Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Ξαναδιαβάζοντας το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο


Ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα λογοτεχνικά έργα των είκοσί μου χρόνων. Είχα λιώσει τους τέσσερεις τόμους του Αλεξανδρινού Κουαρτέτου (Ιουστίνη, Μπαλτάζαρ, Μαουντόλιβ, Κλέα) στη θαυμάσια μετάφραση του Αιμίλιου Χουρμούζιου. Και παντού σημειώσεις που μου έρχονταν στο μυαλό: στα περιθώρια των σελίδων, στο οπισθόφυλλο. Μετά από τόσο καιρό, οι σημειώσεις εκείνες δείχνουν αστείες. Ωστόσο, λένε πως κάθε εποχή θέλει τη δική της μετάφραση. Με ξενίζει που η Ιουστίνη του Χουρμούζιου έγινε από τη μεταφράστρια Μαριάννα Παπουτσοπούλου, Τζαστίν. Όμως με απόσταση 25 ετών από τότε που πρωτοδιάβασα το έργο, θαρρώ, έχοντας φτάσει στα μισά του πρώτου τόμου, πως η σύγχρονη μετάφραση του αριστουργήματος του Λόρενς Ντάρελ είναι εξαιρετική, σε τούτο το σχεδόν παραληρηματικό κείμενο. Η παρακμή του Μεσοπολέμου, που θα ξεσπάσει σαν κακό απόστημα στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, είναι το ιστορικό πλαίσιο του έργου. Ένας κόσμος ολόκληρος αναστρέφεται ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό. Οι ήρωες του έχουν το ίδιο τραγικό χαρακτηριστικό, είναι πιασμένοι στο δίχτυ.
Όπως γράφει η Μ.Π. στο εισαγωγικό της σημείωμα, το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο είναι μείζον μυθιστόρημα. Περιγράφει την απώλεια και υμνεί το αιώνιο, όμως πάντοτε με χιούμορ —συχνά ανατρεπτικό— κι απόλυτη αίσθηση των περιορισμών της ανθρώπινης φύσης. Ο συγγραφέας του, δεσμώτης μιας εποχής και μιας δραστηριότητας για τις οποίες δεν συντηρεί αυταπάτες, κρατά τη γραφίδα του σαν νυστέρι.


Οι πρώτες σελίδες από το πρώτο βιβλίο («Τζαστίν»):

Σηκώθηκε η θάλασσα πάλι σήμερα, καθώς τη συνταράζουν οι ριπές του ανέμου. Είμαστε στην καρδιά του χειμώνα, κι ωστόσο γίνονται κιόλας αισθητά τα καμώματα της άνοιξης. Ένας ουρανός ίδιο γυμνό ζεστό μαργαριτάρι ως το μεσημέρι, γρύλοι που φωλιάζουν σε σκιερές γωνιές και τώρα ο άνεμος που απογυμνώνει τα μεγάλα πλατάνια, λεηλατεί τα μεγάλα πλατάνια.

Δραπέτευσα σε τούτο το νησί, με λίγα βιβλία και το παιδί — το παιδί της Μελίσα. Δεν ξέρω γιατί χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη, «δραπέτευσα». Οι χωριάτες αστειεύονται και λένε πως μόνο ένας άρρωστος άνθρωπος θα μπορούσε να διαλέξει τέτοιον απόμερο τόπο για να χτίσει απ' την αρχή τον εαυτό του. Εντάξει λοιπόν, ήρθα εδώ για να γιατρευτώ — αν θέλετε να το πούμε κι έτσι...

Τη νύχτα, όταν ο άνεμος μουγκρίζει και το παιδί κοιμάται ήσυχο στο ξύλινο λίκνο του κοντά στο παραγώνι που βουίζει, ανάβω μια λάμπα και βηματίζω πάνω κάτω, σκέφτομαι τους φίλους μου — την Τζαστίν και τον Νεσίμ, τη Μελίσα και τον Μπαλτάζαρ. Γυρίζω και ξαναγυρίζω τη σιδερένια αλυσίδα της μνήμης, κρίκο τον κρίκο, στην πόλη όπου ζήσαμε για τόσο λίγο μαζί: την πόλη που μας μεταχειρίστηκε σαν να 'μασταν φύτρα της, μας φόρτωσε τις συγκρούσεις της κι εμείς τις περάσαμε για δικές μας, αγαπημένη Αλεξάνδρεια!

