Ένα διήγημα με τίτλο σκακιστικό αλλά και με περιεχόμενο πλούσιο σε σκακιστικές αναφορές, της Τουρκάλας συγγραφέως Ναλάν Μπαρμπαρόσογλου (φωτ.). Περιέχεται στο βιβλίο «Ηλίανθοι» (Aycicekleri στα τουρκικά). Ευχαριστώ θερμά τη μεταφράστρια Αγγελική Μέλιου (είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια φιλολογίας στην Κωνσταντινούπολη), η οποία παραχώρησε στο ιστολόγιό μας το κείμενο, προς δημοσίευση.
Ένα σκοτεινό βράδυ τον αφήνω μες στο πλήθος, σαν δέντρο που τεντώνεται να φτάσει τον ουρανό με τα ξερά του κλαδιά. Προχωρώ προς την έξοδο. Το ξερό δέντρο στέκει ολομόναχο και μακρινό σε μια απάνεμη στέπα, που βρίσκεται πολύ μακριά από το δρόμο, όπως και η γεωγραφική θέση της πόλης που γεννήθηκε. Λες κι όπου να ‘ναι θα εμφανιστούν κάποιοι άντρες (στρατιωτάκια) με σκοτεινά πρόσωπα και ψυχρή ματιά, κουβαλώντας στα χέρια τους σχοινιά περασμένα απ’ τα μπράτσα και τους ώμους τους, θα φτιάξουν όπως όπως μια αγχόνη και, με έμπειρες κινήσεις, θα κρεμάσουν τον ένα μετά τον άλλο μερικούς από τους ανθρώπους που βρίσκονται εκεί. Και θα εξαφανιστούν, έτσι ξαφνικά, όπως ήρθαν. Και θα συνεχίσουν τις ζωές τους, έχοντας προσθέσει μερικά ονόματα ακόμα στις λίστες των νεκρών. Άραγε συμπληρώνουν, όταν χρειάζεται, στο σημείο του βιογραφικού τους που αναφέρεται στο επαγγελμά τους την ιδιότητα του «δήμιου»;… Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω. Οι νεκροί πρώτα θα μυρίσουν, μετά σιγά σιγά θα σαπίσει η σάρκα τους και τα όρνεα, άγνωστο από πού ήρθαν, θα φτερουγίσουν πάνω από τα δέντρα. Τα βράδια στην ψύχρα της στέπας, θα αρχίσουν να τρώνε από τα μάτια τα κουφάρια, που λικνίζονται αργά. Οι νεκροί θα συνεχίσουν να ταλαντεύονται στα σχοινιά τους ανάλογα με το βάρος τους, ώσπου να μείνουν μόνο οι σκελετοί τους. Θ’ αρχίσει να φυσάει και τα ρούχα τους θα σκορπιστούν παντού. Κι όταν σαπίσει το σχοινί, τα κόκκαλα θα πέσουν καταγής και θα διαλυθούν. (Η βασίλισσα χάθηκε εξ’ αρχής.)
Στο μεταξύ, το δέντρο με τα ξερά κλαδιά θέλει πολύ να είμαι κι εγώ ανάμεσα σ’ αυτούς που λικνίζονται στην αγχόνη. Ακόμα ξέρει τι θέλει. Όμως εγώ κατεβαίνω τις σκάλες με βήματα που εγκαταλείπουν ό,τι με πλαισιώνει. Απέχω πολύ από το να πεθάνω ή να σκοτωθώ. Κι απ’ το να σκοτώσω. Όλα, μα όλα μένουν πίσω μου. Πέρα από μερικά ρούχα που έβαλα σε μια μικρή τσάντα, δεν κουβαλάω τίποτε άλλο από το παρελθόν μου. Το έντονο γουργούρισμα της καφεΐνης στο στομάχι μου είναι το δώρο των καφέδων που ήπια κατά τη διάρκεια του τελετουργικού του προηγούμενου γνωστού αποχαιρετισμού (κάνω «ροκέ»). Το ξερό δέντρο στο ίδιο τελετουργικό προτίμησε τζιν τόνικ. Τώρα, στη μέση του καθηλωμένου πλήθους, δεν μπορεί με τίποτα να αποφασίσει αν πρέπει να νιώσει ξαλάφρωμα μ’ αυτό τον αποχωρισμό ή βάρος. Η αναποφασιστικότητά του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επίδραση του τζιν τόνικ. Παίρνω την κάρτα πτήσης μου από τα χέρια της αεροσυνοδού. Χαμογελάει όσο χρειάζεται, με την επίγνωση του καθήκοντος. Εγώ ανταποδίδω χαμογελώντας σχεδόν πονηρά. Κι έτσι περνάει από δίπλα της ένα άκομα πρόσωπο που δεν θα θυμάται. Ο πηγαιμός μου δεν έχει γυρισμό. Ή τουλάχιστον έτσι θέλω. Την ίδια στιγμή, η ταραχή στο στομάχι του ξερού δέντρου μετατρέπεται σε τάση για εμετό. Κατευθύνεται προς τις τουαλέτες. Η πικρίλα του