«Ζωγράφισε άσπρα μαύρα τα 64 τετραγωνίδια. Αν γλιτώσω το τουφέκι, θα παίξουμε μια παρτίδα»
Τα Χριστούγεννα του 1947, δέκα ετών και τριών μηνών, είχα μια τραυματική εμπειρία, ενώ στη μικρή τότε επαρχιακή γενέθλια πόλη μου, η σκιά του εμφυλίου πολέμου είχε απλωθεί, βαριά και δυσοίωνη.
Ο πατέρας, μόλις λίγο καιρό πριν, είχε γυρίσει από την εξορία στην Ικαρία. Απολυμένος από τη δουλειά του φιλόλογος εκπαιδευτικός, φιλοξενείτο στην Αθήνα, συνεχώς κρυπτόμενος από συγγενείς και φίλους, βγάζοντας πικρά χρήματα παραδίδοντας μαθήματα σε σπίτια όπου από στόμα σε στόμα είχε συστηθεί η απαράμιλλη διδασκαλική του σοφία και μέθοδος. Από εκείνους τους μαθητές του εκείνη την εποχή τρεις εξελίχθηκαν σε καθηγητές Πανεπιστημίου και ένας εξελέγη πρύτανης σε επαρχιακό Πανεπιστήμιο, πολύ αργότερα.
Η μάνα μου μεγάλωνε τρία αγόρια, δέκα, οκτώ και τριών χρόνων, νοικοκυρά χωρίς επάγγελμα. Το σπίτι όπου κατοικούσαμε ήταν με ενοίκιο αλλά μετά τον πόλεμο είχε επιταχθεί και το μοιραζόμασταν με μια άλλη τριμελή οικογένεια, με κοινή κουζίνα, αποχωρητήριο και πλυσταριό. Είχαμε περιοριστεί σε τρία δωμάτια, εκ των οποίων το ένα είχε μετατραπεί σε κουζίνα. Πάνω σε μια παλιά κασόνα ήταν η γκαζιέρα για το μαγείρεμα, ψηλά από το ταβάνι κρεμόταν το φανάρι με τα τρόφιμα και τα φαγητά για να προφυλάσσονται από τις μύγες και τα ποντίκια (τα τελευταία σουλατσάριζαν ελεύθερα παντού) και στο πάτωμα τσουβαλάκια με κρεμμύδια, το λίγο αλεύρι που ερχόταν από το πατρικό της μητέρας στην Αταλάντη. Εκεί τα άπλυτα και συχνά και τα σκοινιά με απλωμένα τα ρούχα της πλύσης, όταν ο καιρός ήταν βροχερός.
Κατά περίεργο μικροαστικό ήθος, το ένα δωμάτιο παρέμεινε απαραβίαστο «σαλόνι». Η βιβλιοθήκη του πατέρα, το μεγάλο τραπέζι με τις καρέκλες, ένας ωραίος καναπές και ένα ντιβάνι για τους ξένους. Με μεγάλους κόπους και κλάματα έπεισα τη μάνα να κοιμάμαι σ΄ αυτό το ντιβάνι, όταν δεν είχαμε κάποιον συγγενή φιλοξενούμενο. Είχα πια αρχίσει να μεγαλώνω και να κοιμόμαστε τέσσερις σ΄ ένα δωμάτιο ήταν πλέον απαγορευτικό. Θέρμανση; Ένα μαγκάλι που καίγαμε συνήθως «πυρήνα», δηλαδή λειωμένα ελαιοκούκουτσα που αγοράζαμε φτηνά από το ελαιοτριβείο. Αποφεύγαμε τα κάρβουνα γιατί εύκολα, όταν ήταν υγρά ή γινόταν ατελής καύση, παραγόταν διοξείδιο του άνθρακα κι αρχίζαν οι πονοκέφαλοι και οι εμετοί.
