Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008

Λογοτεχνία και Σκάκι


Ο Χρήστος Κεφαλής μάς παραχώρησε με ευγένεια -προς δημοσίευση- το περιεχόμενο του λήμματος «Λογοτεχνία και Σκάκι» από το εξαιρετικό βιβλίο «Σκακιστική Εγκυκλοπαίδεια» που κυκλοφόρησε αυτή την εβδομάδα από τις εκδόσεις Κέδρος:

Αρκετά λογοτεχνικά έργα έχουν γραφεί για το σκάκι, πεζογραφία όσο και ποίηση. Η θεματολογία ποικίλει, από μυθιστορήματα κοινωνικής κριτικής, παιδαγωγικά και βιογραφίες, ως σάτιρες, επιστημονική φαντασία και αλληγορίες. Συνήθως, το σκάκι αξιοποιείται για να αναδειχτεί μια σύγκρουση ανάμεσα σε αντίθετες ιδέες και αρχές, να γίνει ένας παραλληλισμός με τη ζωή και να τεθούν προσφιλή στους λογοτέχνες ερωτήματα για τη διάσπαση της ανθρώπινης προσωπικότητας, τη μοναξιά της μεγαλοφυΐας και τις ολέθριες συνέπειες της ακραίας εξειδίκευσης. Άλλοτε πάλι οι αναφορές μπορεί να είναι περιστασιακές, για λόγους ποικιλίας και οικοδόμησης περιπετειώδους πλοκής.


Στέφαν Τσβάιχ

Κλασικό σκακιστικό μυθιστόρημα θεωρείται η Σκακιστική Νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ, γραμμένη στα 1942, λίγο πριν την αυτοκτονία του στη Βραζιλία. Δέσμιος σε ναζιστική φυλακή, ο ήρωας θα κλέψει στην ανάκριση ένα σκακιστικό βιβλίο, βρίσκοντας παρηγοριά από την απομόνωση. Θα γίνει τόσο δεινός παίκτης ώστε να νικήσει τον παγκόσμιο πρωταθλητή, αλλά θα οδηγηθεί και στα πρόθυρα της τρέλας, πορεία που απεικονίζει τη σύγκρουση ανάμεσα στα ανθρωπιστικά ιδανικά και τη φασιστική βαρβαρότητα. Παρόμοιο θέμα έχει Η Βαριάντα του Λίνεμπουργκ του Πάολο Μαουρένσιγκ, όπου ένας Εβραίος αιχμάλωτος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης υποχρεώνεται από το σκακιστή αλλά και παράφρονα διοικητή να παίζει σκάκι μαζί του, με τίμημα τη ζωή των αιχμαλώτων.

Σύγχρονη συνέχεια αποτελεί το Μια Παρτίδα Σκάκι του Αννίβα Αρνέλλου (Αθήνα 2002). Ο συγγραφέας αντιστοιχίζει τη φημισμένη Αθάνατη Παρτίδα του Άντερσεν στην ερωτική σχέση των ηρώων του, του Αννίβα και της Ελίζας. Παρουσιάζοντας τον Αννίβα σαν βαμπίρ, αντιπαραθέτει τη ρομαντική αλλά γνήσια ανθρώπινη νοοτροπία του στο στυγνό ωφελιμιστικό πνεύμα της εποχής. Γύρω από το ατομικό πεδίο πλέκεται με άξονα το σκάκι ένας πλούτος φιλοσοφικών και κοινωνικών αναφορών.

Προγενέστερη, Η Άμυνα του Λούζιν του Ναμπόκοβ, πραγματεύεται το αδιέξοδο της μεγαλοφυΐας. Ο εσωστρεφής Λούζιν στρέφεται στο σκάκι για να αποφύγει τη ζωή. Μα ενώ το ταλέντο του τον φέρνει στην κορυφή, η έλλειψη πρακτικής αίσθησης θα τον καταστρέψει. Η γαλλική έκδοση του 1934 υμνήθηκε από τον Σνόσκο-Μπορόβσκι, ενώ μεταπολεμικά μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες (ελληνική έκδοση 2002) και το 2000 γυρίστηκε σε ταινία.

