Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

Hotel Cosmos


Άλι Σμιθ, Hotel Cosmos
Μετάφραση: Άρτεμις Λόη
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Σελ.: 328, Τιμή: 16,00€

Η Σάρα, η έφηβη καμαριέρα του ξενοδοχείου, έχει σκοτωθεί πέφτοντας στο φρεάτιο του ανελκυστήρα − αλλά το πνεύμα της όμως τριγυρίζει στην πόλη και στα δωμάτια του Hotel Cosmos, που θα στεγάσει για λίγο τις πέντε γυναίκες που πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημα...
H πολυβραβευμένη Άλι Σμιθ, από τις σημαντικότερες εκπροσώπους της σύγχρονης αγγλόφωνης πεζογραφίας, κρυφοκοιτώντας στα κλειδωμένα δωμάτια, στήνει ένα αριστοτεχνικό παιχνίδι με τις χιλιάδες όψεις της πραγματικότητας, τα αόρατα νήματα που συνδέουν ζωντανούς και φαντάσματα, το βάρος των λέξεων και τη μνήμη.

(ακολουθεί ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα: σελ. 53-61)

Η Άλι είναι έξω. Μόνο κάτι λίγα ψιλά έχει βγάλει, κυρίως χάλκινα κέρματα του λεπτού. Κάποια κέρματα λάμπουν ακόμη λες και βγήκαν κατευθείαν από το ταμείο του Marks and Spencer, όμως τα περισσότερα έχουν θαμπώσει από τη χρήση και το κρύο. Κανείς ποτέ δεν την αναζητά αυτή την πένα που έπεσε στο δρόμο από κάποιο χέρι ή κάποια τσέπη, έτσι δεν είναι; Να μια εκεί πέρα, δίπλα στο πόδι της Άλι. Τι αξία έχει μια πένα; Απολύτως καμία για κανέναν φυσιολογικό άνθρωπο, εκτός αν είσαι ένα γαμημένο μηδενικό. Πλάκα θα είχε να γαμάς ένα μηδενικό, ένα χαμένο κορμί, ένα σώμα κενό, κι εσύ να κοπανιέσαι πέρα δώθε στον αέρα.
Αν γείρει λίγο προς τα εμπρός, θα καταφέρει να την πιάσει την πένα δίχως να χρειαστεί να σηκωθεί.
Γέρνει προς τα εμπρός. Πονάει όταν γέρνει.
Εγκαταλείπει την προσπάθεια. Θα τη μαζέψει όταν σηκωθεί να φύγει. Κάθεται κοντά σε μια σχάρα απ' όπου βγαίνει λίγη ζέστη. Αυτό εδώ το πόστο έξω από το ξενοδοχείο είναι καλό και είναι εντελώς δικό της, αρκεί να κάθεται στην εσοχή του τοίχου κοντά στην κύρια είσοδο -και να έχει καλή και ευπρεπή συμπεριφορά-, και αρκετά μακριά απ' αυτήν ώστε να την αφήνει ήσυχη το προσωπικό. Κοιτάζει ψηλά. Ταβάνι της, ο ουρανός. Αρχίζει να χαμηλώνει, σκοτεινιάζει νωρίς. Τα μαυροπούλια έχουν μαζευτεί στο ψηλότερο περβάζι του απέναντι κτιρίου, άλλα κουρνιάζουν, άλλα μαλώνουν χτυπώντας με φούρια τα ράμφη και τα πόδια τους. Το χρώμα των αβγών τους: γαλάζιο. Χτίζουν τις φωλιές τους με χορτάρι και πούπουλα, καμιά φορά και με σκουπιδάκια, στα δέντρα, στο γείσο ή στις τρύπες των πέτρινων τοίχων. Είναι γνήσια πουλιά της πόλης. Το στήθος τους κεντημένο μ' άστρα. Το σμήνος τους σαρώνει με μεγαλοπρέπεια τον ουρανό κατά το σούρουπο.
