Το 1ο μέρος:http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/blog-post_12.html
Το 2ο μέρος:http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/2_19.html
Το 3ο μέρος:http://skakistiko.blogspot.com/2008/10/3_26.html
Το 4ο μέρος:http://skakistiko.blogspot.com/2008/11/4.html
Το 5ο μέρος:http://skakistiko.blogspot.com/2008/11/5.html
Το 6ο μέρος:http://skakistiko.blogspot.com/2008/11/6.html
Το 7ο μέρος:http://skakistiko.blogspot.com/2008/11/7.html
ΜΕΡΟΣ 8ο (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)
Του Παναγιώτη Κονιδάρη
«Το ‘πιασες;» ρώτησε ο Μπουλαξίζης το συνάδελφό του Παύλο. Αυτός αρκέστηκε στην οικεία του κίνηση του κλεισίματος του ματιού για να τον βεβαιώσει πως ξέρει τη δουλειά του. Ο αστυνόμος μπήκε στο θάλαμο των δύο Σκούρων. Ήταν κλινήρεις και τους είχαν περάσει ορούς. Τα πρόσωπά τους έφεραν μώλωπες και γρατσουνιές, τόσο που να μοιάζουν υπερβολικά, πραγματικοί Διόσκουροι ,αν και καμία Ωραία Ελένη δε θα μπορούσε να είναι αδερφή τους (κι εδώ που τα λέμε, καμία ωραία δε θα μπορούσε να είναι αδερφή τους).
Μετά τις αρχικές συστάσεις ο Πητ Μπουλ πέρασε κατευθείαν στο ψητό.
«Σας έχουν ήδη απαγγελθεί κατηγορίες για παράνομη διακίνηση πολύτιμων λίθων. Ο ανακριτής είναι αυτός των Χλωρών, ξέρετε. Αμείλικτος. Θα σας κάνει να τα ξεράσετε όλα, αν δε το έχετε κάνει ήδη. Θα σας λιώσει. Γι’ αυτό έτρεξα να σας συναντήσω. Μερικές πληροφορίες που θα μου δώσετε θα σας βοηθήσουν να πέσετε στα μαλακά».
Ο ένας από τους δύο Σκούρους κοιτούσε φοβισμένα, μια τον αστυνόμο και μια τον αδερφό του. Μετά έκλεισε τα μάτια και έκανε τον ψόφιο κοριό (με ιδιαίτερη επιτυχία ομολογουμένως). Ο άλλος παρέμενε ψύχραιμος –ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε- και χαμογελούσε όσο του επέτρεπαν οι πολλαπλές αμυχές.
«Και τι έχουμε να κερδίσουμε;» ρώτησε, τάχα αδιάφορα, ο χαμογελαστός.
«Το να μη σας φορτώσω τη βομβιστική επίθεση και ένα φόνο που δεν κάνατε. Νομίζω είναι δίκαιη ανταλλαγή» τόνισε ο συνομιλητής τους.
«Χα! Τώρα ανατρίχιασα. Πολύ σκληρός μπάτσος, ε; Εσύ τώρα είσαι, σα να πούμε ο κακός. Σε λίγο θα μπει και ο φιλικός μπάτσος που θα μας καλοπιάσει; Αν δεν πονούσα παντού θα είχα ξεκαρδιστεί στα γέλια!».
Εκείνη την ώρα μπήκε στην αίθουσα ο Παύλος.
«Α! Να και ο καλός μπάτσος!» πέταξε ο προπέτης Σκούρος. Ο Μπουλαξίζης τράβηξε με δύναμη μια κλωτσιά στο πόδι του κρεβατιού και ο άντρας έσκουξε από τον πόνο που του προκάλεσε το τράνταγμα.
