Το πρώτο κεφάλαιο από το αυτοβιογραφικό έργο «Ιστανμπούλ, πόλη και αναμνήσεις» του Τούρκου νομπελίστα συγγραφέα Ορχάν Παμούκ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» σε μετάφραση Στέλλας Βρεττού. «Η μοίρα της Ιστανμπούλ είναι και δική μου μοίρα, είμαι αφοσιωμένος στην πόλη επειδή σε αυτήν οφείλω αυτό που είμαι», εξομολογείται ο Ορχάν Παμούκ σ’ αυτό το γοητευτικό βιβλίο που διαβάζεται σαν δοκίμιο, προσωπικό ημερολόγιο, ιστορία, οδηγός πόλης και μυθιστόρημα μαζί. Η πολυσέλιδη «Ιστανμπούλ» του Παμούκ είναι ένα βιβλίο ενηλικίωσης, μια μακρά διαδρομή μέσα στο συνειδητό και ασυνείδητο ενός παιδιού που γίνεται άντρας σε μια πόλη που τον ρουφάει στα σπλάγχνα της και τον κλείνει σαν όστρακο.
Η ομορφιά του τοπίου κρύβεται στη μελαγχολία του
Αχμέτ Ρασίμ
1
Ένας άλλος Ορχάν
Από πολύ νωρίς στα παιδικά μου χρόνια και για πάρα πολύ καιρό, με μια άκρη του νου μου πίστευα ότι σε κάποιο σοκάκι της Ιστανμπούλ, σ’ ένα άλλο σπίτι που έμοιαζε με το δικό μας, ζούσε ο απόλυτος σωσίας μου, ο δίδυμός μου, ένας άλλος Ορχάν ολόιδιος μ’ εμένα. Δεν θυμάμαι πού και πώς έκανα για πρώτη φορά αυτή τη σκέψη. Είναι πολύ πιθανό να ήταν αποτέλεσμα μιας διαδικασίας υφασμένης με παρεξηγήσεις, συμπτώσεις, παιχνίδια και φόβους. Για να μπορέσω να σας δώσω να καταλάβετε πώς ένιωσα όταν η ονειρική αυτή εικόνα άρχισε να φέγγει στο νου μου, πρέπει να σας περιγράψω τη στιγμή που για πρώτη φορά την είδα καθαρά.
Ήμουν πέντε χρονών, για ένα διάστημα με είχαν στείλει να μείνω σε ένα άλλο σπίτι. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου, στο τέλος κάποιου καβγά κι ενός από τους χωρισμούς τους, συναντήθηκαν στο Παρίσι, έχοντας αποφασίσει ο αδελφός μου να μείνει στο Νισάντας στην πολυκατοικία «Παμούκ», με την γιαγιά μας και τους συγγενείς κι εγώ στο Τζιχανγκίρ, στο σπίτι της θείας μου. Στον τοίχο αυτού του σπιτιού όπου με δέχονταν πάντοτε με αγάπη και χαμόγελα, μέσα σε μια άσπρη κορνίζα ήταν η φωτογραφία ενός μικρού παιδιού. Κάπου-κάπου, η θεία μου ή ο θείος μου μου δείχνανε τη φωτογραφία στον τοίχο και χαμογελώντας μου λέγανε, «Κοίτα, εσύ είσαι».