Είχα αρχίσει πλέον να διαβάζω φανατικά. Η βιβλιοθήκη του πατέρα ήταν πλούσια σε πεζογραφία και ποίηση. Έτσι, συνήθως ξενυχτούσα βάζοντας το μαγκάλι κάτω από τα ανοιχτά πόδια μου, ενώ οι μικρότεροι είχαν πλέον κοιμηθεί, ο μικρός με τη μάνα στο διπλό κρεβάτι και ο μεσαίος μαζί με μένα κοιμόμασταν στο πάτωμα. Ενοχλούσα διαβάζοντας άγρια νύχτα, κι έτσι η μητέρα αποφάσισε να μού ανοίξει το «σαλόνι», για μένα πια παράδεισο μοναξιάς και με μια διαθέσιμη βιβλιοθήκη. Τα χρόνια του εμφυλίου η πόλη μας είχε ηλεκτρική ιδιωτική εταιρεία που διένειμε το ρεύμα. Συχνά μέσα στις περιόδους όπου οι αντίπαλες ομάδες έδιναν μάχες προφυλακών στις παρυφές της πόλης, το ρεύμα κοβόταν για ώρες πολλές. Έτσι πολλά βιβλία διαβάστηκαν με λάμπα πετρελαίου και όχι λίγες φορές με το καντηλάκι με τα λουμίνια και το λαδάκι.
Εκείνα τα Χριστούγεννα είπα τα κάλαντα. Η μάνα μάλιστα σχεδόν με υποχρέωσε να πάω να χτυπήσω σπίτια παλιών φίλων, ακόμη και στενών συγγενών που μετά τη σύλληψη και την εξορία του πατέρα μας μάς είχαν ξεγράψει και κάνανε σαν να μη μας ξέρανε. Ο νονός μάλιστα του μεσαίου αδελφού μου, μεγαλοκαταστηματάρχης, όταν η μητέρα μου τον επισκέφθηκε τις πρώτες μέρες με τον άντρα της στη φυλακή πριν εκτοπιστεί, της είπε σκαιά να μην τον ξαναενοχλήσει γιατί εκτίθεται και χάνει πελατεία! «Θα πας και θα τους πεις τα κάλαντα να δούμε αν θα έχουν τσίπα να μην προσβάλουν ένα παιδί» μού είπε. Πήγα σε όλους. Λίγοι μού έκλεισαν την πόρτα. Οι περισσότεροι όμως με υποδέχθηκαν σαν ένα ξένο παιδί που, άγνωστο, χτυπάει και λέει κατ΄ έθιμο τα κάλαντα. Μόνο μια συγγένισσα του πατέρα σκύβοντας και βάζοντάς μου στην τσέπη λίγα χρήματα και δύο τρία κουλουράκια, μού ψιθύρισε: «Χρόνια πολλά και χαιρετισμούς στη μαμά και στον μπαμπά».
Ανήμερα όμως τα Χριστούγεννα η μητέρα είχε να εκτελέσει ιερό καθήκον. Ο αδελφός της, πρωτοπαλίκαρο του Άρη Βελουχιώτη, βρισκόταν στις φυλακές της πόλης που περίμενε να δικαστεί από το Στρατοδικείο με κατηγορίες που συνήθως οδηγούσαν με συνοπτικές διαδικασίες στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η πόλη μας ήταν μια κόλαση. Ένας διαβόητος βασιλικός επίτροπος, ονόματι Γιαννόπουλος, δικηγόρος νομίζω, που είχε επιστρατευθεί με τον βαθμό του ταγματάρχη, έστελνε κάθε μέρα πέντε με δέκα ανθρώπους στο απόσπασμα επί μήνες! Από τη διπλανή αυλή του σπιτιού μας εκτελέστηκαν την ίδια μέρα πατέρας, γιος και γαμπρός! Η μητέρα μου έπρεπε να επισκεφθεί τον αδελφό της και είχε ετοιμάσει λίγα κουλούρια και ένα μικρό χριστόψωμο.
Πίστευε πως παίρνοντάς με μαζί της, δεκάχρονο παιδί, θα την αντιμετώπιζαν ανθρωπινότερα οι ανθρωποφύλακες. Φαίνεται όμως πως σε προγενέστερη επίσκεψή της ο θείος μου είχε ρωτήσει για τα παιδιά και εξέφρασε την επιθυμία να με δει. Στη διάρκεια της Κατοχής που ζήσαμε στο σπίτι της γιαγιάς στην Αταλάντη, ο πατέρας μου με απόσπαση στο εκεί Γυμνάσιο, είχαμε εγκατασταθεί στο σπίτι του θείου, η γυναίκα του οποίου, πρωτοπόρος νηπιαγωγός με συγγραφικό έργο, μού είχε μάθει τα πρώτα γράμματα. Οι φυλακές της πόλης ήταν περίπου στο κέντρο της. Πιθανόν παλιότερα να βρίσκονταν στα όριά της αλλά τώρα περιστοιχίζονταν από χαμηλές αλλά πυκνές οικοδομές.
