Το άσπρο καράβι
Είμαι ο Μπάζιλ Έλντον, φαροφύλακας του Νορθ Πόιντ, όπως ήταν ο παππούς μου κι ο πατέρας μου πριν από μένα. Ο γκρίζος φάρος βρίσκεται μακριά από την παραλία, πάνω σε κάτι γλιστερούς υφάλους που φαίνονται μόνο κατά την άμπωτη κι όχι στη φουσκονεριά. Εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα διαβαίνουν μπροστά από τούτο το φάρο τα θαυμαστά πλοία των εφτά θαλασσών. Τον καιρό του παππού μου τα καράβια ήταν πολλά, στα χρόνια του πατέρα μου λιγότερα. Τώρα όμως περνούν τόσα λίγα, που μερικές φορές αισθάνομαι παράξενα μόνος, λες και είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που απόμεινε στη γη.
Τα μεγάλα εμπορικά ιστιοφόρα του παλιού καιρού με τ' άσπρα πανιά έρχονταν από μακρινούς τόπους κι άγνωστα λιμάνια της Ανατολής, από χώρες που ο ήλιος τους λάμπει ζεστός και μεθυστικές μοσχοβολιές μυρώνουν τον αέρα μέσα σε παράξενους κήπους και χαρούμενους ναούς. Οι παλιοί καραβοκύρηδες που επισκέπτονταν τον παππού μου, συχνά του μιλούσαν γι' αυτά τα μέρη κι αυτός με τη σειρά του τά 'λεγε στον πατέρα μου. Κι ο πατέρας μου ύστερα τα διηγόταν σε μένα τ' ατέλειωτα φθινοπωρινά δειλιvά, ενώ έξω θρηνολογούσε απελπισμένα ο ανατολικός άνεμος. Διάβασα πολλά γύρω απ' αυτές τις ιστορίες, αλλά και γι' άλλα πράγματα εκτός απ' αυτές, σε βιβλία που μου είχαν δώσει διάφοροι άνθρωποι, τότε που ήμουν νέος ακόμη και γεμάτος δίψα για παράξενες γνώσεις.
Αλλά πιο σαγηνευτικές κι από τις ιστορίες των γεροθαλασσόλυκων και τις ιστορίες των βιβλίων είναι οι απόκρυφες ιστορίες του ωκεανού. Γαλανός, πράσινος, γκρίζος, άσπρος ή μαύρος, γαλήνιος σαν το λάδι, ή αγριεμένος με κύματα θεόρατα, ο ωκεανός δεν είναι ποτέ σιωπηλός. Περνούσα όλο μου τον καιρό να τον αγναντεύω και να τον αφουγκράζομαι, κι έτσι τον ξέρω καλά. Στην αρχή μου διηγόταν απλές μικρές ιστοριούλες, για ήσυχες ακρογιαλιές και κοντινά λιμάνια. Αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια, γινόταν όλο και πιο φιλικός. Τώρα άρχισε να μου μιλά και γι' άλλα πράγματα. Για πράγματα παράξενα κι απόμακρα στο χώρο και στο χρόνο. Κάποιες φορές, εκεί κατά το ηλιοβασίλεμα, η πορφυρή γραμμή των οριζόντων, που αχνοφαινόταν πίσω απ' το θάμπος, άνοιγε για να μου δείξει κάτι απ' τους άλλους κόσμους. Κι άλλες φορές πάλι τη νύχτα, τα βαθιά νερά της θάλασσας φωσφόριζαν σαν κρυσταλλένια αποκαλύπτοντάς μου τα μάγια του βυθού της. Κι απ' αυτά που έβλεπα, άλλα μου φώτιζαν το χτες, άλλα μου παρουσίαζαν το παρόν κι άλλα μου φανέρωναν το μέλλον, γιατί ο ωκεανός είναι αρχαιότερος απ' τα όρη και πλουσιότερος σε μνήμες και ονείρατα του χρόνου.