Το χαριτωμένο αγοράκι της φωτογραφίας, με τα μεγάλα μάτια, ναι, μου έμοιαζε λιγάκι. Φορούσε ένα από τα κασκέτα που φορούσα κι εγώ όταν έβγαινα έξω. Ήξερα ωστόσο ότι στη φωτογραφία δεν ήμουν ακριβώς εγώ. (Σταλμένη από την Ευρώπη, στην πραγματικότητα ήταν η κιτς αναπαραγωγή της φωτογραφίας ενός χαριτωμένου παιδιού). Ήταν άραγε ο άλλος Ορχάν που τον είχα πάντα στο νου μου και που ζούσε σ’ ένα άλλο σπίτι;
Τώρα όμως ζούσα κι εγώ κάπου αλλού, εκεί όπου έπρεπε να είμαι για να συναντηθούμε με το σωσία μου που ζούσε σ’ ένα άλλο σπίτι, αν και δεν ήμουν καθόλου ευχαριστημένος γι’ αυτό. Ήθελα να γυρίσω στο αληθινό μου σπίτι, στην πολυκατοικία «Παμούκ». Όταν μου λέγανε ότι στην φωτογραφία στον τοίχο ήμουν εγώ, σάστιζα λίγο, μπερδευόμασταν εγώ, η φωτογραφία μου, η φωτογραφία που μου έμοιαζε, ο σωσίας μου, οι εικόνες ενός άλλου σπιτιού, κι ήθελα να γυρίσω σπίτι, να μένω πάντα εκεί, μαζί με όλη την οικογένεια.
Αυτό που ήθελα έγινε, κι έπειτα από λίγο καιρό γύρισα πίσω στην πολυκατοικία «Παμούκ». Αλλά η ονειρική εικόνα του άλλου Ορχάν που ζούσε στην Ιστανμπούλ σ’ ένα άλλο σπίτι δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Στα παιδικά μου χρόνια, στην πρώτη μου εφηβεία, η συναρπαστική αυτή σκέψη ήταν πάντα εκεί, σε μια γωνιά του νου μου όπου εύκολα μπορούσα να την φτάσω. Τα χειμωνιάτικα βράδια καθώς περπατούσα στα σοκάκια της Ιστανμπούλ, προσπαθώντας να δω το εσωτερικό των σπιτιών με το πορτοκαλί φως, όπου φανταζόμουν ότι ευτυχισμένοι άνθρωποι ζούσαν άνετη ζωή, σκεφτόμουν για μια στιγμή ανατριχιάζοντας ότι σε ένα από όλα ζούσε ο άλλος Ορχάν. Όσο μεγάλωνα η εικόνα αυτή εξελίχτηκε σε φαντασίωση και η φαντασίωση σε σκηνή από όνειρο. Με τον άλλον Ορχάν συναντιόμασταν στα όνειρα μου -πάντοτε σε κάποιο άλλο σπίτι- κι εγώ άλλοτε ξεφώνιζα τρομαγμένος από τον εφιάλτη, κι άλλοτε εμείς οι δυο κοιταζόμασταν σιωπηλοί, ανελέητα κι εκπληκτικά ψύχραιμοι. Τότε, μεταξύ ύπνου και ξύπνου, πιανόμουν ακόμη πιο σφιχτά από το μαξιλάρι μου, το σπίτι μου, το δρόμο μου, το μέρος όπου ζούσα. Όταν πάλι ήμουν δυστυχισμένος, φανταζόμουνα ότι θα πήγαινα σε ένα άλλο σπίτι, σε μια άλλη ζωή, εκεί όπου ζούσε ο άλλος Ορχάν, ώσπου κόντευα να πιστέψω ότι ήμουν εκείνος ο άλλος Ορχάν και ξεγελούσα τον εαυτό μου με τα δικά του όνειρα για ευτυχία. Και τότε γινόμουν τόσο ευτυχισμένος με αυτά τα όνειρα, που δεν χρειαζόταν πια να πάω σε άλλο σπίτι.
Κι έτσι φτάνουμε στο ουσιαστικό μας θέμα: Από τη μέρα που γεννήθηκα δεν εγκατέλειψα ποτέ τα σπίτια, τους δρόμους, τις γειτονιές όπου έζησα. Ζω έπειτα από πολλά χρόνια (αν και στο μεταξύ έζησα σε διαφορετικά μέρη της Ιστανμπούλ), στην πολυκατοικία Παμούκ, στο μέρος όπου με κράτησε η μητέρα μου στην αγκαλιά της και μου έδειξε για πρώτη φορά τον κόσμο, εκεί όπου μου βγάλανε τις πρώτες μου φωτογραφίες, και ξέρω ότι αυτό έχει να κάνει με τον φανταστικό μου φίλο που ζούσε σε κάποιο άλλο μέρος της Ιστανμπούλ, και με την παρηγοριά που έβρισκα στη σχέση μας. Το γεγονός ότι έμεινα πάντα στον ίδιο τόπο, και μάλιστα πενήντα χρόνια στο ίδιο σπίτι, σε μια εποχή που προσδιορίζεται από τις μεταναστεύσεις και την ευρηματικότητα των μεταναστών, κάνει την ιστορία μου ιδιαίτερη για μένα και γι’ αυτό το λόγο και για την Ιστανμπούλ. «Βγες λίγο έξω, πήγαινε κάπου αλλού, ταξίδεψε», μου έλεγε πάντα η μητέρα μου λυπημένη.