Το επισκεπτήριο, χρονιάρα μέρα, ήταν στις 10.00 το πρωί έως τις 12.00 το μεσημέρι. Δεν ήταν καθόλου ανθρώπινη η υποδοχή από τους χωροφύλακες στην πύλη. Ειρωνείες, βρισιές και προπηλακισμοί. «Τι το ΄φερες το χαϊβάνι, κυρά μου, άγια μέρα, στον άθεο!» και άλλα τέτοια.
Δώσαμε το δίχτυ με τα καλούδια, έγινε η απαραίτητη έρευνα και έγινε και η σωματική έρευνα σε μας. Το επισκεπτήριο γινόταν σε έναν στενό διάδρομο, όπου υπήρχαν δύο σειρές συρματοπλέγματα με απόσταση μέτρου το ένα από το άλλο. Φώναξαν το όνομα του θείου και ήρθε στο συρματόπλεγμα. Ήταν ένας λεβέντης άντρας, ψηλός, ψωμωμένος, αγρότης, ορειβάτης και αθλητής. Η μητέρα μου είχε πει πως όταν πιάστηκε και βασανιζόταν από τους χίτες στην Αταλάντη, οι κραυγές του δεν άφηναν την κωμόπολη να κοιμηθεί για νύχτες ολόκληρες. Αλλά δεν λύγισε. Ήταν εύχαρις τύπος και με χαμόγελο και χωρατά μας υποδέχτηκε. Ένιωθες ότι ήθελε να μπει στη μύτη των δεσμοφυλάκων, ότι δεν πτοείται, δεν φοβάται και δεν τον νοιάζει.
Ρώτησε τυπικά πράγματα, γύρισε σε μένα και ρωτούσε για το σχολειό, τα μαθήματα και τι διαβάζω. Όταν χτύπησε το καμπανάκι γύρισε με αυστηρό πλέον ύφος, σοβαρό, και είπε στη μάνα μου: «Βρείτε τρόπο να μεταφερθώ στις φυλακές Χαλκίδας. Αν μείνω εδώ, θα με τουφεκίσουν. Ψάχτε να βρείτε έναν δικηγόρο Βαγγέλη Γιαννόπουλο στην Αθήνα. Αναλαμβάνει δικές μας υποθέσεις». Η μάνα μου κούνησε με νόημα το κεφάλι. «Ο δεσμοφύλακας θα σας δώσει φεύγοντας ένα δώρο δικό μου για τα παιδιά. Το έφτιαξα στο κελί με ψίχα από κουραμάνα βρεγμένη που με τον καιρό ξεράθηκε και το βερνίκωσα με βερνίκι των παπουτσιών, μαύρο και κόκκινο». Τον απομάκρυναν από το σύρμα. Φεύγοντας μας παρέδωσαν ένα κουτί ζαχαροπλαστείου λίγο βαρύ. Όταν φτάσαμε σπίτι το άνοιξα. Ήταν ένα σκάκι και ένα σημείωμα: «Αγόρασε χαρτόνι και ζωγράφισε άσπρα-μαύρα τα 64 τετραγωνίδια. Αν γλιτώσω το τουφέκι και βγω, κάποτε θα παίξουμε μια παρτίδα».
Πήγε στη Χαλκίδα, τον υπερασπίστηκε ο Γιαννόπουλος, δικάστηκε ισόβια, βγήκε αφού υπηρέτησε τον ένα χρόνο για δύο στις αγροτικές φυλακές της Τίρυνθας. Και παίξαμε σκάκι.
Με κατατρόπωσε. Έφυγε στα ενενήντα του, είκοσι χρόνια μετά τη μάνα μου.
Εκείνο το σκάκι έλειωσε πολλά χρόνια πριν και από τους δύο.
Αφήγημα του Κώστα Γεωργουσόπουλου. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΝΕΑ στις 22 Δεκεμβρίου 2007.