Το σούρουπο είναι ήδη γεγονός, το σοκάκι ανάμεσα στα κτίρια φωτίζεται από τις λάμπες του δρόμου, τα φώτα της πρόσοψης του ξενοδοχείου, τα φώτα των καταστημάτων και τα φώτα των διερχόμενων αμαξιών. Ο σβέρκος της Άλι πονάει επειδή κοίταζε ψηλά τόση ώρα. Χαμηλώνει το βλέμμα της προς το κτίριο. Ναι. Έχει έρθει πάλι εκείνη η κοπέλα, κάθεται στα σκαλοπάτια της βιτρίνας του Κόσμου του Τάπητα. Ναι, αυτή είναι. Πάει να το καθιερώσει. Όλοι το ξέρουν πως το συγκεκριμένο πόστο ανήκει στην Άλι. Η κοπέλα αυτή όμως κάνει σαν να μην το ξέρει. Έχει φορέσει την κουκούλα της, σίγουρα όμως είναι αυτή.
Η Άλι παρακολουθεί την κοπέλα. Η κοπέλα κοιτάζει κάτι άλλο, λίγο παραδίπλα από την Άλι. Η Άλι σταματά να την παρακολουθεί. Κάποια γυναίκα περαστική, ενώ φαίνεται πως είδε την Άλι, αποφάσισε τελικά να την αγνοήσει Ο περισσότερος κόσμος δεν αντιλαμβάνεται καν ότι η Άλι είναι εκεί, οπότε σε μια τέτοια περίπτωση η Άλι έχει πιθανότητες αν ζητήσει, να λάβει.
Δύο δεκάρες.
Βάλε μια δεκάρα στο στόμα σου και δάγκωσέ τη δυνατά, κι άμα έχεις σάπια δόντια, θα σπάσουν. Ποιο μέταλλο είναι πιο σκληρό, το ασήμι ή ο χαλκός; Δεν είναι καν αληθινό ασήμι. Είναι κράμα. Όταν ξαναβρέξει, θα πάει στη βιβλιοθήκη να το ψάξει στην εγκυκλοπαίδεια, αν είναι ανοιχτή η βιβλιοθήκη. Το έχει ψάξει ήδη μια φορά αλλά το ξέχασε. Είναι σχεδόν σίγουρη πως η δεκάρα θα είναι σκληρότερη , αυτό λέει η λογική. Μια φορά, εκείνη κι ο Άντι είχαν γεμίσει το στόμα τους με όσα περισσότερα κέρματα μπορούσαν. Του Άντι χωρούσε πολύ περισσότερα απ' ό,τι εκείνης, χα, χα, είχε πιο μεγάλο στόμα. Τα μάγουλά του φούσκωσαν σαν των χάμστερ , διέκρινε τις άκρες των κερμάτων να πιέζουν από μέσα τα γένια του. Σου κάνουν βαρύ κεφάλι τα λεφτά, άμα γεμίσεις το στόμα σου μ' αυτά.
Όποτε το σκέφτεται, γελάει. Όταν γελάει, πονάει. Τα λεφτά στα χέρια τους είχαν γεμίσει σάλια , έφτυσε τα δικά του στα χέρια της, έμοιαζαν με λαμπερό εμετό. Σου τα χαρίζω, της είπε, εσύ τα 'χεις περισσότερη ανάγκη από μένα. Χριστέ μου, πρέπει να ήταν μεθυσμένοι ή να είχαν ξεφύγει εντελώς ή κάτι τέτοιο, ήξεραν τι βρόμα μαζεύουν τα λεφτά και παρ' όλα αυτά τα έβαλαν όλα στο στόμα τους. Είχαν μεταλλική γεύση. Ύστερα, όταν τη φίλησε ο Άντι, είχε κι αυτός μεταλλική γεύση. Της πέρασε μια δεκάρα με τη γλώσσα του στο στόμα της, την πέρασε από τα δόντια της και την ακούμπησε στη γλώσσα της σαν όστια, εκείνη την κράτησε εκεί λες και θα έλιωνε, έπειτα άνοιξε το στόμα και την έβγαλε. Η ημερομηνία που έγραφε ήταν 1992. Θεέ μου. Αντάλλαξαν με φιλιά όλων των ειδών τα κέρματα που είχαν πάνω τους, ξανά και ξανά, σαν παιχνίδι, για να δουν τι γεύση είχε το καθένα.