«Μην απομακρυνθείς! Επιστρέφω αμέσως!» ούρλιαξε ο Πητ Μπουλ στο Σκούρο, κυριολεκτικά εκτός εαυτού, πριν βγει σα σίφουνας από το θάλαμο και βροντήξει την πόρτα πίσω του. Όταν επέστρεψε μετά από πέντε λεπτά κρατούσε μια θηριώδη σύριγγα των 50cc, γεμάτη με ένα πράσινο υγρό.
«Η θειογλυκοζονουριχαιμία θα σας βοηθήσει να γίνετε πιο ευγενικοί και συνεργάσιμοι» άρχισε να λέει καθώς πίεζε προσεκτικά το έμβολο ώστε να τρέξει μια σταγόνα του δυσοίωνου υγρού, για να συμπληρώσει: «Έχει βέβαια και μερικές άσχημες παρενέργειες, όπως την καρδιακή ανακοπή, αλλά μέχρι τότε θα τα έχετε ξεράσει όλα…».
Ο ψόφιος κοριός είχε ανοίξει πλέον τα μάτια του και τα είχε γουρλώσει μέχρι εκεί που δεν έπαιρναν άλλο. Ο Παύλος έκανε το σταυρό του και βγήκε στο μικρό μπαλκόνι περίλυπος. Ο Μπουλαξίζης διάλεξε τον ορό του σιωπηλού Σκούρου, έχωσε μέσα τη βελόνα και χάιδεψε σαδιστικά το έμβολο με τον αντίχειρα.
«Ώπα ώπα σιγά αστυνόμε σιγά μην τρελαθούμε κιόλας η τελευταία τρύπα της φλογέρας είμαστε εμείς απλά το μαγαζί το χρησιμοποιούσαμε για τη διακίνηση των παιχνιδιών του σκακιού και των αλλονών δεν ξέρω πως τα λένε που ερχόντουσαν από την Ολλανδία και κάθε πρώτη του μήνα μας έβαζαν το συμφωνημένο ποσό στην τράπεζα και αυτό ήταν όλο και ο μπαμπάς δεν έχει καμιά σχέση με όλα αυτά απλά κάποτε ήταν από τους αναρχοαυτόνομους και έκανε και λίγο παρέα με το Σκυφτούλη και του βγήκε το όνομα αλλά σας ορκίζομαι πως είναι αθώος και ούτε που ήξερε για το εμπόρευμα και δε φταίει άλλος από αυτόν τον αλήτη τον Ντίκα με το κοκοράκι που μας έμπλεξε και εμείς την πατήσαμε μάλιστα πριν από λίγο ήταν εδώ για να ρωτήσει για το τελευταίο φορτίο που φτάνει απόψε το βράδυ όπως μας ειδοποίησε κι ο Δάσκαλος…»
«Που;» τον διέκοψε ο Μπουλαξίζης τρεις λέξεις πριν καταρρίψει το ρεκόρ Γκίνες για τη μεγαλύτερη φράση που μπορεί να πει άνθρωπος με μια ανάσα.
«Στην… Πάτρα…απόψε… στις… δέκα… το …βράδυ… με… το… καράβι… από… την… Ανκόνα…» ψέλλισε ξέπνοος ο Σκούρος. Ο αστυνόμος τράβηξε τη σύριγγα πίσω, κατέβασε τη μάσκα με το οξυγόνο και του την έχωσε στη μούρη. Κινήθηκε προς τον άλλο, το σκληρό, που είχε χαμηλώσει το κεφάλι ηττημένος.
«Ποιος είναι ο Δάσκαλος;» τον ρώτησε.
«Δεν ξέρω».
Ο αστυνομικός σήκωσε ξανά τη σύριγγα.
«Δεν ξέρω γαμώ το κέρατό μου! Αλήθεια δεν ξέρω. Δεν τον έχω δει ποτέ! Μόνο ο Ντίκας τον ξέρει. Ο Δάσκαλος ήταν αυτός που έστησε το όλο κόλπο. Εμάς μας έστελνε μόνο μέιλ, με οδηγίες για την ημέρα και ώρα παραλαβής, πάντα από την Πάτρα και πάντα με την υπογραφή “Δάσκαλος”. Και τι με ένοιαζε εμένα ποιος ήταν; Τα λεφτά μας τα έβαζαν κανονικά στο λογαριασμό μας».
