Η Σκακίστρια
Συγγραφέας: Bertina Henrichs
Μετάφραση: Τζένη Κωνσταντίνου
Εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί
Πρωτότυπος τίτλος: La joueuse d'échecs
(το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το Σεπτέμβριο του 2007)
Είκοσι δωμάτια, σαράντα κρεβάτια, ογδόντα λευκές πετσέτες, διαφορετικός κάθε φορά αριθμός σταχτοδοχείων για άδειασμα. Η Ελένη, μια συνηθισμένη γυναίκα χωρίς ιδιαίτερη λάμψη, ήξερε απ' έξω κι ανακατωτά τις κινήσεις της δουλειάς της. Τις έκανε μηχανικά, τη μια μετά την άλλη, τηρώντας ευλαβικά τη σειρά. Ένα πρωινό του καλοκαιριού, στις δέκα και μισή περίπου, κάτι άλλαξε... Η Ελένη φόρεσε, όπως πάντα, τη φιστικιά ποδιά της και μπήκε στο δωμάτιο 17. Επανέλαβε τις κινήσεις της προηγούμενης μέρας, ώσπου έριξε κατά λάθος ένα αγαλματάκι με σκαλιστές απολήξεις. Όταν γύρισε να το βάλει στη θέση του, αντίκρισε μια σκακιέρα με μαύρα και άσπρα κομμάτια απλωμένα πάνω της. Η ημιτελής παρτίδα τη μάγεψε. Οι ξύλινες στρατιές έγιναν στιγμιαία το νέο της πάθος, το μυστικό όχημα που θα της επέτρεπε να αποδράσει από τη μονότονη και χωρίς εξάρσεις ζωή της στη Νάξο.
(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).
***Η συγγραφέας Bertina Henrichs γεννήθηκε πριν 37 χρόνια στη Φραγκφούρτη και είναι εγκαταστημένη την τελευταία 15ετία στη Γαλλία. Έχει σπουδάσει λογοτεχνία και κινηματογράφο. Διατηρεί στενούς δεσμούς με την Ελλάδα και αυτό είναι εμφανές στην πλοκή του «La Joueuse d'échecs» («η σκακίστρια») που είναι το πρώτο της μυθιστόρημα και έχει γραφτεί κατ' ευθείαν στα γαλλικά. Είναι αξιοσημείωτο ότι η διπλωματική της εργασία στη Σορβόνη είχε ως θέμα τους λογοτέχνες που υιοθετούν ως γλώσσα συγγραφής μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική τους, όταν ζουν στο εξωτερικό! Το βιβλίο της έχει μεταφραστεί ήδη στα γερμανικά, τα ολλανδικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά, τα σουηδικά και τα ελληνικά.
Σύνδεσμος του βιβλιοπωλείου Πρωτοπορία για τη «Σκακίστρια» της Henrichs.
(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).
***Η συγγραφέας Bertina Henrichs γεννήθηκε πριν 37 χρόνια στη Φραγκφούρτη και είναι εγκαταστημένη την τελευταία 15ετία στη Γαλλία. Έχει σπουδάσει λογοτεχνία και κινηματογράφο. Διατηρεί στενούς δεσμούς με την Ελλάδα και αυτό είναι εμφανές στην πλοκή του «La Joueuse d'échecs» («η σκακίστρια») που είναι το πρώτο της μυθιστόρημα και έχει γραφτεί κατ' ευθείαν στα γαλλικά. Είναι αξιοσημείωτο ότι η διπλωματική της εργασία στη Σορβόνη είχε ως θέμα τους λογοτέχνες που υιοθετούν ως γλώσσα συγγραφής μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική τους, όταν ζουν στο εξωτερικό! Το βιβλίο της έχει μεταφραστεί ήδη στα γερμανικά, τα ολλανδικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά, τα σουηδικά και τα ελληνικά.
Σύνδεσμος του βιβλιοπωλείου Πρωτοπορία για τη «Σκακίστρια» της Henrichs.
25 σχόλια:
Μια παρουσιαση για το βιβλιο αυτο υπαρχει στο ΒΗΜΑ, της 23/04/2006.
Ευχαριστώ πολύ για την πληροφορία. Συμπληρώνω λοιπόν το σχετικό link του «Βήματος» http://www.tovima.gr/print_article.php?e=B&f=14745&m=S05&aa=1 .
To βιβλίο το έχω διαβάσει κι είναι αφελές. Η Μπετίνα έχει σχέση με την Ελλάδα, έχει φίλους έλληνες και πρώην φίλους φιλέλληνες :)))
Τα γενέθλια της Μπερτίνα Χένριχς
Είχα διαβάσει τη Σκακίστρια όταν πρωτοκυκλοφόρησε προ ολίγων μηνών. Δεν με συνήρπασε.
Τα πραγματολογικά πρώτα.
Το επώνυμο της συγγραφέως, Henrichs, αναγράφεται στη λατινική γραφή, χωρίς απόδοση στα ελληνικά, στο εξώφυλλο και στο εσώφυλλο του ίδιου του βιβλίου, καθώς και σε ιστοσελίδες μεγάλων βιβλιοπωλείων και άλλων ιστοχώρων για το βιβλίο· στο megamarket.gr έχει αποδοθεί στα ελληνικά, λανθασμένα, ως Χένριτς· όλα απλώς αναδημοσιεύουν το κείμενο του οπισθόφυλλου του βιβλίου, που προφανώς είναι και το δελτίο τύπου του εκδοτικού οίκου.
Κριτική, όχι κατ΄ανάγκην ουδέτερα διακείμενη, υπάρχει στο «Βήμα» της 23/04/2006 από τον Σπύρο Μοσκόβου, διευθυντή του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle, με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου στα γερμανικά –υπενθυμίζω ότι γράφτηκε και πρωτοκυκλοφόρησε στα γαλλικά : η συγγραφέας γεννήθηκε στη Φραγκφούρτη το 1966, αλλά μένει εδώ και 20 χρόνια στο Παρίσι–, για το οποίο η Χένριχς βραβεύτηκε με το Rolf Heyne Debütpreis.
Στο ίδιο το βιβλίο τώρα.
Η γραφή είναι στρωτή και η υπόθεση έχει αρχή, μέση και τέλος και ομαλή ροή (ορθή η επιλογή του χρονικού σημείου που η αφήγηση κλείνει· ένα βήμα παραπέρα υπήρχε η παγίδα τού «Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»), όμως διαβάζοντάς το είχα την αίσθηση ότι κάτι του έλειπε, κάτι του περίσσευε, και κάτι μού θύμιζε· γενικά, το έκλεισα με μια γεύση ανεκπλήρωτου.
Του λείπουν οι εξάρσεις, είτε γλωσσικές είτε πλοκής. Η πλοκή δεν είναι ακριβώς προβλέψιμη ή κοινότοπη, αλλά και δεν κεντρίζει τον αναγνώστη να μάθει τα παρακάτω· ίσως ένας μεγαλύτερος μάστορας του λόγου να κατάφερνε περισσότερα ακόμα και με πτωχότερη πλοκή.
Του περισσεύουν οι αναλυτικές, στο όριο να γίνουν κουραστικές, περιγραφές (πιθανόν απόρροια της κινηματογραφικής διάστασης της συγγραφέως). Σημειώνω πάντως ότι στο σημείο αυτό είμαι μεροληπτικός· μία από τις αντιφάσεις μου είναι ότι, ενώ ο ίδιος γράφω (εδώ) σεντόνια, ως αναγνώστης κλίνω προς τις βραχείες και ελλειπτικές φόρμες γραφής, όπου οι λεπτομερείς παρνασσικές περιγραφές όπως αυτές που απαντώνται στη Σκακίστρια απαγορεύονται δια ροπάλου.
Μού θυμίζει τη Ζωρζ Σαρή στα βιβλία της για προεφήβους. (Η σύγκριση δεν είναι υποτιμητική : η Σαρή είναι πολύ καλή χειρίστρια της πέννας· το μόνο, κατά τη γνώμη μου, τρωτό της είναι ότι ο τρόπος που περνά ή προσπαθεί να περάσει κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα σε μερικά έργα της είναι κάπως περίβλεπτος· αλλά πάλι, αναφέρομαι σε βιβλία που απευθύνονται σε μικρής ηλικίας αναγνώστες, και εγώ τα διάβασα μεγάλος και, καλώς ή κακώς, ήδη με κάμποσες αναγνώσεις βιβλίων στο κοντέρ μου.) Η διαφορά είναι ότι η Χένριχς απευθύνεται και σε ενήλικο κοινό.
Οι σκακιστικές αναφορές είναι αληθείς ή αληθοφανείς, αλλά μοιάζουν σαν να προέρχονται από άνθρωπο που δεν ανήκει στον χώρο, παρά τα άκουσε να τα διηγούνται και τα μεταφέρει από δεύτερο χέρι. Ούτε αυτό είναι μεμπτό, απλώς αναφέρω την εντύπωση που σχημάτισα. Πιθανόν να μην έβλαπτε μια ανάγνωση του δοκιμίου πριν το τυπογραφείο από κάποιον σκακιστοπράγμονα, κατά προτίμηση λογοτέχνη ή έστω με λογοτεχνικό υπόβαθρο (υπάρχουν τέτοιοι; Μη δείχνετε εμένα!), που θα πρότεινε αναδιατυπώσεις επί το ρεαλιστικότερο. Βέβαια, κάτι τέτοιο πιθανότατα έγινε. Στην τελική, ο συγγραφέας είναι υπεύθυνος για το υλικό του και την οργάνωση και παρουσίασή του. Μπορεί πάλι –αμυδρό– να είναι και θέμα μετάφρασης.
Κατακλείδα :
Για κάποιον που διαβάζει 100 ή 150 βιβλία τον χρόνο (υπάρχουν και τέτοιοι· όχι, δεν ανήκω σε αυτούς : διαβάζω περισσότερα :-)), οπότε μοιραία θα καταναλώνει και κάποιες μπαλαφάρες, ακόμα και από αυτές που φιγουράρουν στην κορυφή των ευπώλητων, δεν είναι χαμένος χρόνος το πρωινό ή απόγευμα που θα αφιερώσει στην ανάγνωσή του (τρεις ώρες αρκούν χαλαρά για τις 170 σελίδες του· δεν είναι δα και Προυστ ώστε να απαιτεί προσήλωση). Οι λιγότερο βιβλιοφάγοι, σκακιστές και μη, ας προτιμήσουν κάτι άλλο.
Στο εσώφυλλο αναφέρεται ότι η Χένριχς γράφει σενάρια για (ντοκυμανταίρ και) έργα επιστημονικής φαντασίας. Στα κινηματογραφικά έργα που βασίζονται σε λογοτεχνικά, συγγραφέας και σεναριογράφος, ειδικά στο αμερικάνικο σινεμά, είναι διαφορετικά πρόσωπα, συχνά μάλιστα το σενάριο συγγράφεται από ολόκληρη ομάδα. Υποθέτω λοιπόν ότι η συγγραφέας της Σκακίστριας δεν συγγράφει η ίδια (άλλωστε στο βιογραφικό της αναφέρεται ότι είναι το πρώτο της μυθιστόρημα –στην πραγματικότητα πρόκειται για πλατειάζουσα νουβέλα), αλλά μεταφέρει σε κινηματογραφικό σενάριο συγγραφές άλλων, είναι δηλαδή ένα είδος compiler μεταξύ της λογοτεχνικής και της κινηματογραφικής γλώσσας· αναμφίβολα σημαντική, αλλά διακριτή από τη συγγραφή δραστηριότητα. Η επιστημονική φαντασία είναι δύσκολο είδος· η έλλειψη εξάρσεων και πρωτοτυπίας είναι ανεκτή στη συμβατική λογοτεχνία αν αντισταθμίζεται από άλλες αρετές, όμως στο είδος που διακρίθηκαν ο Φίλιπ Ντικ και ο Ραίη Μπράντμπερυ, γιατί όχι και ο Γιώργος Μπαλάνος, είναι τα κύρια ζητούμενα και άρα η απουσία τους είναι ασύγγνωστη.
Ας περιμένουμε την επόμενη συγγραφική της απόπειρα. Προσωπικά, δεν ανυπομονώ.
Επισημαίνω ότι, επειδή το βιβλίο συνεγράφη από γυναίκα και έχει κεντρικό πρόσωπο γυναίκα, αναμενόμενο είναι η γνώμη των ομοφύλων της Χένριχς και της ηρωίδας να είναι εγκυρότερη.
(Τα γενέθλια της επικεφαλίδας είναι τίτλος βιβλίου της Ζωρζ Σαρή για προεφήβους, αντιπροσωπευτικού του ύφους γραφής που περιέγραψα. Δεν προτίμησα το γνωστότερο, και καλύτερο, βιβλίο της Ο θησαυρός της Βαγίας , το οποίο υπερέχει της Σκακίστριας, αλλά και πολλών σύγχρονων βιβλίων ανάλογης έκτασης, είτε απευθυνομένων σε εφήβους είτε όχι.)
Γιατι ακριβως η γνωμη των γυναικων μετραει περισσοτερο στην κατανοηση ενος γυναικειου βιβλιου?
Αν ηταν ετσι ο Καβαφης θα επρεπε να διαβαζεται μονο απο ομοφυλοφυλους ο Προυστ το ιδιο, ο Μελβιλ μονο απο τους φαλαινοθηρες, ο Ντοστογιεφσκι μονο απο τους παικτες ρουλετας αντε και τους εγκληματιες ο Μπουκοφδκι απο τους μεθυσους,ο Χεμινγουαιη μονο απο γερους ψαραδες κτλ
&& καλοπροαίρετος Μένω άφωνη με την αποκάλυψη πως διαβάζεις πάνω από 100-150 βιβλία με το χρόνο. Μάλλον κάνεις χιούμορ ή αν δεν κάνεις χιούμορ ασχολείσαι με την ανάγνωση βιβλίων επαγγελματικά (πως τους λένε αυτούς που εργάζονται για μεγάλους εκδοτικούς οίκους και διαβάζουν ξενόγλωσσα βιβλία ολημερίς για να προτείνουν τις νέες μεταφράσεις;). Έχω την αίσθηση πως κάποιος που όταν αφήνει το ένα βιβλίο πιάνει το άλλο χάνει ουσιαστικά τη χαρά της ανάγνωσης. Θυμάμαι πως όταν ήμουν φοιτήτρια έπιασα την επταλογία του Προυστ στην περίφημη μετάφραση του Παύλου Ζάννα και με συνεπήρε τόσο πολύ που μου πήρε ένα χρόνο να διαβάσω κάτι άλλο. Γυρνούσα στον Προυστ πάντα...Και φυσικά εκτός από τη λογοτεχνία υπάρχει και το δοκίμιο, το ιστορικό βιβλίο, το πολιτικό, το επιστημονικό κλπ, που σίγουρα με έναν μέτριο όγκο σελίδων ένα ενδιαφέρον σύγγραμμα μπορεί να πάρει μήνες. Το να διαβάζει κάποιος σωρηδόν θυμίζει τους σύγχρονους scientists που μπορούν να αρμενίζουν σε χιλιάδες σελίδες χωρίς να θυμούνται τίποτα. Ο Σωκράτης μιλούσε υποτιμητικά για τον ΄ πολλά βιβλία ωνούμενον΄, ακόμη και τότε που δεν υπήρχε τυπογραφία και κάθε βιβλίο, για να το αποκτήσει κανείς έπρεπε να είναι προνομιούχος.
Η βιβλιοκριτική για την "σκακίστρια' που έγραψες σχεδόν υπογράφει την αίσθηση που απέκτησα ξεφυλλίζοντας το βιβλίο στο ράφι του βιβλιοπωλείου για 5 λεπτά. Ότι πρόκειται για ανάγνωσμα χωρίς ιδιαίτερη χάρη στη γλώσσα, ότι είναι βιβλίο του σωρού. Επειδή αν και είμαι φίλη του βιβλίου σπάνια διαβάζω πάνω από 25 βιβλία το χρόνο (δηλαδή 2 βιβλία το μήνα) είμαι προσεκτική στις επιλογές μου και αγοράζω μόνο έργα που μου κάνουν εξαρχής, όταν τα βλέπω στο βιβλιοπωλείο. Έτσι κάπως απέρριψα την 'σκακίστρια'. Στην αρνητική προεπιλογή μου συνετέλεσε ότι το βιβλίο της Γερμανίδας διαφημίζεται στο ALTER! Αν είχα 37 ζωές θα ήμουν λιγότερο επιλεκτική, επειδή όμως έχω (ζήσει) μόνο 37 χρόνια νομίζω πως είναι ύβρις στην ζωή μας που δεν είναι άπειρη, να σπαταλιέται σε καθετί που δεν μας εξεγείρει από την αρχή.
@ cdior :
Το περί άνω των 100-150 βιβλίων τον χρόνο ισχύει, όμως περιλαμβάνει και επαναναγνώσεις· π.χ., η λήγουσα χρονιά θα τελειώσει με σκορ νέα-παλιά περίπου 100-60· τού χρόνου φιλοδοξώ η αναλογία να κλίνει υπέρ των δεύτερων. Ακόμη, έγραψα ότι τα διαβάζω, όχι ότι τα σπουδάζω.
Ο λόγος αυτής της ξέφρενης κούρσας είναι ότι Βίος βραχύς, τέχνη μακρή, εν γνώσει μου ότι Aprendiz de todo, maestro de nada.
(Το πρώτο είναι απόσπασμα αφορισμού του Ιπποκράτη, γνωστό και με τη λατινική απόδοση Ars longa, vita brevis· η πλήρης του μορφή είναι Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή, ο δε καιρός οξύς, η δε πείρα σφαλερή, η δε κρίσις χαλεπή. Το δεύτερο είναι ισπανική παροιμία· σημαίνει Μαθητής σε όλα, δάσκαλος σε τίποτα.)
προς τους βιβλιοφάγους αλλά κυρίως προς τους βιβλιόφιλους προτείνω να ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ και μελετήσετε το βιβλίο του Λευτέρη Μαυρόπουλου "Το άλλο μισό μου πορτοκάλι", εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ.
cdior, δεν καταλαβαίνω. Ο Προυστ πράγματι έγραψε ένα μυθιστόρημα που εκδόθηκε σε 7 τόμους αλλά ο Παύλος Ζάννας πρόλαβε να μεταφράσει τους 4 και κάτι (στην ελληνική έκδοση αυτό αντιστοιχεί σε 11 τόμους. Για να μην πάθουν οι αναγνώστες κήλη διαβάζοντας όρθιοι στο λεωφορείο τις 700 σελίδες της Μεριάς του γκερμάντ; ). Η μετάφραση του Ζάννα είναι καταπληκτική, και την ξεκίνησε όντας φυλακισμένος στη διάρκεια της χούντας.
Αυτά. Μπορείτε να συνεχίσετε τον διαγωνισμό γρήγορου διαβάσματος :))
& & ανώνυμος Ναι η μετάφραση του Ζάννα είναι σχολείο μετάφρασης. Σημειωτέον πως την ξεκίνησε στις φυλακές της Αίγινας με προτροπή του Στρατή Τσίρκα, σε ένα επισκεπτήριο. Πριν διαβάσω το έργο νόμιζα ότι ο ισχυρισμός πως το μεγαλύτερο ίσως μυθιστόρημα του 20ου αιώνα είναι το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ήταν υπερβολικός.
Τι ακριβώς δεν καταλαβαίνεις; έχω τη μετάφραση του Ζάννα που συνεχίζεται από τον Παναγιώτη Πούλο, εκδόσεις Εστία.
& & καλοπροαίρετος ακόμα δεν χωράει το μυαλό μου πως διαβάζεις τόσους τίτλους το χρόνο. Σε τι ποσοστό καταναλώνεις μη - λογοτεχνία;
Δεν καταλαβαίνω πώς σε απασχόλησε για ένα χρόνο όταν ήσουν φοιτήτρια (πριν 15 χρόνια; ) ένα έργο που δεν είχε κυκλοφορήσει τότε ολόκληρο και πάντως όχι στη μετάφραση για την οποία μιλάς.
Και ναι, συνήθως πριν διαβάσουμε ένα βιβλίο δεν έχουμε ολοκληρωμένη άποψη γι αυτό :)
Βρισκόμουν τότε με κάποια ιδιότητα στο Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου όπου το project των Ζάννα - Πούλου είχε κυκλοφορήσει, πριν την τελική έκδοση της Εστίας.
Οπωσδήποτε :)))
@ cdior :
Ορθή η επιλογή του ρήματος καταναλώνω· κατάλληλο και το ρήμα καταβροχθίζω.
Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι, αναφερόμενη σε μη-λογοτεχνία, δεν εννοείτε βιβλία όπως Εύκολες και νόστιμες συνταγές με χοιρινό ή Το αλφαβητάρι των πούρων Αβάνας, αλλά βιβλία πολιτικής, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, ψυχολογίας κ.τ.ό., η απάντηση είναι : πρακτικά μηδέν. Μια και, όπως λέγαμε, βίος βραχύς, ό,τι διάβασα, διάβασα από τα παραπάνω γνωσιολογικά πεδία.
Ας διευκρινίσω ότι π.χ. μυθιστορηματικές βιογραφίες όπως Ο Γέρος του Μοριά (ο συγγραφέας το γράφει έτσι, με όμικρον) του Σπύρου Μελά ή Τολστόη (στην έκδοση του Γκοβόστη γράφεται έτσι, με ήτα) του Στέφαν Τσβάιχ, καθώς και ιστορικά μυθιστορήματα όπως το Ακριβή μου Σοφία του Φρέντυ Γερμανού ή Η κάθοδος των Μυρίων του Φορντ Μάικλ Κέρτις, τα θεωρώ καθαρόαιμη λογοτεχνία. Λογοτεχνία θεωρώ και το Ο βίος και η πολιτεία του Σκρουτζ Μακ Ντακ –και πολύ καλή μάλιστα :-)
κόμικ δεν είναι το "Ο βίος και η πολιτεία του Σκρουτζ Μακ Ντακ";
Ενδιαφέρον το post για το βιβλίο, είναι μια καλή πρόταση για σκακιστικό-λογοτεχνικό βιβλίο για την περίοδο των γιορτών! :-)
Ευγε στον καλοπροαιρετο που καταφερνει να διαβαζει τοσο πολυ και σε τοσο διαφορετικα πεδια ωστοσο η cdior επισημαινει κατι πολυ σπουδαιο-τα ουσιαστικοτερα πραγματα συμβαινουν στην ουρα της αναγνωσης σ αυτο που απομενει απο το εργο οταν τελειωσει.Θα ελεγα κι εγω οτι ενας αναγνωστης οφειλει να καλιεργει τις εμμονες του.
Ωστοσο για τη επιστημονικη αναγνωση διαφωνω και μαλιστα εντονα γιατι η γνωση και μαλιστα η πειραματικη ειναι θα ελεγα το βασικοτερο εργαλειο για να κατανοησουμε τον κοσμο.Εαν ο Proust εδωσε πολυ χρησιμους μηχανισμους για τη λειτουργια της μνημης φανταστειτε τι θα γινοτανε χωρις τον Νευτωνα ή χωρις τον Αινσταιν και ποσο η αντιληψη μας για τον κοσμο μας θα ητανε λειψη.
@ [έσχατος] Ανώνυμος :
Χοιρινό με μαρμελάδα, και φακές με καρπούζι
Ευχαριστώ για τον έπαινο, τον οποίο πάντως δεν νομίζω ότι αξίζω περισσότερο από κάποιον διανοία gourmet (καλοφαγά –έμφαση στην ποιότητα), αλλά σώματι gourmand (πολυφαγά –έμφαση στην ποσότητα), που βρίσκεται στην ουρά ενός αχανούς μπουφέ με πλήθος εδέσματα, αρκετά υποθετικά εκλεκτά και άλλα δυνητικά ενδιαφέροντα και πάντως «δοκιμάσιμα», και προσπαθεί, καθώς η ουρά προχωρεί, στο μοναδικό πιάτο που κρατά και έχοντας κάνει την παραδοχή ότι δεν θα ασχοληθεί με προλογικά (σούπες και πιττάκια – δοκίμια κάθε μορφής) και επιλογικά (γλυκά και παγωτά – ιστορία, φιλοσοφία, κοινωνιολογία), να χωρέσει και μοσχαράκι νουά (Σκαμπαρδώνης, Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου), και φιλέτο σολωμού (Ζουργός, Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού), και παστίτσιο με μελιτζάνες (Σουρούνης, Το μονοπάτι στη θάλασσα), βάζοντας επιδέξια διαχωριστικά μεταξύ τους, για να μην ανακατέψει τις γεύσεις, πατάτες φούρνου (τα δύο ανάλεκτα του κυρίου Schott), και σπρινγκ ρολλς (Σαραντάκος, Γλώσσα μετ’ εμποδίων), και καλαμπόκι στον ατμό (Μπλιάτκας, Ο ψηλός), και προς στο τέλος του μπουφέ βρίσκει και πάπια Πεκίνου (Κονιδάρης, Το χειρόγραφο της Πράγας), την οποία επιχειρεί να ισορροπήσει στην κορυφή όλου αυτού του προσεκτικά χωροθετημένου σωρού. Και όλα αυτά, παραλείποντας εν γνώσει του τον Ελευθερίου, τον Αλεξάκη, τον Κόου, τον Ροθ, τον Σαραμάγκου και αφήνοντας για τον δεύτερο γύρο (αν δεν έχει πάθει διάτρηση στομάχου στο μεταξύ) τον Ρεβέρτε, τον Καμιλέρι, τον Ξανθούλη, τον Μάτεσι, και γνωρίζοντας ότι στο σπίτι υπάρχει φαγητό στο ψυγείο (εγκυκλοπαίδειες, ταξιδιωτικά, οδηγοί μουσείων, λεξικά), από το οποίο δεν θα αποφύγει να τσιμπήσει επιστρέφοντας.
Η τεχνική αυτή ασφαλώς ανακατεύει χοιρινό με μαρμελάδα και φακές με καρπούζι, και επίσης δεν αφήνει αρκετό χρόνο για την τέρψη από κάθε γεύση, αφού έρχεται αγχωτικά η επόμενη, που και αυτή πρέπει να καταναλωθεί πυρετωδώς, όμως είναι φορσέ, αφού υπαγορεύεται από τις ανταγωνιστικές μεταξύ τους αντικειμενική Zeitnot (πίεση χρόνου) και υποκειμενική Lesehunger (αναγνωστική πείνα).
(Όχι, πείτε μου, ποιο από τα παραπάνω της φετινής παραγωγής θα μπορούσα να αφήσω έξω; Τι; Τον Αντωνιάδη; Με τίποτα!)
@ Καλοπροαίρετος
Μιλ μερσί για την τιμητική αναφορά στη Γλώσσα μετ' εμποδίων, φίλτατε! Αισθάνομαι ιδιαίτερα κολακευμένος από τη συντροφιά!
ν.σ.
Νίκου Σαραντάκου και Pete Caine, alias Παναγιώτη Κονιδάρη, εγκώμιον, και Αντόνιο Ματσάδο
@ Νίκος Σαραντάκος :
Ως ευ παρέστητε, αγαπητέ!
Ζεβουζανπγί!
(Αμ πώς, μόνο εσείς το δουλεύετε το γαλλικό; Ζε συππόζ, προσέξατε το σταφυλικό μου ρω, νεσπά; :-D)
Και δεν αξίζει μόνο τιμητική αναφορά η «Γλώσσα μετ’ εμποδίων» (όλα κάπως συνδέονται στον παθογενή συνειρμό μου· έτσι, ο τίτλος μού θύμισε το προ 25ετίας βιβλίο της Μαρίας Πολενάκη «Κυρία με τα κρεμμυδάκια», που είχε ανέβει και στο θέατρο ως επιθεώρηση· άσχετο), αλλά εκτενές αφιέρωμα. Ευτυχώς, ασχολήθηκαν άλλοι, πολύ σχετικότεροι και καταλληλότεροι. Ενδεικτικά, αντιγράφω από την κριτική του Παντελή Μπουκάλα στην «Καθημερινή» : «(…)διαβάζεται σαν ενιαίο αφήγημα, χάρη στη γλώσσα του, ελευθερωμένη και θερμή και όχι επιστημονικοπρεπώς ψυχρή και στο χιούμορ που οξύνει τις σκέψεις του συγγραφέα».
Χωρίς καμία διάθεση κολακείας, ο (πλουσιώτατος) ιστοχώρος σας είναι από τους δυο-τρεις πιο ενδιαφέροντες που γνωρίζω –και εννοώ γενικώς, όχι μόνο στο αντικείμενό του. Χρόνο και διάθεση να έχει κανείς να φυλλομετρά. Ακόμα και να μην ενδιαφέρεται κάποιος για την ελληνική γλώσσα, ακόμα και να μη γνωρίζει, ή να γνωρίζει ακροθιγώς αλλά να μην αγαπά, την ελληνική λογοτεχνία, οι σελίδες σας θα τον ωθήσουν να αγαπήσει τόσο την ελληνική γλώσσα όσο και την ελληνική λογοτεχνία.
(Επισκέπτομαι πού και πού και το translatum, και το linguarium, αλλά τι να πρωτοπρολάβω…)
Μού αρέσει επίσης, και το έχω δωρίσει αρκετές φορές, και το προηγούμενο βιβλίο σας, «Το αλφαβητάρι των ιδιωματικών εκφράσεων» (Δίαυλος 1997 και 2000· στην ίδια σειρά έχει εκδοθεί, μεταξύ πολλών άλλων, και «Το αλφαβητάρι του σκακιστή» του Φίλιππου Κουράντ), κυρίως για τα παραδείγματα από την ελληνική λογοτεχνία (και όχι, όπως αλλού συνηθίζεται, «κατασκευασμένα» από τον ερανιστή), καθώς και για την παράθεση τυχόν αντίστοιχων εκφράσεων στα αρχαία ελληνικά ή και σε άλλες γλώσσες. Δυσανάλογα πλούσιο σε σχέση με το μικρό (8Χ12 εκατοστά) και ένεκεν τούτου ίσως παραπλανητικό, ως προς την (υψηλή) ποιότητά του, μέγεθός του.
Εχμ, σας ενθυμούμαι αμυδρώς στην εφηβική σκακιέρα του ΣΟ Καλλιθέας· ήσασταν μάλιστα γερός, για τα δεδομένα της εποχής. (Πήρατε κι εσείς κάποιο άλφα βάρος έκτοτε, όχι;) Ευτυχώς, απομακρυνθήκατε γρήγορα από το άθλημα και προοδεύσατε :-)
Κάτι τελευταίο : Θαυμάζω, και μακάρι να είχα το σθένος (αλλά και τις αντικειμενικές συνθήκες) και να είχα κάνει κι εγώ κάτι ανάλογο την κατάλληλη στιγμή, τη μεταπήδησή σας από το χημικομηχανιλίκι στην αγγλική φιλολογία. Εξίσου θαυμάζω και την αντίστοιχη πορεία τού, επίσης σκακιστή –και ισχυρού όταν ήταν ενεργός–, και επιπλέον διακεκριμένου λύτη –οπότε, δεν μπορεί, και συνθέτη, έστω και με μικρή παραγωγή–, Παναγιώτη Κονιδάρη, που και αυτός φυσικά αξίζει και δικαιούται ένα εκτενές αφιέρωμα για Το χειρόγραφο της Πράγας· (σκέψη : αν ήταν αμερικανός, είχε τον ατζέντη του Νταν Μπράουν και τον έλεγαν, ξερωγώ, Pete Dare, όχι, φέρνει στον νου τη συνεπώνυμη Barbara, καλύτερα Pete Caine, έτσι, να αφήνει και αόριστες υπόνοιες για συγγένεια με τον άγγλο δις οσκαρούχο ηθοποιό, θα είχε σπάσει τα ταμεία· σπεύδω να διευκρινίσω ότι το θέμα του Χειρογράφου δεν έχει ουσιαστική σχέση με τον "Κώδικα ντα Βίντσι", από τον οποίο άλλωστε είναι καλύτερο, όπως και με το, επίσης επιφανειακά –μόνο επιφανειακά– παραπλήσιας θεματολογίας "Οχτώ" της Κάθριν Νέβιλλ)· ξεκίνησε από ραδιολογία – ακτινολογία, τέλειωσε φαρμακευτική, και όπως κάθε ανήσυχος άνθρωπος, δεν επαναπαύθηκε, αλλά σπουδάζει τώρα ευρωπαϊκό πολιτισμό στο ΕΑΠ Πάτρας.
Ποτέ δεν είναι αργά να βρει κανείς τον προορισμό του –και να τον ακολουθήσει. Ευθυκρισία και αποφασιστικότητα χρειάζονται.
(Ακριβώς αυτά που μού λείπουν…)
Στην περίπτωση ταιριάζει κάτι από Αντόνιο Ματσάδο.
Ο πιο γνωστός στίχος του ισπανού ποιητή είναι βέβαια το (σχεδόν σλόγκαν, γι΄αυτό το αφήνω αμετάφραστο) Caminante, no hay camino, se hace camino al andar από το ποίημα Cantares. Προτιμώ τον στίχο από το ίδιο ποίημα : Caminante, son tus huellas el camino y nada más (Στρατοκόπε, ο δρόμος είναι τα χνάρια σου και τίποτ΄ άλλο).
Για τον κο Σαραντακο
Αραγε μπορουμε να βρουμε και το αντιστοιχο αρθρο του Σωρρα στο οποιο παραπεμπετε στο αρθρο σας Οι λέξεις του σκακιου?
Προς ανώνυμο: φοβάμαι μήπως άθελά μου γέννησα μεγάλες προσδοκίες. Το άρθρο του Αλέξη Σώρρα στο περιοδικό Φαινόμενο του Λουξεμβούργου κάνει ανασκόπηση της σκακιστικής δραστηριότητας των ελλήνων αθλητών (ελληνοπαίδων πιο σωστά) του Λουξεμβούργου.
Ευχαριστω παρα πολυ για την απαντηση.Εχω κρατησει το ταξιδι στα 64 τετραγωνα (καθως και ενα σημειωμα του Η Πετροπουλου για το ζατρικιο)σε σχεση με τα ετυμολογικα και ανατρεχω.Και οπωσδηποτε τα γλωσσικα σας ειναι παντα ενδιαφεροντα και εμπλουτιζονται διαρκως.Καλα να ειστε.
Διαβασα μετα απο μεγαλη καθυστερηση το βιβλιο.Η Ελενη συνεισητοποιει τον εαυτο της μεσα απο το σκακι και σε συγκρουση με τον νησιωτικο κλειστο περιγυρο γυρω της.Θα ελεγα οτι εχει καποιες ενδιαφερουσες αποφανσεις για το παιχνιδι.Επισης η συγκρουση με το περιβαλλον της δινεται πολυ γλαφυρα.Καποιοι δευτερευοντες χαρακτηρες θα μπορουσανε να δοθουν λιγο καλυτερα.Το βιβλιο εχει υποστει μια μαλλον βιαστικη μεταφραση.
Βγαινει μεθαυριο στις Γαλλικες αιθουσες η ταινια "Joueuse"(ναι,χωρις αρθρο) με την S.Bonnaire και τον K.Kline.Tην ταινια την σκηνοθετησε η C.Bottero και βασιζεται στο βιβλιο La Joueuse d’échecs της Bertina Henrichs.Η δραση της ταινιας εχει μεταφερθει απο την Ναξο του βιβλιου στην Κορσικη.
Αν και ειναι πολυ αμφιβολο κατα ποσο η ταινια θα παιχθει στην Ελλαδα(ειδικα μετα το θαψιμο με το γαντι που της εκανε ο Καλοπροαιρετος,του οποιου την συμβουλη ακολουθησα και δεν διαβασα το βιβλιο) το trailer φαινεται ενδιαφερον:http://www.youtube.com/watch?v=xmXGOFajRkw
Η ατακα που ακουγεται στο τελος(μεταφρασμενη απο τα Γαλλικα):Οποιος διακινδινευει ισως χασει,οποιος δεν διακινδυνευει χανει παντα,ανηκει στον S.Tartakower.
YΓ1:Παλι καλα που η επικαιροτητα μας κανει ν'ανατρεχουμε στα παρελθοντα.Ωστε λοιπον ειμαστε σχεδον συναδελφοι:Αλλος φαρμακοποιος και αλλος χημικος μηχανικος,και γω καπου εχω καταχωνιασμενο ενα πτυχιο χημικου..
ΥΓ2:Τι λες ρε θηριο,διαβαζεις 100-150 βιβλια το χρονο;Και για μενα υπηρξε μια εποχη που,λογω επαγγελματικης ενασχολησης(που προεκυψε ωστοσο απο ενα διεστραμμενο παθος),αποκτουσα 600-700 βιβλια καθε χρονο,ειναι ζητημα ομως αν διαβαζα τα 15-20 απ'αυτα..
Δημοσίευση σχολίου