Το Άσπρο Καράβι ερχόταν συνήθως απ' το Νοτιά με την πανσέληνο, όταν τ' ολόγιομο φεγγάρι έλαμπε ψηλά στο στερέωμα. Απ' το Νοτιά αρμένιζε ήρεμα και σιωπηλά στη θάλασσα. Και είτε αυτή ήταν οργισμένη ή γαλήνια, είτε ο αγέρας ευνοϊκός ή αντίθετος, αυτό γλιστρούσε πάντα απαλά και βουβά με τα πανιά του να ξεχωρίζουν από μακριά και τις μεγάλες παράξενες σειρές κουπιά, που είχε στα πλευρά του να λάμνουν ρυθμικά. Μια νύχτα είδα πάνω στο κατάστρωμά του ένα γενειοφόρο άντρα που φορούσε μπέρτα. Μου φάνηκε ότι μου έκανε νόημα να μπαρκάρω για τ' άγνωστα μέρη. Τον ξανάδα πολλές φορές μετά, όταν είχε πανσέληνο και πάντα μου έκανε το ίδιο νόημα.
Το φεγγάρι έλαμπε ολόλαμπρο τη νύχτα που ανταποκρίθηκα στο κάλεσμά του. Έφτασα στο Άσπρο Καράβι περπατώντας πάνω απ' τα νερά στη γέφυρα που είχαν δημιουργήσει οι αχτίδες του φεγγαριού. Ο άντρας που μου έκανε τα νοήματα, με καλωσόρισε με μια μουσική γλώσσα - ξαφνιασμένος διαπίστωσα ότι τη γνώριζα πολύ καλά. Κι ύστερα οι ώρες γέμισαν με τα μελωδικά τραγούδια των κωπηλατών, καθώς αρμενίζαμε για το μυστήριο Νότο. Από ψηλά μας συντρόφευε τ' ολόγιομο φεγγάρι ραντίζοντάς μας με λαμπερές ανταύγειες στο χρώμα του κεχριμπαριού.
Κι όταν άρχισε να χαράζει η μέρα πλημμυρισμένη ροδόχρυσο φως, είδα επιτέλους τις καταπράσινες ακρογιαλιές των μακρινών τόπων, που ως τότε μου ήταν άγνωστοι, να λάμπουν πανέμορφες. Λες και αναδύθηκαν μες από τα γαλανά νερά, ξαφνικά μεγαλόπρεπα υψίπεδα εμφανίστηκαν μπρος μου στολισμένα με αραιά δέντρα. Ανάμεσά τους έβλεπα εδώ κι εκεί άσπρες λαμπερές στέγες και κιονοστοιχίες παράξενων ναών. Καθώς ζυγώναμε όλο και πιο κοντά στην καταπράσινη ακτή, ο συνοδός μου με πληροφόρησε ότι αυτή η χώρα είναι η γη της Ζαρ. Εδώ, μου είπε, κατοικούν όλα τα όνειρα και οι όμορφες σκέψεις που γεννιούνται απ' το μυαλό των ανθρώπων μια φορά κι ύστερα λησμονιούνται. Κοίταξα πολύ προσεχτικά και διαπίστωσα ότι μου έλεγε αλήθεια - γιατί ανάμεσα σ' αυτά που αντίκριζα τώρα εκεί μπροστά μου, είδα πολλά πράγματα που μού 'χαν φανερωθεί για πρώτη φορά πέρα απ' την αχνοπόρφυρη γραμμή των οριζόντων ή στα νυχτερινά φωσφορίζοντα βάθη του ωκεανού. Είδα ακόμη μορφές και οντότητες εκθαμβωτικής ομορφιάς που δεν είχα ξαναδεί ποτέ πριν στη ζωή μου. Είδα επίσης οράματα νεαρών ποιητών που πέθαναν φτωχοί πριν προφτάσουν να δείξουν στον κόσμο αυτά που είδαν κι ονειρεύτηκαν. Αλλά δε ρίξαμε άγκυρα στα λιμάνια της Ζαρ, που οι γεμάτες άλση πλαγιές της κατηφόριζαν ως αυτά, γιατί λένε ότι όποιος πατήσει το πόδι του στη γη της, δεν ξαναγυρίζει ποτέ πια στις ακρογιαλιές του τόπου του.