Ο Μπουλαξίζης έμεινε για λίγο σκεφτικός. Τα πράγματα περιπλέκονταν.
«Ο Δάσκαλός σας όμως σας έχωσε μια μικρή βόμβα στο καφενείο για να σας φάει λάχανο. Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;»
Ο άλλος παρέμενε σιωπηλός.
«Πονηρέψατε και πήγατε να του την φέρετε έτσι δεν είναι; Σε κάποια τελευταία παρτίδα διαμαντιών που την μετέφερε η γκόμενα πήγατε να κάνετε λαμογιά στο αφεντικό. Φαίνεται θα ήταν καλή μπάζα. Όμως ο Δάσκαλος από ό,τι καταλαβαίνω δεν είναι πρωτάρης. Και τώρα φοβάστε. Το βλέπω στα μάτια σας. Φοβάστε μήπως σας καθαρίσει ακόμα κι εδώ μέσα. Παύλο! Να διπλασιαστούν οι άντρες και εικοσιτετράωρη φύλαξη, τι λες;»
Λίγο αργότερα οι δύο αστυνομικοί βάδιζαν στο διάδρομο του Νοσοκομείου.
«Τι στο διάολο είναι αυτή η θειογλυκοροζοτέτοια;» ρώτησε μην αντέχοντας άλλο ο Παύλος
«Δεν ξέρω, αλλά μου φάνηκε ταιριαστό όνομα για το πράσινο απορρυπαντικό που βρήκα στην αποθήκη»
«Τελικά αυτό το κόλπο με τον εκφοβισμό του ψυχοπαθούς μπάτσου, πιάνει σχεδόν πάντα» χαμογέλασε ο Πειραιώτης. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του Μπουλαξίζη. Ήταν ο Ίσκιος.
«Αστυνόμε, έχουν περάσει δύο ώρες και ακόμα να φανεί ο ύποπτος»
«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε ξαφνιασμένος ο Πητ Μπουλ. «Καλά, καλά, κατάλαβα. Μας την έσκασε από αλλού, πιθανότατα με άλλο όχημα. Μείνε εκεί, ίσως έχει κάτι στο Άστρα που το χρειάζεται».
Ο Μπουλαξίζης έκλεισε το κινητό βλαστημώντας.
«Τώρα θα είναι στην Πάτρα. Άντε βρες τον!» στέναξε ο Παύλος, που είχε καταλάβει από τα συμφραζόμενα.
«Το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Άλλο είναι …» είπε σιβυλλικά ο Πητ Μπουλ, μα δεν έδωσε εξηγήσεις.
Μέχρι να φτάσει στο γραφείο του, έκανε οκτώ τηλεφωνήματα. Μεταξύ αυτών στην Αστυνομική Διεύθυνση Πατρών και στο Γεωργίου που τον έστειλε στην Πάτρα για να βοηθήσει τους εκεί συναδέλφους τους, εξηγώντας την κατάσταση. Η πορεία των διαμαντιών ήταν πλέον καταφανής. Από τη Νότια Αφρική έφταναν στην Ολλανδία, όπου και γινόταν η επεξεργασία τους και από κει και μετά διαχέονταν στην Ευρώπη, μέσα σε κομμάτια σκακιού ή άλλα παιχνίδια. Το φορτίο το παραλάμβανε και το παρέδιδε κάποιος –καθαρός κατά τα άλλα- εισαγωγέας, με ικανοποιητικό αντίτιμο. Ο Δάσκαλος ωστόσο ήταν ο Έλληνας διακινητής, αυτός που είχε βγάλει από τη μέση τη γυναίκα και παραλίγο και καμιά δεκαριά ακόμα. Ο Μπουλαξίζης κατανοούσε πως δεν είχε τίποτε στα χέρια του που να μπορεί να ενοχοποιήσει τον Ντίκα, εκτός ίσως από κάποιο πλαστό διαβατήριο. Δεν τον ένοιαζε όμως αυτό. Το εγχώριο ψάρι ήταν αυτό που θα έπρεπε να πιαστεί. Ο φερόμενος ως Δάσκαλος.
