν και μια εύκολη απάντηση στο ζήτημα της απασχόλησης των κατοίκων.
Μερικοί από τους καρφιτσωμένους αριθμούς στο στήθος των μεταφερομένων χάθηκαν στο δρόμο και μέχρι σήμερα μερικοί στο ψυχιατρείο της Λέρου δεν έχουν όνομα. Είναι η πορεία από τον αρχικό αποκλεισμό του ψυχικά πάσχοντα και την αντικειμενοποίησή του σε μιαν αφηρημένη αρρώστια, αποκομμένη από την κοινωνική του ύπαρξη, που διαμέσου της ιδρυματικής εκμηδένισης και απανθρωποποίησής του καταλήγει στον ουσιαστικό ψυχικό, υπαρξιακό και κοινωνικό του θάνατο, μέσα σε μια ζωώδη κατάσταση και μεταχείριση. Εχοντας την ευκαιρία να δουλεύουμε όλα αυτά τα χρόνια για το μετασχηματισμό του ψυχιατρείου (αρχικά μέσα από την υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων από την ΕΕ προγραμμάτων μεταρρύθμισης του ψυχιατρείου) ήταν εκπληκτικό να διαπιστώνουμε, μέρα με τη μέρα, την προσωπική δύναμη και αντίσταση και τα ανθρώπινα αποθέματα, που κράτησε ο καθένας από τους εγκλείστους βαθειά μέσα του, παρ΄ όλη την ιδρυματική βία που υπέστη και που έγινε δυνατό να εκφραστούν, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία και η ελευθερία.
Δεν υπάρχει, ίσως, πιο απλός και καθαρός χαρακτηρισμός για το τι ήταν στο βάθος η επιχείρηση μεταφοράς χιλιάδων ασθενών στη Λέρο, από την δήλωση, πριν από χρόνια, ψυχιάτρου, που εργαζόταν στο ψυχιατρείο : “ Εμείς τους αγαπήσαμε και τους περιθάλψαμε τους ασθενείς. Επί Χίτλερ θα τους είχαν κάνει σαπούνι…”. Ηταν, πράγματι, αυτή η μαζική εξορία αντίστοιχη με την αντιμετώπιση αυτών που αποκλήθηκαν “ζωές ανάξιες να ζουν” και οδηγήθηκαν στα χιτλερικά στρατόπεδα και στη μαζική εξόντωση στους θαλάμους των αερίων.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών, το 1967, είναι μια απεγνωσμένη προσπάθεια για την διατήρηση και ισχυροποίηση του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους, απέναντι σ΄ ένα λαϊκό κίνημα που είχε, από τα μέσα της δεκαετίας του 60, αρχίσει να ξεπερνάει τις συνέπειες της ήττας Εκφράζει την βαθειά κρίση αυτού του κράτους, αποτελεί σ΄ όλη τη διάρκειά της, παρά τον τυραννικό της χαρακτήρα, ένα καθεστώς κρίσης, κι΄ αυτό φαίνεται με την κατάρρευσή της, το 1974, που συνοδεύεται με την κατεδάφιση του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους και την κατάκτηση σημαντικών, αν και επισφαλών, δημοκρατικών ελευθεριών.
Στην διάρκεια της δικτατορίας, από τον Απρίλιο του 1967 έως τον Ιούλιο του 1974, η Λέρος, μετά την Γυάρο, γίνεται ξανά ένας τόπος στρατοπέδων συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων, αντίπαλων της δικτατορίας, κυρίως αριστερών. Περίπου 4000 πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στην Λέρο (κυρίως από την Γυάρο) από τον Σεπτέμβριο του 1967. Εζησαν εκεί για τέσερα περίπου χρόνια, μέχρι το 1971, μέσα σε δύο στρατόπεδα, στο Λακκί και στο Παρθένι. Το στρατόπεδο του Λακκίου στεγάστηκε σε δύο μεγάλα μισογκρεμισμένα κτίρια, στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου Λεπίδων, όπου παλιά είχαν λειτουργήσει οι βασιλικές τεχνικές σχολές. Σ΄ ένα από αυτά τα κτίρια στεγάστηκε, αργότερα, το 1985, το περίπτερο 16 του ψυχιατρείου, το γνωστό σαν το περίπτερο των “γυμνών”, που αποτέλεσε και την πέτρα του σκανδάλου, που ξέσπασε και δημιούργησε την αντίστροφη μέτρηση για την δημιουργία των συνθηκών για την παρέμβαση για την ριζική αλλαγή που ακολούθησε μετά το 1990.
Αυτή τη φορά, πολιτικοί κρατούμενοι και έγκλειστοι ψυχασθενείς κατοικούν σε γειτονικούς χώρους στα Λέπιδα (παραπλεύρως στο Λακκί). Τους χωρίζει ένα συρματόπλεγμα. Πίσω από κάθε πλευρά του, οι δύο ομάδες ασφυκτιούν φυλακισμένες.