Η Άλι προσπαθεί να θυμηθεί.
Ουσιαστικά θυμάται πολύ πιο έντονα τη γεύση του φιλιού του απ' ό,τι τον ίδιο τον Άντι, απ' ό,τι τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Μια ολόκληρη περίοδος μπορεί να χωρέσει σε μία μόνο γεύση, σε μια στιγμή. Ένας ολόκληρος άνθρωπος σ' ένα σωματίδιο
του εαυτού του. Τώρα, πού και πού τρίβει κανένα κέρμα στην μπλούζα της και το βάζει στο στόμα0 το ασήμι έχει καθαρότερη γεύση από το χαλκό. Ο χαλκός έχει γεύση σάπιου κρέατος. Η περιφέρεια του κέρματος της μιας πένας και των δύο πενών είναι λεία, η περιφέρεια της πεντάρας και της δεκάρας είναι τραχιά και γεμάτη εγκοπές παρόλο που είναι μικρές, στην άκρη της γλώσσας σου τις αισθάνεσαι μεγάλες. Γιατί η άκρη της γλώσσας είναι ευαίσθητη. Το βάρος της μιας λίρας είναι εκπληκτικό. Η Άλι θυμάται την έκπληξη που είχε νιώσει. Nemo me impune lacessit. Αυτή είναι η υπόσχεσή της. Αυτό είναι το ίχνος που αφήνει στη γλώσσα η περιφέρεια ενός μεγάλου κέρματος.
Η γεύση του υπάρχει πάντα στα δάχτυλά της, καραδοκεί πάντα στον ουρανίσκο της. Ή ίσως το χρήμα κι ο έρωτας να έχουν ίδια γεύση με το συνάχι.
Η Άλι σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει απέναντι στο δρόμο. Αυτή η κοπέλα εκεί πέρα φοράει σήμερα την κουκούλα της και οι περαστικοί θα της δίνουν λιγότερα λεφτά γιατί δεν θα καταλαβαίνουν αν είναι αγόρι ή κορίτσι - που είναι. Αν δεν φορούσε την κουκούλα, θα έβγαζε πολύ περισσότερα. Βέβαια, δεν τα πάει και τόσο άσχημα. Σίγουρα καλύτερα από την Άλι. Ωστόσο, χωρίς την κουκούλα της, σίγουρα θα έβγαζε περισσότερα.
Κανονικά η Άλι θα έπρεπε να πάει να της το πει. Δεν έχει ιδέα. Ήρθε εδώ στις τέσσερις και δέκα. Μοιάζει δεκατεσσάρων, το πολύ δεκαπέντε βγάζει μάτι πως πάει σχολείο. Βγάζει μάτι πως είναι καλή μαθήτρια. Τα μαλλιά της κάτω από την κουκούλα είναι πολύ λαμπερά και περιποιημένα. Δεν φαίνεται άφραγκη. Αλλάζει ρούχα. Έχει πάνω από ένα παλτό. Μοιάζει σαν να το έχει σκάσει από το σπίτι της, αλλά τώρα πρόσφατα, σαν να την κοπάνησε μόλις σήμερα. Οπότε της δίνουν εύκολα λεφτά, πώς να μην της δώσουν, αφού μοιάζει σαν εκείνα τα αποβλακωμένα κουτάβια που είχε πάνω το κουτί με τα σοκολατάκια που πουλούσαν παλιά, καμία σχέση σε σύγκριση μ' αληθινούς σκύλους ή γάτες. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι φαίνεται δυστυχισμένη, φαίνεται γερασμένη. Έχει το χρώμα του πάγου που έχει σπάσει μέσα σε λακκούβα με νερά. Η Άλι τη λυπάται κάπως.
