Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

«Ινές, ψυχή μου»

«Παρ' όλο που είμαι Χιλιανή, γεννήθηκα συμπτωματικά στη Λίμα. Είχα έναν πατέρα που εξαφανίστηκε χωρίς ν’ αφήσει αναμνήσεις. Η μητέρα μου ήταν ο φάρος της ζωής μου, ίσως γι’ αυτό μου είναι πιο εύκολο να γράφω για γυναίκες. Εκείνη μου έδωσε, σε μια ηλικία που τα άλλα κοριτσάκια παίζουν με τις κούκλες, ένα τετράδιο για να καταγράφω τη ζωή, σπέρνοντας έτσι το σπόρο που τριάντα χρόνια αργότερα θα με έκανε να εισβάλω στη λογοτεχνία». Η Ιζαμπέλ Αλιέντε –ανιψιά του προέδρου της Χιλής Σαλβαδόρ Αλιέντε που σκοτώθηκε στο πραξικόπημα του 1973– γεννήθηκε το 1942, παντρεύτηκε δυο φορές και απέκτησε δυο παιδιά και δυο προγονούς. Δούλεψε ασταμάτητα από τα δεκαεπτά της χρόνια, πρώτα σαν δημοσιογράφος κι έπειτα σαν συγγραφέας. Το 1982, όταν δημοσίευσε το πρώτο της μυθιστόρημα, Το σπίτι των πνευμάτων, έγινε αμέσως ένα από τα κορυφαία ονόματα των συγγραφέων στη γλώσσα του Θερβάντες. Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες, και στα ελληνικά κυκλοφορούν όλα από την «Ωκεανίδα».

Ιζαμπέλ Αλιέντε: Ινές, ψυχή μου (μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ευρώπη, 1500-1537

