Τρελοί και ζητιάνοι
Αποφάσισαν να μαζέψουν όλους τους τρελούς και τους ζητιάνους από το κέντρο της πόλης. Κάτι σημαντικό πλησίαζε. Κάποια ιστορική επέτειος, οι φθινοπωρινοί τουρίστες. Δεν ξέρω. Κάτι σημαντικό. Ποτέ δεν ξέρω τι είναι σημαντικό. Κάποτε πράγματι κατέτασσα κατ' αυτό τον τρόπο τα πάντα γύρω μου. Κάποια πράγματα ήταν σημαντικά κι άλλα όχι. Κάποια ήταν καλά κι άλλα κακά. Όχι πια. Τώρα πια το ίδιο μου κάνουν όλα.
Έτσι, λοιπόν, είχαν βαλθεί να μαζέψουν τους τρελούς και τους επαίτες. Και με επέλεξαν μαζί με μερικούς ακόμα. Μετά τις αποφράξεις των σωληνώσεων φυσικού αερίου, πέρασα ένα διάστημα χωρίς να κάνω τίποτα. Καλά, όχι και απολύτως τίποτα, γιατί η καριόλα η Σκατόφατσα δεν υπήρχε καμία περίπτωση να με συντηρήσει, η μαλάκω. Μόλις κατάλαβε ότι δεν είχα μία, με ξαπόστειλε και πήγε παρακάτω.
Τότε άρχισα να μαζεύω σκουπίδια. Ξεκινούσα στις δώδεκα τα μεσάνυχτα μέχρι τις οχτώ το πρωί. Μου πλήρωναν επιδόματα επικίνδυνης, νυχτερινής και ανθυγιεινής εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να πάθεις ατύχημα ή να σκοτωθείς εν ώρα εργασίας. Τέλος πάντων, συνολικά ήταν τριακόσια πέσος. Όσα έπαιρνε και ένας μηχανικός. Και επιπλέον ένα γερό πρωινό στο τέλος της βάρδιας. Αλλά αναγκάστηκα να τρελαθώ στη μαλακία, γιατί καμία γυναίκα δεν ήθελε να είναι μαζί μου. Με σιχαίνονταν. Έλεγαν ότι βρομούσα σαπίλα και σκατά. Εγώ δεν το πιστεύω. Έκανα μπάνιο καθημερινά. Ίσως ήταν ψυχολογική μπόχα. Μόλις έπαιρναν χαμπάρι τι δουλειά έκανα, άρχιζαν τις μαλακίες ότι μύριζα σκατά και σάπια σκουπίδια. Και ότι τα νύχια και τα αυτιά μου ήταν βουτηγμένα στα σκατά. Με έδιωχναν. Και ο Πέδρο Χουάν επέστρεφε στη μαλακία. Όχι ότι εγώ είμαι πιο καυλιάρης από τον διπλανό μου. Είμαι φυσιολογικός. Αλλά τρεις ή τέσσερις μέρες χωρίς να γαμήσω είναι αρκετές για να χάσω την μπάλα και να λιώσω στη μαλακία.
Λοιπόν, τα αφεντικά επέλεξαν τέσσερις από εμάς. Μας έδωσαν γκρίζες στολές, παπούτσια από καραβόπανο και ένα γκρίζο κασκέτο με το σήμα της Υγειονομικής Υπηρεσίας. Ως σκουπιδιάρηδες ήμασταν μέσα στη λέχρα: σορτς, χωρίς πουκάμισο και με κάτι διaλυμένα παπούτσια. Με τον ιδρώτα, τη λίγδα και τη μούχλα δεν μπορείς να είσαι ντυμένος.