τόνικ δημιουργεί μια γνώριμη αίσθηση σκουριάς στο στόμα. Το ξερό δέντρο μόλις την αντιλήφθηκε. Όπως και τη βουή γύρω του και τις ανακοινώσεις που έγιναν με στριγκιά φωνή. Ένας πόνος ετοιμάζεται να εγκατασταθεί στο κεφάλι του, τον κάνει να επιταχύνει τα βήματά του. Ξέρω ότι δεν μπόρεσε να καταλάβει τίποτα από αυτά που του είπα, όταν μπήκα στο λεωφορείο για το αεροδρόμιο. Στριμώχνεται σ’ έναν από τους νιπτήρες. Ανοίγει τη βρύση να πλύνει το πρόσωπό του∙ αντ’ αυτού, βρίσκεται ν’ ανοίγει την πόρτα μιας τουαλέτας και να κάνει εμετό, χωρίς να θυμάται ποια στιγμή σήκωσε το καπάκι της λεκάνης∙ στην αρχή μουγκρίζοντας, μετά ευκολότερα… Κάνει εμετό μέχρι να βγάλει χολή. Ο πόνος μπορεί πια να βολευτεί στο κεφάλι του, σαν να βρίσκεται στο σπίτι του. Κανείς δεν έκλεισε τη βρύση που άφησε ανοιχτή. Αυτή τη φορά πλένει το πρόσωπο του, αρχικά με απότομες κινήσεις και έπειτα γεμίζοντας με νερό τις χούφτες του. Το νερό φαντάζει δροσερό, μπροστά στο ζεστό του πρόσωπο. Ξεμεθάει χωρίς να μπορέσει να μεθύσει. Αχ, ευτυχώς. Σε λίγο τα νερά θα τρέχουν από το λαιμό στο γιακά του αλλά δεν τον νοιάζει. Ορθώνεται. (Προχώρα μπροστά το άλογο.) Βρέχει μόνος του και το αμούσκευτο κομμάτι των μαλλιών του. Το χλωμό πρόσωπό του και τα κοκκινισμένα μάτια του κοιτάζουν θυμωμένα το είδωλό του στον καθρέφτη. Κλείνει τη βρύση. Χτενίζει τα μαλλιά του με το χέρι του. Από τους καρπούς του ως τους αγκώνες τρέχει νερό. Σκουπίζει τα χέρια και τους αγκώνες του με χειροπετσέτες. Το πρόσωπό του δεν μπορεί να το σκουπίσει περισσότερο. Προσπαθεί να μαλακώσει το βλέμμα του στον καθρέφτη. Αυτή η ιστορία δεν θα τελειώσει έτσι, λέει στον εαυτό του. Απ’ τη μια δεν θέλει να δεχθεί την ήττα. Κι απ’ την άλλη όμως, θέλει να τρέξει στο σπίτι και να ξαπλώσει τραβώντας το πάπλωμα μέχρι το κεφάλι του. (Ένα από τα άλογα είναι εκτεθειμένο.) Επιτέλους συνέρχεται. Βγαίνει απ’ την τουαλέτα. Για μια στιγμή δεν ξέρει προς τα πού να κατευθυνθεί. Υπερισχύει η επιθυμία του να τρέξει πίσω μου και να με μεταπείσει. Δεν του φαίνεται πειστική καμιά από τις δικαιολογίες μου για χωρισμό. Ιδιαίτερα τώρα. Ο χωρισμός ήταν μονάχα μια μακρινή απειλή. (Ο αξιωματικός προχωρά διαγώνια.) Δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από τέτοιους ασήμαντους λόγους. Δεν είναι δυνατόν να έχω φύγει. Ούτε που μπορεί να φανταστεί, πως όταν θα μπαίνει στο σπίτι, δεν θα είμαι εκεί να τον προϋπαντήσω. Είναι ένα αστείο αυτό, λέει στον εαυτό του. Ένα άτοπο αστείο. Ανεβαίνω τα σκαλιά του αεροπλάνου με ένα πονηρό χαμόγελο. Μου ‘ρχεται να ξεσπάσω σε γέλια. Αλλά αυτά τα κρατάω για τη Γενεύη. Για μερικά χρόνια αργότερα, για τη μέρα που θα υποστηρίξω το διδακτορικό μου στο δίκαιο. Όλες τις προετοιμασίες τις έκανα εν αγνοία του. Την αλληλογραφία, τη συνέντευξη στο προξενείο και τις εξετάσεις υποτροφίας, τη χώρα… Τα πάντα, τα πάντα… (Στόχος ο δεξιός πύργος.) Όπως αποσβολώθηκα μια μέρα μετά το γάμο μας, έτσι αποσβόλωσα τώρα κι αυτόν. Κατευθείαν στο στόχο. Όπως γράφει στα κόμιξ: Μπαμ... Μπαμ!
Το ξερό δέντρο είναι τώρα πληγωμένο. Η πληγή του αιμορραγεί. Η πληγή του πονάει. Κρίμα για αυτόν. Δεν έχει ούτε μια μάνα να τον περιποιηθεί τώρα. Κι ούτε μια σύζυγο να χωθεί στην αγκαλιά της και να ξεχάσει τους πόνους του. (Θυσίασε τους αξιωματικούς σου.)