Έπρεπε να φτάσω κάπου τόσο μακριά απ' όλα τούτα για να μπορέσω όλα να τα καταλάβω! Έτσι που ζω σ' αυτό τον απογυμνωμένο βράχο, όπου κάθε βράδυ μ' αρπάζει και με σώζει απ' τα σκοτάδια μόνον ο Αρκτούρος, μακριά από την κίτρινη σκόνη εκείνων των καλοκαιρινών απομεσήμερων, βλέπω επιτέλους ότι κανένας από μας δεν πρόκειται να κριθεί στα σωστά για ό,τι συνέβη στο παρελθόν. Η πόλη θα έπρεπε να κριθεί, παρόλο που εμείς, τα παιδιά της, θα πληρώσουμε το τίμημα.

Κεφαλαιώδες ζήτημα, ποία είν' αυτή η πόλη η δική μας; Τι τάχα συμπυκνώνεται σ' αυτή τη λέξη, Αλεξάνδρεια; Ο φακός της μνήμης αιχμαλωτίζει σε μια λάμψη χίλιους σκονισμένους τυραννισμένους δρόμους. Μύγες και ζητιάνοι την κατέχουν τώρα πια — και όσοι απολαμβάνουν μιαν ύπαρξη ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Πέντε ράτσες, πέντε γλώσσες, μια ντουζίνα θρησκείες και δοξασίες: πέντε στόλοι που κάνουν μανούβρες ανάμεσα στις ανταύγειες από τα ορυκτέλαια τους, πίσω απ' τον λιμενοβραχίονα. Όμως υπάρχουν πάνω από πέντε φύλα, και μόνο η δημοτική γλώσσα των Ελλήνων φαίνεται πως μπορεί να τα διακρίνει. Όσα προσφέρονται στο πεδίο της ερωτικής ζωοτροφίας δείχνουν να παραπατούν μέσα στην ποικιλία και στη διάχυση. Κανείς δεν θα μπορούσε να ξεγελαστεί πως τάχα βρίσκεται ο' έναν ευτυχισμένο τόπο. Οι συμβολικοί εραστές του ελεύθερου ελληνικού κόσμου έχουν εδώ αντικατασταθεί από κάτι διαφορετικό, κάτι ανεπαισθήτως ανδρογυνικό που αναστρέφεται στον εαυτό του.

Η Ανατολή δεν γιορτάζει στη γλυκιά αναρχία του σώματος, γιατί έχει ολότελα ξεγυμνώσει το σώμα. Θυμάμαι κάποτε τον Νεσίμ να λέει —θαρρώ εμνημόνευε— πως η Αλεξάνδρεια είναι το μεγάλο πατητήρι για το κρασί του έρωτα, ό,τι απορρέει είναι οι άρρωστοι άνθρωποι, οι μοναχικοί, οι προφήτες — εννοώ όλους όσοι έχουν βαθιά πληγωθεί ως προς το φύλο τους.

Σημειώσεις για τις αποχρώσεις των τοπίων... Μακρές διαδοχικές ακουαρέλες. Φως που διυλίζει το άρωμα της λεμονιάς. Ατμόσφαιρα πυκνής, ευωδιαστής πλίνθινης σκόνης και μυρωδιά που αχνίζει απ' τα ζεστά ρείθρα που μόλις τα 'χουν καταβρέξει με νερό. Φωτεινά υγρά σύννεφα χαμηλά γειωμένα, ωστόσο σπάνια φέρνουν καμιά βροχή. Πάνω από τούτο το σπαρασσόμενο κόκκινο της σκόνης, το πράσινο της σκόνης, το μαβί της κιμωλίας και το ξεπλυμένο κρεμεζί της λίμνης. Το καλοκαίρι η θάλασσα σμαλτώνει με την υγρασία της τον αιθέρα. Όλα ξαπλώνουν κάτω από ένα κολλώδες επίστρωμα.

Κι ύστερα το φθινόπωρο, ο ξερός, παλλόμενος άνεμος, ανταριασμένος από φορτία στατικού ηλεκτρισμού, φλογίζει το σώμα κάτω απ' τον ελαφρύ ρουχισμό. Η σάρκα ζωντανεύει και δοκιμάζει τα κάγκελα της φυλακής της. Μια μεθυσμένη πόρνη περπατά στα σκοτεινά τη νύχτα, σκορπίζοντας κομμάτια απ' το τραγούδι της σαν πέταλα στον δρόμο. Άραγε να 'ταν κάπως έτσι όταν ο Αντώνιος άκουσε τους ήχους της εξαίσιας μουσικής που βύθιζε την ψυχή του και τον έπειθε να υποκύψει για πάντα στην πόλη που αγαπούσε;

Νεανικά κορμιά κινούν μες στη δυσφορία ν' αναζητήσουν μια συντροφική γύμνια, και σ' εκείνα τα μικρά καφενεία που πήγαινε τόσο συχνά ο Μπαλτάζαρ με τον γέρο ποιητή της πόλης τ' αγόρια στριφογυρίζουν άβολα μπροστά στο ανοιγμένο τάβλι, κάτω από τις λάμπες πετρελαίου: ενοχλημένα απ' τον ξερό άνεμο της ερήμου —τόσο ελάχιστα ρομαντικό, τόσο ελάχιστα υποσχόμενο— αναδεύονται στο κάθισμα τους και γυρνούν να κοιτάξουν τον κάθε περαστικό ξένο. Αγωνίζονται για μιαν ανάσα κι ανακαλύπτουν σε κάθε καλοκαιρινό φιλί τη γεύση του ασβέστη...