Το πράγμα ήταν εύκολο. Έπρεπε να περπατάμε στους δρόμους αργά, να ξεγελάμε τους τρελούς και τους ζητιάνους με κάποια ψευτοϊστορία και να τους κάνουμε να ανέβουν στο φορτηγό ήρεμα και χωρίς να κάνουν φασαρία. Ήταν ένα μεγάλο φορτηγό, άσπρο, ερμητικά κλειστό και χωρίς παράθυρα, με μια επιγραφή κάποιας εμπορικής εταιρείας διανομής ηλεκτρονικών. Μας τόνισαν ότι θα ήταν μόνο για δύο ή τρεις εβδομάδες και ότι δεν έπρεπε να το πούμε σε κανέναν. «Δεν είναι ότι πρόκειται για μυστικό, αλλά πρέπει να γίνει διακριτικά. Στο τέλος θα πάρετε ένα καλάθι με σαπούνια, λάδι, απορρυπαντικό και άλλα είδη. Θα βγείτε κερδισμένοι» μας είπε ένα από τα αφεντικά.
Τουλάχιστον ήταν μια δουλίτσα πιο καθαρή και θα βγάζαμε και κάτι παραπάνω. Είχε και ένα μυστήριο η υπόθεση, γιατί δεν μας άφησαν να μπούμε καθόλου στο φορτηγό ούτε μας έλεγαν πού θα τους πήγαιναν. Μέσα τούς παραλάμβαναν κάποιοι τύποι ντυμένοι στα λευκά, σαν νοσοκόμοι, και τσιμουδιά. Οι τρελοί ούτε κιχ δεν έβγαζαν όταν έμπαιναν εκεί μέσα. Μπορεί να τους έκαναν κάποια ένεση. Δεν ξέρω. Όσο λιγότερα ξέρεις τόσο καλύτερα. «Όποιος μιλάει πολύ του κόβουν τη γλώσσα» μου έλεγε ο πατέρας μου. Γι' αυτό εγώ, φερμουάρ. Επιπλέον, αυτά παθαίνεις άμα δεν έχεις το νου σου: ή τρελός ή ζητιάνος στο δρόμο καταντάς. Να πάνε να γαμηθούνε, ας πρόσεχαν. Τώρα... στο φορτηγό. Και ποιος ξέρει αν θα τον ξαναδούν το δρόμο κάποια μέρα.
Δεν τους μέτρησα. Αλλά νομίζω ότι μαζέψαμε αρκετές εκατοντάδες. Ίσως να υπήρχε κι άλλο φορτηγό που έκανε την ίδια δουλειά. Τρεις βδομάδες ασχολούμασταν μ' αυτή την ιστορία και δεν συνέβη τίποτα παράξενο. Η τελευταία νύχτα ήταν η πιο περίπλοκη. Τα ξημερώματα πήγαμε να μαζέψουμε έναν βρομόγερο. Ήταν ξαπλωμένος καταγής, κοιμόταν στην είσοδο κάποιου νοσοκομείου. Όταν τον μετακίνησα για να τον φορτωθούμε δύο άτομα και να τον πάμε στο φορτηγό, είδαμε ότι ήταν μέσα σε μια λίμνη από αίμα. Ξερνούσε μαύρο αίμα. Ταυτόχρονα κρατούσε σφιχτά ένα σακί με μάνγκο. Το σακί ήταν αρκετά βαρύ, αλλά εκείνος το έσερνε μαζί του και ξερνούσε μαύρο αίμα πάνω στα μάνγκο. Το αίμα βρομούσε. Ο γέρος είχε σαπίσει εσωτερικά. Τον ξαναφήσαμε κάτω.
«Τι κάνουμε μ' αυτά τα σκατά, σύντροφε;» ρώτησα το συνάδελφο μου.
«Αν τον αφήσουμε εδώ, θα αναγκαστούμε να ξανάρθουμε να τον μαζέψουμε» μου είπε ο Τσέο. «Nαι, αλλά αυτός θα κάνει σκατά το φορτηγό και στο τέλος θα πεθάνει. Να τον πάμε σηκωτό μέχρι τα Επείγοντα».