Συγγραφείς όπως ο Κόνραντ, ο Ναμπόκοβ, ο Νάιπολ γράφουν έχοντας αλλάξει με επιτυχία γλώσσα, έθνος, κουλτούρα, πατρίδα, ήπειρο, ακόμη και πολιτισμό. Οι δικές τους δημιουργικές προσωπικότητες πήραν δύναμη από την εξορία, ή τη μετανάστευση, εμένα με προσδιόρισε η αφοσίωσή μου στο ίδιο πάντα σπίτι, δρόμο, τοπίο και στην ίδια πόλη. Η μοίρα της Ιστανμπούλ είναι και δική μου μοίρα, είμαι αφοσιωμένος στην πόλη επειδή σε αυτήν οφείλω αυτό που είμαι.
Όταν ο Φλωμπέρ ήρθε στην Ιστανμπούλ, εκατόν δύο χρόνια πριν τη γέννησή μου, και επηρεάστηκε από την ιδιαιτερότητα και τον πληθυσμό της πόλης, έγραψε σ’ ένα γράμμα του ότι πίστευε πως η Κωνσταντινούπολη εκατό χρόνια μετά θα γινόταν η πρωτεύουσα του κόσμου. Με την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε ακριβώς το αντίθετο. Όταν γεννήθηκα η Ιστανμπούλ ήταν πιο αδύναμη, πιο φτωχική, πιο απομονωμένη, πιο μοναχική απ’ όσο υπήρξε ποτέ στην δύο χιλιάδες χρόνων ιστορία της. Η αίσθηση παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η φτώχεια και η μελαγχολία των χαλασμάτων που γέμιζαν την πόλη, έγιναν τα χαρακτηριστικά που, σε όλη μου τη ζωή, προσδιορίζουν την πόλη. Η ζωή μου πέρασε πολεμώντας αυτή τη μελαγχολία, ή τελικά αφομοιώνοντάς την όπως όλοι οι κάτοικοι της Ιστανμπούλ.
Καθένας που ενδιαφέρεται να δώσει ένα νόημα στη ζωή του, τουλάχιστον μια φορά αναρωτιέται για το νόημα του τόπου και του χρόνου όπου γεννήθηκε. Έχει κάποια σημασία το γεγονός της γέννησής μας σε αυτή τη γωνιά του κόσμου, στη συγκεκριμένη χρονολογία και ημερομηνία; Η οικογένεια, που περιμένουν όλοι ν’ αγαπήσουμε και στο τέλος καταφέρνουμε ν’ αγαπήσουμε αληθινά, η χώρα, η πόλη έπεσαν δίκαια σε μας σαν λαχνός στην κληρωτίδα, ή μας έπρεπε κάτι άλλο; Καμιά φορά πιστεύω ότι είμαι άτυχος που γεννήθηκα στην Ιστανμπούλ που παλιώνει ξεθωριάζοντας λυπημένη, φτωχή και κομπλεξική, κάτω από τις στάχτες και τα ολοένα καταρρέοντα ερείπια μιας αυτοκρατορίας που παρήκμασε. (Αν και μια φωνή μέσα μου μού λέει ότι στην πραγματικότητα είμαι τυχερός). Αν το θέμα είναι ο πλούτος, καμιά φορά σκέφτομαι ότι είμαι τυχερός επειδή γεννήθηκα σε μια εύπορη οικογένεια. (Άλλοι, βέβαια, λένε το αντίθετο). Τις περισσότερες φορές καταλαβαίνω ότι η Ιστανμπούλ όπου γεννήθηκα κι έζησα όλη μου τη ζωή, όπως το σώμα μου, για το οποίο πείθω τον εαυτό μου ότι δεν πρέπει να παραπονιέμαι (ας ήμουν λίγο πιο χοντροκόκαλος και λίγο πιο ωραίος), και το φύλο μου (αν ήμουν γυναίκα η σεξουαλικότητα θα ήταν μικρότερο πρόβλημα;) είναι, και δεν χωράει συζήτηση γι’ αυτό, μια μοίρα. Το βιβλίο αυτό είναι για τη μοίρα…