Έπρεπε νά 'ρθω εδώ για να ξαναχτίσω την πόλη στις σκέψεις μου — τις μελαγχολικές αυτές επαρχίες, που θεωρούσε ο γέροντας πλήρεις από τα «μαύρα ερείπια» της ζωής του. Το κουδούνισμα των τραμ που τρίζουν στις μεταλλικές τους ράγες καθώς εισβάλλουν στο μεϊντάνι της Μαζαρίτα, όλο λουσμένο στο χρώμα του ιωδίου. Χρυσό, φωσφορικό, χαρτί μαγνησίου. Εδώ βρισκόμασταν πολύ τακτικά. Ένας υπαίθριος πάγκος στηνόταν τα καλοκαίρια, με φετούλες καρπουζιού και τις γρανίτες που της άρεσε να τρώει. Πάντα έφτανε λίγο αργοπορημένη, φυσικά, σαν να 'χε μόλις βγει από κάποιο αγκάλιασμα σε σκιερό δωμάτιο, ίσως, δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι, όμως τόσο δροσερή, τόσο νέα, το μισάνοιχτο χείλος, σαν πέταλο, έπεφτε κι άγγιζε σαν ένα σφριγηλό ακόμη καλοκαίρι.

Ο άντρας που θα 'χε μόλις αφήσει ίσως γύριζε και ξαναγύριζε την ανάμνηση της, κι εκείνη έμοιαζε ακόμη ραντισμένη από τη γύρη των φιλιών του. Μελίσα! Κι ωστόσο είχε τόσο λίγη σημασία, εφόσον μπορούσα ακόμη να νιώθω το εύκαμπτο βάρος της ύπαρξης της, καθώς ακουμπούσε στο μπράτσο μου, χαμογελώντας με κείνη την ανέγνοιαστη καλοσύνη των ανθρώπων που δεν έχουν να κρύψουν πια τίποτα. Ήταν καλά να στέκουμε εκεί, αδέξιοι και κάπως ντροπαλοί, με ταραγμένη ανάσα, γιατί γνωρίζαμε τι επιθυμούσαμε ο ένας από τον άλλο. Τα μηνύματα να περνούν ασυνείδητα και να βρίσκουν τον δρόμο τους, ανάμεσα από δροσερά χείλη, μάτια, γρανίτες, τον πολύχρωμο πάγκο. Να στεκόμαστε εκεί ανάλαφρα, με τα μικρά μας δάχτυλα πλεγμένα, ρουφώντας μέσα στο βαθύ απόγευμα που ευώδιαζε καμφορά, ένα κομμάτι της πόλης...

Κοίταζα ξανά τα χαρτιά μου απόψε. Ορισμένα κατέληξαν χαρτιά για την κουζίνα κι άλλα τα κατέστρεψε το παιδί. Ετούτη η όψη της «λογοκρισίας» με διασκεδάζει γιατί προδίδει την αδιαφορία του φυσικού κόσμου για τα κατασκευάσματα της τέχνης — μιαν αδιαφορία που αρχίζω να συμμερίζομαι. Και, τελικά, τι το ωραίον σε μια εκλεπτυσμένη μεταφορά για τη Μελίσα όταν εκείνη κείτεται βαθιά θαμμένη —όπως κάθε άλλο πτώμα— στη ρηχή χλιαρή αμμουδιά, στη μαύρη εκβολή;

Όμως συντηρώ με φροντίδα τους τρεις τόμους όπου κρατούσε το ημερολόγιο της η Τζαστίν, όσο και τον φάκελο όπου καταγράφεται η τρέλα του Νεσίμ. Ο Νεοίμ μου τα υπέδειξε όταν έφευγα και μου είπε κατανεύοντας:

«Πάρ' τα αυτά, ναι, διάβασε τα. Υπάρχουν πολλά εδώ για μας όλους. Θα σε βοηθήσουν να υποστηρίξεις τη θέση της Τζαστίν, χωρίς ταλαντεύσεις, όπως έπρεπε να είχα κάνει κι εγώ». Αυτό συνέβη στο Θερινό Ανάκτορο μετά τον θάνατο της Μελίσα, όταν ακόμη πίστευε πως η Τζαστίν θα γυρνούσε κοντά του. Σκέφτομαι συχνά —κι όχι χωρίς κάποιον φόβο— τον έρωτα του Νεσίμ για την Τζαστίν. Τι θα μπορούσε να είναι πιο περιεκτικό, πιο σίγουρα θεμελιωμένο καθαυτό; Χρωμάτιζε τη δυστυχία του μ' ένα είδος έκστασης, χαρμόσυνες πληγές που θα περίμενε κανείς να συναντήσει στους αγίους κι όχι σε κοινούς εραστές. Κι ωστόσο, λίγο χιούμορ θα τον είχε γλιτώσει απ' αυτό το φρικαλέο καθολικό μαρτύριο. Είν' εύκολη η κριτική, το ξέρω. Το ξέρω.

Αυτά τα χειμωνιάτικα βράδια, την υπέροχη γαλήνη τους τη μετρά ένα μοναδικό ρολόι: η θάλασσα. Το θαμπό μέτρημα της στον νου μου είναι το στημόνι όπου πάνω του υφαίνω τούτο το γραπτό. Ο κούφιος κυματισμός του θαλασσινού νερού που γλείφει τις πληγές του, δύσθυμο, στα στόμια του δέλτα, βράζοντας πάνω σε τούτες τις έρημες αμμουδιές — γυμνές, για πάντα γυμνές κάτω απ' τους γλάρους: λευκές καλλιγραφίες στο γκρίζο, που δαγκώνουν τα σύννεφα. Κι αν κάποτε φανεί πανί εδώ, σβήνει πριν το κρύψει η στεριά. Ναυάγια ξεβράζονται στις ξέρες των νησιών, το τελικό κουφάρι που διαβρώνει ο καιρός, σφηνωμένο στα γαλανά έγκατα της θάλασσας.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολυ όμορφο, οταν βρω χρόνο θα κάτσω να διαβάσω τη τριλογία.
ευχαριστώ

RIZOPOULOS GEORGIOS είπε...

Τα δυο αδέλφια , οι διάσημοι Βρετανοί συγγραφείς Λώρενς και Τζέραλντ Ντάρελ ανέπτυξαν ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα, τη φύση της(ιδιαίτερα τα νησιά και δη την Κέρκυρα και την Κύπρο) και τους ανθρώπους της. Ο τζέραλντ (πέθανε πριν καμιά δεκαετία αν δεν κάνω λάθος) αποτελεί ‘θρύλο’ μεταξύ των Βρετανών φυσιοδιφών μελετητών και αναλυτών πανίδας και οικολόγων ακτιβιστών. Διάσημο βιβλίο του : ‘Η οικογένεια μου και άλλα ζώα’’ (εξαίρετος αυτοσαρκασμός στον τίτλο-ενδεικτικος ξεχωριστού ανθρώπου- οφείλω να ομολογήσω)
Ο ήρωας της ανάρτησης Λώρενς είχε πιο ‘ουμανιστική’ κλίση και μετά από περιηγήσεις σε διάφορα μέρη (μεταξύ αυτών και στη Κέρκυρα που την λάτρεψε και την ύμνησε στο βιβλίο: ‘‘Η σπηλιά του Πρόσπερου’’) εγκαταστάθηκε στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα στην Κύπρο ,όπου συνδέθηκε μεταξύ άλλων με τον Γ.Σεφέρη και τον γνωστό Κύπριο ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή. Οι κύπριοι τον θυμούνται δυστυχώς με ανάμεικτα (πιο πολύ αρνητικά μάλλον) συναισθήματα, γιατί όταν ξέσπασε ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ το 55, ο ρόλος του (κυρίως μέσω κατάπτυστων άρθρων περί ‘μπάσταρδων’ και ‘τρομοκρατών’ για τα παλληκάρια της ΕΟΚΑ, πολλοί από τους οποίους ήταν νεαροί μαθητές του στη Λευκωσία) ήταν εξαιρετικά διφορούμενος και πολλοί των θεώρησαν ως κατ’ επίφαση και ‘καιροσκόπο’ ‘φιλέλληνα’. Ο προαναφερόμενος ζωγράφος Διαμαντής έφτασε στο σημείο να αναφωνήσει το περίφημο: ‘God save us from the ‘phillhellenes’. Βέβαια ο καθείς μπορεί να συμβουλευτεί τις δίκες του πηγές και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, εγώ απλώς μεταφέρω ‘κλίμα’ από την Κύπρο που την γνωρίζω αρκετά καλά.
Στην Κέρκυρα νομίζω ότι έχει ιδρυθεί κάποια σχολή ή ίδρυμα Ντάρελ ή κάπως έτσι (κάποιος φίλος Κερκυραίος ίσως μπορεί να αποσαφηνίσει).