Μας βαρέθηκε και έφυγε σε ηλικία 87 ετών, στο νησί Λανθαρότ, ο Ζοζέ Σαραμάγκου (στη φωτογραφία με τη σύντροφο της ζωής του Πιλάρ). Ένας ανήσυχος άνθρωπος, ένας μαρξιστής, αλλά και ένας ανένταχτος πολίτης του κόσμου που δεν έχανε τον καιρό του για να μετρήσει τα λόγια του. Χωρίς τυπική ακαδημαϊκή μόρφωση, ουσιαστικά αυτοδίδακτος, πολεμικός και βαθύτατα άθεος. Στα 85 του χρόνια ξεκίνησε ένα οργισμένο μπλογκ όπου έγραφε «όχι μόνο για τον κόσμο που μισεί αλλά και για τον κόσμο που αγαπάει». Σύντομα πρόκειται να κυκλοφορήσει το τελευταίο μυθιστόρημά του «Κάιν» (μετ. Αθηνά Ψυλλιά), το οποίο τον έβαλε για άλλη μια φορά στο «στόχαστρο» της Εκκλησίας, αφού αφηγείται με ειρωνεία τη γνωστή βιβλική ιστορία. Ο ίδιος είχε πει πάντως πως «τα ιερατεία μετά βίας μπορεί να αντέχονται, ο θεός όχι». Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από την ομιλία που εκφώνησε ο πορτογάλος νομπελίστας συγγραφέας στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, που έγινε στο Πόρτο Αλέγκρε τον Ιανουάριο του 2005 και δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία στις 27/5/2007.
Οφείλω να σας πω μια κακή είδηση: εγώ δεν είμαι ουτοπιστής. Και μια χειρότερη είδηση: Θεωρώ την έννοια της ουτοπίας ανώφελη και αρνητική, όπως είναι και η ιδέα ότι μετά τον θάνατό μας πηγαίνουμε στον παράδεισο. Θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια ότι υπάρχει ένα ζήτημα που είναι οργανικά συνδεδεμένο με την ουτοπία ή με την ουτοπική σκέψη ή με τη διακαή επιθυμία της ανθρώπινης ύπαρξης να βελτιώνει τη ζωή της όχι μόνον υλικά αλλά και πνευματικά και ηθικά: η αναζωογόνηση, η εκ νέου επινόηση της δημοκρατίας. Πριν μιλήσουμε για τον Δον Κιχώτη, πρέπει να πούμε ότι για τα 5 δισεκατομμύρια πρόσωπα που ζουν μέσα στην αθλιότητα η λέξη ουτοπία δεν σημαίνει απολύτως τίποτα (...).
Στην πραγματικότητα, ο Δον Κιχώτης δεν είναι ουτοπιστής. Στο βάθος είναι ένας πραγματιστής με την καλύτερη έννοια της λέξης, γιατί αυτή η λέξη μπορεί να έχει και ένα καλό νόημα. Σίγουρα οι λέξεις είναι κακότυχες. Τις κάνουμε ό,τι θέλουμε. Οταν λέω ότι δεν είμαι ουτοπιστής, οφείλω να πω με κάθε ειλικρίνεια ότι δεν μου αρέσει ο λόγος περί ουτοπίας, επειδή είναι ένας λόγος περί αυτού που δεν υπάρχει.
Ουτοπία, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι ένας ου-τόπος. Δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο δρόμος για να φτάσουμε μέχρι εκεί, ούτε το πότε θα φτάσουμε, ούτε το αν θα φτάσουμε, αλλά το χειρότερο είναι η τρομερή παρεξήγηση στην οποία πέφτουν όλοι όσοι μιλούν για ουτοπία. Στο βάθος ουτοπία πρακτικά σημαίνει ότι εγώ, ως μέλος ενός συνόλου, χρειάζομαι ορισμένα πράγματα, αλλά έχω επίγνωση του ότι δεν μπορώ να τα έχω τώρα -επειδή οι εχθροί είναι πιο ισχυροί, επειδή μου λείπουν τα μέσα, επειδή οι καρποί δεν είναι ώριμοι- και επομένως λέω: καλά, αφού δεν μπορώ να τα έχω τώρα, θα τα αποκτήσω κάποτε. (...)
Η μεγάλη παρεξήγηση στην οποία πέφτουμε όλοι είναι ότι τοποθετώντας στο μέλλον εκείνο που χρειαζόμαστε σήμερα -αλλά που σήμερα δεν μπορούμε να το έχουμε επειδή μας λείπουν τα μέσα- ξεχνάμε κάτι πολύ απλό: αν αυτό που εμείς επιθυμούμε τώρα μπορούσε να υλοποιηθεί το 2043 ή σε 100-150 χρόνια, αν αυτό που για μας τώρα θα ήταν θαυμάσιο, η υλοποιημένη ουτοπία που θα μπορούσαν να έχουν σε 100-150 χρόνια οι απόγονοί μας, ποιος μας εγγυάται ότι θα τους ενδιαφέρει αυτό για το οποίο ενδιαφερόμαστε εμείς σήμερα;
Εγώ νομίζω, πιο απλά, λιγότερο ρητορικά και, αν μου το επιτρέπετε, λιγότερο δημαγωγικά, ότι ο μοναδικός τόπος στον οποίο πραγματικά η εργασία μας μπορεί να έχει αποτέλεσμα και αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να αναγνωριστεί, να συζητηθεί και να αμφισβητηθεί από μας, είναι η αυριανή μέρα. Το αύριο είναι η ουτοπία μας. Και με την εργασία που κάνουμε σήμερα, με τις μικρές μας ζωές και με τις σχετικές ελπίδες μας ότι αύριο θα είμαστε όλοι ζωντανοί, θα οικοδομηθεί το αύριο. Ας μη σκεφτόμαστε την ουτοπία.
Οταν ο Μπόρχες γράφει το «Πιέρ Μενάρ, συγγραφέας του Δον Κιχώτη», μιλάει για έναν άνθρωπο ο οποίος αφοσιώνεται στο καθήκον να γράψει τον Δον Κιχώτη παρά το γεγονός ότι αυτός έχει ήδη γραφτεί. Και τον γράφει με τα ίδια ακριβώς λόγια που χρησιμοποίησε ο Θερβάντες. Ενα καθήκον τόσο γιγάντιο, που παραμένει ατελές. Αλλά ο Μπόρχες εστιάζει στο γεγονός ότι ο Πιέρ Μενάρ έγραψε ένα διαφορετικό βιβλίο. Γιατί η λέξη δικαιοσύνη, για παράδειγμα, δεν σήμαινε για τον Θερβάντες, στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα, αυτό που σημαίνει για μας σήμερα.
Αν υπάρχει κάτι που χρειάζεται σήμερα η αριστερά περισσότερο από κάθε τι άλλο είναι μια ακριβής αναθεώρηση των εννοιών. Οπως έλεγα πριν, οι λέξεις είναι κακότυχες, υπάρχουν για να τις χρησιμοποιούμε όπως μας αρέσει και το χειρότερο είναι ότι μπορεί κανείς να χρησιμοποιεί την ίδια λέξη για να πει πράγματα όχι μόνον διαφορετικά αλλά, πολύ συχνά, απολύτως αντίθετα. Γι' αυτό λέω ότι η πρώτη έννοια που η αριστερά πρέπει να ξαναδεί είναι η έννοια της αριστεράς. Τι είναι σήμερα η αριστερά και πού βρίσκεται; Βρίσκεται εδώ; Σαφώς βρίσκεται εδώ. Αλλά στην πολιτική σφαίρα πολλοί άνθρωποι μιλούν για την αριστερά σαν να επικαλούνται μάταια το όνομα του Θεού. Είχα πει ότι προτείνω να αφαιρεθεί η λέξη ουτοπία από το λεξικό. Οχι, ας την αφήσουν εκεί, αλλά ας την αφήσουν ήσυχη.
Υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα που πρέπει επειγόντως να επανεξεταστεί: εκείνο της δημοκρατίας. Η δημοκρατία είναι σήμερα μια δημοκρατία περιορισμένη, εξαρτημένη, ακρωτηριασμένη, επειδή η εξουσία των πολιτών, η εξουσία καθενός από μας, περιορίζεται στην πολιτική σκηνή στο να διώχνουμε μια κυβέρνηση που δεν μας αρέσει και να την αντικαθιστούμε με μιαν άλλη που ίσως να μας αρέσει. Οι μεγάλες αποφάσεις όμως παίρνονται σε μιαν άλλη σφαίρα και όλοι γνωρίζουμε ποια είναι αυτή: οι μεγάλες διεθνείς οικονομικές οργανώσεις, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, η Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου. Κανένας από αυτούς τους οργανισμούς δεν είναι δημοκρατικός. Πώς μπορούμε να συνεχίζουμε να μιλάμε για δημοκρατία, όταν αυτοί που πραγματικά κυβερνούν τον κόσμο δεν έχουν εκλεγεί δημοκρατικά από τον λαό; (...)