Πόσο κακιά είμαι, Θεέ μου… Και πόσο τον στενοχώρησα, πόσο τάραξα τον κόσμο του, έφερα τα πάνω κάτω στον εγωισμό του. Κρίμα, κρίμα για αυτόν… Ποιος θα το ‘κανε αυτό και μάλιστα σ’ αυτό το αρνάκι;… Μήπως δεν έχω καθόλου έλεος; Αχ, τι κακιά είμαι, πόσο κακιά. (Κούνα το άλογο πίσω.) Θα τρίζουν τα κόκκαλα της μάνας του τώρα. Καλά που δεν το είδε αυτό το βράδυ η κακομοίρα. Θα γινόταν ράκος… Θα σηκωνόταν από τον τάφο της, αν έβλεπε το μονάκριβο γιο της έτσι. Φαίνεται πως ήταν αγαπημένο τέκνο του Θεού, αφού παρέδωσε το πνεύμα της στο δημιουργό του χωρίς να δει το σημερινό γεγονός. Όμως αυτή τη στιγμή η μάνα του ούτε καν που περνάει από το μυαλό τού ξερού δένδρου. Η μοναδική του μανούλα, που δε είχε γνωρίσει ποτέ τη Νεβίν –δηλαδή εμένα. Αν ζούσε η μάνα του, τότε μόνο θα βλέπαμε αν θα μπορούσε να μπει η Νεβίν στη ζωή του Φερίτ –δηλαδή του ξερού δέντρου. Εύκολο θα ήταν;… Ο Φερίτ έκρυβε από τη μάνα του ακόμα και τα αθώα φλερτ του. Ήξερε ότι θα έχανε την ηρεμία των ελάχιστων απογευματινών ωρών που περνούσαν μαζί, με βομβαρδισμό ερωτήσεων και αχρείαστες υποψίες. (Πρόσεχε τους πύργους.) Με τη μάνα του ζούσαν σαν να μην υπήρχαν κορίτσια στη ζωή του. Κάθε κορίτσι ήταν δυνητικά η «Εκείνη». Δεν το συζητούσαν καθόλου αλλά ήξεραν. «Εκείνη η γυναίκα», που πήρε τον πατέρα τους απ’ το σπίτι. «Εκείνη η γυναίκα», που, όταν ο Φερίτ ήταν ακόμα μικρό παιδάκι, τράβηξε κι έβγαλε τον πατέρα του απ’ τη ζωή του, αφήνοντάς τον μόνο με τη μάνα του.
Όπως κάθε φορά, μετά από τις ανακοινώσεις σε 4 γλώσσες, το αεροπλάνο αναχωρεί. Κάθομαι δίπλα στο παράθυρο. Δεν μπορώ να δω τον πύργο ελέγχου και το κτίριο του αεροδρομίου. Τα φώτα της πόλης αναβοσβήνουν από μακριά σαν πυγολαμπίδες. Τα φώτα από τους ουρανοξύστες απλώνονται στον ουρανό συμμετρικά. Αυτή την ώρα όλοι είναι στα σπίτια τους, κλεισμένοι στον εαυτό τους. Όσο για μένα, είναι σαν να βρίσκομαι μέσα σ’ ένα ψεύτικο αυτοκινητάκι με χαλασμένα αμορτισέρ. Το αεροπλάνο επιταχύνει. Και το ξερό δέντρο σείεται τώρα μέσα του. Χτυπιέται και σκέφτεται τι θα κάνει, τι πρέπει να κάνει. Αισθάνεται σαν να οδήγησε τη βασίλισσά του μπροστά από το στρατιωτάκι. Δεν μπορεί να πιστέψει ότι έκανε αυτή την κίνηση. (Ο βασιλιάς είναι απροστάτευτος). Καθώς η μύτη του αεροπλάνου σηκώνεται, οι ρόδες μαζεύονται στη θέση τους. Ο θόρυβος της μηχανής αυξάνεται. Οι αεροσυνοδοί περνάνε στο διάδρομο με το ίδιο χαμόγελο. Η μία πηγαίνει στη μύτη κι η άλλη στην ουρά του αεροπλάνου. Ανεβαίνουμε. Η πόλη μικραίνει από κάτω μας, μετατρέπεται σε μια φωτεινή παραλία. Τελικά ακούμε τον πιλότο. Με βαθειά και σίγουρη φωνή παραθέτει όλες τις καθησυχαστικές πληροφορίες για τους επιβάτες. (Ο βασιλιάς είναι ασφαλής.)
Με ίδια φωνή είχε πει κι η μητέρα του Φερίτ στον δικαστή «Ο άνδρας που θέλει να βλέπει το παιδί του, έρχεται στο σπίτι». Και χωρίς να το πολυσκεφτεί είπε στο δικαστήριο «Δεν του δείχνω το γιο μου. Ο κύριος Χουσνού έκανε εξαρχής την επιλογή του. Δεν μπορεί να βλέπει πλέον ούτε εμένα ούτε και το παιδί του». Η κυρία Τζεβριγιέ δεν θέλησε oύτε διατροφή ούτε αναμνήσεις από τον κύριο Χουσνού.
