Η αθάνατη παρτίδα
Η ΑΘΑΝΑΤΗ ΠΑΡΤΙΔΑ
(She cried for chess; I played a game with her
JOHN KEATS, “The Cup and Bells”)
Το πλάνο γενικό: νύχτα, χειμώνας,
και κάθονται οι δυο τους πλάι στο τζάκι.
(Σαν άλλου κόσμου να έφτασε αεράκι,
καθένας τους κρυώνει κατά μόνας.)
Κάθονται από νωρίς: εφημερίδα
διαβάσαν, διαφώνησαν λιγάκι,
συμφώνησαν μετά να παίξουν σκάκι –
κι αφήσανε στη μέση την παρτίδα.
Κάθονται – και αργεί να φέξει η μέρα.
Καινούργιες δεν θυμούνται ιστορίες
του γάμου τους κοιτούν φωτογραφίες –
κι ακούν διπλή της νύχτας τη φλογέρα.
Ασπρόμαυρες κοιτούν φωτογραφίες:
αμίλητοι, σαν πιόνια σε σκακιέρα,
(αγάπη μου, θυμάσαι την ημέρα;)
ποζάρουν με κυρίους και κυρίες.
Όλοι συγκινημένοι, όλοι δακρύζουν
η νύφη κι ο γαμπρός χαμογελάνε.
Εδώ φιλιούνται, εδώ αποχαιρετάνε…
Εδώ – παίζουν τα μαύρα και κερδίζουν.
Ποιήμα του Γιώργου Κοροπούλη, ο οποίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Σπούδασε οδοντιατρική και ειδικεύτηκε στο να μην την ασκεί. Από το 1980 εργάζεται ως διορθωτής και επιμελητής κειμένων και αρθρογραφεί (άλλοτε συστηματικά, άλλοτε όχι) σε εφημερίδες και περιοδικά. Κατά καιρούς, εργάστηκε επίσης ως παραγωγός στο ραδιόφωνο και συνέγραψε κείμενα για ντοκυμαντέρ και ταινίες.
2 σχόλια:
Το ποιήμα έστειλε ο Παναγιώτης Κονιδάρης.
Συμπαθητικό, θυμίζει έντονα Καρυωτάκη.
Δημοσίευση σχολίου