Γεννήθηκα στις 7 Ιουνίου 1952, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στην Ιστανμπούλ στην περιοχή Μόντα, σε μια μικρή ιδιωτική κλινική. Τη νύχτα στο διάδρομο και στον κόσμο επικρατούσε ησυχία. Στον πλανήτη μας, πέρα από τις φλόγες και τις στάχτες που το ηφαίστειο Στρόμπολι στην Ιταλία πριν δυο μέρες, είχε ξαφνικά αρχίσει να τινάζει στον αέρα, δεν γινόταν τίποτα άλλο συγκλονιστικό. Οι σύντομες ειδήσεις στις εφημερίδες ήταν τα λίγα νέα για τους Τούρκους στρατιώτες που πολεμούσαν στη Βόρεια Κορέα και οι υποψίες, όπως διέδιδαν αμερικανικές πηγές, ότι οι Βόρειοι Κορεάτες ετοιμάζονταν να χρησιμοποιήσουν βιολογικά όπλα. Τα πραγματικά νέα που η μητέρα μου διάβαζε με προσοχή πριν με γεννήσει, όπως και η πλειοψηφία των κατοίκων της Ιστανμπούλ, αφορούσαν την «πόλη μας»: Ο καταστηματάρχης ειδών ένδυσης που χθες αναγνώρισε το πτώμα του σεσημασμένου ληστή, είπε ότι ο κακοποιός, που τον είχαν εντοπίσει δυο μέρες πριν, όταν φορώντας μια τρομακτική μάσκα επιχείρησε να μπει σε ένα σπίτι στη Λάνγκα από το παράθυρο της τουαλέτας, ήταν εκείνος που την προηγούμενη χρονιά είχε ληστέψει με την απειλή του όπλου του, μέρα μεσημέρι, το μαγαζί του στο Χαρμπιγιέ «ο σεσημασμένος κακοποιός, αφού πρώτα έβρισε τους αστυνομικούς αυτοκτόνησε, όταν «γενναίοι» μαθητές της Εστίας Μαθητών της Κόνια και αστυφύλακες τον στρίμωξαν σε μια αποθήκη ξυλείας. Η μητέρα μου ήταν μόνη στην κλινική όταν διάβαζε αυτά τα νέα, γιατί, όπως μου είπε έπειτα από πολλά χρόνια λίγο θυμωμένη και πικραμένη, ο πατέρας μου, αφού την έβαλε στο μαιευτήριο, βαρέθηκε να περιμένει καθώς ο τοκετός αργούσε, και πήγε να συναντήσει ένα φίλο του. Στην αίθουσα τοκετών πλάι στη μητέρα μου ήταν μόνο η θεία μου, που πηδώντας αργά τη νύχτα τη μάντρα του κήπου της κλινικής, είχε καταφέρει να πάει κοντά της. Η μητέρα μου όταν με πρωτοείδε σκέφτηκε ότι ήμουν πιο αδύνατος, πιο εύθραυστος και πιο λεπτός από τον αδελφό μου που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερός μου.