Το Η Αληθινή Ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ του ίδιου συγγραφέα (ελ. έκδοση 1989), σχετίζεται έμμεσα με το σκάκι, καθώς ο Ναμπόκοβ κατασκεύασε ένα πρόβλημα για να απεικονίσει τη δομή του έργου και τους ρόλους των ηρώων. Ανάλογη ιδέα χρησιμοποιείται στο παιδαγωγικό Μες στον Καθρέφτη και τι Βρήκε η Αλίκη Εκεί (1872, ελ. έκδοση 1978) του δημιουργού του Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων Λιούις Κάρολ, όπου οι περιπέτειες της Αλίκης παρουσιάζονται με μορφή σκακιστικής σύνθεσης, και στο περιπετειώδες Ο Πίνακας της Φλάνδρας του Ισπανού Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε (ελ. έκδοση 1994), πλεγμένο γύρω από ένα πρόβλημα του 15ου αιώνα και τις προσπάθειες μια ετερόκλητης ομάδας να το αποκρυπτογραφήσει.

Εμπνευσμένα από το σκάκι βιβλία για το λιλιπούτειο αναγνωστικό κοινό υπάρχουν πολλά. Από την εγχώρια βιβλιογραφία αναφέρουμε Το Φεγγάρι Παίζει Σκάκι της Αγγελικής Βαρελά (1992, 1998). Ακόμη το Μια Φορά κι Έναν Καιρό Ήταν το Σκάκι (1999) των Κώστα Γιουβαντσιούδη και Ειρήνης Μουσιάδου, όπου με μορφή παραμυθιού, πέρα από την εκμάθηση του σκακιού, γίνεται προσπάθεια να εμφυσηθούν στα παιδιά οι αξίες του για τη ζωή.

Πιο σύνθετο, με φιλοσοφικές προεκτάσεις, είναι το μυθιστόρημα φαντασίας Ο Κήπος του Σκακιού του Μπρουκς Χάνσεν (1995). Ένας γιατρός ταξιδεύει σε ένα νησί, όπου συναντά παράξενα όντα με μορφή σκακιστικών κομματιών. Μέσα από τις περιπέτειές του, ο συγγραφέας μιλά για τη σύγκρουση μεταξύ φυσικής και τεχνολογικής αντίληψης της ζωής, σχολιάζοντας αντιθέσεις όπως εκείνη της παραδοσιακής και εναλλακτικής ιατρικής.

Περιπετειώδεις βιογραφίες με θέμα τη ζωή σκακιστών έχουν γραφτεί αρκετές. Στο Μάστερ Πριμ του Τζέιμς Έλισον (1968) παρακολουθούμε την άνοδο ενός άξεστου νεαρού Αμερικανού, που συντρίβει όλους τους αντιπάλους του. Το έργο είναι εμπνευσμένο από τον Φίσερ και ο συγγραφέας συζήτησε με πολλούς σκακιστές συλλέγοντας υλικό. Συναντήθηκε μάλιστα και με τον Φίσερ στο Σκακιστικό Όμιλο Μάρσαλ. Παρόμοιο είναι το Η Βαριάντα του Δράκου του Άντονι Γκλιν (1969).