Eίμαι η Ινές Σουάρεθ, κάτοικος του Σαντιάγο ντε λα Νουέβα Εξτρεμαδούρα του Βασιλείου της Χιλής, και βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1580. Δεν ξέρω πότε ακριβώς γεννήθηκα, αλλά, σύμφωνα με τη μητέρα μου, ήρθα στον κόσμο μετά την πείνα και την τρομακτική επιδημία που σάρωσε την Ισπανία μόλις πέθανε ο Φίλιππος ο Ωραίος. Δεν πιστεύω αυτό που ψιθύριζε τότε ο κόσμος καθώς παρακολουθούσε τη νεκρική πομπή, ότι δηλαδή την πανούκλα την είχε προκαλέσει ο θάνατος του βασιλιά. Λένε, βέβαια, ότι για πολλές μέρες μετά πλανιότανε στον αέρα μια μυρωδιά πικραμύγδαλου, όμως ποιος μπορεί να είναι σίγουρος γι’ αυτά τα πράγματα; Η βασίλισσα Χουάνα, ακόμα νέα κι ωραία, περιφερόταν πάνω από δύο χρόνια στην Καστίλη, κουβαλώντας από δω κι από κει το φέρετρο κι ανοίγοντάς το πού και πού για να φιλήσει τα χείλη του άντρα της, τρέφοντας την κρυφή ελπίδα ότι θ’ αναστηθεί. Παρά τις αλοιφές και τα φάρμακα του ταριχευτή, ο Ωραίος βρομούσε. Όταν ήρθα στον κόσμο, η άτυχη βασίλισσα, έχοντας χάσει πια τελείως τα λογικά της, είχε κλειστεί στο παλάτι της Τορδεσίγιας μαζί με το πτώμα του άντρα της, οπότε εγώ πρέπει να μετράω τουλάχιστον εβδομήντα χειμώνες ανάμεσα στο στήθος και στην πλάτη, άρα θα ’χω πεθάνει ώς τα Χριστούγεννα. Θα μπορούσα να πω ότι μια τσιγγάνα στην όχθη του ποταμού Χέρτε πρόβλεψε την ημερομηνία τού θανάτου μου, αλλ’ αυτό θα έμοιαζε μ’ εκείνα τα ψέματα που γράφουν συνήθως τα βιβλία και που, επειδή είναι τυπωμένα, μοιάζουν μ’ αλήθειες. Η τσιγγάνα με διαβεβαίωσε ότι θα ζήσω μεγάλη και πλούσια ζωή, όμως αυτό το λένε σε όλους, αρκεί να τους δώσεις λίγα χρήματα. Εκείνο που με κάνει να πιστεύω ότι πλησιάζει το τέλος είναι η φωνή της καρδιάς μου. Πάντα ήξερα ότι θα πεθάνω σε μεγάλη ηλικία, ειρηνικά και στο κρεβάτι μου, όπως όλες οι γυναίκες της οικογένειάς μου, γι’ αυτό και δεν δίστασα ποτέ να ριχτώ στην περιπέτεια, αφού είναι γνωστό ότι κανείς δεν φεύγει απ’ αυτό τον κόσμο πριν έρθει η ώρα του. «Εσύ πεθάνεις γριούλα, σίγουρα πράματα, σενιοράι», με καθησύχαζε η Καταλίνα, μιλώντας με την τραγουδιστή περουάνικη προφορά, όταν ο τρελός καλπασμός των αλόγων που ένιωθα στο στήθος με σώριαζε ανήμπορη στο χώμα. Έχω ξεχάσει πια το ινδιάνικο όνομα της Καταλίνας και τώρα είν’ αργά για να ρωτήσω, αφού την έθαψα στην αυλή του σπιτιού μου πριν από πολλά χρόνια. Είμαι όμως απόλυτα σίγουρη για την ακρίβεια και την αλήθεια των προφητειών της. Η Καταλίνα μπήκε στην υπηρεσία μου στην αρχαία πόλη του Κούσκο, την εποχή του Φρανθίσκο Πισάρο, εκείνου του θρασύτατου μπάσταρδου που, όπως λένε οι λυμένες γλώσσες, όσο ήταν στην Ισπανία έβοσκε γουρούνια, ενώ ψόφησε μαρκήσιος κυβερνήτης του Περού, πνιγμένος από τη φιλοδοξία και τις πάμπολλες προδοσίες του. Αυτή είναι η ειρωνεία του νέου κόσμου των Ινδιών, όπου δεν ισχύουν οι κανόνες της παράδοσης κι όπου όλα είναι ανακατεμένα: άγιοι κι αμαρτωλοί, λευκοί, μαύροι, μιγάδες, Ινδιάνοι, μπάσταρδοι, ευγενείς και χωριάτες. Μπορεί κάποιος να βρίσκεται τη μια μέρα στη φυλακή, σημαδεμένος με πυρωμένο σίδερο, και την άλλη μέρα να γυρίσει η τύχη του και να βρεθεί στην κορυφή. Έχω ζήσει πάνω από σαράντα χρόνια στο Νέο Κόσμο κι εντούτοις δυσκολεύομαι ακόμα να συνηθίσω αυτή την αταξία, παρ’ όλο που την εκμεταλλεύτηκα κι εγώ· αν είχα μείνει στο χωριό μου, σήμερα θα ήμουνα μια φτωχή γριά, μισότυφλη απ’ το πλέξιμο και το ράψιμο στο φως του καντηλιού. Εκεί θα ήμουνα η Ινές, μοδίστρα της οδού Υδραγωγείου. Εδώ είμαι η δόνια Ινές Σουάρεθ, κυρία τής υψηλής κοινωνίας, χήρα του εξοχότατου κυβερνήτη δον Ροδρίγο ντε Κιρόγα, κατακτήτρια και ιδρύτρια του Βασιλείου της Χιλής.