Υπάρχει μια μικρή, αλλά χαρακτηριστική αναφορά στο αφήγημα ενός πολιτικού κρατούμενου στο στρατόπεδο Λακκίου ( από τις σπάνιες, δυστυχώς, που υπάρχουν σε παρόμοια αφηγήματα πολιτικών εξορίστων για την “κοινή εξορία”), που εκφράζει τις εντυπώσεις από τη γειτονία:
“…Στη συνέχεια πετύχαμε πρωινό μπάνιο στη θάλασσα, υπό φρούρηση χωροφυλάκων, ολόγυρα με πολυβόλα και αυτόματα. Το μπάνιο γινόταν κοντά στο “κέντρο ανιάτων ψυχοπαθών Λέρου”. Τα κτίρια των τραγικών αυτών ανθρώπων, οι οποίοι ανέχονταν στους χίλιους, ήταν περιφραγμένα με γερά συρματοπλέγματα. Σαν περνούσαμε από δίπλα τους με συνοδεία, τρέχαν μερικοί στο σύρμα και ζητούσαν τσιγάρα.. Αλλοι πάλι έβριζαν τους χωροφύλακες. Ορισμένοι εξόριστοι αναγνώρισαν συμπατριώτες τους, παλιούς πολιτικούς κρατούμενους, οι οποίοι στο παρελθόν βασανίστηκαν και τρελάθηκαν. Μήπως και τώρα δεν μας απειλούν τα πορωμένα όργανα της χούντας ότι θα έχουμε την ίδια τύχη με τους διπλανούς; ( εννοώντας τους δυστυχισμένους ψυχοπαθείς)”.(Κώστας Παπανικολάου «Με τις λόγχες στα πλευρά»)
http://www.psyspirosi.gr/index.php/2009-03-13-13-10-53/122-2009-03-25-11-03-12
(Φωτ. Εύδηλος Ικαρίας 1948. Δεύτερος από δεξιά, ο Μίκης Θεοδωράκης). Στον Ξυλοσύρτη βρίσκεται ο μοναδικός νερόμυλος της Ικαρίας με δύο καμάρες. Τον έχτισαν εξόριστοι. Στο Χρυσόστομο οι εξόριστοι έφτιαξαν το μόλο, στο δρόμο δίπλα στο γιαλό. Στο Μαυράντο επισκεύασαν τις πλύστρες. Στην Αράτουσα, ειδικοί μαστόροι κατάφεραν να φέρουν νερό στην κεντρική πλατεία. Στις Ράχες επισκεύασαν το δρόμο προς τον Αρμενιστή. Εξόριστος γεωπόνος, από τον Πόντο, ήταν εκείνος που έμαθε τους ντόπιους να καλλιεργούν πατάτες με νέα μέθοδο. Ηταν πολλοί οι εξόριστοι καθηγητές, οι δάσκαλοι που βοήθησαν τα παιδιά στο σχολείο. Που δίδαξαν μαθητές σε απομακρυσμένες περιοχές που δεν είχαν πρόσβαση σε σχολεία. Που στήριξαν πολλούς μαθητές στην προετοιμασία τους για το πανεπιστήμιο. Η ομιλία του δικηγόρου Γ. Λομβαρδά, κατοίκου του νησιού, που εκείνη την εποχή είχε μόλις τελειώσει το γυμνάσιο, ήταν γεμάτη από «ίχνη» των πολιτικών κρατουμένων στον τόπο που τους δέχτηκε με τόση ζεστασιά. Νωρίτερα, είχε παραθέσει την εξής προσωπική του εμπειρία: Οταν στα 1947 ο πατέρας του ήταν εξόριστος, δεν υπήρχαν χέρια στην οικογένεια για να μαζέψουν τις ελιές. «Ούτε τα Χριστούγεννα δε θα τελειώσουμε», είπε ένα βράδυ στη γιαγιά του. «Την άλλη μέρα, είχαμε τέσσερις τενεκέδες λάδι...», αφού η γιαγιά είχε θέσει το ζήτημα στο χωριό κι αφού ντόπιοι και εξόριστοι είχαν σπεύσει να βοηθήσουν...
Ανάλογα ήταν τα βιώματα που μετέφερε αργότερα στην αίθουσα του συνεδρίου και ο Λ. Ατσιδαύτης, πρόεδρος σήμερα του παραρτήματος ΠΕΑΕΑ Ικαρίας.
Ακόμα ένα γλαφυρό περιστατικό, χαρακτηριστικό της ευγνωμοσύνης που ένιωθαν οι ντόπιοι για την προσφορά των εξορίστων, είναι και το παρακάτω: Οταν, στο Καρκινάγρι, ένα συνεργείο από εξόριστους έχτισε το αποχωρητήριο δίπλα ακριβώς στο σπίτι μιας ηλικιωμένης, εκείνη στράφηκε στον επικεφαλής: «Να σας έχει καλά η Παναγιά που σας έστειλε εδώ». Κι όταν ο εξόριστος αποκρίθηκε «δε μας έστειλε εδώ η Παναγιά, οι φασίστες μας έφεραν εδώ...», εκείνη απάντησε με όλο τον αυθορμητισμό της: «Ε, τότε να 'χει η Παναγιά καλά και τους φασίστες!..».
http://www1.rizospastis.gr/story.do?id=2518084&publDate=