Στην πραγματικότητα αντί για τον αόριστο «dusundu» δηλαδή σκέφτηκε, έπρεπε να χρησιμοποιήσω τον άλλο αόριστο που έχουμε στην τουρκική γλώσσα, αυτόν με την κατάληξη –μις δηλαδή dusunmus, που αγαπώ τόσο πολύ και που τον χρησιμοποιούμε όταν διηγούμαστε όνειρα, παραμύθια, και καταστάσεις που δεν τις ζήσαμε άμεσα αλλά μας τις διηγήθηκε κάποιος άλλος.» είναι καταλληλότερος όταν θέλουμε να μιλήσουμε για όσα ζήσαμε στην κούνια, στο καροτσάκι ή για τα πρώτα μας βήματα. Επειδή για τις πρώτες αυτές εμπειρίες στη ζωή, μας μιλάει έπειτα από χρόνια η μητέρα μας, ο πατέρας μας, κι εμείς, ανατριχιάζοντας από την ευχαρίστηση, μαθαίνουμε την ιστορία μας σαν να πρόκειται για την ιστορία κάποιου άλλου «κάποιος άλλος, θαρρείς, έλεγε τις πρώτες λέξεις, κάποιος άλλος έκανε τα πρώτα του βήματα. Αν και το γλυκό αυτό συναίσθημα, τόσο απολαυστικό όσο όταν βλέπουμε τον εαυτό μας στον ύπνο μας, γίνεται αιτία ν’ αποκτήσουμε μια συνήθεια που μας δηλητηριάζει σε όλη μας τη ζωή: Μαθαίνουμε τη σημασία αυτών που ζούμε –ακόμη και των πιο αληθινών απολαύσεων – από τους άλλους. Όπως τις πρώτες «αναμνήσεις» από τότε που ήμασταν μωρά, τις οποίες ακούγοντάς τες από τους άλλους οικειοποιούμαστε με πολύ κέφι, κι αργότερα, σίγουροι γι’ αυτές, τις διηγούμαστε στους άλλους, με την ψευδαίσθηση ότι έχουμε αρχίσει να τις θυμόμαστε, έτσι, έπειτα από λίγο καιρό, κι όσα λένε οι άλλοι για τα διάφορα πράγματα που κάναμε στη ζωή μας έχουν περισσότερη σημασία από τις ίδιες τις αναμνήσεις μας. Και δεν μαθαίνουμε μόνο τη σημασία της ζωής μας από τους άλλους, τις περισσότερες φορές μαθαίνουμε και τη σημασία της πόλης όπου ζούμε.
Όταν οικειοποιούμαι ως αναμνήσεις μου όσα λένε οι άλλοι για μένα, ή τις διηγήσεις των άλλων για την Ιστανμπούλ, μου έρχεται να πω: «Κάποτε, λέει, ζωγράφιζα, ήμουν περίεργο παιδί και καλό και κακό, γεννήθηκα στην Ιστανμπούλ, μεγάλωσα στην Ιστανμπούλ, αργότερα, λέει, στα είκοσι δύο μου χρόνια, δεν ξέρω γιατί, άρχισα να γράφω μυθιστορήματα». Θα ήθελα να γράψω αυτό το βιβλίο με αυτό το γλωσσικό ύφος, επειδή κάνει μια ολόκληρη ζωή να μοιάζει με παραμύθι που το έζησε κάποιος άλλος, ή με όνειρο γλυκό όπου ο άνθρωπος νιώθει ν’ αποδυναμώνεται η φωνή του κι η θέλησή του. Η όμορφη όμως γλώσσα του παραμυθιού δεν μου φαίνεται πολύ πειστική, επειδή κάνει αυτή τη ζωή να μοιάζει με προετοιμασία για μια δεύτερη ζωή πιο αληθινή, πιο φωτεινή, στην οποία θα ξυπνήσουμε αργότερα σαν να ξυπνάμε από όνειρο. Και η δεύτερη ζωή που θα μπορέσουν να ζήσουν αργότερα οι τύποι σαν εμένα, δεν είναι τίποτα παραπάνω από το βιβλίο που κρατάς στο χέρι σου. Κι αυτό εξαρτάται από σένα, αναγνώστη. Εγώ θα είμαι έντιμος μαζί σου, κι εσύ να μου δείξεις στοργή.