Πήρε το γιο της και ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και βγάζοντας τον ενοικιαστή, εγκαταστάθηκε σ’ ένα από τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας που είχε κληρονομιά από τον πατέρα. Και δεν άφησε κανέναν να εισβάλει στη ζωή των δύο ανθρώπων μέχρι το θάνατό της. Όσο ήταν μαζί με το γιο της, ζούσαν με κανόνες που ποτέ δεν είχαν ειπωθεί. Τσίμα τσίμα τα έβγαζε πέρα με τα εισοδήματα από τα ενοίκια. Μακριά απ’ όλους και απ’ όλα. Με τους συγγενείς βλεπόντουσαν από γιορτή σε γιορτή και οι γνωστοί ερχόντουσαν προσκεκλημένοι στα ραμαζάνια για φαγητό ή πήγαιναν εκείνοι. Ο Φερίτ άκουσε από μακρινούς συγγενείς ότι ο πατέρας του παντρεύτηκε «εκείνη τη γυναίκα» κι έκανε άλλα παιδιά. Δεν θυμόταν καθόλου αν σκεφτόταν τον πατέρα του, αν του έλειπε. (Το στρατιωτάκι γίνεται βασίλισσα.) Η προστατευτική κυρία Τζεβριγιέ είχε φτιάξει έναν ιδιαίτερο κόσμο για τον γιο της∙ όσο ζούσε προσπαθούσε να μην βάζει μέσα στο σπίτι της τις στεναχώριες του παρελθόντος και του έξω κόσμου. Είχε κάνει επίκεντρο της ζωής της τον Φερίτ και με βάση αυτό διαμόρφωνε τις λεπτομέρειες της καθημερινότητάς της. Οτιδήποτε, πέρα από το σπίτι και τον γιο της, την άφηνε αδιάφορη. Στο μεταξύ, με την πάροδο του χρόνου, πάχαινε αλλά δεν σκοτιζόταν γι’ αυτό. Άνοιξε μέχρι τέλους τις ραφές από τα ρούχα της, τις φούστες της, τις μπλούζες της και όταν δεν είχε πια άλλο περιθώριο, αγόρασε καινούργια, προσμένοντας την περίοδο των εκπτώσεων. Η λεπτή, σαν κλαράκι, Τζεβριγιέ της νεότητας έμεινε στις φωτογραφίες, σαν μια ξεχασμένη ανάμνηση. Και ο Φερίτ επιδόθηκε στα μαθήματά του και στο σκάκι. Δεν έδειχνε να στεναχωρεί και πολύ τη μητέρα του. Μονάχα που δεν θέλησε να γίνει γιατρός. Τον τρόμαζε η σύναψη τόσο στενών σχέσεων με τους ανθρώπους. (Προχώρα το στρατιωτάκι μπροστά απ’ τον αξιωματικό.) Η κυρία Τζεβριγιέ το επανέλαβε μια δυο φορές, μετά δεν ξαναέβγαλε άχνα. Ε, δεν ήταν και λίγο φιγουρατζίδικη η απάντηση «διεθνείς σχέσεις», όταν τη ρωτούσαν τι σπούδαζε ο γιος της.
Ζητάω από την αεροσυνοδό ένα διπλό ουίσκι με πολύ πάγο. Θα είναι καλύτερα να προσγειωθώ στη Γενεύη πιο χαλαρή. Χωρίς να το καταλάβω, νομίζω ότι στρεσαρίστηκα αρκετά. Αρκετά, ώστε να χαλαρώσω με ένα διπλό ουίσκι με πολύ πάγο. Και σιγοπίνοντας το ουίσκι μου γυρνάω τις σελίδες ενός περιοδικού με άφθονες φωτογραφίες, χωρίς να βλέπω τίποτε από αυτά που κοιτάζω.
Μερικούς μήνες αφού γύρισε ο Φερίτ από το στρατό, η κυρία Τζεβριγιέ έπαθε καρδιακό επεισόδιο και δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον κίνδυνο. Τα τελευταία της λόγια ήταν «Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ ». Παρότι δεν είχε ζήσει μέσα στην άνεση, ακούγοντας κανείς αυτά τα λόγια, θα σκεφτόταν ότι έφυγε ήρεμα από αυτόν τον κόσμο. Ο Φερίτ είχε μόλις αρχίσει να δουλεύει στο τμήμα ανάπτυξης προϊόντων μιας πολυεθνικής εταιρίας… Απόμεινε στη ζωή με τη γεμάτη προοπτικές, πολλά υποσχόμενη, λαμπρή δουλειά του και τις δύο γάτες της μητέρας του. Μετά την κηδεία, το σπίτι φάνηκε πολύ άδειο στο Φερίτ. Ήταν σαν να συνειδητοποίησε ότι η μητέρα του καταλάμβανε πολύ μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του από όσο νόμιζε, όμως σιγά-σιγά συνήθισε και αυτό το κενό των απογευματινών ωρών. Σε αυτό το θέμα τον βοήθησε πολύ και η σκακιέρα. Και σκέφτομαι ότι αυτή η σκακιέρα μόνο τη δική μου ζωή δεν μπόρεσε να διευκολύνει. (Μήπως είμαι από αυτούς που έχασαν τους αξιωματικούς πριν από τα άλογα;) Τέλος πάντων, άλλωστε ο ήρωας αυτής της ιστορίας είναι το ξερό δένδρο, ακόμα κι αν είμαι εγώ η αφηγήτρια.