Δεν είχε πει το παραμικρό στον Παύλο, όμως ήξερε καλά πως κάποιος ειδοποίησε το Ντίκα για την παρακολούθηση από τον Ίσκιο, ώστε να εξαφανιστεί. Κι αυτός ο κάποιος είχε σχέση με την αστυνομία, αλλιώς πως θα μπορούσε να ξέρει κάτι που μόνο μέσα στους τοίχους της ΓΑΔΑ ήταν γνωστό; Έφτασε στο γραφείο του ζαλισμένος από τις σκέψεις. Κάποιες ενοχλητικές ιδέες τρύπωναν σαν σαράκια στο μυαλό του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει όμως ήταν να περιμένει. Σηκώθηκε ωστόσο και πήγε στον Τομέα Αρχείου. Έψαξε κάμποσο, μέχρι που βρήκε αυτό που αναζητούσε. Ήταν μια φωτογραφία ενός χαμογελαστού άντρα. Την τσέπωσε λάθρα και γύρισε στο γραφείο του. Παράγγειλε έναν δυνατό καφέ και αναζήτησε μάταια στις τσέπες του τσιγάρο και αναπτήρα. Κάλεσε τον Γεωργίου μα δεν απαντούσε.
Σε λίγο τον ειδοποίησαν ότι είχε φτάσει ο ταλαίπωρος Πρόεδρος του σκακιστικού συλλόγου, ο Οικονόμου. Τον υποδέχτηκε, του έκανε μερικές ερωτήσεις, μίλησαν λίγο περί σκακιστικών ανέμων και υδάτων και μετά του έδειξε τη φωτογραφία.
«Αυτός ο άντρας είναι μέλος του συλλόγου σας;»
«Μα… φυσικά! Δεν έχει βέβαια πολύ καιρό που γράφτηκε, κι ακόμα είναι αρχάριος, αλλά τον βλέπουμε που και που. Μα ασφαλώς θα τα ξέρετε όλα αυτά. Η τελευταία φορά…». Ο Μπουλαξίζης τον διέκοψε με μια κίνηση, τον ευχαρίστησε και τον άφησε να φύγει. Ο ίδιος πήρε ταξί, ξανά για το Τζάνειο. Φτάνοντας εκεί, πήγε μέχρι το θάλαμο που φιλοξενούσε το θρυλικό τερματοφύλακα. Ο Τουρκομένης αναγνώρισε στη φωτογραφία που του έδειξε ο αστυνόμος τον άντρα που είχε επισκεφτεί την προηγούμενη της έκρηξης το καφενείο του.
«Τι είναι τούτος; Αυτός ο φλούφλης μου έκανε τη ζημιά, να τον σκίσω;» ρώτησε εξαγριωμένος ο γκολκήπερ.
«Άστο μεγάλε, δε θες να ξέρεις» του γύρισε την πλάτη ο Πητ Μπουλ σκοτεινιασμένος.
Στην πραγματικότητα ο ίδιος ήταν αυτός που δεν ήθελε να ξέρει. Όλα τα κομμάτια του παζλ έμπαιναν στη θέση τους με τρόπο βασανιστικό. Πήρε τηλέφωνο τη Διεύθυνση στην Πάτρα. Είχαν μπλοκάρει το λιμάνι. Το καράβι έφτανε από ώρα σε ώρα. Κανείς όμως δεν είχε δει ακόμα το Γεωργίου. Τον κάλεσε στο κινητό μα δεν έλαβε καμία απάντηση. Ήταν βέβαιος πλέον για τα χειρότερα, αφού ήξερε καλά πως δε θα άκουγε ποτέ πια τη φωνή του.