Το Άσπρο Καράβι είχε αρχίσει τώρα ν' απομακρύνεται σιωπηλά απ' τη σπαρμένη με ναούς γη της Zap, όταν πέρα μακριά, στα βάθη του ορίζοντα φάνηκαν οι ντελικάτες σκεπές απ' τα κτίρια μιας ονειρικής πολιτείας. Ο γενειοφόρος άντρας μου είπε τότε: «Αυτή είναι η Θαλαριόν, η πόλη των χίλιων θαυμάτων. Την κατοικούν όλα εκείνα τα μυστήρια που ο άνθρωπος μάταια προσπάθησε να καταλάβει». Όταν πια είχαμε πλησιάσει πολύ, διαπίστωσα βλέποντάς την ότι η πόλη ήταν μεγαλύτερη απ' οποιαδήποτε άλλη είχα δει ή ονειρευτεί προηγουμένως. Οι λεπτόσχημες κορυφές των ναών της βυθίζονταν τόσο ψηλά στον ουρανό, που κανείς άνθρωπος δεν μπορούσε να τις διακρίνει. Τα μελαγχολικά γκρίζα τείχη της χάνονταν μακριά, πέρα από τον ορίζοντα. Πίσω απ' αυτά δεν έβλεπε κανείς τίποτε παρά μόνο μερικές παράξενες απειλητικές στέγες οικοδομημάτων, διακοσμημένες με εκπληκτικές τοιχογραφίες και θαυμάσια ανάγλυφα. Φλεγόμουν απ' την επιθυμία να επισκεφθώ αυτήν τη μαγευτική, αλλά παράλληλα και απωθητική, πόλη. Παρακάλεσα, λοιπόν, το συνοδό μου να μ' αφήσει στην αποβάθρα που βρισκόταν κοντά στη θεόρατη σκαλιστή πύλη Ακαριέλ. Αυτός, όμως, αρνήθηκε ευγενικά λέγοντας: «Στη Θαλαριόν, στην πόλη των χίλιων θαυμάτων, πολλοί μπήκαν, αλλά κανείς δεν ξαναγύρισε. Μονάχα δαίμονες την κατοικούν και πλάσματα παρανοϊκά, που έχουν πάψει νά 'ναι πλέον άνθρωποι. Στους δρόμους της ξασπρίζουν εγκαταλειμμένα τα κόκαλα όλων εκείνων που αντίκρισαν το είδωλο Λαθί, που κυβερνά την πόλη». Κι έτσι, το Άσπρο Καράβι διάβηκε μπρος από τα τείχη της Θαλαριόν. Μετά, και για μέρες πολλές, πετώντας κατά το Νοτιά, μας ακολούθησε ένα πουλί με λαμπερά φτερά, που το γαλανό τους χρώμα συναγωνιζόταν τ' ουρανού.
Κάποτε φάνηκε μια χαριτωμένη ακρογιαλιά, πνιγμένη σε χαρούμενα πολύχρωμα λουλούδια. Πέρα απ' αυτή το μάτι μας ταξίδεψε σε πανέμορφα μικρά δάση και αλσύλλια, μια ζωγραφιά κάτω από το φως του ήλιου, που χανόταν πέρα, στα βάθη του ορίζοντα. Από μακριά, ποιος ξέρει από πού, ακούγονταν τραγούδια και μουσικές όλο λυρισμό και αρμονία. Κάθε τόσο ένα κρυσταλλένιο γέλιο παιχνίδιζε μέσα σ' αυτή τη μουσική, τόσο γλυκό που φώναξα με ανυπομονησία στους κωπηλάτες να κάνουν πιο γρήγορα. Βιαζόμουν ν' αντικρίσω το όνειρο. Ο γενειοφόρος φίλος μου δε μιλούσε, με παρατηρούσε μόνο καθώς πλησιάζαμε την ακτή που ήταν σπαρμένη κρίνα. Και ξαφνικά, ο αγέρας που ήρθε απ' τους λουλουδιασμένους κήπους και τα πυκνόφυλλα δάση, έφερε μια μυρωδιά που μ' ανακάτεψε. Όταν ο αγέρας δυνάμωσε, η ατμόσφαιρα ολόγυρα πλημμύρισε από την εμετική αποφορά ανοιχτών τάφων ή πόλεων που τις είχε χτυπήσει πανούκλα. Και καθώς απομακρυνόμασταν πανικόβλητοι απ' αυτή την καταραμένη ακτή, ο συνοδός μου τελικά μου φανέρωσε το μυστικό της. «Αυτή που βλέπεις είναι η Ζούρα, η χώρα των ανεκπλήρωτων ηδονών».