Ούτως ή άλλως την κοπέλα αυτή δεν φαίνεται να την απασχολούν τα λεφτά. Δεν τους βλέπει καν όταν πετούν χρήματα μπροστά της. Κάθε φορά που είναι εκεί, η ίδια ιστορία βγάζει ένα σκασμό λεφτά στο άψε σβήσε, τα οποία όμως ούτε καν τα θέλει. Η Άλι θυμάται πώς ήταν να είσαι τόσο νέος και να μην σε νοιάζει τίποτε. Τους κάνει να σου δίνουν περισσότερα, τους περαστικούς δηλαδή, ώστε ν' αποκτήσουν αξία στα μάτια σου. Μερικοί της προσφέρουν ακόμη και χαρτονομίσματα. Η Άλι τους έχει δει. Σκύβουν και της μιλούν κουνώντας όλο σοβαρότητα το κεφάλι, γνέφοντας όλο σοβαρότητα, και το βλέμμα στο πρόσωπο του κοριτσιού μοιάζει με το βλέμμα που θα είχε κάποιος αν, αν, η Άλι δεν μπορεί να σκεφτεί τι. Α ναι, αν η κοπέλα αυτή ξυπνούσε και σηκωνόταν από το κρεβάτι και κατέβαινε κάτω κι έβγαινε στο δρόμο κι ανακάλυπτε πως για κάποιο μυστήριο λόγο όλος ο κόσμος στο δρόμο, σ' ολόκληρη την πόλη, μιλάει μια άγνωστη γλώσσα, όπως νορβηγικά ή πολωνικά ή κάποια γλώσσα που δεν ήξερε καν πως είναι γλώσσα.
Άνθρωποι την προσπερνούν. Δεν βλέπουν την Άλι ή αποφασίζουν να μην τη βλέπουν. Η Άλι τούς παρακολουθεί. Έχουν κινητά τηλέφωνα κολλημένα στο αυτί και μοιάζουν λες και κρατούν το πρόσωπο και το κεφάλι τους επειδή υποφέρουν από ένα νέο είδος τρομερού πόνου. Όσοι έχουν αυτά τα καινούργια ακουστικά στο κινητό τους μοιάζουν εντελώς παλαβοί, σαν να περπατάνε και να μιλάνε μόνοι τους, στον κόσμο τους. Κάνουν την Άλι να γελάει, και όταν γελάει, πονάει. Ταβάνι ο ουρανός, τοίχοι τα κτίρια0 πίσω από την πλάτη της έχει τώρα τον τοίχο του ξενοδοχείου να την κρατάει όρθια. Μέσα της ένας άλλος τοίχος την κρατάει όρθια, ξεκινάει από την κοιλιά και υψώνεται μέχρι το λαρύγγι της κι είναι φτιαγμένος από φλέματα και καμιά φορά, όταν είναι αδύνατον να μην βήξει, όταν αναγκάζεται να βήξει και δεν μπορεί με τίποτα να το εμποδίσει, ο τοίχος καταρρέει. Τον φαντάζεται να σπάει σαν κακής ποιότητας τσιμέντο. Έχει όμως και τη χρησιμότητά του. Την
κρατάει όρθια. Την κρατάει όρθια εξίσου καλά όσο κι ο τοίχος του ξενοδοχείου.