Ο Φερίτ για κάποιο διάστημα πήρε μέρος στα τουρνουά που διοργανώνονται την περίοδο των διακοπών… Ακόμα κι αν δεν κατάφερε να κερδίσει κάποιο κύπελλο, ήταν ένας παίχτης που τραβούσε την προσοχή. Τραβούσε και την προσοχή των κοριτσιών στη δουλειά του αλλά δεν φαινόταν να το αντιλαμβάνεται. Ήταν πάντα ευγενικός και συγκαταβατικός με τις γυναίκες, τηρώντας μια ηθελημένη ή μια κληρονομική θα λέγαμε απόσταση. (Δεν υπάρχει απειλή ματ.) Γι’ αυτό και δεν απέκτησε αντιπαλότητες και άδηλες έχθρες με τους άντρες της δουλειάς του. Αυτή η κατάσταση τον βοήθησε πολύ στην ανέλιξή του. Η προσεγμένη και ισότιμη σχέση με τους συνεργάτες του είχε ως αποτέλεσμα να συγκεντρώνει θετικούς πόντους στο δρόμο της διοίκησης και μάλιστα προς όφελος της εταιρίας. Για τις γυναίκες αποτελούσε πλέον μια λαμπερή εικόνα. Απλησίαστη και ανέγγιχτη. Κανείς δεν μπορούσε να τον προσφωνήσει με το όνομά του αλλά, όταν το σκεφτόντουσαν, περνούσε απ’ το μυαλό τους ως «ο δικός μας κύριος Φερίτ». Η δημοτικότητά του αυξήθηκε και εκτός εταιρίας, όταν άρχισε να γράφει για το σκάκι στις σελίδες ενός περιοδικού για τον επαγγελματικό κόσμο. (Το άλογο προχωράει μπροστά.) Τη μέρα που μετέφερε τα προσωπικά του αντικείμενα στο γραφείο του βοηθού γενικού διευθυντή, ένιωσε την έλλειψη μιας φωτογραφίας. Οι φωτογραφίες της μητέρας του βρισκόντουσαν σ’ ένα από τα συρτάρια του μπουφέ στο σπίτι, τοποθετημένες σε άλμπουμ. Δεν θα ταίριαζε και πολύ να βάλει μια από αυτές πάνω σ’ αυτό το γραφείο. Σκέφτηκε τις φίλες του από το σχολείο, τα φλερτ του παρελθόντος που δεν κράτησαν∙ δεν μπόρεσε να βρει κάποια. Ούτε τα κορίτσια της δουλειάς του μπορούσε να βάλει. Τώρα πια, στην ατζέντα του σημείωνε και τον χρόνο που αφιέρωνε για να βρει σύντροφο. (Ο αξιωματικός κινείται.) Χωρίς να το καταλαβαίνει, επέλεγε τον τόπο αυτών των στιγμών σε μέρη που βρισκόντουσαν όσο πιο μακριά γινόταν από το περιβάλλον του. Όταν κοιτούσε μια γυναίκα, ήθελε να νιώσει ένα φτερούγισμα μέσα του, κάτι διαφορετικό από τις άλλες φορές. Δεν συνέβαινε συχνά. Είδε ότι αυτή η ιστορία χρειαζόταν πολύ περισσότερο χρόνο, από όσο ευελπιστούσε. Αυτό που έψαχνε, το βρήκε στη δασκάλα του σκι στο Ερτζιγιές. Αλλά δεν ταίριαξαν πολύ με τον Φερίτ. Η δασκάλα δεν σκέφτηκε καν να αφήσει τη δουλειά της και να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη. Ήξερε πως δεν θα ικανοποιούταν από τη διδασκαλία γυμναστικής στη μεγάλη πόλη. Ο Φερίτ όμως έψαχνε σύντροφο, όχι μια ερωτική περιπέτεια που θα ανέτρεπε τη ζωή του. Έζησε κάνα δυο απογοητεύσεις ακόμα. Εκείνο το διάστημα γνωρίστηκε με πολλές και σκέφτηκε πως πλέον ήξερε καλά τις γυναίκες. Ακριβώς τη στιγμή που θα έχανε κάθε ελπίδα, εμφανίστηκε μπροστά του η Νεβίν… Δηλαδή εγώ. (Το στρατιωτάκι προχωράει δύο τετράγωνα ανοίγοντας χώρο στον αξιωματικό.)
Ξαφνικά το αεροπλάνο κλυδωνίζεται σαν αυτοκίνητο που πάτησε φρένο. Ο καφές που κρατάει στα χέρια της η γυναίκα που κάθεται δίπλα μου, χύνεται πάνω της. Όλοι χλωμιάζουν. Οι αεροσυνοδοί εμφανίζονται αμέσως στο διάδρομο με ένα μεγαλύτερο χαμόγελο στα πρόσωπά τους. Κλείνουν ήρεμα τις ανοιχτές μπαγκαζιέρες που βρίσκονται πάνω από τις θέσεις. Όταν ακούμε τη φωνή του πιλότου έχουν ήδη σταματήσει οι αναταράξεις. Λέει πως η αιτία ήταν τα κενά αέρος. Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