Κι έτσι, για μια φορά ακόμη το Άσπρο Καράβι συνέχισε ν' αρμενίζει σε χλιαρές, ευλογημένες θάλασσες με μοσχοβολημένες αύρες να το χαϊδεύουν, ακολουθώντας το πέταγμα του πουλιού. Ταξιδεύαμε νύχτα μέρα. Όταν είχε πανσέληνο, μας νανούριζαν τα μελωδικά τραγούδια των κωπηλατών, το ίδιο μαυλιστικά όπως ήταν κι εκείνη τη μακρινή νύχτα, που έφυγα μακριά από τον τόπο μου. Αγκυροβολήσαμε κάτω από το φεγγαρόφωτο στο λιμάνι της Σόνα-Νιλ. Δυο δίδυμοι κρυστάλλινοι οβελίσκοι, που αναδύονταν απ' τη θάλασσα μοιάζοντας με άγρυπνους φρουρούς, ενώνονταν πάνω ψηλά σχηματίζοντας μια επιβλητική πύλη. Αυτή είναι η Χώρα της Φαντασίας. Περπατήσαμε ξανά πάνω στη χρυσή γέφυρα που σχημάτισαν οι φεγγαροαχτίδες για να βγούμε στην ακτή.
Ο χώρος, ο χρόνος, η δυστυχία και ο θάνατος είναι ανύπαρκτα στη Σόνα-Νιλ, κι έτσι έμεινα σ' αυτή αμέτρητους αιώνες. Τα λιβάδια και τα χωράφια της είναι καταπράσινα. Πολύχρωμα κι ευωδιαστά τα άνθη, γαλάζια και μουσικά τα ποταμάκια, κρυσταλλένιες και καθάριες οι κρήνες, μεγαλόπρεποι και λαμπεροί οι ναοί, τα κάστρα και οι πολιτείες της Σόνα-Νιλ. Σ' αυτή τη γη δεν υπάρχουν σύνορα, γιατί πίσω από κάθε όμορφη έκπληξη σε περιμένει μια άλλη, ακόμη ωραιότερη. Στην εξοχή και στις θαυμαστές πόλεις κινούνται συνέχεια οι χαρούμενοι κάτοικοι της. Όλοι τους έχουν μια φυσική αρχοντιά, όλοι τους είναι ευτυχισμένοι. Στους αιώνες που έμεινα εκεί, περιπλανιόμουν ευτυχισμένος μέσα σε κήπους, απ' όπου χαριτωμένες παγόδες ξεπρόβαλλαν πίσω από όμορφες πρασινάδες και δρόμοι στρωμένοι με άσπρες πλάκες χάνονταν μέσα σε εξωτικά λουλούδια. Ανέβηκα σε ήρεμους λόφους, απ' την κορφή των οποίων αγνάντεψα την ονειρική τοιχογραφία πόλεων που κούρνιαζαν σε απέραντες πεδιάδες. Είδα, επίσης, πέρα στο μακρινό ορίζοντα να λαμπυρίζουν οι χρυσοί τρούλοι κυκλώπειων πόλεων. Και είδα στο φως του φεγγαριού τη θάλασσα να στραφταλίζει, τους κρυστάλλινους οβελίσκους και το γαλήνιο λιμάνι όπου βρισκόταν αγκυροβολημένο το Άσπρο Καράβι.