…………………………………………………………
Ο Μπουλαξίζης περπατούσε δίπλα- δίπλα με τον Παύλο στον κυματοθραύστη της Ζέας. Το χειμωνιάτικο αγιάζι τον τρυπούσε με τις βελόνες του, μα δεν έδινε σημασία.
«Ο Γεωργίου! Ποιος να το πίστευε! Ο Γεωργίου ήταν ο περίφημος Δάσκαλος!» φώναζε και χειρονομούσε ο Παύλος. «Πότε το κατάλαβες;»
«Αργά…πολύ αργά».
Ο Μπουλαξίζης τον είχε υποψιαστεί από τη στιγμή που κουβάλησε τα ενοχοποιητικά κομμάτια από την Πεσσών 16 και το επικύρωσε από τη στιγμή που κάποιος φυγάδευσε τον Ντίκα. Βέβαια ο ροκαμπιλάς δεν πήγε και πολύ μακριά, αφού συνελήφθη μία εβδομάδα αργότερα Αυτοί όμως που γνώριζαν για την παρακολούθηση ήταν μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού. Με διάφορα διακριτικά τηλέφωνα είχε διαπιστώσει τις κινήσεις των συναδέλφων του. Μετά του ήρθαν στο νου οι εικόνες από την αρχή της υπόθεσης. Ο Γεωργίου ήταν αυτός που τον είχε πάρει τηλέφωνο άγρια χαράματα, και δε φαινόταν και πολύ αγουροξυπνημένος. Όταν μιλούσε το βράδυ του φόνου με τον Οικονόμου τον θυμόταν να στέκεται διαρκώς παράμερα και με την άκρη του ματιού του τον είχε δει να σκύβει και να παρατηρεί το χέρι του θύματος. Τότε δεν είχε δώσει –αφελώς- τόση σημασία. Προφανώς η γυναίκα είχε προλάβει να πιάσει το πιόνι χωρίς ο δολοφόνος της, ο Γιάννης ο Γεωργίου να το αντιληφθεί. Όταν αργότερα το κατάλαβε, ήταν κι ο Μπουλαξίζης εκεί. Όμως εκκρεμούσε και η προδοσία των Σκούρων. Στην αρχή στόχευε να τους δολοφονήσει με μια βόμβα, κι όταν απέτυχε, έστρεψε την προσοχή των ερευνών εναντίον τους, τοποθετώντας ενοχοποιητικά στοιχεία για να είναι σίγουρος ότι θα μείνουν στα χέρια της αστυνομίας και θα έχει πρόσβαση σε αυτούς. Δεν είχε υπολογίσει όμως στον Πητ Μπουλ. Ο δαιμόνιος αστυνομικός είχε επισκεφτεί και ο ίδιος το μαγαζί και δεν είχε ανακαλύψει τίποτε τόσο εκτεθειμένο, όσο ήθελε να το προβάλει ο υπαστυνόμος. Κάτι βρώμαγε, μα δεν ήθελε να το πιστέψει.
Τελικά ο αστυνόμος είχε ψάξει τον υπηρεσιακό φάκελο του Γεωργίου. Εκεί διαπίστωσε πως δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Τι ήταν αυτό που είχε πει τελευταία για το «γιο του»; Ότι έδινε εξετάσεις και έπινε «Ρεντ Μπουλ»; Τον άτιμο! Ο Μπουλαξίζης τελικά είχε αποσπάσει μία από τις δύο φωτογραφίες του φακέλου. Τον είχε αναγνωρίσει τόσο ο Οικονόμου (δικαιολογώντας με ποιον τρόπο είχε μπει ο δολοφόνος με το θύμα στο εντευκτήριο) όσο και ο Τουρκομένης (αφού την προηγούμενη της έκρηξης είχε πάει σα θαμώνας στο καφενείο για να τοποθετήσει τα πλαστικά εκρηκτικά).