Ο άνθρωπος μπορεί να πέσει σε κενά και στην επιφάνεια της γης, χωρίς να μπορεί να δει την αιτία. Ή μπορεί να νιώσει κενός και να πει κάτι, να πάει κάπου. Με τον Φερίτ γνωριστήκαμε στο πάρτι γενεθλίων της Γεσίμ. Η Γεσίμ ήταν υπεύθυνη στην ομάδα μάρκετινγκ από τη Μέση Ανατολή. Ανήκε στην ομάδα του Φερίτ. Ήταν παλιά μου συμμαθήτρια. Εγώ είχα τελειώσει τη σχολή κι εκείνη την περίοδο ασχολιόμουν με τη μεταπτυχιακή μου εργασία. Δεν είχα ξεκινήσει να δουλεύω κάπου. Μετέφραζα στο σπίτι νομικά κείμενα για ένα μεταφραστικό γραφείο. Τα έξοδά μου τα έβγαζα. Φυσικά είχα κάποιες αποτυχημένες ερωτικές ιστορίες, που οι λεπτομέρειές τους μπορούν να προβλεφθούν εύκολα. Βλέποντας και ζώντας τις σχέσεις, είχα αποκτήσει αυθόρμητα μια στάση ψύχραιμης νοσοκόμας. Το ξερό δέντρο μου φάνηκε σαν λιμάνι, όχι από διαίσθηση, ίσως να λειτούργησα με τη λογική μου ή επειδή βρέθηκα χωρίς αντιστάσεις∙ «Τι ωραία,» είπα στον εαυτό μου, «αυτός ο άνθρωπος δεν έχει κανένα πρόβλημα με το «εγώ» του.» Ο Φερίτ ήταν ένας διεξοδικός άνθρωπος, που είχε αφεθεί στη ροή της καθημερινότητας. Οι κινήσεις που έκανε σήμερα, έσωζαν αυτόματα και το αύριο. Δεν ζοριζόταν με λεπτομέρειες. Η σοφία της γνώσης των χιλίων δύο πιθανοτήτων στη σκακιέρα ήταν σα να εξάγνιζε το πνεύμα του. Καθώς προχωρούσε η φιλία μας, κατάλαβα ότι αντιμέτωπιζε τη ζωή χειριζόμενος με άνεση τη φυσική σχέση ανάμεσα στις αιτίες και τα αποτελέσματα. Στο μεταξύ, οι ορμόνες μας δεν άργησαν να ενεργοποιηθούν∙ η αναφορά του Φερίτ στο γάμο συνέπεσε με τις μέρες που πύκνωσε η σωματική μας έλξη. Όσο πλήθαιναν τα απογεύματα και τα βράδια που περνούσαμε μαζί μες στη βδομάδα, ο γάμος φαινόταν και σε μένα «πιθανός». Φαινόταν πως η σχέση μας θα κρατήσει. Το ξερό δέντρο ήταν νοικοκυρεμένο μες στο σπίτι, έδινε τόση σημασία στην τάξη του σπιτιού όση και στη δουλειά του. Ακόμα δεν γνώριζα πως η τάξη του σπιτιού τού είχε μείνει από την κυρία Τζεβριγιέ. Η μητέρα μου κι ο πατέρας μου χάρηκαν μόλις έμαθαν ότι θα παντρευτώ. Και όταν γνώρισαν τον Φερίτ, τον αγάπησαν και τον αποδέχτηκαν. Το γεγονός ότι ο πατέρας μου βρήκε κάποιον μέσα στην οικογένεια να τον κερδίζει στο τάβλι, ήταν κάτι που έκανε χαρούμενες τις ημέρες της συνταξιοδότησής του. Ο Φερίτ έκλεισε το σπίτι που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του. Βρήκαμε σπίτι για τους δυο μας σε μια περιοχή κοντά στη δουλειά του. Πήραμε μόνο τις γάτες. Είχαν γεράσει και οι δύο για τα καλά. Είχαν ξεχάσει προ πολλού τις ημέρες παιχνιδιού, ζούσαν σαν κοιμισμένες. Δεν μπόρεσαν να συνηθίσουν αμέσως το καινούργιο σπίτι. Αργότερα, κατοχύρωσαν ένα μέρος για τον εαυτό τους μπροστά στο τζάμι του σαλονιού και, πέρα από το να πάνε τουαλέτα και να τραφούν, δεν έφευγαν και πολύ από εκεί. Ήταν γάτες που δεν πλησίαζαν τους ανθρώπους. Ούτε και με εμένα ανέπτυξαν καμία σχέση. Ήμουν για αυτές κάποια, οποιαδήποτε, που έβαζε το φαγητό μπροστά τους και που καθάριζε την τουαλέτα τους. Στις αρχές, μια-δυο φορές που θέλησα να τις χαϊδέψω, με απομάκρυναν γουργουρίζοντας. Κι εγώ ούτως ή άλλως δεν επέμεινα. Όταν έμπαινε κάποιος στο σαλόνι, επέλεγαν να βάζουν τα μπροστινά τους πόδια στο κεφάλι τους και να μισοκοιμούνται. Πολύ αργότερα άρχισα να βλέπω στα πρόσωπά και στις κινήσεις τους την κυρία Τζεβριγιέ που είχα γνωρίσει απ’ τις φωτογραφίες. (Τα στρατιωτάκια στέκονται ακούνητα.)
Αυτές οι αεροσυνοδοί έχουν άραγε γάτες; Το επάγγελμά τους δεν βολεύει καθόλου να τις συντηρούν. Οι γάτες θέλουν σπιτίσια ζωή. Τους αρέσει γενικά να τριγυρνάνε κάποιοι γύρω τους. Δεν ταιριάζουν σε άδεια σπίτια. Θεωρούνται προσιτές και χαδιάρες και έχει αποδειχθεί ότι πολλές φορές κερδίζουν τους ανθρώπους με τους οποίους ζούνε. Τελοσπάντων… Η χαλαρότητα που φέρνει το ουίσκι ανακατεμένο με την καφεΐνη στο στομάχι μου τυλίγει το κορμί μου. Χαλαρωμένη αλλά ξύπνια σκέφτομαι τα χέρια του ξερού δένδρου. Τα χέρια του που γρονθοκοπούνε το κενό. Δεν είναι στο χέρι μου. Η εικόνα του μου έρχεται στο μυαλό και χαμογελάω χαιρέκακα. Αν σκεφτώ το βράδυ που με άφησε μες στα νεύρα, η εικόνα των χεριών του να χτυπάνε τον αέρα, μου προκαλεί απλώς οίκτο.
