«Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer» (Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Opera)
Πρώτη μέρα
Η μέρα ξεκίνησε άσχημα, κι όχι πως είμαι κανένας προληπτικός, αλλά πιστεύω πως, κάτι τέτοιες μέρες, είναι καλύτερα να μην αναλαμβάνεις δουλειές, ακόμα κι αν η αμοιβή σου έχει ένα νούμερο κι έξι μηδενικά — και μάλιστα, «μαύρα». Η μέρα ξεκίνησε άσχημα, αλλά και αργά, γιατί προσγειώθηκα στη Μαδρίτη στις εξήμιση, έκανε πολλή ζέστη και, στη διάρκεια της διαδρομής για το Ξενοδοχείο Palace, ο ταξιτζής θεώρησε σκόπιμο να μου πιάσει την πάρλα για το Ευρωπαϊκό Κύπελλο Ποδοσφαίρου. Πολύ θα 'θελα να του κολλήσω ένα σαρανταπεντάρι στο σβέρκο μπας και το βουλώσει, αλλά δεν κουβαλούσα κανένα σιδερικό, χώρια που ένας επαγγελματίας εκτελεστής, καλό είναι να μην μπλέκεται με κρετίνους, ακόμα κι αν είναι ταξιτζήδες.
Στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, μαζί με τα κλειδιά, μου 'δωσαν κι ένα φάκελο. Τον άνοιξα στο ασανσέρ. Μέσα ήταν η φωτογραφία ενός τύπου που δε μ' άρεσε καθόλου: νέος, γύρω στα τριάντα πέντε, αδύνατος, νόστιμος, καθισμένος μπροστά σ' ένα μακρύ τραπέζι, μαζί με άλλους πέντε που του έμοιαζαν. Ένα πανό έγραφε: «Τρίτο Συνέδριο Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. ΜΚΟ». Δεν τους πάω καθόλου τους φιλάνθρωπους, κι αυτός ο τύπος μύριζε από μακριά σύγχρονη φιλανθρωπία. Λόγοι στοιχειώδους επαγγελματικής ηθικής επιτάσσουν να μη ρωτάς τι έχουν κάνει οι τύποι που πρέπει να σκοτώσεις, αλλά, έτσι όπως κοίταζα τη φωτογραφία, ένιωσα περιέργεια, κι αυτό μ' ενόχλησε. Μέσα στο φάκελο δεν υπήρχε τίποτ' άλλο — και καλώς δεν υπήρχε. Έπρεπε να εξοικειωθώ μ' αυτό το πρόσωπο, να επισημάνω λεπτομέρειες που θα μου αποκάλυπταν τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία του. Το ανθρώπινο πρόσωπο δε λέει ποτέ ψέματα· είναι ο μοναδικός χάρτης όπου είναι αποτυπωμένοι όλοι οι τόποι στους οποίους έχουμε ζήσει.
Έδινα το φιλοδώρημα στον γκρουμ που μου είχε κουβαλήσει τη βαλίτσα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Αναγνώρισα τη φωνή του «συνδέσμου» μου — ενός τύπου που δεν τον είχα δει ποτέ στη ζωή μου, κι ούτε ήθελα να τον δω, γιατί έτσι γίνεται μεταξύ επαγγελματιών, αν και, μια φορά μονάχα να 'χα ακούσει τη φωνή του, θα την αναγνώριζα μέσα σε χιλιάδες.
«Είχες καλό ταξίδι; Πήρες το φάκελο; Συγγνώμη που σου γάμησα τις διακοπές» ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε.
«Ναι για τις δυο ερωτήσεις. Όσο για το τρίτο, δε σε πιστεύω.»
«Αύριο έχεις ταξίδι. Κοίτα να ξεκουραστείς.»
«Έγινε» είπα και κατέβασα το ακουστικό.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι και κοίταξα το ρολόι μου. Είχα μπροστά μου πέντε ώρες ώσπου να προσγειωθεί το αεροπλάνο που έφερνε απ' το Μεξικό το κορίτσι μου —κοίτα λέξη που πήγα και βρήκα, ο μαλάκας...—, και τη φανταζόμουν ψημένη από τον ήλιο της Βερακρούς. Της είχα τάξει μια βδομάδα στη Μαδρίτη πριν γυρίσει στο Παρίσι — μια βδομάδα βόλτες στα βιβλιοπωλεία και τα μουσεία, πράγματα που εκείνης της άρεσαν και που εγώ τα ανεχόμουν, καταπνίγοντας τα χασμουρητά μου, γιατί αυτό το κορίτσι —μα πού τη βρήκα, ο μαλάκας, αυτή τη λέξη...— μου 'χε πάρει τα μυαλά.