Ήταν στο έτος του Θαρπ, όταν είδα πάλι μια νύχτα με πανσέληνο να διαγράφεται ψηλά η μορφή του ουράνιου πουλιού. Ένιωσα τότε τα πρώτα σκιρτήματα της ανησυχίας. Έτσι, μίλησα στο γενειοφόρο φίλο μου και του ζήτησα με λαχτάρα να μ' αφήσει να φύγω για τη μακρινή Καθούρια. Κανείς δεν την έχει δει, αλλά όλοι πιστεύουν ότι βρίσκεται πέρα απ' τους Βασαλτικούς Κίονες της Δύσης. Είναι η Χώρα της Ελπίδας. Εκεί λάμπουν στην ιδανική μορφή τους όλα τα πράγματα που γνωρίσαμε κάπου αλλού. Αλλά ο συνοδός μου αποκρίθηκε: «Άκου! Οι άνθρωποι λένε ότι οι θάλασσες που βρέχουν την Καθούρια, είναι επικίνδυνες. Στη Σόνα-Νιλ δεν υπάρχει πόνος, ούτε θάνατος, αλλά πέρα απ' τους Βασαλτικούς Κίονες της Λύσης, κανείς δεν ξέρει τι υπάρχει». Με το καινούριο φεγγάρι, όμως, ανέβηκα στο Άσπρο Καράβι μαζί με το δισταχτικό φίλο μου κι άφησα το χαρούμενο λιμάνι γι' άγνωστες θάλασσες.
Το πουλί πετούσε μπροστά μας και μας οδηγούσε προς τους Βασαλτικούς Κίονες της Δύσης. Αλλά αυτή τη φορά οι κωπηλάτες δεν τραγουδούσαν τα μελωδικά τους τραγούδια στο φως του ολόγιομου φεγγαριού. Προσπαθούσα συνέχεια να φανταστώ την άγνωστη γη της Καθούρια με τα πανέμορφα δάση και τα παλάτια της. Προσπαθούσα να ονειρευτώ τις πρωτόγνωρες απολαύσεις που με περίμεναν εκεί. «Η Καθούρια», μονολογούσα, «είναι η κατοικία των θεών! Είναι η γη με τις αμέτρητες χρυσές πολιτείες! Τα δάση της είναι από αλόη και σάνταλο, όπως τα ευωδιαστά άλση της Ταμορίν. Ανάμεσα στα δέντρα φτερουγίζουν χαριτωμένα πουλιά με ολόγλυκο κελάδημα. Στα λουλουδιασμένα καταπράσινα όρη της Καθούρια ορθώνονται ναοί από ρόδινο μάρμαρο, στολισμένοι με θαυμαστά ανάγλυφα και τοιχογραφίες. Στις αυλές τους χοροπηδούν δροσερά ασημένια συντριβάνια. Το ευωδιαστό νερό τους, που έρχεται από τον ποταμό Ναργκ, τινάζεται ψηλά μ' ένα τραγουδιστό κελάρυσμα. Χρυσά τείχη κλείνουν τις πόλεις της Καθούρια· ακόμη και οι δρόμοι της είναι στρωμένοι με χρυσάφι. Στους κήπους αυτών των πόλεων ανθίζουν παράξενες ορχιδέες πλάι σε λίμνες που το νερό τους μοσχοβολά και ο βυθός τους είναι φτιαγμένος από κεχριμπάρι και κοράλλι. Τις νύχτες οι δρόμοι και τα περιβόλια πλημμυρίζουν απ' το φως πυρσών, που είναι φτιαγμένοι από το τρίχρωμο καύκαλο της χελώνας. Οι μεθυστικές νότες του τραγουδιστή και του λαουτιέρη αντηχούν παντού. Όλα τα σπίτια στις πόλεις της Καθούρια είναι παλάτια. Το καθένα είναι χτισμένο πάνω σ' ένα αρωματισμένο κανάλι που το νερό του έρχεται από τον ποταμό Ναργκ. Τα σπίτια είναι από μάρμαρο και πορφύριο. Οι χρυσές σκεπές τους αντανακλούν το φως του ήλιου, αυξάνοντας έτσι το μεγαλείο των πόλεων. Ευτυχισμένοι θεοί τις κοιτούν από μακρινές βουνοκορφές. Το πιο ωραίο απ' όλα είναι το παλάτι του μεγάλου μονάρχη, του Ντοριέμπ. Μερικοί λένε πως είναι ημίθεος, άλλοι θεός. Το παλάτι του Ντοριέμπ είναι πανύψηλο. Μαρμάρινοι πύργοι στολίζουν ολόγυρα τα τείχη του. Στις απέραντες αίθουσές του συνωθούνται τα πλήθη για να θαυμάσουν τα τρόπαια των αιώνων που τις στολίζουν. Η στέγη του είναι από ατόφιο χρυσάφι και στηρίζεται πάνω σε ψηλές κολόνες από ρουμπίνι και αμέθυστο. Στ' αετώματά της βλέπει κανείς ανάγλυφες μορφές θεών και ηρώων, έτσι ώστε αυτός που τα κοιτάζει έχει την ψευδαίσθηση ότι αντικρίζει τον Όλυμπο. Το πάτωμα του παλατιού είναι από γυαλί. Από κάτω κυλούν, θαυμαστά φωτισμένα, τα νερά του Ναργκ, γεμάτα πολύχρωμα, φανταχτερά ψάρια που δε θα τα δεις πουθενά αλλού, παρά μόνο στην ονειρεμένη Καθούρια».