«Και τώρα; Που να βρίσκεται;»
«Στου διαόλου τη μάνα, στη Βραζιλία, ξέρω ‘γω; Αφού έκανα τη μαλακία και τον άφησα να φύγει! Είχα ποντάρει στο ότι δε θα υποψιαζόταν ότι τον υποψιάζομαι και θα πήγαινε στην Πάτρα. Εκεί θα τον συλλάμβαναν οι δικοί μας, μαζί με το “βαποράκι” των διαμαντιών. Πάντα έλεγα ότι ο Γεωργίου είναι πιστός, υπάκουος και λίγο βλάκας, συγκεντρώνει δηλαδή τα τρία χαρακτηριστικά της επιτυχίας στο Σώμα. Να που έκανα λάθος στο τελευταίο».
«Δεν έκανες λάθος στην επιτυχία όμως».
«Χμμ…» έκανε μόνο ο Μπουλαξίζης και κούνησε το κεφάλι με ένα πικρό χαμόγελο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ήπιαν βιαστικά έναν καφέ στο Πασαλιμάνι και μετά πήρε το δρόμο της επιστροφής για τη ΓΑΔΑ. Εκεί γινόταν χαμός. Τι διάολο συνέβαινε; Πως δεν είχε ακούσει τίποτε; Είχαν κοιμηθεί στο σπίτι του Παύλου και δεν είχαν δει τηλεόραση. Το κινητό το είχε κλειστό. Βούτηξε μια εφημερίδα και διάβασε τα καθέκαστα
Για καλή του τύχη φορούσε πολιτικά. Νεαροί μαθητές είχαν φράξει τις εισόδους, είχαν ξαπλώσει γυμνοί στα σκαλιά, πετούσαν πέτρες, άναβαν κεριά, άφηναν λουλούδια και έλεγαν υβριστικά συνθήματα για την αστυνομία για να διαμαρτυρηθούν για τη δολοφονία ενός συνομήλικού τους,. Κατάφερε να φτάσει μέχρι το γραφείο του από πλαϊνές εισόδους. Όλη η ΓΑΔΑ ήταν σε αναβρασμό. Ο ίδιος δε μιλούσε. Δεν ήξερε τι να πει για το τραγικό συμβάν. Απομονώθηκε στο γραφείο του, μα τα συνθήματα διαπερνούσαν τους τοίχους.
Πάνω στο γραφείο του υπήρχε ένας φάκελος, παράξενος φάκελος. Τον περιεργάστηκε, τον άνοιξε. Μέσα είχε ένα μικρό διαμάντι. Και μια επιστολή. Γνώρισε το γραφικό χαρακτήρα του Γεωργίου. Τον προσκαλούσε στην Κόστα Ρίκα. Του έλεγε να τα βροντήξει όλα στην Ελλάδα και να τον ακολουθήσει. Θα είχαν χρήματα για να γλεντάνε δέκα ζωές, του έγραφε. Ο Μπουλαξίζης σηκώθηκε αργά από την καρέκλα του, σα να είχε γεράσει δέκα χρόνια μονομιάς. Κοίταξε τα σχολιαρόπαιδα από το ψηλό παράθυρο. Συνέχιζαν τα συνθήματα, συνέχιζαν να τον αποκαλούν γουρούνι, καθώς κατέβαιναν πια προς το Πεδίο του Άρεως.
Πήρε το φάκελο, έριξε μέσα το διαμάντι και κατέβηκε στο δρόμο. Το πέταξε στον πρώτο φλεγόμενο σκουπιδοτενεκέ που βρήκε μπροστά του και ανακατώθηκε με το πλήθος στην καρδιά της πορείας που ξεκινούσε. Προχωρούσε βαρύς και θλιμμένος, κι έμοιαζε, να δεις, σα σκυφτό δέντρο. Πάντως όχι σα γουρούνι.