Είμαι τουλάχιστον εβδομήντα χρονών, όπως είπα, και τη ζωή μου την έζησα καλά, όμως η ψυχή και η καρδιά μου, εγκλωβισμένες ακόμα στις ρωγμές της νεότητας, αναρωτιούνται τι μπορεί να συνέβη στο σώμα μου. Όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη, γαμήλιο δώρο του Ροδρίγο, δεν αναγνωρίζω αυτή τη γιαγιάκα με τα κάτασπρα μαλλιά που με κοιτάζει απ’ το γυαλί. Ποια είν’ αυτή η θρασύτατη ξένη που παριστάνει την πραγματική Ινές; Την εξετάζω από κοντά ελπίζοντας να δω στο βάθος του καθρέφτη το κοριτσάκι με τις κοτσίδες και τα καταγδαρμένα γόνατα που ήμουν κάποτε, την κοπέλα που χωνόταν στους κήπους για να κάνει έρωτα κρυφά, την ώριμη γυναίκα που αγκαλιαζόταν παθιασμένα και μοιραζόταν το κρεβάτι της με τον Ροδρίγο ντε Κιρόγα. Είναι κάπου εκεί κρυμμένες, είμαι σίγουρη, αλλά δεν μπορώ να τις διακρίνω. Δεν καβαλάω πια τη φοράδα μου, δεν φοράω πανοπλία και δεν κρατάω σπαθί, όμως δεν είναι επειδή μου λείπει η ψυχή –αυτή πάντα μου περίσσευε– αλλά επειδή με προδίδει το σώμα. Δεν μου φτάνουν οι δυνάμεις μου, με πονούν οι κλειδώσεις μου κι έχω τα κόκαλά μου παγωμένα και την όρασή μου θαμπή. Χωρίς τα γυαλιά του γραφέα, που προμηθεύτηκα στο Περού, δεν θα μπορούσα να γράψω αυτές τις σελίδες. Ήθελα να συνοδέψω τον Ροδρίγο –που βρίσκεται τώρα στις αγκάλες του Θεού– στην τελευταία του μάχη κατά των Ινδιάνων Μαπούτσε, όμως εκείνος δεν μου το επέτρεψε. «Είσαι πολύ μεγάλη γι’ αυτό, Ινές», είπε γελώντας. «Το ίδιο κι εσύ», του απάντησα, αν και δεν ήμουν καθόλου σίγουρη, καθώς εκείνος ήταν αρκετά πιο νέος από μένα. Πιστεύαμε ότι δεν θα ξαναβλέπαμε ο ένας τον άλλο, όμως αποχαιρετηθήκαμε χωρίς δάκρυα, σίγουροι ότι θα ξαναβρισκόμασταν στην άλλη ζωή. Ήξερα από καιρό ότι οι μέρες του Ροδρίγο ήταν μετρημένες, παρ’ όλο που εκείνος έκανε ό,τι μπορούσε για να το κρύψει. Ποτέ δεν τον άκουσα να παραπονιέται: υπέμενε σφίγγοντας τα δόντια, και μόνο ο κρύος ιδρώτας του μετώπου του μαρτυρούσε τους πόνους που τον βασάνιζαν. Έφυγε για το νότο με πυρετό, κατάχλομος σαν φάντασμα, μ’ ένα απόστημα γεμάτο πύον στο πόδι, που δεν γινότανε καλά με κανένα φάρμακο και καμιά προσευχή· πήγαινε να εκπληρώσει την επιθυμία του να πεθάνει σαν στρατιώτης στον αχό της μάχης κι όχι τυλιγμένος όπως οι γέροι στα σεντόνια του κρεβατιού του. Εγώ ήθελα να είμ’ εκεί για να του κρατάω το κεφάλι στις τελευταίες του στιγμές και να τον ευχαριστήσω για την αγάπη που μου χάρισε όλ’ αυτά τα χρόνια που ζήσαμε μαζί. «Κοίτα, Ινές», μου είπε δείχνοντάς μου με μια κίνηση του χεριού τα κτήματά μας, που έφταναν ώς τους πρόποδες της οροσειράς. «Όλ’ αυτά, μαζί με τις ψυχές εκατοντάδων Ινδιάνων, τα έχει θέσει ο Θεός στα χέρια μας. Κι όπως η δική μου υποχρέωση είναι να πολεμήσω τους άγριους της Αραουκανίας, η δική σου είναι να προστατεύεις το κτήμα και τις ψυχές για τις οποίες έχουμε ευθύνη».

***Δικτυακός τόπος: http://www.oceanida.gr/

2 σχόλια:

nikkarthegreat είπε...

Ωραίο εξώφυλλο .

melen είπε...

Και οι Πουτάνες Φόνισσες του επίσης Χιλιανού Ρομπέρτο Μπολάνιο (εκδ Άγρα)
ακόμη να επιστρέψω από το ταξίδι που μ' έστειλαν

(ούτε και από το άλλο ταξίδι ακόμη επέστρεψα
ποιος να'ναι ο άξονας του χρόνου
και ποιος του χώρου
στ άσπρα και μαύρα τετράγωνα;)

Στην υγειά!
με αβάνα μαύρο και μια φέτα πορτοκάλι