Φαντάζεται πού βρίσκεται η καρδιά της, οι μύες και οι φλέβες στα πλευρά και τα πνευμόνια της. Φαντάζεται τα πνευμόνια της να τρίζουν και να συρίζουν, ένα κουβάρι από αίμα και μύες σαν μπερδεμένες τηλεφωνικές γραμμές, ξεπερασμένες ούτως ή άλλως προ πολλού, λες και κάποιος είχε προσπαθήσει να καλωδιώσει ένα χώρο που δεν γίνεται να καλωδιωθεί. Σαν να είχε έρθει κάποιος με τα καλώδια του τηλεφώνου έτοιμα για τη σύνδεση, να βγήκε από το φορτηγάκι του και να βρέθηκε μπροστά στον γαμημένο τον τοίχο ενός πελώριου κάστρου με μακρόστενα ανοίγματα αντί για παράθυρα, κι όλα αυτά τον δέκατο πέμπτο αιώνα, που δεν υπήρχε καν η έννοια του ηλεκτρισμού.
Σκέψου τον, τον τεχνικό της τηλεφωνικής υπηρεσίας, να στέκεται εκεί πέρα, σαν κανένα παραεξελιγμένο είδος του Δαρβίνου, ένας μετα-Νεάντερταλ με τη φόρμα εργασίας του, τις κουλούρες τα καλώδια στα χέρια, και το φορτηγάκι πίσω του γεμάτο με τεράστια ρολά καλωδίου, και να κάθεται εκεί και να ξύνει το κεφάλι του σαν πίθηκος, γιατί δεν υπάρχουν μεταλλικά καπάκια στο έδαφος για να τα σηκώσει και να κάνει τη δουλειά του, και η δεσποσύνη με το πέπλο στο κεφάλι τον κρυφοκοιτάζει μες από τα ανοίγματα λες και είναι εξωγήινος που προσγειώθηκε με διαστημόπλοιο, γιατί είναι δέκατος πέμπτος αιώνας και δεν υπάρχουν φορτηγάκια. Σκέψου το πρόσωπο τους. Το γέλιο τής φέρνει βήχα. Ο βήχας τής στέλνει -Χριστέ μου, όντως έτσι είναι, σκέφτεται καθώς βήχει- ένα κύμα από βέλη του δέκατου πέμπτου αιώνα, που τρυπούν το στήθος της με τις μικροσκοπικές κοφτερές τους αιχμές και τις μεταλλικές τριγωνικές τους άκρες, κι αυτό είναι απλώς ένα βηχαλάκι, ένα πνιχτό βηχαλάκι, γιατί ένας αληθινός βήχας, σκέφτεται παίρνοντας πολύ βαθιές εισπνοές καθώς συνέρχεται, θα συντάραζε τα θεμέλια και θα 'στελνε ολόκληρο κομμάτι του τείχους του κάστρου στην τάφρο. Ένας αληθινός βήχας, σκέφτεται ανακτώντας τον έλεγχο των μυών στα χέρια και τους ώμους της και κουνώντας το κεφάλι, μοιάζει λες κι όλα τα κωλοαρχαιολογικά μνημεία του Εθνικού Οργανισμού Προστασίας των γαμημένων Αρχαιοτήτων γίνονται σκόνη και θρύψαλα.
Η Άλι θα πρέπει να σταματήσει να σκέφτεται. Θα πρέπει να σταματήσει να χρησιμοποιεί τη φαντασία της. Πού να τολμήσει να ξαναγελάσει, πού να τολμήσει να ξαναβήξει. Ποιος ξέρει τι θα βγάλει με το βήχα της. Σίγουρα κάτι στο μέγεθος κανενός γαμημένου γουρουνόπουλου τουλάχιστον, έτσι όπως το νιώθει, γεμάτο γαμημένες γουρουνότριχες. Γαμώτο. Γαμώ την πουτάνα μου. Το φλέμα πετάγεται έξω, επώδυνο κι ανακουφιστικό. Το γέλιο τής φέρνει βήχα. Η αναπνοή τής φέρνει βήχα. Οπότε, λογικά, ένα αληθινό γαμήσι θα της προκαλούσε αληθινή αιμορραγία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: