Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις
Το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «το σκάκι» είναι φυσικά πασίγνωστο, όμως δεν θα μπορούσε να λείπει για κανένα λόγο από το ιστολόγιο.
'Ελα να παίξουμε.
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου
('Ηταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
'Εχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω;
(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
'Ολα, και τ' άλογά μου θα σ' τα δώσω
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
Που ξέρει μόνο σ' ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ως την άλλη
Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.
5 σχόλια:
Το είδα πρόσφατα στα σχόλια της ανάρτησης αυτής, όπου θαυμάζεις τι κάνουν κάποια παιδιά.
Ενδιαφέρον είναι το σατιρικό και αισθησιακό alter ego του Αναγνωστάκη, ο Μανούσος Φάσσης. Κάποια στοιχεία σε μια συνέντευξή του στο τεύχος 7, Δεκέμβριος 1996, του περιοδικού «Ενενήντα Επτά». (Το 1997, η Θεσσαλονίκη ήταν πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης· φάγανε, φάγανε, φάγανε…)
Ενδεικτικοί στίχοι από το ποίημα Η μπαλάντα της Ασπασίας (σεμνής κόρης του Ρ.Φ.):
Αντίκρισα μια ρήγισσα / κι από τον πόθο ρίγησα
Πολιτική και λίγο σεξ / μας διαχωρίζουν απ΄ το ΕΞ
Όχι μόνο ολοκαύτωμα / χρειάζεται κι απαύτωμα
Και ένα σύντομο ολόκληρο:
Νεκρική ωδή
Ενθάδε κείται η τιμή της δεσποινίδος Γ.Μ.
που εύρε ηρωικώς τον ευγενέστερον –φευ!– των θανάτων
εν μια νυκτί επελάσεως μη ούσης αντιστάσεως
εν μέσω βόγκων, μυκηθμών, στόνων και τριξιμάτων.
(Στόνος -και στοναχή- είναι ο αναστεναγμός, από το αρχαίο ρήμα στένω· καμία σχέση με το στονάρισμα, που παραπέμπει ευθέως σε Τσάλι.)
Η μπαλλαντα της Τουλας (Αγωνιστριας της ΠΠΣΠ)
Γιαν μιαν αρχιτεκτονισσα
ένα τραγουδι ετονισα
(να μη στο πω να μη στο πει
ανηκει στην ΠΠΣΠ
Για αλλην εγω δεν ειχα νου
Ηταν κορη βιομηχανου
που τα ειχε όλα μπολικα
Για προικα δυο πολύ κα-
τοικιες κι αυτοκινητα
Κι εβριζε αγριως την ‘Ουνιτα’
σαν οργανο προδοτικο
κι αρχιρεβιζιονιστικο.
(Κι αν τολμουσες την λεξιν ΕΣ
τα νυχια για καυγα εξυνες)
Δεν ειχα τιποτα κοινο
με το βιβλιο το κοκκινο
Μα ελιωνα απ τον ερωτα
-τον πονο του αλλου αχ ποιος ρωτα.
Μια μερα ταποφασισα
-λεω η ντροπη μισα μισα-
Να τη ζητησω επισημα
απ τον μπαμπα και τη μαμα.
Όπως οι γατες που λυσσαν
μ αρπαξαν και με φιλησαν
«Παρ τη παιδι μαου σωσε μας
μη μεινει αυτή η ντροπη σε μας».
Το μαθε κι εγινε εξαλλη
(αλιαλι και τρισαλι)
μ εβρισε αντιλενινιστη
Κι από τη λυσσα ειχε πρηστει
Προδοτη μ ειπε του λαου.
Μα εγω της ειπα «Τουλα ου
σπευδε κι ακουσε να δεις
κι αν εχεις προικα πεντε δις
εγω σε παιρνω ολογυμνη.
Τον ερωτα ακου πως υμνει
κι ο Μαο κι ο γιγαντας ο Τσου
με τη γιγαντιαια τσουτσου.
Πολύ καλό! Πού τη θυμήθηκες την ΠΠΣΠ ?
Ειναι του Αναγνωστακη απο την ιδια συλλογη (1996).Η σατιρικη φλεβα του ποιητη κατεγραψε τα τεκταινομενα μετα απο πενηντα χρονια ασχολιας με τα κοινα.
Ο Αναγνωστάκης αρνήθηκε πεισμόνως να ταριχευθεί εν ζωή, ακόμη και μέσα στην αριστερά που αγάπησε. Οπως το έθεσε ο Ρομάν Γιάκομπσον, δεν αποσύρθηκε «σαν εισοδηματίας του πνεύματος», ούτε σαν «οικότροφος σε κάποιο άσυλο γερόντων». Παρέμεινε ακτήμων καλλιεργητής, με πάθη, με εμμονές, καβάλα στο όριο τραγικού και κωμικού, θανάτου και ζωής, μοραλισμού και συχώρεσης.(http://vlemma.wordpress.com/2006/06/13/dromoi-palioi-anagnostakis/)
Το ποιημα για την Ασπασια ειναι αυτο
«Η μπαλάντα της Ασπασίας (σεμνής κόρης του Ρήγα Φεραίου)»
Αντίκρισα μια Ρήγισσα/
κι από τον πόθο ρίγησα/
Απάνω σε μια σκαλωσιά/
την είδα και κοκάλωσα./
Έγραφε συνθήματα/
το «επέσατε θύματα»/
Κι άλλα αντιφασιστικά./
Και τότε προφασίστηκα/
Πως θέλω το πινέλο της/
να πάω κι εγώ εθελοντής /
Να γράψουμε κοντά κοντά./
Με σέρνει εκόντα άκοντα./
Ύστερα κατεβήκαμε/
και πήγαμε ως το ΙΚΑ με/
τα πόδια και τα είπαμε/
για την ΕΔΑ και το ΠΑΜΕ./
Με ‘γω της λέω: Ω Άσπα ,
συ/ μίλα μου για τη διάσπαση/
μίλα μου για το κόμμα μας/
μα μην το μάθει η μαμά σ’/
Πολιτική και λίγο σεξ/ μας διαχωρίζουν από το ΕΞ/
(Όχι μόνο ολοκαύτωμα/
χρειάζεται κι απαύτωμα). Μετά πήγαμε ίσαμε/
το πάρκο και χωρίσαμε/
γιατί είχε διασχολικό/
κι ήτανε λίγο σόλοικο να μας βλέπουνε μαζί/
(γιατί ειν’ η κοινωνία χαζή/
κι έχει κατάλοιπα Ναζί). /
Δίκιο έχει ο Ρίτσος κι ο Ναζίμ/
σ’ αυτή τη ζήση την πεζή/
Να ζει κανείς ή να μη ζει (μ).
Δημοσίευση σχολίου