Τον φορτωθήκαμε και πάλι. Ο κωλόγερος δεν άφησε το σάκο με τα μάνγκο ούτε στιγμή. Στα επείγοντα δεν υπήρχε ψυχή. Μόνο μια γριά νέγρα με μια σκούπα κι έναν κουβά. Μισοκοιμισμένη. Τσαντίστηκε όταν φτάσαμε με τον τύπο βουτηγμένο στα αίματα.
«Τι είναι αυτό; Όχι, όχι, όχι! Όχι εδώ».
«Τι θα πει όχι εδώ, κυρία μου; Και τότε πού;»
«Όχι, όχι. Αφήστε τον έξω».
«Εδώ δουλεύετε εσείς; Φωνάξτε ένα γιατρό. Πάμε Τσέο».
Κάναμε στροφή για να φύγουμε, αλλά από μια σκοτεινή γωνιά εμφανίστηκε ένας μπάτσος:
«Μισό λεπτό, γιατί δεν γίνονται έτσι αυτά. Πού πάτε;»
«Κοιτάξτε, κύριε αστυφύλακα, αυτός ο τύπος ξερνούσε αίμα στην είσοδο του νοσοκομείου κι εμείς τον μαζέψαμε και τον φέραμε εδώ».
«Τέτοια ώρα; Είναι τέσσερις και μισή τα ξημερώματα. Τα χαρτιά σας και οι δύο. Τι δουλειά κάνετε;» «Τίποτα». «Δεν δουλεύετε;»
«Ναι..., εεε..., είμαστε σκουπιδιάρηδες».
«Μ' αυτή τη στολή; Είστε σκουπιδιάρηδες στη Σουηδία ή στην Αμερική μήπως;»
Δεν ήξερα τι να πω. Και ο Τσέο ήταν ένας βλάκας που ούτε καν άνοιγε το στόμα του. Ο γέρος άρχισε να ξερνάει ακόμα πιο πολύ πάνω στο σακί με τα μάνγκο. Η γριά καθαρίστρια έπαθε κρίση υστερίας γιατί έπρεπε να τα καθαρίσει όλα αυτά. Ο γέρος αμόλησε όλα τα σκατά που είχαν μείνει μέσα του, άρχισε να τρέμει και όταν πέθανε βρομοκοπούσε ακόμα περισσότερο και από ένα σκουπιδιάρικο. Μέχρι κι εγώ αηδίασα, και δεν συμβαίνει συχνά αυτό.
Μέσα σε όλον αυτό τον πανικό, έφτασαν δύο πανύψηλοι νέγροι με ένα ταξί. Ο ένας ήταν μιγάς, πιο ανοιχτόχρωμος, με μια τεράστια χρυσή καδένα περασμένη στο λαιμό του. Παραήταν όμορφος για να είναι άντρας. Έμοιαζε με ηθοποιό του κινηματογράφου. Έκλαιγε από τον πόνο. Είχε κατεβασμένο το παντελόνι του, ένα παλούκι μπηγμένο στον κώλο του και αιμορραγούσε. Δεν μπορούσε να περπατήσει. Ο άλλος τον βοηθούσε. Φαινόταν τρομαγμένος, αλλά τον βοηθούσε. Ο αστυνομικός πήγε να δει τι είχε συμβεί.
«Αυτό το παλούκι μού το έβαλε αυτός, ο άντρας μου! Ααχ, δεν μπορώ να το βγάλω, λιποθυμάω, αστυνομία, ααχ..., μην αφήσετε τον άντρα μου να φύγει, να μη με αφήσει μόνη μου...»
Κι έπεσε αναίσθητος κάτω. Ο ψηλός και σωματώδης αράπακλας, ακόμα πιο τρομαγμένος, του φώναζε:
«Άκου, αδερφάρα, ποιος άντρας σου και ιστορίες; Εγώ είμαι άντρας, κυρ αστυνόμε. Δεν τον ξέρω αυτό τον τύπο».