Το Γκαμπί της Βασίλισσας του Γουόλτερ Τέβις (1983) αφηγείται την προσπάθεια της Μπεθ, ταλαντούχας αλλά εθισμένης στο αλκοόλ σκακίστριας, να ξεφύγει από την αθλιότητα και να καταξιωθεί, ως τη νίκη της απέναντι στην επίφοβη Ρωσίδα παγκόσμια πρωταθλήτρια. Οι Σκακιστές του Φράνσις Κέγιες (1960) αφηγείται τη ζωή του Μόρφι, με εκτενή βιβλιογραφία. Στο Η Αγωνία του Αλιέχιν του Τσαρλς Γιαφέ (1999), ο συγγραφέας παρουσιάζει τον Αλιέχιν ως κυνικό πραγματιστή, που μεταχειρίζεται τους άλλους για να φτάσει στο σκοπό του. Ωστόσο, δίνει έμφαση στην περιπετειώδη πλευρά, για την οποία η ζωή του Αλιέχιν προσφέρει πλούσιο υλικό, υποτιμώντας την ψυχολογική.

Δυστυχώς, αρκετά έργα, γραμμένα συγκυριακά από ανθρώπους όχι σχετικούς με το αντικείμενο, δεν πετυχαίνουν να απεικονίσουν διεισδυτικά τους τύπους των μεγάλων σκακιστών. Μια εξαίρεση είναι το Η Αγάπη του Καρλ Χάφνερ για την Ισοπαλία του Τόμας Γκλάβινιτς, με θέμα το ματς του 1910 ανάμεσα στον Σλέχτερ (τον ενσαρκώνει ο Χάφνερ) και τον Λάσκερ. Μέσα από τη διαρκή αντιπαράθεση των χαρακτήρων, του καταξιωμένου και μαχητικού Λάσκερ και του ντροπαλού, πάμφτωχου Σλέχτερ, ο Γκλάβινιτς συνδέει τις σκακιστικές νοοτροπίες με το κλίμα της εποχής.

Στο Αναζητώντας τον Μπόμπι Φίσερ του Φρεντ Γουέιτζκιν παρακολουθούμε την πορεία του γιου του συγγραφέα Τζος ως την κατάκτηση του εθνικού πρωταθλήματος παίδων των ΗΠΑ. Ο συγγραφέας δείχνει πώς η ενασχόληση του μικρού με το σκάκι συμβάλλει στην ενηλικίωσή του και σχολιάζει την υποβάθμιση του σκακιού στην αμερικάνικη κοινωνία, σε σύγκριση με την υψηλή προβολή του στην ΕΣΣΔ. Το βιβλίο χρησίμευσε ως βάση για την εξαίρετη ταινία του Στίβεν Ζέιλιαν.

Εντελώς διαφορετικού ύφους, Ο Πύργος που Κτυπήθηκε από την Αστραπή του Φερνάντο Αραμπάλ (1983, αμερικάνικη έκδοση 1991) αποτελεί μια προκλητική παρωδία. Με διαβρωτικό χιούμορ, ο συγγραφέας ιστορεί το ματς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα σκακιού ανάμεσα στον αυστηρό ορθολογιστή Ελβετό Μαρκ Άμαρι και τον βιωματικό Ισπανό Έλιας Τάρσις. Μέσα από τις γκροτέσκ μορφές των ηρώων, διακωμωδείται η αποστεωμένη μονομέρεια κάθε είδους, σε ένα βιβλίο που κάτω από την υπερβολή υπολανθάνει ένας κρυφός λυρισμός.

Ένα πρόσφατο αξιόλογο μυθιστόρημα, το Οχτώ της Κάθριν Νέβιλ, ξετυλίγεται γύρω από το μύθο του σκακιού του Μονκλάν, μιας μαγικής σκακιέρας της οποίας η κατοχή προσδίδει στον ιδιοκτήτη της τεράστια δύναμη. Η ιστορία, ένα αγωνιώδες θρίλερ, διαδραματίζεται στο σήμερα, ξεκινά όμως περίπου από το 1000 μ.Χ. Η αναζήτηση του μαγικού σκακιού διατρέχει πολλές χώρες σε όλες τις ηπείρους, έχοντας ως πρωταγωνιστές διάσημες προσωπικότητες όπως ο Ναπολέων, η Μεγάλη Αικατερίνη, ο Ροβεσπιέρος, ο καρδινάλιος Ρισελιέ, ο Ρουσσώ, ο Μαρά, αλλά και επιστήμονες και μουσικούς, όπως οι Μπαχ, Φουριέ, Νεύτων, Όιλερ και Φιλιντόρ. Μέσα από την περιπετειώδη πλοκή, η συγγραφέας θέτει με μορφή γρίφων τα ερωτήματα για το νόημα της ζωής, που προσομοιάζεται κι εδώ με μια αιώνια παρτίδα σκακιού χωρίς τέλος.