Θελήσαμε έναν απλό γάμο. Μια μικρή γιορτή με φίλους και κοντινούς συγγενείς. Στο κομμάτι των αποκαλούμενων «συγγενών» της τελετής αρκεστήκαμε στους δικούς μου, μιας και ο Φερίτ δεν είχε συγγενείς. Το κομμάτι των φίλων όμως, το αποτελούσε φυσικά το εργασιακό του περιβάλλον. Δεν θέλησα να φορέσω νυφικό στην τελετή. Ξέρω, το νυφικό είναι έθιμο, έχει το γούστο του και την αισθητική του. Έχει ιδιαίτερη σημασία, συμβολισμούς, αναφορές κ.λ.π. Αλλά όταν σκεφτόμουν τον εαυτό μου μέσα σε ένα τέτοιο ρούχο, ένιωθα άβολα. Σαν να μην ανήκω εγώ σ’ εμένα. Μια περίεργη αίσθηση του ξένου. Όπως μια γυναίκα που δεν μπορεί να περπατήσει με ίσια παπούτσια, γιατί έχει συνηθίσει να φοράει ψηλοτάκουνα και νιώθει σαν να χάνονται τα πόδια της μέσα στα ίσια, έτσι κι εγώ σκεφτόμουν ότι δεν θα μπορώ να ανασάνω μέσα στο νυφικό. Δεν ήθελα μια τέτοια λεπτομέρεια να γίνει η αιτία να περάσω τη μέρα μου με δυσφορία ή να καταπιεστώ. Ναι, ο γάμος θα έφερνε στη ζωή μου μια άλλη τάξη πραγμάτων, μια άλλη μορφή αλλά δεν θα δημιουργούσε και τόση μεγάλη διαφορά. Εγώ θα εξακολουθούσα να είμαι η ίδια. Οι στόχοι μου, οι επιθυμίες μου, οι προσδοκίες μου, τα όνειρά μου θα ήταν ίδια. Δεν θα αγαπούσα περισσότερο ή λιγότερο τον Φερίτ μόλις παντρευόμουν∙ δεν θα αποκτούσαν διαφορετική σημασία ούτε φαινομενικά ούτε ουσιαστικά οι σχέσεις μου με τους γονείς ή με τους φίλους μου. Το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι θα μπορούσα να ζήσω και χωρίς να παντρευτώ τον Φερίτ (ή κάποιον άλλο). Πίστευα ότι αυτή η ένωση ή πιο σωστά η έλξη μεταξύ δύο ανθρώπων, η επιθυμία να βρίσκονται μαζί, η αγάπη και ο σεβασμός δεν έχουν καμία σχέση με τις τελετές. Ακόμη το πιστεύω. Οπότε, το να φορέσω νυφικό, με όλη τη σημασία της λέξης, θα ήταν για μένα σαν να εξαπατούσα και τον εαυτό μου και τους άλλους. Η πρώτη που εναντιώθηκε ήταν η μητέρα μου και παρ’ότι δεν πείστηκε από τα λεγόμενά μου, αναγκάστηκε να δεχθεί ότι δεν θα βάλω νυφικό. Κατά τη διάρκεια αυτών των λογομαχιών, ο Φερίτ ήταν συνέχεια δίπλα μου, καταλάβαινε τα συναισθήματά μου, στήριζε τις σκέψεις μου. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Νομίζω πως αυτή η στάση του Φερίτ ήταν που αποστόμωνε περισσότερο τη μητέρα μου.
Αυτή τη φορά ζητώ κι εγώ ένα καφέ από την αεροσυνοδό. Κοιτώντας από το παράθυρο δέκα χιλιάδες μέτρα κάτω, βλέπω να απλώνεται ένας χείμαρρος από φως κίτρινο, πράσινο του φωσφόρου και πορτοκαλί. Οι διαθλάσεις του δημιουργούν ένα μεγαλειώδες παιχνίδι μέσα στη νύχτα. Μέσα σ’ αυτή τη θάλασσα φωτός θέλω να πετάξω όλα όσα θυμάμαι, να γίνουν κι αυτά φως και ν’ ανακατευτούν με τον αέρα, σαν ένα παιχνίδι. Θέλω να αδειάσει η μνήμη μου. Να μείνω χωρίς αναμνήσεις.