Ο αστυνομικός έχασε χρόνο προσπαθώντας να ξεμπερδέψει τις χειροπέδες από τη ζώνη του. Ο αράπακλας την κοπάνησε τρέχοντας. Ο αστυνομικός τον πήρε στο κατόπι. Ο ταξιτζής κατέβηκε από το αυτοκίνητο και έψαξε τις τσέπες της αδερφής για να πληρωθεί για την κούρσα.
Μέσα σε όλον αυτό τον πανικό, η γριά έσυρε σε μια γωνιά το σακί με τα μάνγκο που ήταν καλυμμένα με ξερατά, αίμα και σκατά. Ξεχώριζε τα πιο καθαρά και τα έτρωγε. Ο Τσέο κι εγώ φύγαμε. Χρειαζόμασταν μια γερή δόση αγουαρδιέντε, αλλά τέτοια ώρα όλα τα μπαρ ήταν κλειστά. Ο Τσέο, βιαστικός στο πλάι μου, έλεγε συνέχεια: «Ρε φίλε, το να μαζεύεις σκουπίδια είναι πιο εύκολο. Παραείναι πολύπλοκο για μένα αυτό».
Και ναι. Επιστρέψαμε στα σκουπίδια την επόμενη μέρα. Ούτως ή άλλως, νομίζω ότι δουλέψαμε για πλάκα. Τώρα βλέπω περισσότερους τρελούς και ζητιάνους στο δρόμο. Φαίνεται ότι αναπαράγονται σαν τα κουνέλια. Τους βλέπεις παντού, βρομιάρηδες, μεθυσμένους, να παραμιλάνε. Ο Τσέο κάθε μέρα μού λέει το ίδιο: «Φίλε, από στιγμή σε στιγμή θα μας πάρουν από τα σκουπίδια για να συνεχίσουμε να μαζεύουμε τρελούς και ζητιάνους. Εσύ θα πας; Εγώ δεν πάω. Είναι πολύ μπερδεμένο για μένα αυτό, ρε φίλε».
(Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες, «Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας». Μετάφραση Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, εκδόσεις Μεταίχμιο)
13 σχόλια:
Η ανάρτηση ήταν προγραμματισμένη αρκετές ημέρες πριν, αλλά ο τίτλος του διηγήματος, καθώς και η φωτογραφία, είναι αφιερωμένα στον ελληνικό καπιταλισμό, που επτώχευσε σήμερα και επισήμως μέσα από τα χείλη του πρωθυπουργού και του υπουργού του. Ό,τι διαβάζουμε για μακρινές χώρες, έρχεται μπροστά μας. Ζοφερό το μέλλον...
Δυστυχώς...
έχεις απόλυτο δίκαιο Φίλιππε....
Δυστυχώς....
Ελπίζω ο Μέτοικος στη Νίσυρο να μην αποκτήσει χιλιάδες συνονόματους…
Άδειο το βλέμμα σου, κούφιες οι ώρες μας, στα ενυδρεία σε χώσαν ζωή
Συνηθισμένοι καθένας στο ρόλο του, κι η φαντασία μας έχει χαθεί.
Την ξεπουλήσαμε στο γιουσουρούμ, για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ
Την ξεπουλήσαμε στο γιουσουρούμ, για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ.
Μια διαδήλωση, δέκα μικρόφωνα και τα μεγάφωνα στη διαπασών
Χιλιάδες δίποδα με μαγνητόφωνα κι έχουν λουστεί με την ίδια λοσιόν
Ξεπουληθήκατε στο γιουσουρούμ, για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ
Κι ο εαυτούλης σας πέταξε…βζουμ, ταρατατατζούμ, ταρατατατζούμ.
Ω, εποχή μου θυμίζεις τον Καίσαρα κι οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν
Κι όσο γερνώ μπουσουλώ με τα τέσσερα, τα τροχοφόρα με προσπερνούν
Φεύγω και πάω να βρω στο Μπανγκόκ το σύντροφό μου τον Κινγκ-Κονγκ
Μες στο μυαλό μου βαράνε τα γκογκ, μοιάζω με μπάλα του πινγκ-πονγκ.
Μας εκτελούνε με σφαίρες ντουμ-ντουμ, σφαίρες ντουμ-ντουμ, σφαίρες ντουμ-ντουμ
Κι εμείς ξεπουλιόμαστε στο γιουσουρούμ, ταρατατατζούμ, για ένα κουστούμ.
@ Ριζοπουλος
Περασα προσφατα ενα μηνα στις πολεις και δεν μου εχει φυγει ακομα,η μυρουδια τους.Εδω τους ανθρωπους δεν τους εχει αγγιξει η κριση με τον ιδιο τροπο,εξακολουθουν να χαμογελανε ο ενας στον αλλο,αρα εγω παραμενω Μετοικος.(Παναγιωτη εσυ τι εικονα εχεις απο το Μεγανησι;)
Υποθετω οτι αναφερεστε σε μεταναστευση στο εξωτερικο αλλα ισως υπαρχουν κι αλλες λυσεις..
Άλλος μασάει, κι άλλος σωπαίνει
Κι ο σκυφτός λαός να περιμένει
Για τα δεσμά μας, δεν φταίει πάντα η σκλαβιά
Μα η υποταγμένη μας καρδιά
Μ’ ένα φανάρι ξαναγυρνάς τις νυχτιές
Ψάχνεις γι’ ανυπόταχτες ματιές.
@Μέτοικος
Στο Μεγανήσι όλα κυλούν ομαλά. Η κρίση μοιάζει κάτι μακρινό, κάτι που αφορά στους άλλους, στους έξω κι όχι στους ντόπιους. Αυτό έχει να κάνει κυρίως με το ότι το βασικό εισόδημα είναι αυτό του τουρισμού κι αυτό δεν περνάει κρίση, τουλάχιστον όχι στα μέρη μας. Από την άλλη ισχύει κι αυτό που λες. Ακόμα και στα πιο δύσκολα δε λείπει το χαμόγελο, ακόμα και το πείραγμα, το καλαμπούρι και ο αυτοσαρκασμός. Ακούω συχνά φράσεις του τύπου: "Και τί έγινε; Θα ρίχνουμε καμιά πετονιά, θα μαζεύουμε και τίποτα λαχανάκια (χόρτα), η λεμονιά μας είναι γεμάτη και οι κοτούλες μας χαίρουν άκρας υγείας!". Είναι αυτό μια θετική αντιμετώπιση; Είναι ένας ταπεινός ρεαλισμός; Ή είναι μια παντελής αδυναμία προσαρμογής στο ζόφο; Δεν ξέρω ακόμα,αλλά ώρες-ώρες νομίζω ότι το αίμα μας κάτι έχει, γιατί κι εγώ τώρα τελευταία κολυμπάω μέσα σε μια χλιαρή ευδιαθεσία.
(για τον κ. Κονιδάρη) Έμαθα ότι το νότιο Μεγανήσι το αγόρασε ένας μεγιστάνας και θα φτιάξει βίλλες για πλουσίους. Πώς πάει το πρότζεκτ; (για να έρθουμε να αγοράσουμε)
Πώς να μην είναι ζοφερό το μέλλον με τη μείωση της παραγωγικότητας, που έφερε το skakistiko.blogspot. Όλοι διαβάζουν και γράφουν εδώ και κανείς δεν δουλεύει.
@ Παναγιωτης
Παντα το'λεγα,θελει χρονο η ενσωματωση..
Εμεις εχουμε κι εναν υπερτροφικο δημο που οι παμπολλοι υπαλληλοι του, θα υποφερουν.Μακαρι να εχεις δικιο για τον τουρισμο,τον εσωτερικο δεν τον βλεπω καλα.
@ Ριζοπουλος
Εκτος απο το ψαρεμα και τους μπαχτσεδες εδω οι ανθρωποι βλεπουν λιγοτερo τηλεοραση και σε μεγαλο ποσοστο πανε καθημερινα στα καφενεια (οι αντρες).Μου 'λεγε ενας εφημεριδοπωλης στην Θεσσαλονικη,οτι ειχε προσεξει πως μετα απο μια μερα απεργιας των δημοσιογραφων,οι ανθρωποι του φαινονταν λιγοτερο αγχωμενοι
@Ευδιάθετος
Ναι, κάπου 2500 στρέμματα στο νότιο πόδι του νησιού. Έχουν αγοράσει ήδη Αμπράμοβιτς, Κίντμαν, ο υιός του τέως και άλλοι σελεμπριταίοι. Αυτή είναι η μόστρα. Η αχλάδα όμως την έχει πίσω την ουρά.
@ Πανιδάρης
Τους κοροϊδέψατε ρε; Το νότιο πόδι δεν είναι αυτό που έχει φλεβίτιδα και πρήζεται από το ουρικό οξύ;
Ούνα φάτσα ούνα ράτσα
Μια φορα και έναν καιρο, υπηρχε μια χωρα που ολοι ηταν κλεφτες. Καθενας εβγαινε την νυχτα κρατωντας ένα λοστο και ένα φαναρι και αδειαζε τα σπιτια των γειτονων του.Τα χαραματα , γυριζοντας φωρτομενος με την λεια στο δικο του σπιτι , εβλεπε φυσικα ότι και αυτό ειχε λεηλατηθει.Και ετσι ,ολοι ζουσαν αρμονικα. Γενικα τα βολευαν.Ο ενας εκλεβε τον άλλο , ο άλλος τον επομενο, και ουτω καθεξης ως τον τελευταιο- που ηταν αυτος που εκλεβε τον πρωτο! Η λεξη επιχειρηση ,στην χωρα αυτή ηταν ταυτοσημη της λεξης απατη , ειτε αγοραζες ειτε πουλουσες.Η κυβερνηση ηταν μια γκαγκστερικη εταιρια, που ειχε στηθει απλως για να κλεβει τους πολιτες ,οι οποιοι επισης περνουσαν τον καιρο τους κλεβοντας το κρατος. Ηζωη συνεχιζε την αδιαταραχτη πορεια της και ο λαος δεν ηταν ουτε πλουσιος ουτε φτωχος. Ωσπου μια μερα – κανεις δεν ξερει πως- εμφανιζεται ξαφνικα ενας τιμιος. Την νυχτα αντι να βγαινει με το σακουλι και το φαναρι για να κλεψει , εμενε μεσα και διαβαζε μυθιστορηματα καπνιζοντας . Μολις πλησιαζαν οι κλεφτες , εβλεπαν το φως και εφευγαν.
Τι να αντιτεινει ο τιμιος?
Αυτή η κατασταση βεβαια δεν κρατησε πολύ.Καποιοι ανελαβαν να εξηγησουν στον τιμιο ότι ειχε ασφαλως κάθε δικαιωμα να ζει όπως του αρεσε αλλα όχι και να εμποδιζει τους αλλους να κανουν την δουλεια τους. Κάθε βραδια που αυτος εμενε στο σπιτι του ,καποια οικογενεια εμενε χωρις ψωμι. Ο τιμιος ανθρωπος δεν ηξερε τι να αντιτεινει . Κι ετσι αρχισε να φευγει από το σπιτι του και να λειπει από το σπιτι του ως τα χαραματα.Αλλα να κλεψει δεν το μπορουσε.Παραηταν τιμιος. Πηγαινε ως την γεφυρα και κοιταζε κατω τα νερα, μετα γυριζε στο σπιτι του και το εβρισκε αδειασμενο. Ουτε μια εβδομαδα δεν ειχε περασει ετσι και ο τιμιος ανθρωπος μας εφθασε να πειναει. Στο σπιτι του όλα τα χρηματα και τα τροφιμα ειχαν κανει φτερα.Αλλα ποιος του εφταιγε αν όχι το δικο του το κεφαλι? Ολο το προβλημα ηταν η εντιμοτητα του – ειχε απορυθμισει ολοκληρο το συστημα! Αφηνε να τον ληστευουν χωρις αυτος να ληστευει κανεναν. Και ετσι ολο και υπηρχε καποιος στην πολη που γυριζοντας την αυγη εβρισκε το σπιτι του αθικτ勤 , ηταν απλουστατα το σπιτι που θα ληστευε ο τιμιος αν δεν ηταν τιμιος.