Έτσι ονειρευόμουν την Καθούρια, αλλά ο γενειοφόρος άντρας δε σταματούσε να με προειδοποιεί να γυρίσουμε πίσω στις ευτυχισμένες ακρογιαλιές της Σόνα-Νιλ. Γιατί η Σόνα-Νιλ είναι γνωστή στους ανθρώπους, ενώ την Καθούρια δεν την έχει δει κανείς ποτέ.
Την τριακοστή πρώτη μέρα από τότε που ξεκινήσαμε ακολουθώντας το πουλί, αντικρίσαμε τους Βασαλτικούς Κίονες της Δύσης. Αχνοφαίνονταν μέσ' απ' την ομίχλη, έτσι που κανείς δεν μπορούσε να δει πέρα απ' αυτούς ή να διακρίνει την κορφή τους, που, όπως λένε μερικοί, χάνεται στον ουρανό. Ο γενειοφόρος φίλος μου ξανά με παρακάλεσε να γυρίσουμε πίσω, αλλά εγώ δεν τον άκουσα. Είχα την αίσθηση ότι πέρα απ' τις ομιχλιασμένες Βασαλτικές Κολόνες με καλούσε η μουσική των τραγουδιστών και των λαουτιέρηδων, μια μελωδία γλυκύτερη κι από τα πιο γλυκά τραγούδια της Σόνα-Νιλ, μια απάντηση στις προσευχές μου. Στις προσευχές που έκανα τότε, στη Χώρα της Φαντασίας, κι ύστερα την άφησα για νά 'ρθω εδώ, ταξιδεύοντας με τ' ολόγιομο φεγγάρι. Κι έτσι, με τη μαγεία της μουσικής το Άσπρο Καράβι βυθίστηκε μέσα στην ομίχλη ανάμεσα στους Βασαλτικούς Κίονες της Δύσης. Αλλά όταν η μουσική σταμάτησε και η ομίχλη διαλύθηκε, δεν αντικρίσαμε τη γη της Καθούρια, αλλά μια αγριεμένη, φουρτουνιασμένη θάλασσα. Το Άσπρο Καράβι παράδερνε τώρα πάνω της αβοήθητο, έρμαιο των κυμάτων, που το ταξίδευαν προς κάποια άγνωστη γη. Και μετά ακούσαμε από μακριά το μουγκρητό νερών που γκρεμίζονταν. Κι ύστερα είδαμε εκεί πέρα, στο μακρινό ορίζοντα, τους θεόρατους αναβρασμούς από έναν τερατώδη καταρράχτη, που χυνόταν μαζί μ' όλους τους άλλους ωκεανούς του κόσμου στο κενό της αβύσσου. Τότε ο γενειοφόρος άντρας μου είπε, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του: «Εγκαταλείψαμε την όμορφη γη της Σόνα-Νιλ! Τώρα δε θα την ξαναδούμε ποτέ πια! Οι θεοί είναι πιο δυνατοί απ' τους ανθρώπους. Και νίκησαν!» Και τότε εγώ έκλεισα τα μάτια μου να μη δω την καταστροφή που ερχόταν μοιραία. Να μη βλέπω πια ούτε το πουλί που χτυπούσε κοροϊδευτικά τα γαλάζια φτερά του πάνω απ' την άκρη της αβύσσου.