Κι ο Φερίτ εκείνο το βράδυ, το βράδυ του γάμου μας, είχε μεθύσει τόσο πολύ, ώστε να μην θυμάται τίποτα το επόμενο πρωί. Το βραδάκι, αφού είχαμε βάλει τις υπογραφές μας, οι συγγενείς φύγανε και εμείς πήγαμε με τους φίλους στο μπαρ ενός παλατιού της Κωνσταντινούπολης, από αυτά που έχουν μετατραπεί σε ξενοδοχεία. Στα δωμάτια, που στο παρελθόν ήταν υπνοδωμάτια για τους πρίγκιπες και τις πριγκίπισσες, τώρα φιλοξενούνταν περαστικοί επισκέπτες της πόλης και ταξιδιώτες. Αφηγούνταν ο ένας στον άλλο τις ιστορίες που όλοι είχαν ακούσει ή είχαν βγάλει απ’ το μυαλό τους. Πίσω από τα μεγάλα παράθυρα απλωνόντουσαν τα ταραγμένα νερά του Μαρμαρά, η ακτή του Σαλατζάκ, το Κιζ Κουλεσί, οι μαούνες του Χαρέμ, οι κυμματοθραύστες του Χαϊντάρπασα, τα φώτα του Καντίκιοϊ, το ακρωτήρι Μόντα και τα αγκυροβολημένα δεξαμενόπλοια στα ανοιχτά των Νησιών. Εκείνο το βράδυ θα μπορούσε να μείνει στο μυαλό μου σαν μια ανάμνηση γεμάτη χρώματα, που ανάμεσά τους κυκλοφορούσαν αέρινα οι μελωδίες του πιάνου και τα ανέμελα γέλια. Δεν έγινε όμως έτσι. Η αλήθεια είναι πως δεν αντιλήφθηκα καθόλου πόσο είχε πιει ο Φερίτ. Εκ των υστέρων, η Γεσίμ είπε πως «κατέβαζε» το ένα μετά το άλλο τα ποτήρια με το τζιν, με μεγάλες γουλιές. Επειδή καθόμασταν μικρές παρέες στα τραπέζια, αλλάζαμε θέση συχνά. Με τον Φερίτ, που δεν σηκώθηκε καθόλου από το τραπέζι που καθόταν, ήμασταν πολύ λίγο μαζί. Έβλεπα από μακριά να συνεχίζει μια έντονη κουβέντα με τον Ογούζ που καθόταν δίπλα του, και βαθμιαία να ζαρώνει το πρόσωπό του. Η έναρξη του γοερού κλάματός του αποτέλεσε την αυλαία της βραδιάς. Σωπάσαμε όλοι, ανήσυχοι. Λες και μας άγγιξε ένα μαγικό ραβδί κι όλοι μείναμε ακίνητοι στις θέσεις μας. Ο πιανίστας εξακολουθούσε να παίζει τις νότες του Γκέρσουιν σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Πήγα απελπισμένη όπως ήμουν κοντά στον Φερίτ, που ακουμπισμένος στον ώμο του Ογούζ έκλαιγε ρουφώντας τη μύτη του. «Τι έγινε;» ρώτησα τον Ογούζ. «Αυτή η ιδέα σου για το νυφικό» είπε με δυσφορία. «Πειράχτηκε, νομίζω. Ανακάτεψε μαζί και μερικά διπλά τζιν κι έγινε έτσι.» (Ρουά ματ.) Δεν ήξερα τι να πω εκείνη τη στιγμή, είχα μείνει άναυδη. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα. Φτιάξαμε ένα δυνατό καφέ. Πλύναμε τα χέρια και το πρόσωπο του Φερίτ. Το μεθύσι του δεν περνούσε. Μας άφησε στο σπίτι ο Ογούζ. Ο Φερίτ χώθηκε στον καναπέ κι έμεινε εκεί. Τον σκέπασα με μια κουβέρτα. Κοιμήθηκα κι εγώ. Το πρωί μόλις ξύπνησα, ήταν δίπλα μου. Είχε κάνει ντους κι είχε ξυριστεί. Δεν θυμόταν τίποτα σχετικά με το βράδυ. Ακόμα και αργότερα, όταν άνοιγα το θέμα, το έκλεινε με μαεστρία. Όμως αυτό ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Σκεφτόμουν πως δεν θα σταματούσε εδώ. Οι προβλέψεις μου βγήκαν σωστές. Τα λούστρα δεν έφταναν με τίποτα να καλύψουν αυτό που ήμασταν. Μόνο την όψη έσωζαν. Και εγώ δεν μπορούσα να αρκεστώ σε όψεις. Μέχρι πότε θα ξεγελούσαμε τους εαυτούς μας; Οι συνθήκες της ζωής δεν μας έκαναν ήδη να ξεπέφτουμε αρκετά; Παρόλο που εμείς κινούμε τα νήματα, εμείς οι ίδιοι να υποκύπτουμε στις συνθήκες… Με λίγα λόγια δεν μπορέσα να το κάνω. Δεν μπόρεσα να ξεγελάσω τον εαυτό μου. Δεν ήθελα να έχω ξερά κλαδιά που θα έσπαγαν από τον αέρα που μαινόταν. Δεν ήθελα να στέκομαι σαν ξερό δέντρο στην στέπα και στα κλαδιά μου να στήνονται κρεμάλες. Δεν ήθελα να είμαι θεατής στη δική μου ζωή στηριζόμενη στο παρελθόν μου ή στους άλλους.
Ο πιλότος ανακοινώνει πως βρισκόμαστε στα εφτά χιλιάδες μέτρα, την ώρα που θα προσγειωθούμε στο αεροδρόμιο και το δελτίο καιρού. Οι επιβάτες αρχίζουν τα ανασαλέματα, συνερχόμαστε σιγά σιγά από το λήθαργο του ταξιδιού. Σε λίγο θα κατεβώ τις σκάλες του αεροπλάνου για να ζήσω το μέλλον μου στους ρυθμούς της ζωής μιας νέας πόλης. Από τις χίλιες δύο πιθανότητες στη σκακιέρα, μόνο μία.