Ένας εκτελεστής ζει μόνος, και για τις σωματικές του ανάγκες υπάρχουν στον κόσμο όσες πουτάνες θέλει. Ποτέ δεν παραβίασα αυτόν τον μισογυνικό κανόνα. Ποτέ. Ως τη στιγμή που τη γνώρισα.
Καθόμουν σ' ένα cafe του Σεν Μισέλ. Όλα τα τραπεζάκια ήταν πιασμένα, κι εκείνη με ρώτησε αν μπορούσε να πιει τον καφέ της στο δικό μου. Κρατούσε ένα μάτσο βιβλία· τ' άφησε στο πάτωμα, παράγγειλε ένα εσπρέσο κι ένα καραφάκι νερό, πήρε ένα απ' τα βιβλία κι έπιασε να υπογραμμίζει φράσεις μ' ένα μαρκαδόρο. Εγώ συνέχισα αυτό που έκανα πριν έρθει: κοιτούσα το πρόγραμμα των ιπποδρομιών.
Μου ζήτησε φωτιά. Τέντωσα το χέρι μου με τον αναπτήρα, κι εκείνη το φυλάκισε μες στα δικά της. Ήθελε πόλεμο η πιτσιρίκα. Υπάρχουν γυναίκες που ξέρουν να εκφράζουν την επιθυμία τους να γαμηθούν, χωρίς να λένε κουβέντα.
«Πόσων χρονών είσαι;» τη ρώτησα.
«Είκοσι τεσσάρων» μου αποκρίθηκε με το στοματάκι της το κόκκινο.
«Εγώ είμαι σαράντα δύο» της εξομολογήθηκα, κοιτώντας τ' αμυγδαλωτά της μάτια.
«Νέος είσαι» είπε, κι έλεγε ψέματα, μ' όλη την κάβλα που ανέδιδαν οι κινήσεις της όταν κάπνιζε, όταν έφτιαχνε τα μαλλιά της που είχαν το χρώμα του ώριμου κάστανου και τη λεπτή κι απαλή υφή του νερού που γλιστράει πάνω σε βράχια σκεπασμένα με μούσκλια.
«Θέλεις να φάμε πριν ή μετά το γαμήσι;» ρώτησα, τη στιγμή που φώναζα το σερβιτόρο για το λογαριασμό.
«Τάισε με και γάμησε με με τη σειρά που θέλεις» μου αποκρίθηκε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι απ' τα βιβλία της.
Βγήκαμε από το cafe και μπήκαμε στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκαμε στο δρόμο μας. Δε θυμόμουν να 'χα ξαναπάει με πιο άπειρο κορίτσι: δεν ήξερε την τύφλα της, αλλά έδειχνε όρεξη να μάθει. Και έμαθε—τόσο καλά, ώστε να παραβώ τον στοιχειώδη κανόνα της μοναχικότητας και να μεταμορφωθώ σε killer ζευγαρωμένο.
Ήθελε να γίνει διερμηνέας, κι όπως όλες οι διανοούμενες, ήταν αρκούντως αφελής ώστε να χάβει ό,τι παραμύθι της σέρβιρες. Έτσι, δε δυσκολεύτηκα να την κάνω να πιστέψει ότι ήμουν αντιπρόσωπος μιας εταιρείας αεροναυτικής κι ότι αυτό με υποχρέωνε να ταξιδεύω συχνά.
Ήμαστε μαζί τρία χρόνια. Έγινε γρήγορα γυναίκα, ανθίσαν τα λαγόνια της, το βλέμμα της πονήρεψε, έμαθε πόσο ηδονικό είναι το να ζητάς και να ζητάς συνέχεια, άρχισαν να της αρέσουν τα μετάξια που τύλιγαν το κορμί της, τα πανάκριβα αρώματα, τα εστιατόρια όπου οι σερβιτόροι είναι κομψοί σαν διπλωμάτες, τα κοσμήματα ντιζάιν. Με λίγα λόγια, εξελίχθηκε από γκομενίτσα σε μαιτρέσα.
Εγώ, στο μεταξύ, παραβίασα κάμποσους κανόνες ασφαλείας και, πάνω απ' όλους, αυτόν που επιτάσσει να ζεις μόνος σου, να παραμένεις ανώνυμος, άγνωστος, να μην είσαι παρά ένας ίσκιος, κι έτσι, η γκαρσονιέρα όπου βλεπόμαστε, κατέληξε να γίνει ένα είδος γραφείου όπου ήμουν αναγκασμένος να βρίσκομαι όλη μέρα, ενώ τα βράδια και τις νύχτες μεταφερόμαστε σ' ένα άλλο διαμέρισμα, που άρχισε να μυρίζει μικροαστίλα, γιατί πλάκωναν διάφοροι φίλοι της κι έκαναν πάρτι. Τα τρία αυτά χρόνια, έκανα διάφορες δουλειές στην Ασία και την Αμερική, και πιστεύω πως αυτή η σχέση με βοήθησε να γίνω ακόμα καλύτερος στη δουλειά μου, γιατί τέλειωνα στο πι και φι, προκειμένου να γυρίσω μια ώρα αρχύτερα κοντά της. Να το ξαναπώ; Μου 'χε πάρει τα μυαλά.
Γύρω στις εννέα, αποφάσισα να βγω απ' το ξενοδοχείο για να τσιμπήσω κάτι και να πιω κάνα-δυο τζιν. Δε θα της καλάρεσε που θα την άφηνα μόνη στη Μαδρίτη. Της είχα πληρώσει ένα μήνα διακοπές στο Μεξικό για να την απομακρύνω από κοντά μου ενόσω θα έκανα μια δουλειά στη Μόσχα. Κάτι Ρώσοι είχαν σηκώσει κεφάλι σε κάποιον απ' το Κάλι, κι αυτός ο κάποιος μου ανέθεσε να τους θυμίσω πως δεν ήσαν παρά ερασιτέχνες. Όχι· δε θα της καλάρεσε που θα την άφηνα μόνη στη Μαδρίτη. Εν πάση περιπτώσει, θα της το ξεφούρνιζα μετά το δεύτερο ή το τρίτο πήδημα. Αφού έφαγα ένα σκασμό θαλασσινά σ' ένα γαλικιανό εστιατόριο, έκανα μια βόλτα στα περίχωρα του Πράδο. Δεν έπρεπε να σκέφτομαι τον τύπο στη φωτογραφία, αλλά δεν έλεγα και να τον βγάλω απ' το μυαλό μου. Δεν ήξερα καν τ' όνομα του, την εθνικότητα του, το βάρος του, αλλά κάτι μου 'λέγε πως ήταν Νοτιοαμερικάνος και πως, για καλό ή για κακό, οι δρόμοι μας θα συναντιόνταν κάποτε.
«Αυτός ο τύπος είναι ένας στόχος — τίποτα παραπάνω» σκέφτηκα, καθώς έμπαινα σ' ένα μπαρ. «Κι αυτός ο στόχος, με το που θα πάψει ν' αναπνέει, θα σου χαρίσει μια επιταγούλα μ' ένα νούμερο κι έξι μηδενικά — και μάλιστα, "μαύρα". Οπότε, κόφ' τις μαλακίες.»
Κάθισα στην μπάρα, παράγγειλα ένα τζιν κι αποφάσισα να ξεκαθαρίσω το μυαλό μου κοιτάζοντας την τηλεόραση που δέσποζε στο χώρο. Στην οθόνη, μια ηλίθια χοντρή δεχόταν τηλεφωνήματα από κάτι άλλους ηλιθίους, κι ύστερα έπιανε να γυρίζει έναν τροχό με νούμερα. Τα κέρδη ήταν λιγότερο ηλίθια από τους παίκτες. Σ' ένα διάλειμμα, η οθόνη γέμισε κοπέλες με μίνι φούστες που μου θύμισαν τη δικιά μου. Έμεναν λιγότερο από δυο ώρες ώσπου να φτάσει το αεροπλάνο με τη Γαλλιδούλα μου. Ας πούμε πως, σε δυόμιση ώρες, θα βρισκόταν στο ξενοδοχείο. Δε θα πήγαινα να την παραλάβω, γιατί ένας άλλος κανόνας επιβάλλει ν' αποφεύγεις τα διεθνή αεροδρόμια. Η πιθανότητα να σ' αναγνωρίσει κανείς είναι μία στο εκατομμύριο, αλλά ο Νόμος του Μέρφι βαραίνει σαν κατάρα τους επαγγελματίες.
Ήπια δυο τζιν μπροστά στην τηλεόραση και βγήκα στο δρόμο. Η χοντρή του Τυχερού Τροχού δεν είχε καταφέρει να μου αποσπάσει τις σκέψεις απ' τον τύπο της φωτογραφίας. Μα τι στο διάολο είχα πάθει; Ξαφνικά, με φαντάστηκα να ρωτάω το «σύνδεσμο» μου τι είχε κάνει ο άλλος, «θέλω να μάθω το λόγο για τον οποίο θα τον σκοτώσω.» Μαλακίες. Ο μόνος λόγος είναι μια επιταγούλα μ' ένα νούμερο κι έξι μηδενικά. Ήμουν σίγουρος πως δεν τον είχα ξαναδεί. Ακόμα κι έτσι, όμως, αυτό δεν άλλαζε τίποτα. Μια φορά, σκότωσα έναν άνθρωπο για τον οποίο ένιωσα μέχρι και εκτίμηση. Εκείνος, όμως, είχε πάει γυρεύοντας, κι όταν με είδε, κατάλαβε πως δεν υπήρχε περίπτωση να τη γλιτώσει.
«Έφτασε η ώρα μου, ε;» με ρώτησε.
«Ναι. Έκανες ένα λάθος και το ξέρεις.»
«Πίνουμε ένα τελευταίο;» μου πρότεινε.
«Όπως θέλεις.»
Σέρβιρε δύο ουίσκι, τσουγκρίσαμε, ήπιε κι έκλεισε τα μάτια. Ήταν ένας άνθρωπος αξιοπρεπής, και στενοχωρέθηκα που με μια σφαίρα τον διέγραψα από τον κατάλογο των ζωντανών.
Μα γιατί, διάολε, μ' απασχολούσε ο τύπος στη φωτογραφία; Κατά τα φαινόμενα, δούλευε για κάποια ΜΚΟ, αλλά η παραγγελία δεν ερχόταν από κει. Καμιά ΜΚΟ δε διαθέτει τόσα χρήματα ώστε να εξαγοράσει τις υπηρεσίες ενός εκτελεστή, άσε που δε φαντάζομαι πως λύνουν έτσι τα προβλήματα τους.
Πήρα κακοδιάθετος το δρόμο της επιστροφής στο ξενοδοχείο. Εξακολουθούσε να κάνει ζέστη, και χάρηκα για λογαριασμό της Γαλλιδούλας μου. Τουλάχιστον, δε θα εξατμιζόταν από πάνω της η ζέστη της Βερακρούς. Λαχταρούσα να τη δαγκώσω στο σβέρκο, κι έτσι όπως θα μου 'ρχόταν ηλιοψημένη, θα με προκαλούσε να τη δαγκώσω σ' όλο το κορμί. «Κοίτα τώρα» είπα μέσα μου, «που άρχισες κι εσύ να σκέφτεσαι σαν κανονικός άνθρωπος...»
Ο ρεσεψιονίστας μου έδωσε το κλειδί κι ένα φάκελο. Αυτό, δε μ' άρεσε. Ο «σύνδεσμος» μου δε μου 'στέλνε ποτέ γραπτές οδηγίες. Όταν βρέθηκα στο δωμάτιο, έβγαλα μια μπίρα από το μίνι-μπαρ κι άνοιξα το φάκελο: ήταν ένα fax· μου το 'στέλνε απ' το Μεξικό η Γαλλιδούλα μου.
«Μη με περιμένεις. Σε νιώθω, αλλά δε θα 'ρθω. Γνώρισα έναν άντρα που μ' έκανε να δω τον κόσμο τελείως διαφορετικά. Σ' αγαπώ, αλλά νομίζω πως είμαι ερωτευμένη. Θα μείνω στο Μεξικό άλλες δυο βδομάδες, κι ύστερα θα γυρίσω στο Παρίσι. Εκεί θα τα πούμε όλα. Θα 'θελα να μείνω για πάντα κοντά του, αλλά πρέπει να γυρίσω — για σένα, γιατί σ' αγαπώ και πρέπει να κουβεντιάσουμε. Σε φιλώ.»
Κανόνας υπ' αριθ. 1: ζεις μόνος, και, για τις σωματικές σου ανάγκες, υπάρχουν οι πουτάνες. Ζήτησα να μου στείλουν μια εφημερίδα, κι έψαξα στις Μικρές Αγγελίες, στη στήλη «Μασάζ». Σε μισή ώρα, μου χτύπησαν την πόρτα, άνοιξα κι άφησα να περάσει μέσα μια μιγάδα που σκόρπιζε γύρω της όλο τον ζεστό αέρα της Καραϊβικής.
«Τριάντα χιλιάρικα μπροστάντζα, αγαπούλα» είπε, καθώς έσκυβε στο μίνι-μπαρ.
«Εγώ θα σου δώσω εκατό, αρκεί να 'σαι καλό παιδάκι.»
«Εγώ είμαι πάντα καλό παιδάκι, τζουτζούκο μου» μου αποκρίθηκε, ανοίγοντας διάπλατα το μεγάλο, κόκκινο στόμα της.
Η δυναμωτική επίδραση των θαλασσινών εξαντλήθηκε μετά τον τρίτο γύρο, κι η μιγάδα, ενώ ντυνόταν, έκανε το σχόλιο της:
«Εσύ, τζουτζούκο μου, στόμα έχεις και μιλιά δεν έχεις. Εμένα, όμως, μ' αρέσει να μου μιλάνε, να μου λένε προστυχιές. Έτσι είσαι πάντα;»
«Όχι. Πέρασα όμως μια άσχημη μέρα... μια πολύ άσχημη μέρα... μια κωλομέρα που να μην ξανάρθει...» της απάντησα, γιατί αυτή ήταν κι η αλήθεια — η καταραμένη βρομοαλήθεια.
Όταν η μιγάδα έφυγε, παίρνοντας μαζί της εκατό χιλιάδες πεσέτες και τις ζεστές αύρες της Καραϊβικής, τηλεφώνησα στο μπαρ και ζήτησα να μου στείλουν ένα μπουκάλι ουίσκι.
Κι έτσι πέρασε η νύχτα αυτής της άσχημης μέρας, χωρίς ν' ανοίξω το μπουκάλι, αν και λαχταρούσα με όλη μου την ψυχή να γίνω φέσι, κουβεντιάζοντας με τη φωτογραφία του τύπου που έπρεπε να σκοτώσω, γιατί, κερατάς ξεκερατάς, ένας επαγγελματίας είναι πάντα επαγγελματίας.
-------------------------------------------------------------------
Ο Luis Sepúlveda (Λουίς Σεπούλβεδα) γεννήθηκε το 1949 στο Ovalle, στο βορρά της Χιλής. Συμμετείχε σε φοιτητικές και συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στο στρατοκρατικό καθεστώς της χώρας του, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση είκοσι οκτώ ετών. Μετά από δυόμισι χρόνια εγκλεισμού του στη φυλακή, και με παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας, αποφυλακίστηκε, αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον τόπο του. Έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα, δημιούργησε θεατρικές ομάδες στο Περού, το Εκουαδόρ και την Κολομβία και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία.Έζησε έξι μήνες στον Αμαζόνιο με τους ινδιάνους Σουάρ και αποκόμισε εμπειρίες που άλλαξαν την αντίληψή του για τον κόσμο και του πρόσφεραν το υλικό για το πρώτο του μυθιστόρημα: «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» (opera, 1993). Στρατεύτηκε στο διεθνές τάγμα «Σιμόν Μπολιβάρ» και συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα της Νικαράγουας. Το 1980 εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη και συνδέθηκε με την οικολογική οργάνωση Greenpeace. Στα ελληνικά κυκλοφορούν: «Ο κόσμος του τέλους του κόσμου», «Όνομα ταυρομάχου», «Patagonia express» ,«Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει», «Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer», «Hot Line», «Αν δεν έχεις πού να κλάψεις», «Χρονικά του Περιθωρίου».
http://www.operabooks.gr/