Αξιόλογο ελληνικό σατιρικό έργο είναι Η Παρτίδα του Α. Σχοινά (1990). Με αυτοσαρκαστική διάθεση, ο συγγραφέας ιστορεί μια υποτιθέμενη παρτίδα του, από τη σκοπιά του αρχάριου και ατζαμή παίκτη. Τα συναισθήματα της έκπληξης που δοκιμάζει από τις απροσδόκητες και συντριπτικές κινήσεις του αντιπάλου, τη στιγμή που νομίζει ότι ελέγχει την κατάσταση, ηχούν ως ένα πικρό σχόλιο απέναντι στην υπερφίαλη αντιμετώπιση των καταστάσεων, στο σκάκι και τη ζωή μας.

Το μυθιστόρημα Τα Τετράγωνα της Πόλης του Τζον Μπρίνερ (1965) φέρνει την αναλογία ανάμεσα στο σκάκι και τον βρώμικο κόσμο της πολιτικής. Σε μια αποστολή σε μια νοτιο-αμερικάνικη πόλη, ένας αρχιτέκτονας μπλέκεται στις δολοπλοκίες δυο πολιτικών αντιπάλων, που χρησιμοποιούν την πόλη σαν σκακιέρα και τους ανθρώπους σαν Πιόνια τους. Ο πόλεμός τους αναπτύσσεται με βάση μια κλασική παρτίδα του Στάινιτς με τον Τσιγκόριν.

Σε ρομάντζα, όπως Το Γκαμπί της Κας Γκάμπριελ της Ρίτα Μπουσέ, η ερωτική σχέση των ηρώων παρομοιάζεται με σκακιστική αναμέτρηση. Ανάλογα μοτίβα θα βρούμε σε αστυνομικές ιστορίες, όπου η ανακάλυψη του δολοφόνου παρομοιάζεται με σκακιστικό πρόβλημα. Μεταξύ άλλων, Η Υπόθεση της Δολοφονίας του Επισκόπου του Σ. βαν Ντάιν (1929), Το Γκαμπί του Ίππου του νομπελίστα Γουίλιαμ Φόκνερ (1949) και Οι Τέσσερις Μεγάλοι της Αγκάθα Κρίστι.

Πολυπληθείς είναι οι μικρές ιστορίες με σκακιστικό θέμα. Μια συλλογή διηγημάτων των Έλις, Κόμπλερ, Ντινσανί, κ.ά., έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά με τίτλο Ιστορίες της Σκακιέρας. Ενδιαφέρον είναι Το Παγκόσμιο Σκακιστικό Συνέδριο των Σοβιετικών σατιρικών συγγραφέων Ιλφ και Πετρόφ. Ένας γκρανμέτρ επισκέπτεται μια επαρχιακή πόλη για να δώσει σιμουλτανέ, όμως τα πράγματα δεν πάνε κατ’ ευχή, καθώς χάνει τη μια παρτίδα μετά την άλλη. Λίγο πριν το τέλος, για να αποφύγει το ολοκληρωτικό ρεζίλεμα, ο γκρανμέτρ ξαφρίζει πονηρά έναν Πύργο από κάποιον αντίπαλο, με αποτέλεσμα, όταν ο άλλος το καταλαβαίνει, να ξεσπάσει καβγάς.