(Συνεχίζεται..)
(Συνεχεια)
Πλουσιοι πιο γρηγορα
Φυσικα , εκεινοι που τα σπιτια τους εμεναν αδιαρηκτα ανακαλυψαν ότι γινονταν πλουσιοι πιο γρηγορα από τους αλλους , και ετσι δεν ειχαν αναγκη να κλεβουν άλλο. Ενώ οσοι πηγαιναν να κλεψουν το σπιτι του τιμιου αρχισαν να φευγουν με αδειανα τα χερια και διαρκως φτωχαιναν. Στο μεταξυ , αυτοι που είχαν πλουτίσει απέκτησαν την συνηθεια να πηγαινουν μαζι με τον τιμιο στην γεφυρα και να χαζευουν και κεινοι τα νερα. . Όμως αυτό μπερδεψε τα πραγματα πιο πολύ, γιατι εκανε ακομη περισσοτερους να γινουν πλουσιοι και πολλους αλλους να γινουν φτωχοι. Οποτε ,πλεον, οι πλουσιοι αρχισαν να καταλαβαινουν ότι αν περνουσαν τις νυχτες τους στην γεφυρα , αργα η γρηγορα θα γινονταν φτωχοι. Και τοτε σκεφτηκαν΄΄ Και αμεσως εγιναν οι συμβασεις και κανονιστηκαν οι μισθοι, τα ποσοστα, τα παντα(με μπολικη πονηρια και από τις δυο πλευρες΄΄ κλεφτες ηταν ακομη ολοι). Αλλα η καταληξη ηταν να γινουν οι πλουσιοι ακομα πιο πλουσιοι και οι φτωχοι ακομα φτωχοτεροι. .
Και εγινε η αστυνομια
Μερικοι από τους πλουσιους ηταν τοσο πλουσιοι που δεν ειχαν πια αναγκη να κλεβουν- η να πληρωνουν αλλους να κλεβουν για λογαριασμο τους. Αν όμως σταματουσαν να κλεβουν , δεν θα αργουσαν να ξαναγινουν φτωχοι (θα φροντιζαν για αυτό οι φτωχοι). Αποφασισαν λοιπον να πληρωνουν τους φτωχοτερους των φτωχων για να φυλανε την περιουσια από τους αλλους φτωχους.Και ετσι εγινε η αστυνομια και χτιστηκαν οι φυλακες. Και ετσι , λιγα μολις χρονια μετα τον ερχομο του τιμιου, κανενας πια δεν μιλουσε ουτε για κλοπες ουτε για ληστειες, αλλα μοναχα για το ποσο πλουσιος η ποσο φτωχος ηταν ο ενας η ο άλλος.Φυσικα, ολοι τους ηταν ακομα ένα ματσο κλεφτες. Μονο εκεινος ο ενας τελικα , μονο αυτος ηταν τιμιος και μοιραια καποια στιγμη πεθανε από την πεινα.
( Μια εκπληκτικα αλληγορια του μεγαλου ιταλου συγραφεα italo calvino για την διαφθορα στην χωρα του).
Aαναδημοσίευση από το www.geladeros.gr αναρτήθηκε από τον φίλο Δημήτρη
Υ.Γ Οποιαδήποτε ομοιότης με χώρα γειτονική της Ιταλίας είναι συμπτωματική…..
Sad news (τα μαθαίνουμε από το BBC):
At least three people have been killed in the Greek capital as protesters set fire to a bank during a general strike over planned austerity measures.
The fire brigade said three bodies were found inside the bank in Athens. Another building is also on fire.
...
Δημοσίευση σχολίου