Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Αναδρομική Έκθεση Σφήκα


Νικόλας Σφήκας «Κρυφή επαφή» (1999). Από το λεύκωμα «Εικαστικοί καλλιτέχνες της Βόρειας Ελλάδας» (εκδόσεις Ιανός)

Νικόλας Σφήκας, Αναδρομική Έκθεση 1984-2007
15 Φεβρουαρίου - 8 Μαρτίου 2008

Βασ. Όλγας 162 & 25ης Μαρτίου, Θεσσαλονίκη, τηλ. 2310-425531
Ημέρες και ώρες λειτουργίας:
Τρίτη-Παρασκευή 10.00-14.00, 18.00-21.00
Σάβββατο 18.00-21.00
Κυριακή 10.00-14.00



Γεννημένος στο Κάϊρο το 1961, με βασικές σπουδές Ζωγραφικής και Σχεδίου στην Ανωτάτη Σχολή της γενέτειράς του, με εκθέσεις στο Κάϊρο, την Ελβετία, την Κύπρο και την Ελλάδα, ωστόσο κάτοικος Θεσσαλονίκης από το 1987, ο Νικόλας Σφήκας ζει και δημιουργεί ανάμεσα σε δύο κόσμους: τον πνευματικό κόσμο της Ανατολής που γέννησε και τελειοποίησε την τέχνη του σκακιού και εκείνον της Δύσης που την αγκάλιασε και την καθιέρωσε ως ύψιστη μορφή πνευματικής άσκησης και επικοινωνίας.

Παθιασμένος αθλητής ο ίδιος, στην υπηρεσία μιας παλιάς παράδοσης εικαστικών καλλιτεχνών με άποψη στο σκάκι, ο Νικόλας Σφήκας βιώνει μ’ αισθαντικό τρόπο τη συνεχιζόμενη αγωνία για την τελειότητα της παρτίδας. Και αυτή ακριβώς η σκακιστική παρτίδα, είτε ως τέχνη που παρουσιάζεται με μορφή παιχνιδιού είτε ως μέσον αντιπαράθεσης αλλά και επικοινωνίας, καθίσταται επί σειρά ετών σταθερή θεματική του ζωγραφικού του έργου.

Στέλλα Λάββα
Καθηγήτρια Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών Σχολής Καλών Τεχνών Α.Π.Θ.

1 σχόλιο:

Schrödinger's Cat είπε...

Κριτικό σημείωμα Χαράς Θεοχάρους

H περίπτωση του ζωγράφου Νικόλα Σφήκα είναι ενδιαφέρουσα από κάθε άποψη.

Καταρχήν, οι σπουδές του στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Χελουάν του Καΐρου, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ενισχύθηκαν από τη φοίτηση στο τμήμα Αρχιτεκτονικής εσωτερικού χώρου στην ίδια Σχολή, δίνοντάς του το εφόδιο να «ποιεί» αλλά και να «χωροθετεί».

Από τα βασικά χαρακτηριστικά του εικαστικού του λεξιλογίου αποτελεί το παράλληλο ενδιαφέρον του τόσο για τις παραστατικές όσο και για τις αφηρημένες τάσεις, γεγονός που γίνεται ιδιαίτερα εμφανές από τα πρώτα του βήματα.

Το χρώμα και το σχέδιο είναι τα μέσα της ζωγραφικής, κοινά και προς χρήση για όλους του καλλιτέχνες. Το πώς μπορεί να τα οικειοποιηθεί κανείς κατά το δοκούν, είναι ένα θέμα σύνθετο, βασιζόμενο στην άσκηση, την μελέτη, την υποκειμενική κρίση, εντέλει, την ατομική ανάγκη για ποίηση.

Η στυλιστική πολλαπλότητα των έργων του Σφήκα, θα μπορούσε να ερμηνευθεί με την εσωτερική του επιθυμία να δοκιμάσει και να δαμάσει τα μορφοπλαστικά του μέσα.

Έτσι, η πρώτη των περιόδων εργασίας του, τα χρόνια 1984 - 1986, κυριαρχείται από μία αναζήτηση των υλικών μέσων έκφρασης. Οι πειραματισμοί του πάνω στη χειραγώγηση της μικτής τεχνικής, την ενσωμάτωση, στα έργα, του ξύλου και του γυαλιού, γεννούν τίτλους όπως: The Last Supper, Νοσταλγία, Γαλατάς, Η τσούχτρα.

Η διαδικασία παραγωγής των εικόνων, στηρίζεται πάνω στη διαλεκτική σχέση της λογικής και του τυχαίου, του βασισμένου σε κανόνες και του αυθόρμητου, των αντιθετικών δηλαδή ζευγαριών σχέσης, που είναι, ίσως, απαραίτητα στην προσθήκη ποιητικότητας.