Μεγάλοι λογοτέχνες σαν τους Ραμπελαί, Ντιντερό, Θερβάντες, Βύρωνα, Πούσκιν, Δάντη, Κιτς, Έλιοτ, κ.ά., έχουν αναφερθεί στο σκάκι για να αποδώσουν θεμελιώδεις εμπειρίες της ζωής, όπως η αυτοθυσία και ο θάνατος, ταυτιζόμενες με τις έννοιες της θυσίας και του ματ.

Στο Γαργαντούας και Παντακρουέλ του Ραμπελαί γίνεται η πρώτη αναφορά στην κίνηση του ροκέ, ενώ Ο Ανεψιός του Ραμώ του Ντιντερό ξεκινά με μια αναφορά στις σκακιστικές αναμετρήσεις στο Καφέ ντε λα Ρεζάνς, εισάγοντάς έτσι το κλίμα της προεπαναστατικής Γαλλίας. Στο Δον Κιχώτη, ο Θερβάντες βάζει τον Σάντσο Πάντσα να κάνει την αναλογία των κομματιών με τους κοινωνικούς ρόλους: «Είναι ακριβώς όπως στο σκάκι: κάθε πεσσός έχει ένα ιδιαίτερο έργο στη διάρκεια του παιγνιδιού, και όταν τελειώνει το κάθε τι αναμειγνύεται, εξισώνεται, χάνει την αξία του και συνήθως μπαίνει στο περιθώριο, όπως ένα πτώμα στον τάφο».

Η αλληγορία του σκακιού με τη ζωή έχει γίνει από πολλούς ακόμη συγγραφείς. Κατά τον Άγγλο διηγηματογράφο και θεατρικό συγγραφέα Χ. Φίλντιγκ, «Η ανθρώπινη ζωή μοιάζει πολύ με μια παρτίδα σκάκι: γιατί, όπως στο τελευταίο, όταν ένας παίκτης προσέχει πολύ να εξασφαλιστεί ισχυρά σε μια πλευρά της σκακιέρας, έχει τη ροπή να αφήσει αφύλακτη διάβαση στην άλλη· έτσι συμβαίνει και στη ζωή». Η συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών Σέλεϊ Σμιθ, από την άλλη, τονίζει το στοιχείο της νέμεσης και των αναπότρεπτων συνεπειών από τις ανθρώπινες πράξεις: «Η ζωή είναι σαν ένα παιγνίδι σκάκι, στο οποίο υπάρχει μια απειρία δυνατών περίπλοκων κινήσεων. Η εκλογή είναι ανοικτή, αλλά η κίνηση που γίνεται περιέχει εντός της όλες τις μελλοντικές κινήσεις. Μπορεί κανείς να επιλέξει ελεύθερα, αλλά αυτό που ακολουθεί είναι αποτέλεσμα της εκλογής. Από τις συνέπειες της πράξης κάποιου, δεν υπάρχει ποτέ διαφυγή».


Αλεξάντερ Πούσκιν

Από τους Ρώσους λογοτέχνες, φίλοι του σκακιού υπήρξαν οι Τολστόι, Τουργκένιεφ, Πούσκιν και Γκόρκι. Από τον Τολστόι σώζονται παρτίδες και φωτογραφίες, ενώ ο Πούσκιν λένε ότι πέρασε το τελευταίο βράδυ του, πριν τη μονομαχία που τον οδήγησε στο θάνατο, μελετώντας σκάκι. Στο Ευγένιος Ονέγκιν οι ήρωές του, ο Λένσκι και η Όλγα, αναπολούν παίζοντας: «Μακριά από όλους μονωμένοι/ μπρος στη σκακιέρα καθισμένοι/ και στο τραπέζι ακουμπισμένοι/ βαθιά στη σκέψη βυθισμένοι/ παίρνει ο Λένσκι αφηρημένος/ τον Πύργο με το δικό του Πιόνι».