Μέσα στο έρεβος του σκότους που βυθίστηκα, άκουσα τα ουρλιαχτά ανθρώπων και πλασμάτων που δεν ήταν άνθρωποι. Ο άνεμος που ερχόταν απ' την ανατολή λυσσομανώντας με πάγωνε. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι καθόμουν πάνω σε μια πλάκα που βρέθηκε ανεξήγητα κάτω απ' τα πόδια μου. Μετά άκουσα κάτι να τσακίζεται. Άνοιξα τα μάτια μου και διαπίστωσα ότι στεκόμουν πάνω στην πλατφόρμα του φάρου απ' όπου είχα φύγει πριν από αμέτρητους αιώνες. Κάτω βαθιά στα σκοτάδια, διαγραφόταν αδιόρατα το τεράστιο περίγραμμα ενός καραβιού που συντριβόταν στα δολοφονικά βράχια. Διαπίστωσα ακόμη ότι το φως του φάρου, για πρώτη φορά από τότε που είχε αναλάβει ο παππούς μου, είχε σβήσει.
Αργότερα, την ίδια νύχτα, όταν μπήκα μέσα στο φάρο, είδα στον τοίχο το ημερολόγιο. Έδειχνε την ημερομηνία της ημέρας που έφυγα μακριά. Όταν ξημέρωσε, βγήκα και πήγα να ψάξω για τα συντρίμμια στους βράχους. Τα μόνα που βρήκα ήταν ένα πεθαμένο παράξενο πουλί, που είχε το χρώμα του ουρανού, κι ένα ξύλινο δοκάρι, ολόλευκο, πιο άσπρο κι απ' τους αφρούς των κυμάτων ή απ' τα χιόνια στις βουνοκορφές.
Κι έτσι, από τότε ο ωκεανός δε μου ξαναφανέρωσε τα μυστικά του, αλλά ούτε και το Άσπρο Καράβι ξαναφάνηκε ποτέ να έρχεται απ' το Νότο, αν και το ολόγιομο φεγγάρι αρμένισε πολλές φορές στον ουρανό.
Χ.Φ. Λάβκραφτ, «Η ονειρική αναζήτηση της άγνωστης Καντάθ», εκδ. Αίολος, Αθήνα 1988. Μετάφραση: Παν. Σκάγιαννης - Μάκης Πανώριος
4 σχόλια:
Το ταξίδι στις Νότιες Θάλασσες!!
@Γάτο
α. Ο Φάρος της φωτογραφίας είναι αυτός από τη χώρα της Άνδρου που έχεις την αίσθηση ότι αναδύεται μαζί με τον βράχο από τη θάλασσα;
β. Το έβαλες και για να δείξεις τα χαμηλά όρια της μπαλαφάρας μας;
@Ελισσαίος καλημέρα.
α) Ναι, είναι ο περίφημος φάρος της Άνδρου.
β) Οι ονειρικοί κόσμοι του Λάβκραφτ μου ασκούν, ακόμα και τώρα, 372 χρόνια μετά την εφηβική ηλικία, αυθεντική σαγήνη. Επειδή απογοητεύτηκα οικτρότατα από το δικό μου κομμάτι της μπαλαφάρας, είπα να "διορθώσω" με ένα δάνειο.
@γατε
Αν νομιζετε οτι θα το γραψετε καλυτερα ξαναγραψετε το μερος σας δινοντας μια μικρη παραταση στον επομενο.
@νώνυμος: Όχι, δεν θα προσπαθήσω κάτι τέτοιο, καλύτερα που έφυγε από τα χέρια μου. Έχει πάρει ήδη τη σκυτάλη ο Παναγιώτης.
Δημοσίευση σχολίου