Συχνά, και αποφεύγοντας την παγίδα της αποκλειστικής απόδοσης ανεικονικών μορφών ή, σε άλλα έργα, της λεπτομερούς ανάπτυξης που μπορεί να χρεωθούν την ταμπέλα της διακοσμητικής υπερφόρτωσης, αναγκάζεται να ανατρέχει στην παραστατική ζωγραφική, αποδίδοντας, εδώ, κυρίως το ανθρώπινο σώμα ή την δεξιοτεχνικά ανεπτυγμένη ανατομία του αλόγου.

Και αυτό κυρίως στη δεύτερη εικονογραφημένη περίοδο από το 1987 ως το 1989, στην οποία τα έργα με τις αρχαιοελληνικές γυναικείες μορφές της Πέλλας, εναλλάσσονται με επιρροές της πάντοτε παρούσας Ανατολής, παραστατικά τοπία, ο Νείλος, μνήμες, χρώματα και αισθήσεις, συνενώνουν την αίσθηση με την οργανική φόρμα.

Σε όλες τις θεματικές ενότητες, η φύση έρχεται και επανέρχεται στο έργο του Σφήκα, παίζοντας καθοριστικό ρόλο των εικαστικών του προτάσεων.

Η φύση από μόνη της, αποτελεί ένα διάμεσο, έναν καταλύτη ανάμεσα στους συμπλεκτικούς συνδέσμους αισθήσεων και οπτικής αντίληψης. Άλλοτε αποδίδεται με λεπτό σχεδιασμό, και άλλοτε με αφηρημένο και ασαφές πλάσιμο. Άνθη, πεταλούδες και δέντρα προβάλλουν με αμεσότητα και ολοζώντανη μνημειακότητα.

Από το 1990 και μετά, ο ζωγράφος, εισάγει στο έργο του έργα με θέμα το Σκάκι. Ο ίδιος είναι πρωταθλητής σκακιού. Η βιωματική του σχέση με το άθλημα αναπόφευκτα οδήγησε στη δημιουργία των έργων αυτών, αλλά και την καταγραφή της θεωρίας Ρέτρο - Σαχ. Βασιζόμενος στη χωροχρονική διάσταση της κίνησης στο σκάκι, ο καλλιτέχνης εκφράζει τα συναισθήματα που ελλοχεύουν στον μεταφυσικό - όπως τον θεωρεί - κόσμο της σκακιέρας. Ετυμολογεί τον τίτλο της θεώρησής του από το Ρέτρο που σημαίνει επαναφορά και το Σαχ, που είναι ο Βασιλιάς. Και επαναφέροντας τον Βασιλιά στην αρχική του θέση, και όλα τα πιόνια στην αρχική τους διάταξη, αναλύει θεωρητικά και εικονογραφικά την παρτίδα με ένα νέο τρόπο.

Η σκακιέρα γίνεται ένα πεδίο πάλης, όχι μόνο πνευματικής και ψυχικής, εξαιτίας της προσπάθειας που καταβάλλεται από τους σκακιστές, αλλά και σωματικής.

Η μεταφορά τους στο ζωγραφικό χώρο παραπέμπει στο άπειρο, όπως άπειρες είναι και οι δυνατότητες συνδυασμών και σκέψεων του παίκτη, που αιωρούνται, χάνονται ή αξιοποιούνται και εφαρμόζονται.

Η μυθική Βασίλισσα Κάισα, μούσα του σκακιού, κυρίαρχη μορφή σε πολλά έργα, εμπνέει και εποπτεύει το παιχνίδι.

Ένα παιχνίδι που πλαισιώνεται με φως - και πάλι επήρεια της Ανατολής, αλλά και από την αυτόνομη παρουσία διακοσμητικών θεμάτων - που φέρνουν αναπόφευκτα στο νου έργα του Γκούσταβ Κλιμτ, τα οποία καταγράφει με δημιουργική απόλαυση, ως μέρος και σύμβολο της λειτουργίας τους.

Στο σύνολό του, το έργο του Νικόλα Σφήκα παρακολουθεί με ασφάλεια την πορεία της σύγχρονης τέχνης. Από την απεικόνιση και ερμηνεία της οπτικής πραγματικότητας, στην επινόηση μιας νέας - προσωπικής, από την επιβολή του χρώματος στην έξαρσή του ή την ασκητικότητα, από την κυριαρχία της λογικής στη διατύπωση του φανταστικού. Και όλα αυτά συνυφασμένα σ’ ένα παιχνίδι τεχνικής δεξιότητας και θεωρητικής προσέγγισης.


Χαρά Θεοχάρους

Ιστορικός Τέχνης Δημοτικής Πινακοθήκης