Ξένοι ποιητές και συγγραφείς του 20ού αιώνα που έγραψαν ποιήματα για το σκάκι δεν είναι λίγοι. Ανάμεσά τους μοντερνιστές όπως οι Έζρα Πάουντ («Το παιγνίδι του σκακιού», 1916) και Τ. Σ. Έλιοτ («Μια Παρτίδα σκάκι», 1922), αλλά και ο ρεαλιστής Χόρχε Λουίς Μπόρχες («Σκάκι», 1960).

Για τον Πάουντ, «Η σκακιέρα είναι κάτι ζωντανό και φωτεινό/ και τα κομμάτια ζωντανά στη διάταξή τους», ενώ ο Έλιοτ βλέπει πιο απαισιόδοξα στο σκάκι μια στείρα κατάδειξη της σεξουαλικότητας σε ένα κόσμο όπου η πνευματικότητα και η συλλογικότητα έχουν χαθεί. Το ποίημα του Μπόρχες, ένα διπλό σονέτο, ξεκινά: «Στη σιωπηλή γωνιά τους οι δυο παίκτες/ τα αργά κομμάτια τους κουνούν/ Η σκακιέρα τους κρατά ως το πρωί/ στο αδρό σύνορό της ξεσπά/ το μίσος των δυο χρωμάτων».

Στο ποίημα του Nuova Stanza του Ιταλού Ευγένιο Μοντάλε (1939) ο ποιητής παίζει σκάκι, ενώ οι καπνοί του τσιγάρου μιας κοπέλας σχηματίζουν ένα φανταστικό κόσμο, προμήνυμα των σύννεφων του πολέμου, που πλακώνουν την Ευρώπη. Στο «Οι σκακιστές» του Πορτογάλου Φερνάντο Πεσόα (γραμμένο το 1916 και δημοσιευμένο αργότερα) δυο παίκτες στην Περσία συνεχίζουν ατάραχοι την παρτίδα τους, την ώρα που γύρω τους μαίνεται ο πόλεμος. Εδώ το σκάκι γίνεται συνώνυμο του χρόνου και της ειμαρμένης, που τραβούν αδιάφορα το δρόμο τους: «Άκουσα να λένε ότι κάποτε στην Περσία/ …Όταν εισβολείς έκαιγαν την πόλη/ Δυο σκακιστές συνέχισαν να παίζουν/ την χωρίς τέλος παρτίδα τους/ …Σπίτια τυλίγονταν στις φλόγες/ τοίχοι και αψίδες λεηλατούνταν/ …Αλλά εκεί που κάθονταν κοντά στην πόλη/ Και μακριά από τον τάραχο/ οι σκακιστές συνέχιζαν την παρτίδα τους».

Ακόμη, ο Σοβιετικός ποιητής Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι δεν έγραψε μόνο ένα ποίημα για το σκάκι, αλλά το σύγκρινε με την ποίηση: «Στην ποιητική εργασία υπάρχουν μόνο λίγοι γενικοί κανόνες για το πώς να ξεκινάς. Και αυτοί οι κανόνες είναι καθαρή σύμβαση. Όπως στο σκάκι. Οι πρώτες κινήσεις είναι σχεδόν πάντα οι ίδιες. Αλλά ήδη από την επόμενη κίνηση αρχίζεις να σκέφτεσαι μια νέα επίθεση. Η πιο εμπνευσμένη κίνηση δεν μπορεί να επαναληφθεί σε οποιαδήποτε κατάσταση στην επόμενη παρτίδα σου. Μόνο το απροσδόκητό της νικά τον αντίπαλο. Ακριβώς όπως οι απροσδόκητες ρίμες στην ποίηση» (Πώς Γίνονται οι Στίχοι, 1926).

