«...—Φαντάσου ένα σιδερένιο σπίτι, χωρίς πόρτες και παράθυρα στους συμπαγείς τοίχους του. Μέσα κοιμούνται αρκετοί άνθρωποι, που σε λίγο θα πεθάνουν από ασφυξία. Εσύ το ξέρεις πως θα πεθάνουν, αλλά εκείνοι δεν νοιώθουν τίποτε. Αν τώρα βάλεις τις φωνές και ξυπνήσουν αυτοί που κοιμούνται ελαφρύτερα, κι αρχίσουν να υποφέρουν το μαρτύριο, που μέχρι εκείνη την στιγμή καν δεν υποψιάζονταν, νομίζεις πως τους βοηθάς;
—Μα, αν ξυπνήσουν μερικοί, πάντα υπάρχει ελπίδα να καταστρέψουν το σιδερένιο σπίτι και να δραπετεύσουν.
Πραγματικά, ό,τι κι αν πίστευα, την ελπίδα δεν μπορούσα να την αγνοήσω, γιατί η ελπίδα είναι κάτι που ζει στο μέλλον. Δεν δοκίμασα να τον μεταπείσω. Συμφώνησα να γράψω κάτι, κι έτσι προέκυψε Το Ημερολόγιο ενός Τρελού. Από τότε, όλο κι έγραφα διάφορες ιστορίες. Φτάνει να μου το ζητούσαν».
Το απόσπασμα αυτό από πρόλογο συλλογής διηγημάτων του Λου Χσουν, περιγράφει με ακρίβεια την Κίνα της δυναστείας των Τσιν, στις αρχές του 20ου αιώνα. Η τεράστια χώρα ήταν ένα «σιδερένιο σπίτι», δίχως πόρτες και παράθυρα, μέσα στο οποίο οι άνθρωποι πέθαιναν από ασφυξία. δεν υπέφεραν, γιατί κοιμούνταν, ναρκωμένοι από τη χιλιόχρονη παράδοση του σεβασμού στην αυθεντία, της υποταγής στην εξουσία και της υπακοής στην οικογένεια, στους γεροντότερους, στους κοινωνικά ανώτερους. Η ανθρωπιστική διδασκαλία, του Κομφούκιου είχε καταντήσει θρησκεία, ιδεολογία μιας φεουδαρχίας που συνέθλιβε τους πάντες. Αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον ο Λου Χσουν το χαρακτηρίζει ανθρωποφαγικό.
Θα ήταν όμως τουλάχιστον αφελές να περιορίσουμε τη δύναμη του μικρού αριστουργήματος Το ημερολόγιο ενός Τρελού στις αψιμαχίες του με την κοινωνία της εποχής του, όπως θα ήταν αφελές να περιορίσουμε τη δύναμη του ομότιτλου διηγήματος του Γκόγκολ στην κριτική της τσαρικής γραφειοκρατίας. Ο Λου Χσουν, όπως και ο Γκόγκολ άλλωστε, έχει κυρίως υπόψη του τον τρόμο που πως δεν υπήρξε τρελός θα μπορούσε να προκύπτει από το γεγονός πως τρελάθηκε.
Τα παιδιά δεν φέρουν ιδεολογία, και κραυγάζει: «Σώστε τα παιδιά...» Τα παιδιά κατασπαράσσονται από τα ιδεολογικά βαμπίρ κάθε κοινωνίας, θεμελιωμένης στην εκμετάλλευση. Τα παιδιά είναι οι «τρελοί» του αύριο, γιατί εκπαιδεύονται συστηματικά να κοιτάνε το δάχτυλο όταν τους δείχνεις το φεγγάρι. Σώστε τα παιδιά.. νιώθει το άτομο, όταν συνειδητοποιήσει πως διαφέρει από τους συνανθρώπους του. Πρόκειται για το αποκρουστικότερο είδος τρομοκρατίας, και ίσως για τον πυρήνα κάθε τρομοκρατίας. Η τρομοκρατική συνείδηση είναι ήδη μια τρομοκρατημένη συνείδηση πριν αποφασίσει να ανάγει την αδυναμία της σε δίκαιο, αποκαθιστώντας το έλλειμμα στην απαραίτητη για τη συντήρηση του ατόμου ταυτότητα. Η «τρέλα» ήταν σχεδόν πάντα μια μεταφορά για την εξέγερση ενάντια στην άλωση της ταυτότητας από την ομάδα. Ο «τρελός» μπορεί να χάνει σταδιακά ή ακαριαία κάθε ελπίδα να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο, αλλά τουλάχιστον διατηρεί την ταυτότητά του, και μάλιστα την ταυτότητα που ο ίδιος ορίζει.
Ο Λου Χσουν γεννήθηκε το 1881 στο Σαοξίν της επαρχίας Τσετζιάνγκ, στην ανατολική ακτή της Κίνας. Ο πατέρας του ανήκε σε παλιά οικογένεια κρατικών υπαλλήλων με μεγάλη μόρφωση, αλλά δεν κατείχε κανένα αξίωμα. Η μητέρα του προερχόταν από αγροτική οικογένεια, και είχε μάθει να διαβάζει μόνη της.
Ο θάνατος του πατέρα του, μετά από μακροχρόνια ασθένεια, για την οποία η παραδοσιακή κινεζική ιατρική — ασκούμενη από αγύρτες εκείνη την εποχή — δεν μπορούσε να κάνει τίποτε, έφερε τον Χσουν αντιμέτωπο με τις βαθιά οπισθοδρομικές αντιλήψεις της κινεζικής κοινωνίας. Έτσι, το 1902 πήγε στην Ιαπωνία και γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Σεντάι. Στη διάρκεια του Ρώσο-ιαπωνικού Πολέμου (1904—1905), έτυχε να παρακολουθήσει την εκτέλεση ενός Κινέζου αιχμαλώτου. Η απάθεια με την οποία το πλήθος παρακολουθούσε τον φρικτό αποκεφαλισμό, τον συγκλόνισε. Εγκατέλειψε την ιατρική σχολή και άρχισε να μελετά την παγκόσμια λογοτεχνία. Το 1918, δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα, Το Ημερολόγιο ενός Τρελού. Η βαθιά ειρωνική γραφή του, που επιτίθετο στην αναχρονιστική νοοτροπία των διανοουμένων, στην κτηνωδία των υπαλλήλων της δυναστείας των Τσινγκ, και στην παραίτηση του φοβισμένου λαού, τον έθεσε αμέσως στον κέντρο της πνευματικής επανάστασης, που διαδραματιζόταν εκείνη την εποχή.
Στις αρχές τις δεκαετίας του 1920 στρέφεται προς τον Μαρξισμό και το 1927 προκαλεί τη μήνη της κυβέρνησης για τις επαναστατικές αντιλήψεις του και καταφεύγει στη Σαγκάη. Πέθανε από φυματίωση το 1936.
Το ημερολόγιο ενός τρελού, Μετάφραση: Γ. Μπλάνας