Οι πιο φημισμένοι σκακιστικοί στίχοι είναι του Πέρση ποιητή και αστρονόμου του 12ου αιώνα Ομάρ Καγιάμ. Στη Ρουμπαγιάτ (1105) διατυπώνει και αυτός ποιητικά την ιδέα της ματαιότητας των ανθρώπινων: «Είμαστε τα μάταια Πιόνια στην παρτίδα που παίζουν οι Ουρανοί/ διασκεδάζουν μαζί μας στη σκακιέρα της Ύπαρξης/ Εδώ κι εκεί κουνάμε, δίνουμε σαχ και τρώμε/ και μετά γυρίζουμε ένας-ένας/ στης ανυπαρξίας το κουτί». Από τότε χρονολογούνται οι πρώτες μεσαιωνικές αλληγορίες.

Σκακιστικά ποιήματα έχουν αφιερωθεί σε σημαντικά γεγονότα, όπως το ματς Λα Μπουρντοναί-ΜακΝτόνελ. Η θεά προστάτιδα του σκακιού Κάισα δημιουργήθηκε από τους ποιητές Βίντα και Τζόουνς. Αλλά και Έλληνες ποιητές έχουν δώσει εξαίρετους σκακιστικούς στίχους, συμπεριλαμβανόμενων των κορυφαίων Καβάφη και Αναγνωστάκη.

Στο ποίημα του 1894 «Το Πιόνι», ο Κώστας Καβάφης θεωρεί την πορεία του Πιονιού στο τετράγωνο προαγωγής ως πρότυπο της αυτοθυσίας για ένα καθορισμένο σκοπό.

«Πολλάκις βλέποντας να παίζουν σκάκι/ ακολουθεί το μάτι ένα Πιόνι/ όπου σιγά-σιγά το δρόμο βρίσκει/ και στην υστερινή γραμμή προφταίνει/ …Πολλαίς στον δρόμο κακουχίες βρίσκει/ Λόγχαις λοξά το ρίχνουν πεζοδρόμοι/ τα κάστρα το χτυπούν με ταις πλατειές των γραμμές/ μέσα στα δυο τετράγωνά των/ γρήγοροι καβαλάρηδες γυρεύουν/ με δόλο να το κάνουν να σκαλώσει/ …Στην φοβερή γραμμή την τελευταία/ τι πρόθυμα στον θάνατό του αγγίζει/ Γιατί εδώ το Πιόνι θα πεθάνει/ κι ήσαν οι κόποι του προς τούτο μόνο/ Για την Βασίλισσα που θα μας σώσει/ για να την αναστήσει από τον τάφο/ ήλθε να πέσει στου σκακιού τον Άδη».


Μανόλης Αναγνωστάκης

Για το Μανόλη Αναγνωστάκη, η λοξή πορεία του Αξιωματικού συγκρίνεται με τις αντιξοότητες και διαψεύσεις της ζωής, προσφέροντας ένα αντίβαρο στην μονοτονία της. Γραμμένο μετά την ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο, «Το σκάκι» κάνει ταυτόχρονα έναν υπαινιγμό για την ακαμψία των ηγεσιών της, αντιπαραθέτοντάς την στις αγωνίες και τις αναζητήσεις του κόσμου της, τις οποίες συμβολίζει βαθύτερα ο αιρετικός «τρελός».

«Θα σου χαρίσω τη Βασίλισσά μου/ (Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη/ τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)/ Θα σου χαρίσω τους Πύργους μου (Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου/ έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)/ Κι ο Βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου/ …Όλα, και τα Άλογά μου θα στα δώσω/ Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω/ που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει/ …Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου/ μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά/ αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις/ Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα».

Ο Μιχάλης Στασινόπουλος, από τη μεριά του (περιοδικό Νέα Ζωή, 1927) επιλέγει τον ίππο ως το πλέον αξιομνημόνευτο κομμάτι. Στο ποίημα του Χάρη Βλαβιανού «Σε σημείο βασανισμού» γίνεται αναφορά στην παρτίδα Φίσερ-Ταλ του 1959, ενώ ο Γιώργος Κοροπούλης εμπνεύστηκε ένα σονέτο από την Αθάνατη Παρτίδα (1993). Τέλος, σκακιστικούς στίχους έχουν δώσει και οι Μιχάλης Γκάνας, Νίκος Καρούζος («Σαχ και ματ κάνει μόνο η πραγματικότητα»), Νικόλας Σφήκας, κ.ά.

8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εξοχο κομματι. Δεν προσεξα ομως-το διαβασα λιγο διαγωνια που λενε-η "αμυνα του Λουζιν" αναφερεται?

Ανώνυμος είπε...

Και βεβαια αναφερεται! Ζητω συγγνωμη....

Ανώνυμος είπε...

Με όλη την καλή προαίρεση θα ήθελα να επισημάνω δύο σημαντικές παραλείψεις στα ελληνικά βιβλία:

1) Το χειρόγραφο της Πράγας του Π. Κονιδάρη

2) Η δέκατη φωτογραφία του Γ. Παυλίδη

Στα ξένα βιβλία (που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά) την Σκακίστρια της Μπ. Χένριτς.

Ν.Π.
Ξάνθη

Ανώνυμος είπε...

Πάντως κάποιος που μπαίνει στις ιστοσελίδες και λέει ότι παίζει για πλάκα σκάκι μπορεί στο μέλλον να θέλει να προοδεύσει και να γίνει καλύτερος παίκτης-τίποτα δεν είναι σίγουρο σε αυτή τη ζωή.

Απλά πιστεύω ότι υπάρχουν άτομα που τους απασχολεί να μπουν στο Internet να κάνουν γνωριμίες με παίκτες και τίποτε άλλο.

Για το μέλλον-βλέπουμε αν εξελιχθούν σε ιδιοφυίες του σκακιού.

Ανώνυμος είπε...

Γενικά επίσης πιστεύω υπάρχουν παίκτες που τους αρέσει να κάνουν "πλάκα για τον εαυτό τους", γιατί αυτό είναι κάτι ενδιαφέρον γενικά-δεν είναι κάτι κακό και το χιούμορ είναι στοιχείο ευφυίας.

Αυτό δεν πιστεύω ότι τους χαρακτηρίζει αρνητικά, και πιστεύω κάποιοι από αυτούς διαθέτουν και μεγάλο ταλέντο μάλιστα.

Ανώνυμος είπε...

Ο Μπορχες ρεαλιστης?

Ανώνυμος είπε...

αληθεια τι ειναι ο μπορχες, μπορουμε να το βαλουμε ταμπελα?

melen είπε...

..κι΄ένα ακόμη μικρό απόσπασμα για το σκάκι σταχυολογημένο από τον Μπόρχες..

Η ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΤΙΔΩΝ
Σε κάποια από τις ιστορίες που συνθέτουν τη σειρά των Mabinogion, δυο βασιλιάδες, εχθροί, παίζανε σκάκι, την ώρα που σε μια κοιλάδα εκεί κοντά, τα στρατεύματά τους πολεμούσαν και αποδεκατίζονταν. Φτάνουν αγγελιαφόροι με τα νέα της μάχης, οι βασιλιάδες δεν δείχνουν να τους ακούν και, σκυμμένοι πάνω απ' την ασημένια σκακιέρα, μετακινούν τα χρυσά πιόνια. Σιγά σιγά φάνηκε ότι τα γυρίσματα της μάχης ακολουθούσαν τα γυρίσματα του παιχνιδιού. Κατά το σούρουπο, ο ένας βασιλιάς πέταξε τη σκακιέρα γιατί του είχε γίνει ματ και, λίγο αργότερα, ένας αιμόφυρτος καβαλάρης του ανάγγειλε:"Ο στρατός σου διαλύθηκε, έχασες το βασίλειο".

Edwin Morgan, the week-end companion to Wales and Cornwall
(Τσέστερ, 1929)